ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 1 ΑΑΔ 666

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10812

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗ, Δ.Δ.

Γεώργιος Στεφάνου,

Εφεσείων

- και -

Κλεόβουλου Νεοφύτου,

Εφεσιβλήτου

---------------------------

30 Απριλίου 2002

Για τον εφεσείοντα: Κ. Χατζηπιέρας.

Για τον εφεσίβλητο: Στ. Ερωτοκρίτου.

---------------------------

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου

θα δώσει ο Νικολάου, Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων υπέστη σωματικές βλάβες σε τροχαίο ατύχημα που συνέβη στις 9 Ιανουαρίου 1994 στον κύριο δρόμο Λεμεσού-Πάφου και το όχημά του, που συγκρούστηκε με όχημα που οδηγούσε ο εφεσίβλητος, καταστράφηκε ολοσχερώς. Την ευθύνη, όπως ήταν εξ΄ αρχής παραδεκτό, την έφερε αποκλειστικά ο εφεσίβλητος. Επομένως, στην αγωγή του εφεσείοντος απασχόλησε μόνο το θέμα των αποζημιώσεων. Το Δικαστήριο του επεδίκασε μέρος της αξιούμενης ειδικής ζημιάς, αφού κατέληξε πως άλλα κονδύλια δεν αποδείχθηκαν, και £5.000,= γενικές αποζημιώσεις.

Μείζον θέμα κατά τη δίκη απετέλεσε το κατά πόσο το ατύχημα ήταν αιτία υποτροπής ή έστω επιδείνωσης προϋπάρχουσας κατάστασης στον σπόνδυλο. Κατά τον Μάρτιο του 1988 ο εφεσείων είχε χειρουργηθεί από τον Δρ. Α. Διέτη στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας για αφαίρεση κήλης οσφυϊκού δίσκου. Ύστερα από κάποιο διάστημα ανάρρωσης επέστρεψε στα καθήκοντά του, ως μόνιμος υπάλληλος του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων. Ασχολείτο με την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών, την εκσκαφή αυλακιών, την τοποθέτηση σωλήνων και άλλη παρόμοια, βαριά εργασία. Στις 8 Μαρτίου 1994, δύο μήνες μετά το ατύχημα για το οποίο γίνεται εδώ λόγος, ο εφεσείων υποβλήθηκε σε δεύτερη χειρουργική επέμβαση, την οποία και πάλι διενήργησε ο νευροχειρούργος Α. Διέτης στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, για αφαίρεση ξανά κήλης στο ίδιο σημείο. Κατά τον εφεσείοντα, η κατάσταση που επέβαλε τη δεύτερη επέμβαση προέκυψε από τραυματισμό που υπέστη, στο εν λόγω ατύχημα. Εξήγησε σχετικά ότι παρόλον που στο διάστημα μεταξύ της πρώτης επέμβασης και του ατυχήματος είχε κάποιες ενοχλήσεις ένεκα του σπονδύλου και λάμβανε αναρρωτικές άδειες, όπως άλλωστε και οι συνάδελφοι του στο Τμήμα, το πρόβλημα που οδήγησε στη δεύτερη επέμβαση παρουσιάστηκε μετά το ατύχημα και ως άμεσο αποτέλεσμά του. Ο εφεσίβλητος από την άλλη μεριά υποστήριξε πως η υποτροπή προϋπήρξε του ατυχήματος και ήταν ασύνδετη με αυτό.

Το Δικαστήριο σημείωσε πως το βάρος απόδειξης, επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, το έφερε ο εφεσείων, κατέληξε ότι δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του εφεσείοντος και, επομένως, έκρινε ότι η δεύτερη επέμβαση δεν οφειλόταν σε τραυματισμό από το ατύχημα. Η πρωτόδικη κρίση ήταν το αποτέλεσμα της απόρριψης της μαρτυρίας του εφεσείοντος και παράλληλα της κατά το Δικαστήριο ανυπαρξίας άλλης μαρτυρίας που να υποστήριζε την εκδοχή του. Θεώρησε τον εφεσείοντα αναξιόπιστο. Και αυτό όχι μόνο με αναφορά στην άποψη που σχημάτισε παρακολουθώντας τον να καταθέτει αλλά και επειδή θεώρησε ότι τον διέψευδαν κάποιες πτυχές της μαρτυρίας που εκείνος κάλεσε. Μια αφορούσε το ύψος των απολαβών του, άλλη την έκταση των κακώσεων που υπέστη στο στόμα και στα δόντια και, μια τρίτη, την παραδοχή του ότι για να διευκολύνει τον εργοδότη του να εξασφαλίσει δάνειο με εικονική πράξη ενοικιαγοράς αυτοκινήτου, προέβη ως ενοικιαγοραστής, κατ΄ εισήγηση του εργοδότη του, σε ψευδή δήλωση προς την Τράπεζα ότι το εισόδημά του ήταν μεγαλύτερο από ό,τι στην πραγματικότητα. Επίσης έλαβε υπόψη ότι και πριν από το ατύχημα ο εφεσείων «είχε συχνά προβλήματα με την πλάτη του τα οποία τον κρατούσαν κατά διαστήματα μακρυά από την εργασία του και για τα οποία αναζητούσε ιατρική βοήθεια», ότι παράλληλα ο εφεσείων «προσπάθησε να μετριάσει και να μειώσει το γεγονός των ενοχλήσεων», και ότι οι γιατροί του - Η. Γεωργίου και Α. Διέτης - «δεν απέκλεισαν υποτροπή της κάκωσης του 1988 χωρίς παρεμβολή νέου τραυματισμού». Η κατάληξη του Δικαστηρίου στο θέμα είχε βέβαια αντίκτυπο στο ύψος των αποζημιώσεων που επιδικάστηκαν.

Αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με δέκα λόγους έφεσης. Οι πρώτοι πέντε και ο όγδοος αφορούν τον τρόπο με τον οποίο το Δικαστήριο αυτοκαθοδηγήθηκε και προσήγγισε μαρτυρία, την οποία το ίδιο θεώρησε αξιόπιστη, σε σχέση με το κατά πόσο η υποτροπή ή η επιδείνωση στο σπόνδυλο οφειλόταν στο ατύχημα, αλλά και σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο το Δικαστήριο διατύπωσε την επί του θέματος κατάληξη. Ο έκτος λόγος θέτει προς εξέταση την πρωτόδικη άποψη ότι μέρος εισαχθείσας μαρτυρίας - της Κ. Παραγιάλη, υπαλλήλου του Γραφείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων και του Γ. Κούλα, υπαλλήλου του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων, τους οποίους ο εφεσείων κάλεσε - δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις δεκτότητας. Ο έβδομος λόγος στρέφεται κατά της απόρριψης της μαρτυρίας του εφεσείοντος, με εξειδικεύσεις τόσο ως προς τις προαναφερθείσες τρεις πτυχές της μαρτυρίας οι οποίες κατά το Δικαστήριο διέψευδαν τον εφεσείοντα, όσο και για άλλους, βάσει της μαρτυρίας, παράγοντες οι οποίοι κατά το Δικαστήριο υποστήριζαν την άποψη ότι ο εφεσείων δεν ήταν ειλικρινής. Ο ένατος και ο δέκατος λόγος αφορούν τις αποζημιώσεις: προβάλλεται ότι το ποσό των £5.000 γενικών αποζημιώσεων ήταν υπερβολικά χαμηλό και ότι λανθασμένα δεν περιλήφθηκαν μελλοντικές απώλειες και απώλειες απολαβών «από 1.4.94 μέχρι εκδίκαση».

Θα αρχίσουμε με τον έκτο λόγο έφεσης που αφορά το θέμα δεκτότητας μαρτυρίας. Η μάρτυρας Κ. Παραγιάλη κατέθεσε στην κύρια εξέταση ότι ο εφεσείων ήταν εγγεγραμμένος στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ότι πήρε επίδομα ασθενείας για την περίοδο 1/5/94-31/12/94, και ότι από την 1 Φεβρουαρίου 1995 παίρνει σύνταξη ανικανότητας, ενώ για τον Ιανουάριο του 1995 πληρώθηκε από τον εργοδότη του λόγω άδειας που είχε να παίρνει. Στην αντεξέταση η μάρτυρας διευκρίνισε ότι τα όσα ανέφερε προέρχονταν από μηχανογραφημένα στοιχεία τα οποία είχε στην κατοχή της. Δεν της ζητήθηκε όμως να τα παρουσιάσει. Το Δικαστήριο σημείωσε πως η μαρτυρία της σχετικά με αυτά δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη επειδή δεν τέθηκε το υπόβαρθο που προβλέπεται στα άρθρα 5Α και 5Β του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 (όπως τροποποιήθηκε). Είναι, κατά την άποψή μας, προδήλως ορθός ο αποκλεισμός της εν λόγω μαρτυρίας. Δεν τέθηκε το υπόβαθρο δεκτότητας των εν λόγω μηχανογραφημένων στοιχείων με αναφορά στη σχετική πρόνοια του νόμου και δεν παρουσιάστηκαν - βλ. Σιάτη ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, Πολ. Έφ. 10147, ημερ. 25 Σεπτεμβρίου 2000 - ούτε προέκυψε ότι καθίστατο αδύνατη η παρουσίασή τους ώστε να υπάρξει έδαφος για δευτερεύουσα επ΄ αυτών μαρτυρία.

Από τη μαρτυρία του Γ. Κούλα το Δικαστήριο θεώρησε πως δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη το μέρος που αφορούσε «άδειες και άλλα στοιχεία τα οποία άλλοι κατέγραψαν σε κάρτες και από ιατρικά πιστοποιητικά που δεν ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου και από τις οποίες ο ίδιος πήρε πληροφόρηση». Ο μάρτυρας κατέθεσε στην κυρίως εξέταση ότι στο Τμήμα Ωρομίσθιου Προσωπικού, του οποίου προίστατο από το 1996, τηρείται προσωπικός φάκελος για τον κάθε υπάλληλο και εν συνεχεία ανέφερε τι ήταν που προέκυπτε από το φάκελο του εφεσείοντος σε ό,τι αφορά τις άδειες ασθενείας που ο εφεσείων είχε πάρει από το 1988 μέχρι το 1993. Ενδιαφέρει το εξής μέρος:

«Ε. Από το φάκελο σας είστε σε θέση να μας πείτε ο Γεώργιος Στεφάνου τί αναρρωτικές άδειες πήρε από το 1988 μέχρι το 1993;

Α. Ναι μάλιστα.

Ε. Πέστε μας για το 1988.

Α. Το 1988 είχε 105 μέρες άδεια ασθενείας, το 1989 20 μέρες, το 1990 33 μέρες, το 1991 18 μέρες, το 1992 19 μέρες και το 1993 21 μέρες.»

 

Διευκρινίστηκε στην αντεξέταση ότι για το χρονικό διάστημα που ενδιέφερε, υπήρχαν στο φάκελο, καταγραμμένες σε κάρτες, οι άδειες ασθενείας αλλά δεν βρίσκονταν μέσα τα αντίστοιχα ιατρικά πιστοποιητικά. Τις κάρτες τις συμπλήρωναν οι υπάλληλοι που κατά καιρούς ήταν επιφορτισμένοι με αυτό το καθήκον. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι σχετικό:

«Ε. Σήμερα μιλάτε για άδειες τις οποίες λέτε είναι καταχωρημένες σε κάρτες, αυτές οι κάρτες είναι χειρόγραφες;

Α. Ναι.

Ε. Ποιός τις γέμισε;

Α. Κατά καιρούς από διάφορους υπαλλήλους που ήταν υπεύθυνοι να καταγράφουν την άδεια ασθενείας ή κανονική άδεια, δεν είναι πάντοτε το ίδιο πρόσωπο.

Ε. Στις κάρτες αυτές που αναφέρεστε εσείς υπήρχε η περίοδος απουσίας από τη δουλειά;

Α. Μάλιστα.

Ε. Λόγω ασθενείας;

Α. Και λόγω κανονικής άδειας.

Ε. Εκτός που την περίοδο που αναφέρεται δηλαδή απουσίασε από την τάδε μέρα ως την τάδε ημερομηνία λόγω ασθενείας, έχουν τίποτε άλλο αυτές οι κάρτες;

Α. Όχι τις άδειες που δικαιούται να πάρει για το συγκεκριμένο χρόνο.

Ε. Δηλαδή εκείνο που γράφει εκείνη η κάρτα είναι άδεια ασθενείας από την τάδε μέρα ως την τάδε;

Α. Μάλιστα.

Ε. Και αυτό το περνά κάποιος υπάλληλος του τμήματος;

Α. Μάλιστα.

Ε. Ο οποίος για να το περάσει φαντάζομαι στηρίζεται πάνω στις ιατρικές εκθέσεις και στην παροχή άδειας ασθενείας από το γιατρό;

Α. Μάλιστα.

Ε. Και για την περίοδο που σας ερώτησα από το 1993 και πίσω αυτές τις άδειες ασθενείας και τα ιατρικά πιστοποιητικά δεν τα φέρατε σήμερα.

Α. Σήμερα όχι.»

 

Είναι σε σχέση με αυτό το θέμα προφανές ότι αν επρόκειτο για περίπτωση όπου το περιεχόμενο των καρτών θα μπορούσε να αποτελέσει μαρτυρία -βάσει του άρθρου 4 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 - κάτι που δεν προωθήθηκε από πλευράς εφεσείοντος, η εν προκειμένω μετάδοση του περιεχομένου τους δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις δεκτότητας. Ορθά λοιπόν κατέληξε το Δικαστήριο.

Συνεχίζουμε με τους λόγους έφεσης 1 έως 5 και 8. Ο εφεσείων προβάλλει κατ΄ αρχάς ότι εφόσον το Δικαστήριο δέχθηκε πως υπήρξε υποτροπή, δεν ήταν ορθή η εν συνεχεία πρωτόδικη άποψη ότι απόκειτο στον εφεσείοντα να αποδείξει πως η υποτροπή οφειλόταν στον τραυματισμό που υπέστη στο εν λόγω ατύχημα ενώ, καθώς εισηγήθηκε, το βάρος θα έπρεπε να ήταν στον εφεσίβλητο να αποδείξει ότι η υποτροπή οφειλόταν όχι στο ατύχημα αλλά σε διαφορετική αιτία. Προβάλλει όμως ανεξάρτητα από αυτό πως το Δικαστήριο δεν απέδωσε σημασία στο ότι, κατά τον εφεσείοντα, η κατάστασή του επιδεινώθηκε μετά το ατύχημα όπως επιβεβαίωνε μαρτυρία που θεωρήθηκε αξιόπιστη. Σύμφωνα με τον εφεσείοντα προέκυπτε από τέτοια μαρτυρία πως η κατάσταση της υγείας του μεταξύ της πρώτης εγχείρησης και του ατυχήματος ήταν σταθερή και ικανοποιητική και παρόλον που, όπως και άλλοι συνάδελφοι του, έπαιρνε κατά διαστήματα αναρρωτική άδεια, επανερχόταν πάντοτε στην εργασία του όσο και αν αυτή ήταν βαριά, ενώ σύμφωνα και με τα αντικειμενικά ευρήματα της ιατρικής μαρτυρίας η κατάστασή του μετά το ατύχημα επιδεινώθηκε και κατέστησε άμεσα αναγκαία τη δεύτερη χειρουργική επέμβαση ύστερα από την οποία κρίθηκε ανίκανος για εργασία. Προσθέτει συναφώς, με αναφορά στην ιατρική μαρτυρία, ότι παρόλον που θα ήταν δυνατόν να υπάρξει υποτροπή ακόμα και χωρίς τραυματισμό, αυτό στατιστικώς συνέβαινε μόνο στο ένα 4% των περιπτώσεων και δεν υπήρξε στην προκείμενη περίπτωση ο,τιδήποτε που να δικαιολογούσε την πρωτόδικη κατάληξη πως η υποτροπή δεν οφειλόταν σε τραυματισμό στο ατύχημα. Τέλος, προβάλλει ότι στην πρωτόδικη άποψη πως δεν υπήρχε μαρτυρία άλλη από εκείνη του εφεσείοντος, η οποία να έδειχνε ότι η υποτροπή οφειλόταν στο ατύχημα, επέδρασε υπέρμετρα και κρίσιμα η εντύπωση περί αναξιοπιστίας του εφεσείοντος.

Αμέσως μετά το ατύχημα ο εφεσείων μεταφέρθηκε στην κλινική του ειδικού ορθοπεδικού χειρούργου Δρος Η. Γεωργίου, στη Λεμεσό, όπου εξετάστηκε από αυτόν και κρατήθηκε για ένα εικοσιτετράωρο. Κατά την εισδοχή του στην εν λόγω κλινική διαπιστώθηκαν τα εξής, τα οποία εκτίθεντο σε έκθεση ημερ. 17 Μαρτίου 1994:

«- Θλαστικό τραύμα μήκους 2 εκατοστομέτρων στην περιοχή της αριστερής οφρύος - το τραύμα χρειάστηκε τοποθέτηση ραφών.

 

Επιπλέον ο εφεσείων παραπονέθηκε «για πόνο εις την οσφύ με αντανάκλαση του πόνου εις το αριστερό κάτω άκρο». Ο Η. Γεωργίου παρακολούθησε τον εφεσείοντα για ένα μήνα κατά τη διάρκεια του οποίου τον εξέτασε ακόμα τέσσερεις φορές. Η τελευταία ήταν στις 10 Φεβρουαρίου 1994. Σε μια από τις εξετάσεις, στις 14 Ιανουαρίου 1994, ο εφεσείων παραπονέθηκε για χειροτέρευση της αριστερής ισχυαλγίας και ο Η. Γεωργίου τον παρέπεμψε στον Α. Διέτη ο οποίος τον είχε παλαιότερα χειρουργήσει. Κατά την τελευταία επίσκεψη ο εφεσείων συνέχιζε να παραπονείται για αριστερή ισχυαλγία, εξήγησε δε στον Η. Γεωργίου πως ήδη «του συνεστήθη χειρουργική θεραπεία από τον ειδικό νευροχειρούγο».

Ο εφεσείων εισήχθη στο νευροχειρουγικό τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας στις 2 Μαρτίου 1994 και ο Α. Διέτης κατέθεσε πως θα πρέπει να ήταν τότε, αρχές Μαρτίου, που ο εφεσείων τον επισκέφθηκε για το περιστατικό, δεδομένου ότι δεν υπήρχε κατάλογος αναμονής ώστε να μην εισαγόταν αμέσως. Η εγχείρηση έγινε στις 8 Μαρτίου 1994. Υπενθυμίζουμε όμως εδώ τη μαρτυρία του Η. Γεωργίου ότι πολύ πιο πριν, στις 10 Φεβρουαρίου 1994, ο εφεσείων τον πληροφόρησε πως ο ειδικός νευροχειρούργος του είχε ήδη συστήσει χειρουργική θεραπεία. Πάντως δεν έγινε στη μαρτυρία λόγος για νευροχειρούργο άλλο από τον Α. Διέτη. Σε αυτό δε το σημείο μεταφερόμαστε στη μαρτυρία της Χρ. Τζιακούρη, ακτινολόγου στον Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, η οποία απασχολείτο στον τομέα της νευροακτινολογίας. Παρουσίασε τον φάκελο του εφεσείοντος στον οποίο υπήρχε μεταξύ άλλων αξονική τομογραφία που έγινε από τη μάρτυρα στις 26 Ιανουαρίου 1994, κατόπιν παραπεμπτικού κάποιου από τους νευροχειρούργους του νοσοκομείου. Το παραπεμπτικό δεν βρισκόταν όμως στο φάκελο, όπως δεν βρίσκονταν οι κάρτες του ασθενούς. Σημειώνουμε πως ο εφεσείων τίποτε δεν αποκάλυψε περί αξονικής τομογραφίας σε εκείνο το χρονικό σημείο όπως άλλωστε δεν αποκάλυψε πως λίγο πιο πριν, τον Δεκέμβριο του 1993, όταν δεν είχε ακόμα συμβεί το ατύχημα είχε επισκεφθεί το νευροχειρουργικό τμήμα του νοσοκομείου για πρόβλημα σπονδύλου. Για το δεύτερο ο εφεσείων, όταν ερωτήθηκε στην αντεξέταση, εξήγησε πως η επίσκεψη ήταν για μια από τις συνηθισμένες ενοχλήσεις που είχε:

«Ε. Πριν το δυστύχημα και συγκεκριμένα το Δεκέμβρη του 1993 είχες πάει στο Νοσοκομείο στη Λευκωσία με έντονη οσφυαλγία που αντανακλούσε στο αριστερό σου πόδι, συμφωνάς ή διαφωνάς;

Α. Υποτίθεται είχα ένα πρόβλημα με το σπόνδυλο που έκαμα την εγχείρηση, πήγαινα καλά και σε κάποια διαστήματα που έπιανα βάρη ενοχλούσε με, έπρεπε να πάω στο γιατρό να πάρω sick-leave όπως όλος ο κόσμος, δεν είμαι ο μόνος, μπορείτε να το εξετάσετε αυτό.»

 

Για τη σημασία της αξονικής τομογραφίας τον Ιανουάριο του 1994, προσθέτουμε και ότι, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Α. Διέτη, αξονική τομογραφία γίνεται πριν από την επέμβαση όταν η κλινική εικόνα δείχνει πως η επέμβαση καθίσταται αναγκαία. Για το ίδιο θέμα αντεξετάστηκε και η ακτινολόγος Χρ. Τζιακούρη που συμφώνησε. Ανέφερε, μιλώντας από την πείρα της, ότι της επέμβασης προηγείται η αξονική τομογραφία εκτός σε περιπτώσεις επειγόντων περιστατικών με εμφανή και καθαρά τα κλινικά σημεία.

Δεν συμμεριζόμαστε την άποψη του εφεσείοντος ότι με μαρτυρία την οποία το Δικαστήριο θεώρησε αξιόπιστη αποδεικνυόταν ότι η υποτροπή είχε ως αιτία το ατύχημα. Τουναντίον, οι μη αποκαλυφθείσες από τον εφεσείοντα περιστάσεις από τις οποίες προέκυψε η αξονική τομογραφία τον Ιανουάριο του 1994, ιδιαίτερα ενόψει της μαρτυρίας του Α. Διέτη ο οποίος έθεσε μια άλλη χρονική διάσταση στο θέμα, δημιουργούν υποψίες αναφορικά με τη γνησιότητα του παραπόνου του εφεσείοντος. Ούτε και θεωρούμε ορθή την άποψη ότι επειδή όντως διαπιστώθηκε υποτροπή, θα έπρεπε να υποτεθεί ότι οφειλόταν στο ατύχημα με βάρος στον εφεσίβλητο να αποδείξει άλλη συγκεκριμένη αιτία σε άλλη χρονική στιγμή.

Σε σχέση με τον έβδομο λόγο έφεσης, ο οποίος αφορά την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντος ως αναξιόπιστης, θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας στις τρεις πτυχές που το Δικαστήριο ανέφερε ότι πρόσθεταν στην αρνητική εικόνα την οποία απεκόμισε παρακολουθώντας τον εφεσείοντα να καταθέτει. Υπενθυμίζουμε ότι η μια αφορούσε το ύψος των απολαβών του εφεσείοντος στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων. Μετά τη δεύτερη χειρουργική επέμβαση, ο εφεσείων δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στα καθήκοντα της θέσης του και εν τέλει, στις αρχές του 1996, κατόπιν γνωμάτευσης του Ιατρικού Συμβουλίου που του αναγνώρισε σχετική ανικανότητα, απολύθηκε από το Τμήμα. Εν συνεχεία εργοδοτήθηκε αλλού για εκτέλεση ελαφράς εργασίας, με πολύ χαμηλότερο μισθό. Στην έκθεση απαίτησης προέβαλε τον ισχυρισμό πως αφότου απολύθηκε και μέχρι που επανεργοδοτήθηκε υφίστατο απώλειες απολαβών ύψους £135,00 εβδομαδιαίως πλέον 13ο μισθό, ενώ μετά την εργοδότησή του υφίστατο απώλειες ίσες με την κατά καιρούς διαφορά μισθών, αφού ο νέος του μισθός αυξανόταν κατά τι ετησίως. Στο Δικαστήριο ο εφεσείων κατέθεσε ότι οι απολαβές του ανέρχονταν σε £135,00 εβδομαδιαίως. Αντεξεταζόμενος επέμενε:

«Ε. £135 που είπες προηγουμένως εβδομαδιαίως ήταν με την εβδομάδα που επληρώνεσουν ή με την ώρα;

Α. Με την εβδομάδα.

Ε. Σου υποβάλλω ότι αυτά ήταν ζουρά, ο μισθός σου που ανάφερες ήταν ο ζουρός και όχι ο καθαρός.

Α. Έχω να πω ότι έπαιρνα £135 την εβδομάδα, κοίταξα τα χαρτιά μου που μας έστελλαν από τα αντίτσιεκα και ήταν τόσα.

Ε. Σου υποβάλλω ότι ο μισθός που είπες ήταν ο ζουρός και όχι ο καθαρός.

Α. Τούτο να το διερευνήσεις εσύ. Εγώ λέω ότι έπαιρνα £135 την εβδομάδα.»

 

Σύμφωνα όμως με έγγραφο (το τεκμήριο 5) που παρουσίασε ο μάρτυρας Γ. Κούλας, οι ακάθαρτες απολαβές του εφεσείοντος από το 1994 ήταν £6.189,00, ποσό από το οποίο αφαιρείτο ποσοστό 14.3% για το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και άλλα. Για τα προηγούμενα του 1994 έτη, ο εφεσείων που τον κάλεσε δεν του ζήτησε να παρουσιάσει στοιχεία και επομένως δεν ήταν έτοιμος να απαντήσει σε σχετική ερώτηση στην αντεξέταση. Αυτός ο μισθός δεν περιλάμβανε υπερωρίες για τις οποίες προσφερόταν δυνατότητα και σημειώνουμε συναφώς τη δήλωση του εφεσείοντος ότι εργαζόταν υπερωριακά σε τακτική βάση. Έπειτα, καθώς πρόσθεσε με τη μαρτυρία του ο λογιστής Α. Δημητρίου, από το εν λόγω υπόλοιπο των £6.189,00 αφαιρείτο φόρος εισοδήματος, με αποτέλεσμα να απομένει, (όπως φαίνεται στο τεκμήριο 11), ποσό £4.877,00. Αυτό σήμαινε καθαρές απολαβές ύψους £87 εβδομαδιαίως. Το Δικαστήριο κατέληξε, ενόψει της διάστασης μεταξύ της εν λόγω αδιαμφισβήτητης μαρτυρίας και της μαρτυρίας του εφεσείοντος περί καθαρών εβδομαδιαίων απολαβών ύψους £135,00, ότι ο εφεσείων δεν ήταν επί τούτου ειλικρινής και θεώρησε πως αυτό είχε ευρύτερες επιπτώσεις στην αξιοπιστία του. Με την έφεση επικρίνεται το πρωτόδικο συμπέρασμα ως εσφαλμένο. Προβάλλεται ότι η μαρτυρία του κ. Κούλα και του κ. Δημητρίου αφορούσε τις απολαβές που ο εφεσείων θα είχε αν εργαζόταν κατά την περίοδο μετά το ατύχημα, ενώ η μαρτυρία του ιδίου του εφεσείοντος αφορούσε το τι κέρδιζε προηγουμένως, προστίθεται δε ότι το πόσα αυτός έπαιρνε από υπερωρίες «δεν ξεκαθάρισε από τη μαρτυρία ούτε και εδόθη στον ενάγοντα η ευκαιρία να το ξεκαθαρίσει». Δεν θεωρούμε δικαιολογημένη την επίκριση. Ο εφεσείων είχε την ευκαιρία αλλά και την ευθύνη να προβεί σε εξειδικεύσεις και διευκρινίσεις αλλά δεν το έπραξε. Η αναφορά του στις απολαβές του δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιοριζόταν σε ό,τι μπορεί να κέρδιζε με τις υπερωρίες πριν από το ατύχημα. Εύλογα συνάγεται από τη μαρτυρία του ότι με την αναφορά του ήθελε να καλύψει και τα πριν και τα μετά. Επιπλέον, στην έκθεση απαίτησης ο ισχυρισμός του για απολαβές ύψους £135,00 αφορούσε και την περίοδο μετά το ατύχημα. Ούτε άλλωστε θα αναμενόταν πως για τη μεταγενέστερη περίοδο θα άφηνε έξω από το λογαριασμό τη δυνατότητα για τακτικές υπερωρίες.

Σε σχέση με τη δεύτερη πτυχή, που αφορούσε τις κακώσεις του εφεσείοντος στα δόντια, το Δικαστήριο επεσήμανε διάσταση μεταξύ της μαρτυρίας του εφεσείοντος και των γιατρών του, ήτοι του Η. Γεωργίου που πρώτος τον είδε μετά το ατύχημα, και του οδοντιάτρου Κ. Στυλιανίδη που τον εξέτασε μερικές ημέρες αργότερα και ανέλαβε τη θεραπεία. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι συνεπεία του ατυχήματος υπέστη κατάγματα δοντιών και στις δύο πλευρές. Ενόψει όμως της αρχικής εικόνας που ο εφεσείων παρουσίασε, ο εφεσίβλητος αμφισβήτησε ότι προκλήθηκαν κατάγματα στη δεξιά πλευρά. Σύμφωνα με τον Η. Γεωργίου, ο εφεσείων παρουσίασε «οίδημα και ευαισθησία στην περιοχή της αριστερής παρειάς» και κανένα σύμπτωμα στη δεξιά. Αντεξεταζόμενος ο Η. Γεωργίου διευκρίνισε πως αν στο ατύχημα ο εφεσείων υφίστατο κατάγματα σε δόντια στη δεξιά πλευρά, θα ανέμενε κανείς να υπήρχε οίδημα και σε εκείνη την πλευρά. Με τη σειρά του και ο Κ. Στυλιανίδης συμφώνησε πως για κάταγμα δοντιών στη δεξιά πλευρά θα έπρεπε να ασκείτο βία σε εκείνη την πλευρά. Ο Στυλιανίδης διαπίστωσε πάντως πως υπήρχαν κατάγματα δοντιών και στη δεξιά πλευρά. Το Δικαστήριο θεώρησε την απουσία οιδήματος στη δεξιά πλευρά σημαντική ως ένδειξη ότι δεν υπήρξε εκεί κτύπημα. Κατέληξε ως εκ τούτου ότι ο εφεσείων δεν ήταν ειλικρινής αναφορικά με το υπό συζήτηση θέμα. Έχουμε την άποψη ότι υπήρχε στη μαρτυρία έρεισμα για τον τρόπο με τον οποίο το Δικαστήριο αντίκρυσε την εν λόγω πτυχή. Δεν διακρίναμε ο,τιδήποτε το μεμπτό και επομένως έχουμε την άποψη ότι δεν χωρεί επέμβαση.

Ως προς την τρίτη πτυχή, που αφορούσε τη δήλωση του εφεσείοντος για το εισόδημά του προκειμένου να δανειοδοτηθεί ο εργοδότης του από Τράπεζα με εικονική συμφωνία ενοικιαγοράς, το ότι η δήλωση του εφεσείοντος ήταν ψευδής το παραδέχθηκε και ο ίδιος. Εισηγήθηκε ωστόσο ότι η έλλειψη τιμιότητας σε εκείνη τη συγκεκριμένη περίπτωση δεν πρόσφερε καμιά δυνατότητα για την εξαγωγή συμπεράσματος ως προς το γενικότερο θέμα της αξιοπιστίας του. Φαίνεται να υπάρχει βάση σε αυτή την εισήγηση αλλά έχοντας υπόψη την καταλυτική επίδραση των άλλων δεδομένων που προαναφέραμε και που άπτονταν των αναγκών της ίδιας της υπόθεσης, θεωρούμε ότι η σημασία αυτής της πτυχής υποχωρεί αφού δεν θα μπορούσε λογικά να επιδράσει στην έκβαση. Επομένως ούτε και σε αυτό δεν διακρίναμε χώρο για επέμβαση. Η πρωτόδικη άποψη ότι η μαρτυρία του εφεσείοντος δεν μπορούσε να θεωρηθεί αξιόπιστη, ήταν εύλογα εφικτή και παραμένει.

Με τους δύο εναπομείναντες λόγους της έφεσης - οι οποίοι αφορούν τις αποζημιώσεις - δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε γιατί, όπως εύστοχα παρατήρησε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος, θα αποκτούσαν σημασία μόνο σε περίπτωση επιτυχίας σε προηγηθέντα λόγο και επακόλουθης μεταβολής των δεδομένων που αφορούσαν τους υπολογισμούς.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

Δ.

 

Δ.

 

Δ.

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο