ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 1 ΑΑΔ 245
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙ ΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 11000
ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. AΡTEΜΗ, Π. ΚΑΛΛΗ, Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΔΔ.
Γιώργος Χριστοφίδης,
εφεσείων-ε ναγόμενος,
και
Κυριάκος Ν. Παττίχης,
εφεσίβλητος-εν άγοντας.
- - - - - -
Ημερομηνία: 27.2.02
Για τον εφεσείοντα: κ. Σ. Ασπρόφτας για κ. Ρ. Μιχαηλίδη.
Για τον εφεσίβλητο: κα Γ. Σεργίδου για κ. Χ. Κληρίδη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον
Π. Αρτέμη, Δ.
―――――
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:
Με την αγωγή του ο εφεσίβλητος-ενάγων ζητά το ποσό των £10.484,20, που βασίζεται, μεταξύ άλλων, σε ισχυρισμούς παράνομης ιδιοποίησης, στις αρχές αδικαιολόγητου πλουτισμού και/ή ως ποσόν που πληρώθηκε στον εφεσείοντα-εναγόμενο για λογαριασμό του.Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης το ποσό που απαιτείται πληρώθηκε στο δικηγόρο, εφεσείοντα-εναγόμενο, που ενήργησε σε διάφορες υποθέσεις εκ μέρους του εφεσίβλητου-ενάγοντα. O εφεσείων-εναγόμενος ήγειρε προδικαστική ένσταση, ισχυριζόμενος ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί, γιατί δεν δόθηκε η αναγκαία από το Νόμο γνωστοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα, με βάση το άρθρο 67 του Κεφαλαίου 148. Το εν λόγω άρθρο προνοεί τα ακόλουθα:
- 2 -
«Δεν συνιστά κώλυμα σε αγωγή για αστικό αδίκημα το ότι τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η αγωγή συνιστούν έγκλημα ή ποινικό αδίκημα βάσει των διατάξεων οποιουδήποτε νομοθετήματος.
Νοείται όμως ότι αν το έγκλημα αυτό ή ποινικό αδίκημα συνιστά κακούργημα, καμιά αγωγή δεν δύναται να καταχωρηθεί σε σχέση με το αστικό αδίκημα, εκτός αν προηγουμένως δοθεί έγγραφη γνωστοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.»
Με το Νόμο 29(Ι)/00, που τέθηκε σε ισχύ στις 10.3.00, ενώ η αγωγή καταχωρήθηκε στις 30.8.99, η επιφύλαξη του πιο πάνω άρθρου καταργήθηκε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέλυσε τις εκατέρωθεν θέσεις των διαδίκων και με αναφορά στη σχετική νομολογία, αποφάσισε ότι το θέμα ήταν διαδικαστικής φύσης και ως εκ τούτου η μεταγενέστερη τροποποίηση με κατάργηση της επιφύλαξης είχε αναδρομική ισχύ, καθιστώντας ανύπαρκτη εξ υπαρχής την προϋπόθεση γνωστοποίησης στο Γενικό Εισαγγελέα πριν την καταχώρηση της αγωγής. Έτσι τελικά απέρριψε την προδικαστική ένσταση θεωρώντας την ανεδαφική.
Με την παρούσα του έφεση ο εφεσείων-εναγόμενος προσβάλλει την πιο πάνω απόφαση θεωρώντας ως εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το θέμα ήταν απλής διαδικαστικής φύσης και ότι η κατάργηση της επιφύλαξης μπορούσε να έχει αναδρομική ισχύ. Κάλεσε δε το
Εφετείο να δεχθεί την προδικαστική αυτή ένσταση και επίσης να θεωρήσει ότι δεν παρέχεται η δυνατότητα στην παρούσα περίπτωση να διαχωριστεί η αιτία αγωγής που επηρεάζεται από το άρθρο 67 και να συνεχίσει η αγωγή με τις υπόλοιπες αιτίες αγωγής.Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι τα γεγονότα στα οποία βασίζεται η αιτία αγωγής ιδιοποίησης συνιστούν και το κακούργημα της ιδιοποίησης (βλ. άρθρο 259 και 270(γ) του Ποινικού Κώδικα, Κεφαλαίου 154), εύρημα το οποίο δεν προσβάλλεται ενώπιον μας. Επιπρόσθετα, ήταν κοινώς παραδεκτό ότι δεν στάληκε γνωστοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα.
- 3 -
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η υποχρέωση αποστολής γνωστοποίησης αποτελεί διαδικαστική πρόνοια που αφορά την έγερση της αγωγής για αστικό αδίκημα που αποτελεί ταυτόχρονα και κακούργημα, αναφερόμενο μεταξύ άλλων στις υποθέσεις Fredericou Schools Co. Ltd κ.α. ν. Acuac Inc., Πολιτική Έφεση 8266, ημερ. 1.4.00 και σε απόσπασμα από την
I.B.S. Ltd v. Datacom Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 1273, όπου η τήρηση των προνοιών του άρθρου 67 χαρακτηρίζεται ως «διαδικαστική πράξη».Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε τις αρχές που διέπουν την αρχή της αναδρομικότητας διαδικαστικών προνοιών, με αναφορά, μεταξύ άλλων, στο
Maxwell, Interpretation of Statutes, 12η Έκδοση και στην Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd v. Κυπριακή Δημοκρατία κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ. 323 (Α.Ε. 1621, 1677, ημερ. 19.7.96), κατέληξε στο προαναφερόμενο συμπέρασμα ότι η κατάργηση της επιφύλαξης επενεργούσε αναδρομικά.Στην υπόθεση Νικολάου ν. Βασιλείου, Π.Ε. 10136, ημερ. 30.9.99 λέχθηκε ότι η υποχρέωση που προκύπτει από το άρθρο 67 είναι δημόσιας τάξης, ως προϋπόθεση επιβαλλόμενη από το νόμο για έγερση αγωγής και η μη τήρηση του όρου καθιστά τη διαδικασία άκυρη.
Περαιτέρω, στην I.B.S. Ltd v. Datacom (πιό πάνω) λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Από τη λεκτική διατύπωση του άρθρου 67 συνάγεται ότι η ειδοποίηση προς τον Γενικό Εισαγγελέα αποτελεί προϋπόθεση για την έγερση της Αγωγής. Την τήρηση λοιπόν της διαδικαστικής πράξης απαιτεί ρητά ο Νόμος. Η παράβαση της διάταξης συνεπάγεται ακυρότητα της διαδικασίας.»
(Δέστε και Κουρτελλίδης ν. Παναγιώτου κ.α, Π.Ε. 10175, ημερ. 15.10.99).
- 4 -
Κατά την κρίση μας είναι εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το θέμα είναι απλά διαδικαστικό. Η υπόθεση
Fredericou (πιο πάνω), δεν αποτελεί αυθεντία περί τούτου, αφού τέτοιο θέμα δεν είχε εγερθεί και εξετασθεί στην υπόθεση εκείνη και η απλή αναφορά σε «διαδικαστική πράξη» δεν υποστηρίζει την άποψη του εφεσείοντα. Η επίδικη πρόνοια αφορά θέμα ουσίας που, όπως φαίνεται από τις αυθεντίες, μη τήρηση της οδηγεί τη διαδικασία σε εξυπαρχής ακυρότητα, ακυρότητα που δεν μπορεί να θεραπευτεί εκ των υστέρων, αφού με κανένα τρόπο δεν μπορεί να αναβιώσει μία νεκρή διαδικασία. Ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα αναδρομικής εφαρμογής της κατάργησης της επιφύλαξης με το Νόμο 29(Ι)/00.Στην παρούσα περίπτωση, η αιτία αγωγής για το αστικό αδίκημα της ιδιοποίησης είχε ως έρεισμα γεγονότα που συνιστούν, σύμφωνα με το μη εφεσιβληθέν εύρημα του Δικαστηρίου, το κακούργημα της ιδιοποίησης, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, και η καταχώρηση αγωγής σε σχέση με την αιτία αυτή ήταν αντίθετη με το Νόμο και άκυρη, όπως και η διαδικασία που ακολούθησε. Ως εκ τούτου, επαναλαμβάνουμε πως δεν μπορούσε αναδρομικά να ξαναδοθεί ζωή στην άκυρη αυτή διαδικασία.
Όπως όμως επισημάναμε και πιο πάνω, η αγωγή είχε και έρεισμα και βάση αδικαιολόγητο πλουτισμό και αιτία αγωγής για ποσά πληρωθέντα για λογαριασμό του ενάγοντα (money had and received). Είναι έτσι προφανές ότι υπήρχαν και αιτίες αγωγής που δεν βασίζονταν σε αστικό αδίκημα, αλλά ήταν οιωνεί συμβατικές (quasi contractual). Στην
I.B.S. Ltd v. Datacom Ltd (πιο πάνω), λέχθηκαν τα ακόλουθα, στη σελ. 1279:«Η ποινή ακυρότητας της αγωγής στο σύνολό της αποτελεί λύση σε περίπτωση που ασκείται σε σχέση με αστικό αδίκημα μόνο. Εδώ όμως η κύρια βάση αγωγής είναι η συμβατική σχέση των μερών όπως διαμορφώνεται από τη σύμβαση ενοικιαγοράς που οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται πως συνήψαν με τους εφεσείοντες και στην οποία στηρίζονται οι υπόλοιπες θεραπείες που επιδιώκουν οι πρώτοι. Ο νόμος δεν καθιστά απορριπτέα κάθε αιτία αγωγής δεδομένου ότι
- 5 -
είναι εφικτός ο διαχωρισμός. Πρέπει να υπομνησθεί στο σημείο αυτό ότι το πεδίο εφαρμογής του άρθρ. 67 περιορίζεται σε αγωγή βασιζόμενη σε αστικό αδίκημα. Γιαυτό διατάσσουμε τη διαγραφή των παραγράφων (ε) και (10) της έκθεσης απαιτήσεως.»
Aναφορά στην παρούσα περίπτωση σε ιδιοποίηση γίνεται στην παράγραφο 21 της Έκθεσης Απαίτησης, καθώς και στο Αιτητικό Α. της Αγωγής. Κρίνουμε πως, με τη διαγραφή των αναφορών σε ιδιοποίηση, εύκολα διαχωρίζεται η αιτία αυτή της αγωγής, που πρέπει να απορριφθεί, από τις άλλες αιτίες αγωγής. Τα γεγονότα που λεπτομερώς αναφέρονται στις άλλες παραγράφους της Έκθεσης Απαίτησης είναι απλά γεγονότα που δείχνουν το ιστορικό και τις λεπτομέρειες της απαίτησης του εφεσίβλητου-ενάγοντα
, που αποτελούν τη βάση και το έρεισμα και για την απαίτησή του που βασίζεται στις λοιπές αιτίες αγωγής.Κατά συνέπεια των πιο πάνω και ανακεφαλαιώνοντας, κρίνουμε ότι:
α) Η πρόνοια για γνωστοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα είναι θέμα ουσίας και ως εκ τούτου η κατάργηση της επιφύλαξης δεν έχει αναδρομικήν ισχύ.
β) Η αιτία αγωγής για το αστικό αδίκημα της ιδιοποίησης βασίζεται σε γεγονότα που στοιχειοθετούν και το κακούργημα της ιδιοποίησης του άρθρου 259 του Κεφαλαίου 154.
γ) Εν όψει του γεγονότος ότι δεν στάληκε γνωστοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα η αιτία αγωγής για ιδιοποίηση πρέπει να διαχωριστεί και να απορριφθεί.
Κατά συνέπεια των πιο πάνω η αιτία αγωγής που βασίζεται σε ιδιοποίηση απορρίπτεται
με τη διαγραφή των λέξεων «ιδιοποιήθη και/ή κατακρατεί (conversion) το ως άνω ποσό εκ Λ.Κ. 10.484,20 και/ή ότι ο- 6 -
εναγόμενος»
και από την παράγραφο Α. του Αιτητικού της Έκθεσης Απαίτησης των λέξεων «και/ή ως γενικάς και/ή ειδικάς αποζημιώσεις διαπαράνομη ιδιοποίηση». Η αγωγή θα συνεχίσει με βάση τις παραμένουσες αιτίες αγωγής.
Εν όψει του ότι ο εφεσείων πέτυχε μόνο μερικώς στην έφεση του, αλλά δεν απορρίπτεται στην ολότητα της η αγωγή, δεν εκδίδουμε διάταγμα για έξοδα.
Δ. Δ. Δ.
/Χ.Π.