ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 1 ΑΑΔ 223

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 11215

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΑΡΤΕΜΗ, ΚΑΛΛΗ, Χ"ΧΑΜΠΗ, ΔΔ.

Federal Bank of Lebanon (SAL), από το Λίβανο,

Εφεσειόντων/εναγόντ ων

και

Νίκου Κ. Σιακόλα, από τη Λευκωσία,

Εφεσιβλήτου/εναγομέ νου.

― ― ― ― ―

22 Φεβρουαρίου, 2002.

Για τους εφεσείοντες-ενάγοντες: κ. Κ. Μιχαηλίδης.

Για τον εφεσίβλητο-εναγόμενο: κ. Α. Δημητρίου.

― ― ― ― ―

Η ομόφωνη απόφαση θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ.

― ― ― ― ―

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η υπόθεση αυτή είναι πολύ παλιά, αφού η αγωγή καταχωρήθηκε το 1986. Μετά από μακρά σειρά ενδιάμεσων διαδικασιών και ενώ η κυρίως δίκη βρισκόταν σε εξέλιξη και συνεχιζόταν η αντεξέταση του Μ.Ε.4 J. Takla, υποβλήθηκε αίτηση εκ μέρους του εφεσιβλήτου-εναγομένου με την οποία ζητούσε να του επιτραπεί να κάμει αριθμό τροποποιήσεων στην Εκθεση Υπεράσπισης, τροποποιήσεις που σχετίζονται με θέματα που άπτονται πτυχών του Λιβανικού δικαίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε τις δύο πλευρές, ενέκρινε την αίτηση για τροποποίηση και οι εφεσείοντες-ενάγοντες καταχώρησαν την παρούσα έφεση εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Στην απόφαση του ο πρωτόδικος Δικαστής, αφού αναφέρθηκε εκτενώς στα γεγονότα της υπόθεσης και αφού ανέλυσε τη σχετική νομολογία, ενέκρινε την αίτηση.

Οι λεπτομέρειες της διαδικασίας και του αιτήματος του εφεσιβλήτου-εναγομένου φαίνονται στο πιο κάτω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:

«Σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας, η ενάγουσα αντιλήφθηκε την ανάγκη όπως στην Εκθεση Απαίτησης της, εκτός από τις γενικές αναφορές στο Λιβανικό δίκαιο, γίνουν εξειδικευμένες παραθέσεις αυτού του δικαίου και νομολογίας, όπως απαιτείται από τη νομολογία. Το αίτημα αυτό εγκρίθηκε κατ΄ έφεση. Στην τροποποιημένη Εκθεση Υπεράσπισης του, ο εναγόμενος σε μια προσπάθεια αντίκρουσης των νομικών θέσεων της ενάγουσας, αρκέστηκε σε άρνηση των σχετικών παραγράφων της Απαίτησης, σε ισχυρισμό ότι δεν θα πρέπει να εφαρμοστεί το δίκαιο του Λιβάνου στα υπό κρίση θέματα και ότι αν κριθεί εφαρμοστέο αυτό το δίκαιο, ο εναγόμενος με βάση το Λιβανικό δίκαιο έχει καλή υπεράσπιση. Εκθέτοντας αυτή την άρνηση και γενική θέση ο εναγόμενος δεν παράθεσε στην τροποποιημένη Υπεράσπιση του καμμιά εξειδικευμένη ή στοχευμένη αναφορά σε νομοθετική διάταξη ή σε νομολογία του Λιβάνου, ούτε σχολίασε κατά τέτοιο τρόπο τις νομικές θέσεις της ενάγουσας. Προφανώς αυτό κρίθηκε στο χρονικό εκείνο σημείο, σαν αρκετό. Σε υστερώτερο όμως στάδιο, και συγκεκριμένα στο στάδιο της αντεξέτασης του εμπειρογνώμονα επί του Λιβανικού δικαίου ΜΕ4 J. Takla, διαφάνηκε πως οι γενικές αναφορές ή αρνήσεις ως προς το τί προνοείται στο Λιβανικό δίκαιο που γίνονταν στην Υπεράσπιση, δεν θα επέτρεπαν στην πλευρά του εναγομένου να θέσει στον μάρτυρα σε πρώτο στάδιο και να προβάλει αργότερα με δική της μαρτυρία, διαφορετικές νομικές θέσεις. Είναι γι΄ αυτό το λόγο, όπως προκύπτει και από τα τηρηθέντα πρακτικά, που ζητήθηκε, και δόθηκε αναβολή, ώστε να υποβληθεί αίτημα για τροποποίηση της Υπεράσπισης.»

 

Ο λόγος που προβάλλεται στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση του εφεσιβλήτου-εναγομένου για την παράλειψή του να συγκεκριμενοποιήσει σχετικές πρόνοιες του Λιβανικού δικαίου στην Εκθεση Υπεράσπισής του, που καταχώρησε μετά την τροποποίηση της Εκθεσης Απαίτησης, και που προκάλεσε καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματός του, ήταν ο τρόπος σύνταξης της Εκθεσης Απαίτησης και συγκεκριμένα στην, όπως ισχυρίστηκε, ασάφεια ή παράλειψη συγκεκριμενοποίησης σε αυτή βασικών γεγονότων ή στη μη σύνδεση των γεγονότων με νομοθετικές διατάξεις. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε όμως διαφορετική γνώμη επί του προκειμένου, αποφασίζοντας τα πιο κάτω:

«Εκείνο το οποίο δεν μπορώ να αποδεχθώ ........ σαν λόγο δικαιολόγησης της καθυστέρησης ή του σταδίου στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση, είναι την εισήγηση ότι αυτή οφείλεται στον τρόπο σύνταξης της Εκθεσης Απαίτησης, και συγκεκριμένα στην ασάφεια ή παράλειψη συγκεκριμενοποίησης σ΄ αυτήν βασικών γεγονότων, ή στην μη σύνδεση γεγονότων με νομοθετικές διατάξεις ή ακόμα με δοθείσα μαρτυρία. Δεν πρόκειται να σχολιάσω βέβαια τον τρόπο σύνταξης της Εκθεσης Απαίτησης. Μπορώ όμως να παρατηρήσω πως οι όποιες απορίες θα μπορούσαν να λυθούν μέσω κατάλληλων διαδικασιών, ενώ τα εξειδικευμένα θέματα δικαίου θα μπορούσαν να απαντηθούν με επίσης εξειδικευμένο τρόπο, σύμφωνα τουλάχιστον με τα όσα αντιλαμβανόταν τότε η πλευρά του εναγομένου σαν νομικές θέσεις της ενάγουσας. Μπορεί κάποια θέματα να αποκρυσταλλώθηκαν καλύτερα στο στάδιο της λήψης μαρτυρίας. Μπορεί ακόμα, η όλη εικόνα να ολοκληρώθηκε στο υστερώτερο αυτό στάδιο σε μια ομολογουμένως περίπλοκη και πολύπτυχη υπόθεση στην οποία εμπλέκεται αλλοδαπό δίκαιο. Ομως, η ύπαρξη του κενού το οποίο τώρα εντοπίζεται στην Υπεράσπιση, δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ή αποδοθεί με αναφορά σ΄ αυτές τις εξελίξεις.»

 

 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο όμως προέβη και σε μια άλλη, εσφαλμένη κατά την άποψή μας, διαπίστωση ως ακολούθως:

«Δύο από τους λόγους οι οποίοι προβλήθηκαν σαν εξήγηση τόσο για την μη συμπερίληψη στην τροποποιημένη Υπεράσπιση των προτεινόμενων τροποποιήσεων όσο και για το ότι η αίτηση δεν υποβλήθηκε νωρίτερα, ήσαν ότι αυτό αποδίδεται σε αβλεψία και παραδρομή. Αυτούς τους λόγους, με τον διστακτικό έστω τρόπο με τον οποίο αρθρώθηκαν κατά την ακρόαση, και τον κάπως συγκεκαλυμμένο τρόπο που εμφανίζονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, τους δέχομαι. Και αυτοί οι λόγοι, συνιστούν καλούς λόγους στην απουσία ύπαρξης κακής πίστης, σύμφωνα και με την απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Federal Bank of Lebanon (ανωτέρω).»

 

 

Εξετάσαμε με προσοχή την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση για τροποποίηση και πουθενά, είτε άμεσα είτε με συγκεκαλυμμένο τρόπο, δεν βρήκαμε ισχυρισμό ότι η καθυστέρηση οφειλόταν σε αβλεψία και παραδρομή. Είναι γεγονός ότι κατά την αγόρευσή του ο δικηγόρος των αιτητών, μετά από ερωτήσεις του Δικαστηρίου, διστακτικά άρθρωσε τη θέση πως η αβλεψία και η παραδρομή ήταν ένας από τους λόγους της καθυστέρησης. Εφόσον, όμως, δεν υπήρχε ισχυρισμός και μαρτυρία επί του προκειμένου στην ένορκη δήλωση, τούτο δεν θα μπορούσε να συμπληρωθεί με την αγόρευση του δικηγόρου και να αποτελέσει λόγο επί του οποίου να βασίσει το Δικαστήριο την απόφασή του.

Το Δικαστήριο τελικά δεν δέχθηκε την εισήγηση των εφεσειόντων-εναγόντων πως η απόρριψη της δικαιολογίας για την καθυστέρηση που δόθηκε στην ένορκη δήλωση ήταν ένδειξη κακοπιστίας, που συνακόλουθα θα έπρεπε να οδηγήσει και στην απόρριψη της αίτησης. Το Δικαστήριο είπε επί του προκειμένου:

«Δεν νομίζω ότι αυτό θα ήταν ορθό υπό τις περιστάσεις. Θα μεταχειριστώ απλώς αυτές τις αιτιάσεις σαν κάποιους επιπρόσθετους λόγους δικαιολόγησης οι οποίοι κατά τη δική μου αντίληψη δεν ευσταθούν, πλην όμως δεν επηρεάζουν αρνητικά τους άλλους λόγους που έχω δεχθεί.»

 

 

Ενόψει όμως του γεγονότος ότι κακώς δέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο «τους άλλους λόγους», που ήταν αβλεψία και παραδρομή, η κατάληξη του έμεινε μετέωρη και αναιτιολόγητη, αφού αυτοί «οι επιπρόσθετοι λόγοι», όπως έκρινε, «δεν ευσταθούν».

Είναι η θέση της νομολογίας πως, όπου υπάρχει καθυστέρηση, απαιτείται η παροχή κάποιας εξήγησης. Στην SABA & CO (T.M.P) v. T.M.P. Agents (1994) 1 A.Α.Δ. 426, κρίθηκε πως η σημασία του θέματος της δικαιολόγησης της καθυστέρησης ποικίλλει ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης και σχετίζεται με τη γνησιότητα των προθέσεων του αιτητή και την αναγκαιότητα ή το βαθμό της χρησιμότητας της τροποποίησης.

Στην Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1991) 1 Α.Α.Δ. 934, λέχθηκε πως η σύγχρονη τάση είναι τα Δικαστήρια να επιτρέπουν τροποποιήσεις στις κατάλληλες περιπτώσεις, έστω και αν η αναγκαιότητα τροποποίησης είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης. Η πιο πάνω αρχή όμως περιορίστηκε στην υπόθεση Ταξί Κυριάκος Λτδ ν. Ανδρέα Παύλου (1995) 1 Α.Α.Δ. 560, όπου τονίστηκε πως το ζήτημα εξακολουθεί να υπόκειται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου που πρέπει να ασκείται έχοντας υπόψη το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης. Οσον αφορά το χρόνο στον οποίο υποβάλλεται αίτηση για τροποποίηση, σχετική είναι και η απόφαση στην Astor Manufacturing & Exporting Co κ.α. ν. A.G. Leventis κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 726.

Στην παρούσα περίπτωση είναι προφανές, όπως ορθά κατέληξε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, πως ο εφεσίβλητος-εναγόμενος είχε και τη δυνατότητα και την ευχέρεια να δώσει λεπτομέρειες του Λιβανικού Νόμου στον οποίο θα βασιζόταν η υπεράσπισή του όταν ετοίμαζε την Εκθεση Υπεράσπισης στην τροποποιημένη Εκθεση Απαίτησης και στην οποία γινόταν αναφορά στις πρόνοιες του Λιβανικού δικαίου, κάτι που απέτυχε να πράξει. Μετά, σε πολύ καθυστερημένο στάδιο και κατά τη διάρκεια της ακρόασης και της μαρτυρίας του ΜΕ4, ζήτησε να του δοθεί αναβολή για να υποβάλει αίτηση για τροποποίηση, προβάλλοντας ως λόγο της καθυστέρησης το ό,τι αναφέραμε πιο πάνω. Το πρωτόδικο Δικαστήριο όμως, χωρίς δισταγμό, απέρριψε το λόγο εκείνο που ήταν και ο μόνος λόγος που προτάχθηκε για την καθυστέρηση, αφού κακώς θεωρήθηκε ότι υπήρχαν και οι άλλοι λόγοι της αβλεψίας και παραδρομής. Κρίνουμε πως, κάτω από αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια λανθασμένα και πάνω σε εσφαλμένη βάση. Θεωρούμε πως, λαμβάνοντας υπόψη τη δυνατότητα συμπερίληψης σε προγενέστερο στάδιο των ισχυρισμών που ήθελε να περιλάβει σε τροποποιημένη Εκθεση Απαίτησης ο εφεσίβλητος-εναγόμενος, την παράλειψή του να πράξει τούτο, το πολύ καθυστερημένο στάδιο στο οποίο υπέβαλε την αίτηση και την απόρριψη του λόγου που πρόβαλε για την καθυστέρηση, κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο ενέκρινε την αίτηση για τροποποίηση.

Στο στάδιο αυτό θα θέλαμε επίσης να παρατηρήσουμε πως ίσως η τροποποίηση να μην ήταν αναγκαία, αφού στην Εκθεση Υπεράσπισής του, όπως ήταν, υπήρχε ο ισχυρισμός ότι ο εφεσίβλητος-εναγόμενος, με βάση το Λιβανικό δίκαιο, είχε καλή υπεράσπιση. Η μη εξειδίκευση αναφορικά με το ποιες πρόνοιες του Λιβανικού δικαίου παρείχαν την υπεράσπιση αυτή θα μπορούσαν να δοθούν ως λεπτομέρειες, εάν τούτο εζητείτο από την άλλη πλευρά. (Δέστε, μεταξύ άλλων, Panayiotou v. Solomou (1979) 1 C.L.R. 779 και Λέσχη Ιπποδρομιών Λευκωσίας ν. Νικήτα, Π.Ε. 10325, 24.10.00).

Κάτω από το φως των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Η αίτηση για τροποποίηση απορρίπτεται. Το πρωτόδικο διάταγμα για έξοδα ακυρώνεται και τόσο τα έξοδα της αίτησης πρωτόδικα, όσο και της έφεσης, επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων-εναγόντων.

 

Δ.

Δ.

Δ.

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο