ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 1 ΑΑΔ 760

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 42/2002.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με την αίτηση του Κώστα Αδαμίδη από Στρόβολο για την έκδοση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση Διατάγματος και/ή Εντάλματος Certiorari και Prohibition

και

Αναφορικά με το Διάταγμα και/ή απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδόθηκε στις 19.12.2001 στην αγωγή με αρ. 2014/98 μεταξύ 1. Κυριακή Μ. Χαραλαμπίδου, 2. Μαρούλλα Γ. Νεάρχου, 3. Αστέρω Α. Τζανή, 4. Νίκος Κ. Ρουσιά, 5. Αντρούλλα Π. Γεωργιάδου, Εναγόντων και Κώστα Αδαμίδη, Διαχειριστή της περιουσίας του Διανοητικώς καθυστερημένου Γεώργιου Βαρνάβα

Βασιλείου.

_____________________

6 Ιουνίου, 2002.

Για τον αιτητή: Α. Ευτυχίου.

_____________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής ζητά τις πιο κάτω θεραπείες:

«(Α) Διάταγμα και/ή Ένταλμα CERTIORARI με το οποίο να διατάσσεται η προσαγωγή από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στο Ανώτατο Δικαστήριο του φακέλου της Πολιτικής Αγωγής με αριθμό 2014/98 μεταξύ των 1. Κυριακή Ν. Χαραλάμπους, 2. Μαρούλλα Γ. Νεάρχου, 3. Αστέρω Α. Τζανή, 4. Νίκος Κ. Ρουσιά, 5. Αντρούλλα Π. Γεωργιάδου, Εναγόντων και Κώστα Αδαμίδη Διαχειριστή της περιουσίας του Διανοητικώς καθυστερημένου Γεώργιου Βαρνάβα Βασιλείου, Εναγομένου για την ακύρωση και/ή παραμερισμό του Διατάγματος και/ή απόφασης που εκδόθηκε στις 19.12.2001 στην πιο πάνω αγωγή.

(Β) Διάταγμα και/ή 'Ενταλμα PROHIBITION με το οποίο να απαγορεύεται και/ή αναστέλλεται η εκτέλεση του διατάγματος και/ή απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδόθηκε στις 19.12.2001 στην αγωγή με αριθ. 2014/98 που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (Α) της παραγράφου 2 πιο πάνω.»

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την αίτηση, όπως έχουν τεθεί στην ένορκη δήλωση του αιτητή, έχουν ως εξής:

Ο αιτητής είχε διορισθεί διαχειριστής της περιουσίας του Γεώργιου Βαρνάβα Βασιλείου ο οποίος ήταν διανοητικώς ασθενής. Ο τελευταίος απεβίωσε στις 11.10.94. Μετά το θάνατο του καταχωρήθηκε - στις 25.2.98 - εναντίον του αιτητή η αγωγή με αρ. 2014/98. Ενάγοντες στην αγωγή εκείνη ήταν 5 άτομα τα οποία ισχυρίσθηκαν ότι ήταν κληρονόμοι του πιο πάνω αποβιώσαντα λόγω της συγγένειας τους με τη μητέρα του. Η έκθεση απαίτησης στην πιο πάνω αγωγή καταχωρήθηκε στις 17.9.98.

Με την αγωγή οι ενάγοντες ζητούσαν τις πιο κάτω θεραπείες:

«1. Διάταγμα του Δικαστηρίου διατάττον τον Εναγόμενον όπως δώσει πλήρεις και λεπτομερείς λογαριασμούς της διαχειρήσεως της περιουσίας του μακαρίτη Γεώργιου Βαρνάβα Βασιλείου, διανοητικώς καθυστερημένου από την ημέραν διορισμού του ως κηδεμόνας μέχρι την 11.10.94 ημέραν αποβίωσης του Γεώργιου Βαρνάβα Βασιλείου.

2. Διάταγμα του Δικαστηρίου διατάττον τον εναγόμενον ως διαχειριστήν του διανοητικώς καθυστερημένου Γεώργιου Βαρνάβα Βασιλείου, που απεβίωσε, στις 11.10.94 να δώσει ενόρκως πλήρης και λεπτομερείς λογαριασμούς της περιουσίας του διανοητικώς καθυστερημένου από την ημέραν διορισμού του μέχρι σήμερον.»

Μετά την καταχώρηση της έκθεσης υπεράσπισης του αιτητή η αγωγή ορίσθηκε για ακρόαση. Την ημέρα της ακρόασης ο αιτητής απουσίαζε. Το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση εναντίον του αιτητή στην απουσία του. Παραθέτω το σχετικό μέρος της:

«Κατόπιν ακρόασης της αγωγής αυτής στην παρουσία του κ. Κ. Π. Ερωτοκρίτου & Σία Δικηγόρου εναγόντων του εναγομένου απουσιάζοντος παρόλο ότι του επιδόθηκε δεόντως πιστό αντίγραφο του κλητηρίου εντάλματος στην αγωγή αυτή και μετά την ακρόαση των ισχυρισμών του ή εκ μέρους του ενάγοντα,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ όπως ο εναγόμενος δώσει πλήρεις και λεπτομερείς λογαριασμούς της διαχειρήσεως της περιουσίας του αποβιώσαντα Γεώργιου Βαρνάβα Βασιλείου διανοητικώς καθυστερημένου από την ημέρα διορισμού του ως κηδεμόνα μέχρι 11.10.94 ημέρα που απεβίωσε ο Γεώργιος Βαρνάβα Βασιλείου.

ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΈΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ όπως ο εναγόμενος δώσει πλήρεις και λεπτομερείς λογαριασμούς της περιουσίας του διανοητικώς καθυστερημένου από την ημέρα διορισμού του μέχρι σήμερα.»

Ο αιτητής έχει εξηγήσει ως εξής τους λόγους της απουσίας του:

Μετά την καταχώρηση της αγωγής διόρισε ως δικηγόρο του τον κ. Μιχαήλ Πιερίδη. Ο τελευταίος, όμως, διορίστηκε, μαζί με τον κ. Ιωάννη Ερωτοκρίτου, διαχειριστής της περιουσίας του πιο πάνω αποβιώσαντος δυνάμει απόφασης του Δικαστηρίου ημερ. 27.6.2000 στην Αγωγή 1219/97. Σε κάποιο στάδιο «μεταγενέστερα ο κ. Πιερίδης αποσύρθηκε από δικηγόρος του αιτητή» και σε κάθε περίπτωση δεν ήταν δικηγόρος του στις 19.12.2001 που εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα γιατί δεν μπορούσε να τον υπερασπίζεται «ενάντια στο συμφέρον του πιο πάνω αποβιώσαντα για τον οποίο διορίστηκε διαχειριστής της περιουσίας του με τον Ιωάννη Ερωτοκρίτου». 'Οταν ορίστηκε η πιο πάνω αγωγή - με αρ. 2014/98 - στις 19.12.2001 ο αιτητής δεν παρουσιάσθηκε γιατί δεν τον είχε «ειδοποιήσει κανένας για την πιο πάνω ημερομηνία που είχε οριστεί η πιο πάνω αγωγή».

Σύμφωνα με το Τεκ. Ζ - ένορκη δήλωση του ενάγοντα 4 στην πιο πάνω αγωγή - το οποίο συνοδεύει την ένορκη δήλωση του αιτητή, το επίδικο διάταγμα επεδόθη στον αιτητή προσωπικά την 22.1.2002. Την δε 6.2.2002 επεδόθη επιστολή στον αιτητή μαζί με το επίδικο διάταγμα.

Σημειώνεται ότι ενώ στην ένορκη δήλωση του ημερ. 21.5.2002 ο αιτητής αναφέρει ότι το επίδικο διάταγμα του επεδόθηκε στις 22.1.2002 στην ένορκη δήλωση του ημερ. 27.5.2002 αναφέρει ότι για πρώτη φορά ενημερώθηκε για την έκδοση του επίδικου διατάγματος την 6.2.2002. Η ασυμφωνία μεταξύ των δύο ημερομηνιών υποδείχθηκε στον κ. Ευτυχίου, δικηγόρο του αιτητή, στη διάρκεια της ακρόασης. Ο κ. Ευτυχίου υποστήριξε ότι η ημερ. 22.1.2002 αποτελεί γραμματικό λάθος και ότι ο αιτητής για πρώτη φορά έλαβε γνώση του επίδικου διατάγματος στις 6.2.2002.

'Εχω σαφώς την άποψη ότι δεν πρόκειται για γραμματικό λάθος. Στην πιο πάνω ένορκη δήλωση, Τεκ. Ζ, ο ενάγων 4 αναφέρει (βλ. παραγ. 5) ότι «η εν λόγω απόφαση - διάταγμα - επεδόθη στον εναγόμενο προσωπικά την 22.1.2002». Το Τεκ. Ζ αποτελεί μέρος της υπόθεσης του αιτητή (βλ. παραγ. 11 της ένορκης δήλωσης του ημερ. 21.5.2002). Διαπιστώνω, επομένως, ότι ο αιτητής έλαβε γνώση του επίδικου διατάγματος στις 22.1.2002.

Ο κ. Ευτυχίου υποστήριξε ότι το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε «έκδηλα, παράνομα και καθ' υπέρβαση και κατάχρηση αρμοδιότητας και/ή εξουσίας». 'Ερεισμα της εισήγησης ήταν το άρθρο 34(7) του περί Διαχείρισης Κληρονομιών Αποθανόντων Νόμου, Κεφ. 189, σύμφωνα με το οποίο «για τους σκοπούς λήψης δικαστικού μέτρου δυνάμει του άρθρου αυτού, κανένα πρόσωπο δεν δύναται να αντιπροσωπεύσει την κληρονομιά αποθανόντος προσώπου εκτός από τον προσωπικό αντιπρόσωπο».

Το επίδικο διάταγμα - συνέχισε ο κ. Ευτυχίου - εκδόθηκε στις 19.12.91 ενώ από τις 27.6.2000 είχαν διορισθεί ως διαχειριστές της περιουσίας του πιο πάνω αποβιώσαντος οι κ.κ. Μιχαήλ Πιερίδης και Ιωάννης Ερωτοκρίτου.

Ο κ. Ευτυχίου υποστήριξε περαιτέρω ότι οι ενάγοντες στην πιο πάνω αγωγή 2014/98 «δεν νομιμοποιούνται να κινήσουν την αγωγή και να αξιώσουν τις επίδικες θεραπείες ενόψει του άρθρου 4 του περί Διαχείρισης της Περιουσίας Ανίκανων Προσώπων Νόμου του 1996 (Ν 23(Ι)/96)».

Τέλος ο κ. Ευτυχίου υποστήριξε ότι το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε «κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, του άρθρου 30 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών» εφόσον δεν δόθηκε στα πρόσωπα που προβλέπονται από το άρθρο 4 του Νόμου 23(Ι)/96 το δικαίωμα να ακουστούν.

'Οπως έχω ήδη διαπιστώσει ο αιτητής έλαβε γνώση του επίδικου διατάγματος στις 22.1.2002 και κατεχώρισε την παρούσα αίτηση στις 21.5.2002. Δεν έχει δώσει οποιαδήποτε εξήγηση στην ένορκη δήλωση του για τη σημειωθείσα καθυστέρηση των 4 μηνών στην καταχώριση της παρούσας αίτησης. 'Οταν τέθηκε το θέμα της καθυστέρησης στον ευπαίδευτο συνήγορο του, στη διάρκεια της ακρόασης της παρούσας αίτησης, ανέφερε ότι δεν πρόκειται για μεγάλη καθυστέρηση δεδομένου ότι έχουν μεσολαβήσει και «οι διακοπές του Πάσχα».

Στην απόφαση της Ολομέλειας στην Πολιτική 'Εφεση 11045/17.4.2002 (απόφαση Κρονίδη, Δ.) έγινε επισκόπηση των αρχών που σχετίζονται με το θέμα της καθυστέρησης. Λέχθηκε ότι:

«Στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων, το Ανώτατο Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και το κατά πόσον υπήρξε αναιτιολόγητη καθυστέρηση από την πλευρά του αιτητή να ζητήσει τέτοιο ένταλμα. Δεν υπάρχουν καθορισμένα χρονικά πλαίσια. Επαφίεται τούτο στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου σταθμίζοντας όλα τα γεγονότα της υπόθεσης.»

 

 

Στην In re Charalambos A. Aeroporos and Others (1988) 1 C.L.R. 302 ο Πικής, Δ, όπως ήταν τότε, υπέδειξε ότι το ένταλμα Certiorari αποτελεί θεραπεία η οποία εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Καθυστέρηση στην καταχώριση της αίτησης αποτελεί έγκυρο λόγο για απόρριψη της αίτησης για αναθεώρηση του επίδικου διατάγματος (βλ. και In re Antonios Mouskos (1977) 1 C.L.R. 100, In re Christofis (1985) 1 C.L.R. 692, In re Charalambous (1985) 1 C.L.R. 746, In re Ellinas (1988) 1 C.L.R. 371, Θεοδούλου (Αρ. 1) (1990) 1 Α.Α.Δ. 438, Τρύφωνος (1991) 1 Α.Α.Δ. 1124, Μιχαήλ (1992) 1 Α.Α.Δ. 472, Laertis Shipping Ent. (1992) 1 A.A.Δ. 686, Καλοπαίδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 114, Πιττάκης κ.α. (1994) 1 Α.Α.Δ. 297, Beogradska Banka D.D. (1995) 1 Α.Α.Δ. 737, Ερμής Ασφαλ. Εταιρεία Λτδ κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 811, Σωτηρούλλα Κωνσταντινίδου (1995) 1 Α.Α.Δ. 827).

Στην πιο πάνω Πολιτική 'Εφεση 11045 η Ολομέλεια επεκρότησε το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Νικολάου, Δ. στην Ερμής (πιο πάνω):

«Τόση είναι η σημασία που αποδίδεται στην όσο το ταχύτερο αναζήτηση θεραπείας με τα ένδικα μέσα που τώρα επιδιώκουν οι αιτητές, που στην Αγγλία από καιρό εισήχθη με τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας χρονικός περιορισμός: ήταν αρχικά έξι μήνες και έπειτα μειώθηκε σε τρεις. Το εν λόγω όριο αποτελεί βέβαια εκεί το ανώτατο επιτρεπτό. Αίτηση μπορεί να απορριφθεί λόγω αδικαιολόγητης καθυστέρησης ακόμα και αν καταχωρηθεί εντός της επιτρεπόμενης προθεσμίας. Στην Κύπρο δεν έχει τεθεί με τους Θεσμούς χρονικός περιορισμός αλλά η γενική αρχή την οποία ανέφερα ισχύει κατά τον ίδιο τρόπο. Υπάρχει επί τούτου μεγάλος αριθμός αποφάσεων: βλ. ενδεικτικά τις υποθέσεις In re Manolis Christophi (1985) 1 C.L.R. 692, και Τρύφωνος (1991) 1 Α.Α.Δ. 455. Στην παρούσα περίπτωση, ακόμα και αν γινόταν για σκοπούς συζήτησης δεκτό ότι οι αιτητές κατά πρώτο έλαβαν γνώση του διατάγματος κατεδάφισης τον Νοέμβριο του 1994 που ήχθη η υπόθεση για απείθεια ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, παρήλθαν περίπου δέκα μήνες μέχρι που τώρα αποφάσισαν να αποταθούν στο Ανώτατο Δικαστήριο. Και το έπραξαν μόνο δύο μέρες πριν από την ημερομηνία που ορίστηκε για συνέχιση η ακρόαση της εκκρεμούσας υπόθεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Η εξήγηση την οποία πρόσφερε ο συνήγορος των αιτητών κατά την αγόρευσή του, αναφέρεται σε κατάσταση πραγμάτων, ήτοι, σε ισχυριζόμενες διαβεβαιώσεις που παρέμειναν χωρίς εμπέδωση. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, η δοθείσα εξήγηση ακόμα και αν ληφθεί υπόψη, δεν δικαιολογεί κατά την άποψή μου την τόσο μεγάλη σημειωθείσα καθυστέρηση.»

Η απόφαση στην Πολιτική 'Εφεση 11045 καταλήγει ως εξής:

«Στην παρούσα υπόθεση δεν δίδεται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση του εφεσίβλητου καμιά αιτιολογία για τη σημειωθείσα καθυστέρηση. Υπενθυμίζουμε ότι η αίτηση καταχωρήθηκε 3½ σχεδόν μήνες μετά την εκτέλεση του εντάλματος ερεύνης. 'Εκτοτε οι εφεσείοντες προχώρησαν, με βάση τα κατασχεθέντα τεκμήρια κατά την έρευνα, στη διατύπωση κατηγορίας εναντίον του εφεσίβλητου και στην καταχώρηση ποινικής υπόθεσης στο Κακουργιοδικείο Λεμεσού.

.................................. .................................................. ......

Ενόψει της παντελούς έλλειψης οποιασδήποτε αιτιολογίας για την καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης και επίσης της παράλειψης του εφεσίβλητου να αμφισβητήσει την εγκυρότητα του εντάλματος έγκαιρα, παρά μόνο λίγες μέρες πριν την ακρόαση ποινικής υπόθεσης στο Κακουργιοδικείο, έχουμε καταλήξει, επιβεβαιώνοντας τη νομολογία, ότι αυτή είναι καταλυτική για την υπόθεση. 'Εχουμε καταλήξει ότι ο πρώτος λόγος έφεσης ευσταθεί.»

Στην παρούσα υπόθεση, όπως έχει ήδη υποδειχθεί, ο αιτητής δεν έχει δώσει οποιαδήποτε εξήγηση για την καθυστέρηση των 4 μηνών στην καταχώριση της αίτησης. Στην άσκηση λοιπόν της σχετικής διακριτικής μου ευχέρειας απορρίπτω την αίτηση.

Ανεξάρτητα από το θέμα της καθυστέρησης θεωρώ ότι η εισήγηση περί έκδηλης παρανομίας δεν θα μπορούσε να πετύχει. 'Εχει νομολογηθεί ότι η φράση έκδηλη παρανομία αναφέρεται σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου υπάρχει φανερά εσφαλμένη ερμηνεία του Νόμου ή εσφαλμένη εφαρμογή του σε δεδομένη περίπτωση. Δεν είναι δηλαδή αρκετό ότι υπήρξε σοβαρή πλάνη ή πλάνη σε σχέση με καθιερωμένη αρχή. Πρέπει να υπάρχει πλάνη που μπορεί αμέσως να διακριβωθεί από το Δικαστήριο και όχι κατόπιν διεξοδικής έρευνας των ενώπιον του στοιχείων ή της μαρτυρίας (βλ. Πηχίδης (1996) 1 Α.Α.Δ. 895, 897, 898, Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 126). Στην παρούσα υπόθεση το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε ενώπιον του μια Αγωγή. Την ημέρα της ακρόασης απουσίαζε ο εναγόμενος. Η πορεία που έχει ακολουθήσει το Δικαστήριο είναι αυτή που προδιαγράφεται από τους Θεσμούς της Πολιτικής Δικονομίας. Δεν έχει σημειωθεί οποιαδήποτε έκδηλη παρανομία. Τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου περί διορισμού διαχειριστών αποτελούν θέματα των οποίων η διακρίβωση χρειάζεται έρευνα. Επομένως δεν αποτελούν παράγοντες που στοιχειοθετούν έκδηλη παρανομία. Τα ίδια ισχύουν και για τις εισηγήσεις που σχετίζονται με το Νόμο 23(Ι)/96. Τα όσα ανέφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή δεν μπορούν να ενταχθούν στην κατηγορία της έκδηλης παρανομίας.

Τέλος η αίτηση δεν θα μπορούσε να πετύχει και λόγω της ύπαρξης άλλου ένδικου μέσου.

Αποτελεί σταθερή νομολογιακή αρχή ότι εκτός σε άκρως εξαιρετικές περιπτώσεις δεν θα ασκείται η δικαιοδοσία χορήγησης προνομιακών ενταλμάτων οσάκις άλλες θεραπείες ήταν διαθέσιμες και δεν χρησιμοποιήθηκαν (Re Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, 48, R. v. Chief Constable of the Merseyside (1986) 1 All E.R. 257, R. v. Epping and Harlow General Commissioners (1983) 3 All E.R. 257, 262, Preston v. Inland Revenue Commissioners (1985) 2 All E.R. 327, 337 (H.L.). Ειδικά έχει σταθερά νομολογηθεί ότι το ένταλμα Certiorari χορηγείται μόνο οσάκις δεν υφίσταται άλλη εξίσου αποτελεσματική και βολική θεραπεία (R. v. Hillington London Borough, Ex parte Royco Homes Ltd (1974) 2 All E.R. 643, 648).

Στην παρούσα υπόθεση ο αιτητής μπορούσε να ζητήσει τον παραμερισμό του επίδικου διατάγματος με αίτηση του ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου (βλ. Δ.33 θ.5 των περί Πολιτικής Δικονόμιας Διαδικαστικών Κανονισμών). Δεν το έπραξε γιατί, όπως ανέφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος του, η προθεσμία των 15 ημερών είχε λήξει. Μπορούσε όμως να ζητήσει παράταση της προθεσμίας. 'Οπως υπέδειξα στην Καψάλης (Αρ. 2) (1996) 1 Α.Α.Δ. 980, 995:

«Θεωρώ, εντούτοις, ότι η διαδικασία των προνομιακών ενταλμάτων δεν προσφέρεται ως υποκατάστατο της απώλειας των προθεσμιών που προβλέπονται από τους θεσμούς. Δεν έχουν τεθεί ενώπιόν μου οποιεσδήποτε εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να δικαιολογούσαν την χορήγηση του προνομιακού εντάλματος Certiorari παρά την ύπαρξη άλλων ένδικων μέσων. Η αίτηση επομένως απορρίπτεται και γι' αυτό το λόγο. Περαιτέρω πρέπει να τονισθεί ότι διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου για την χορήγηση προνομιακών ενταλμάτων πρέπει να ασκείται με φειδώ. 'Οχι μόνο η πραγματική αδικία αποτελεί απαραίτητο συστατικό για την έγκριση τέτοιων αιτήσεων αλλά πρέπει να εγκρίνονται μόνο οσάκις επιδεικνύεται επιμέλεια από ένα αιτητή ο οποίος πράγματι χρειάζεται τη θεραπεία. Ο αιτητής δεν έχει επιδείξει καθόλου επιμέλεια (R. v. Senate of University of Aston (1969) 2 All E.R. 964, 979).»

 

Η αίτηση απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για έξοδα.

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο