ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 1 ΑΑΔ 355

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 95/2001.

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΑΡΤΕΜΗ, ΚΑΛΛΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.Δ.

Αναφορικά με την Διαταγή 35 Θεσμός 20 των Θεσμών της Πολιτικής

Δικονομίας και το άρθρο 3 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης

(Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964

Αναφορικά με την Αίτηση χωρίς ειδοποίηση των C & H HEAT FLOW LTD από τη Λευκωσία για παραχώρηση άδειας για καταχώρηση 'Εφεσης εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην Αγωγή αρ. 8412/00 λόγω λανθασμένων οδηγιών/απόφασης ως προς τα έξοδα.

Αναφορικά με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 27.9.2001 που αφορούσε την Αίτηση των Εναγόντων-Αιτητών ημερομηνίας 20.10.2000 για Συνοπτική Απόφαση με την οποία απέρριψε την Αίτηση και διέταξε τους Αιτητές όπως καταβάλουν τα έξοδα στους Εναγομένους-Καθ' ων η αίτηση.

_____________________

5 Μαρτίου, 2002.

Για τους αιτητές: Γ. Παπαθεοδώρου.

Για τους καθ' ων η αίτηση: Μ. Ιωάννου.

_____________________

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Δικαστής Π. Καλλής.

______________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι αιτητές-ενάγοντες (οι αιτητές) κατεχώρησαν εναντίον των καθ' ων η αίτηση-εναγομένων κλητήριο ένταλμα ειδικώς οπισθογραφημένο. Αξίωσαν ποσό της τάξεως των Λ.Κ.£5.000 δυνάμει επιταγής. Την καταχώριση εμφάνισης εκ μέρους των εναγομένων ακολούθησε η καταχώριση αίτησης από τους αιτητές για έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον των εναγομένων.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που τάσσει η Δ.18 θ.1(α) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Στη συνέχεια εξέτασε κατά πόσο οι εναγόμενοι, έχουν δείξει στο Δικαστήριο ότι έχουν καλή υπεράσπιση. Έκρινε ότι οι εναγόμενοι έχουν αποκαλύψει με την ένορκη δήλωση τους στοιχεία καλόπιστης υπεράσπισης και δεν θα ήταν ορθό και δίκαιο να μην τους επιτραπεί να προβάλουν την υπεράσπιση τους.

Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω κατάληξης του το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση των αιτητών, για συνοπτική απόφαση, με εξόδα.

Με την παρούσα αίτηση οι αιτητές ζητούν άδεια του Δικαστηρίου «με την οποία να επιτρέπεται η καταχώριση έφεσης εναντίον της απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα». Νομικό βάθρο της αίτησης είναι η Δ.35 θ.20. Στην ένορκη δήλωση η οποία συνοδεύει της αίτηση τους οι αιτητές διατείνονται ότι είχαν δικαιωθεί στην αίτηση τους για συνοπτική απόφαση «αφού ικανοποίησαν όλες τις προϋποθέσεις που θέτει η Δ.18 θ.1». Ως εκ τούτου η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να τους καταδικάσει στην καταβολή των εξόδων της αίτησης δεν ασκήθηκε δικαστικά και οφείλεται σε λανθασμένη άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. Τέλος οι αιτητές ισχυρίσθηκαν ότι η επίδικη απόφαση είναι αποτέλεσμα παρανόησης των γεγονότων όπως αυτά ευρίσκοντο ενώπιον του Δικαστηρίου γιατί το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε σε τρίτο άτομο, όχι διάδικο στην παρούσα υπόθεση, όπως προβάλει υπεράσπιση, «στερώντας έτσι το δικαίωμα των αιτητών, οι οποίοι ήδη απέδειξαν την υπόθεση τους όπως η αξίωση τους».

Θεωρούμε ότι ο τελευταίος ισχυρισμός των αιτητών άπτεται της εγκυρότητας του μέρους της πρωτόδικης απόφασης που σχετίζεται με την ουσία της υπόθεσης. 'Εχει νομολογηθεί (βλ. Χάσικος κ.α. ν. Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389) ότι η απόρριψη αίτησης για συνοπτική απόφαση δεν υπόκειται σε έφεση γιατί δεν συνιστά απόφαση καθοριστική των δικαιωμάτων των διαδίκων. Ωστόσο, όπως υποδεικνύεται στην Γιώργος Μεταξά, Αίτηση 57/99/29.3.2000 (απόφαση Νικολάου, Δ.):

«Η εγκυρότητα της δικαστικής απόφασης δεν μπορεί να αμφισβητηθεί έξω από το πλαίσιο της κατ' έφεση δικαιοδοσίας. Αλλά ούτε και μπορεί να υποβιβάζεται όπου δεν προβλέπεται δικαίωμα έφεσης. Συνεπώς, ισχύει και σε αυτή την περίπτωση ο συνήθης κανόνας ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα εκτός αν συντρέχει λόγος που να τον εκτοπίζει.»

Θεωρούμε λοιπόν ότι στην παρούσα διαδικασία δεν μπορεί να εξεταστεί η ορθότητα της πρωτόδικης κατάληξης η οποία αφορά την ουσία της αίτησης για συνοπτική απόφαση.

Ο κ. Παπαθεοδώρου, εκ μέρους των αιτητών, υπέβαλε ότι, εφόσον οι αιτητές πέτυχαν σε ένα από τα δύο σκέλη της αίτησης τους, με το να ικανοποιήσουν τις προϋποθέσεις της Δ.18 θ.1, δεν έπρεπε να καταδικασθούν στην πληρωμή των εξόδων.

Παρατηρούμε: Η ικανοποίηση των προϋποθέσεων της Δ.18 θ.1 αποτελεί θέμα καθαρά διαδικαστικό. Δεν αποτελεί θέμα ουσίας. Δεσπόζον στοιχείο είναι το αποτέλεσμα της υπόθεσης. 'Ασκηση της διακριτικής ευχέρειας σε σχέση με τα έξοδα σε αιτήσεις για συνοπτική απόφαση με γνώμονα συμμόρφωση με την διαδικασία και όχι με γνώμονα το αποτέλεσμα της υπόθεσης θα συνιστούσε πορεία εντελώς ασυμβίβαστη με τις αρχές που διέπουν την επιδίκαση εξόδων και θα ενεθάρρυνε την υποβολή αβάσιμων αιτήσεων για συνοπτική απόφαση.

Το θέμα της χορήγησης άδειας για καταχώριση έφεσης σε σχέση μόνο με τα έξοδα ρυθμίζεται από την Δ.35 θ.20. Σύμφωνα με τον θ.20 άδεια δεν χορηγείται εκτός εάν φανεί ότι η απόφαση για τα έξοδα αντίκειται προς το νόμο ή διαδικαστικό κανονισμό ή βασίζεται σε παρανόηση των γεγονότων ή όπου διατάσσεται ο ένας διάδικος να καταβάλει τα έξοδα του άλλου χωρίς επαρκή λόγο (Βλ. Eleftheriou v. Rousou and Another (1958) 23 C.L.R. 191, Pitsillos v. Xioutas and Others (1967) 1 C.L.R. 260, Φιλίππου ν. Φιλίππου (1990) 1 Α.Α.Δ. 890, Μάριος Ρούσος κ.α., Αίτηση 111/98/22.3.99, Γιώργος Μεταξάς (πιο πάνω), Κώστας Χαραλάμπους Πιερή, Αίτηση 24/99/1.6.99, Γιώργος Αργυρίδης, Αίτηση 65/99/21.2.2000, Κυριακή Φιλίππου Σάββα, Αίτηση 118/99/23.2.2000, Ανδρέας Χριστοφόρου, Αίτηση 20/2000/29.6.2000, Χ'' Ιωάννου κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ.α., Πολιτική Αίτηση 45/2000/21.9.2000).

'Εχει νομολογηθεί ότι στο στάδιο παροχής άδειας το Δικαστήριο περιορίζεται σε διαπιστώσεις που αφορούν την εμφάνιση του θέματος χωρίς να προβαίνει σε τελική θεώρηση της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου που θα αποτελέσει το αντικείμενο έφεσης εφόσον παρασχεθεί η άδεια. Αποκλειστικό κριτήριο για τη χορήγηση άδειας είναι η θεμελίωση μιας ή περισσότερων προϋποθέσεων που θέτει η Δ.35 θ.20. Εγείρεται θέμα αντίθεσης δικαστικής απόφασης για τα έξοδα προς το Νόμο και τους Θεσμούς εφόσον αναφαίνεται ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου δεν ασκήθηκε δικαστικά, δηλαδή με γνώμονα τη δίκη και το αποτέλεσμα της. Η δε άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ελέγχεται με αναφορά στη Δ.59 θ.1 που αφήνει τα έξοδα στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Η ευχέρεια αυτή ασκείται δικαστικά με αναφορά στους εσωγενείς παράγοντες της δίκης που περιλαμβάνουν το αποτέλεσμα της υπόθεσης και κάθε γεγονός που άπτεται του χειρισμού της από τους διαδίκους (Βλ. Κυριακή Φιλίππου Σάββα και Ανδρέας Χριστοφόρου (πιο πάνω) και Θρασυβούλου ν. Arto Estates Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 12 - αποφάσεις Πική, Π.).

Στην παρούσα υπόθεση το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας εφάρμοσε τον βασικό κανόνα λογικής σύμφωνα με τον οποίο τα έξοδα ακολουθούν το απότελεσμα της δίκης. Η εμβέλεια αυτού του κανόνα είναι τέτοια ώστε κατά κανόνα δεν δίδονται λόγοι όταν η διαταγή για τα έξοδα συνάδει με τον κανόνα (Βλ. Χάσικος (πιο πάνω), Ζαβρού ν. Μιχαηλίδου (1996) 1 Α.Α.Δ. 477, Κώστας Χαραλάμπους Πιερή και Χ'' Ιωάννου (πιο πάνω)).

Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει υποδειχθεί οτιδήποτε που να δικαιολογεί απόκλιση από τον βασικό κανόνα. Δεν συντρέχει, επομένως, οποιαδήποτε από τις περιστάσεις που προδιαγράφονται από την Δ.35 θ.20. Ακολουθεί πως η αίτηση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

Δ.

 

 

Δ.

 

 

Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο