ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 1 ΑΑΔ 231
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10962
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΚΡΑΜΒΗ, ΔΔ.
1. Αντρη Παπακώστα,
2. Κώστας Παπακώστας,
Εφεσείοντες -ενάγοντες,
- ν -
Κώστα Ζιπιτή,
Εφεσίβλητου -εναγόμενου.
- - - - - -
25 Φεβρουαρίου, 2002
.Για τους εφεσείοντες: κ. Κ. Χ"Πιέρας.
Για τον εφεσίβλητο: κ. Μ. Χαρτζιώτης.
- - - - - -
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ
.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσειο Δικαστής Α. Κραμβής.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ
.: Το πρωτόδικο δικαστήριο καταλόγισε στον εφεσείοντα αποκλειστική ευθύνη για το τροχαίο ατύχημα που συνέβη στις 19.11.97 στην οδό Χρ. Χ"Παύλου στη Λεμεσό. Οι ζημιές συμφωνήθηκαν εκ των προτέρων και έτσι το επίδικο θέμα ήταν αυτό της ευθύνης.Η οδός Χρ. Χ"Παύλου χωρίζεται κατά μήκος με νησίδα. Στην κάθε πλευρά υπάρχουν δύο λωρίδες κυκλοφορίας αντίθετης κατεύθυνσης προς εκείνη των λωρίδων της άλλης πλευράς. Στην προκείμενη περίπτωση το ατύχημα συνέβη στη νότια πλευρά της οδού Χρ. Χ"Παύλου παρά τη συμβολή της με την οδό Δημ. Χ"Παύλου. Στο μέρος του δυστυχήματος η νότια πλευρά του δρόμου διευρύνεται
. δημιουργείται τρίτη λωρίδα κυκλοφορίας μήκους 42 και πλάτους 3 μέτρων η οποία, με κατάλληλη σήμανση, χρησιμοποιείται αποκλειστικά από την τροχαία κίνηση που κατευθύνεται δεξιά, προς την οδό Δημ. Χ"Παύλου. Η τρίτη αυτή λωρίδα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί για σκοπούς περιγραφής σαν μια εσοχή του δρόμου που έχει ως όριο, καθ' όλο το μήκος της βορείως, τη διαχωριστική νησίδα.Το αυτοκίνητο που οδηγούσε η εφεσείουσα (αρ. εγγραφής DAQ 472) ήταν σταθμευμένο στην τρίτη λωρίδα κυκλοφορίας και μπροστά από αυτό, υπήρχαν άλλα σταθμευμένα αυτοκίνητα. Ο εφεσίβλητος οδηγούσε το λεωφορείο με αριθμό εγγραφής TVC 485 στη μεσαία λωρίδα κυκλοφορίας και προς την ίδια κατεύθυνση του αυτοκινήτου της εφεσείουσας.
Εχουμε ήδη αναφέρει ότι η τροχαία κίνηση από την οδό Χρ. Χ"Παύλου προς την Δημ. Χ"Παύλου σύμφωνα με την κατεύθυνση των οχημάτων των διαδίκων ήταν υποχρεωτική μέσω της τρίτης λωρίδας. Ωστόσο, η τρίτη αυτή λωρίδα ήταν κατειλημμένη μέχρι το ύψος της διασταύρωσης από αυτοκίνητα σταθμευμένα το ένα πίσω από το άλλο καθιστώντας αδύνατη τη χρήση της τρίτης λωρίδας για το σκοπό που έχει προβλεφθεί. Και ενώ η κατάσταση ήταν όπως την έχουμε περιγράψει, η εφεσείουσα, εκκινώντας από το σημείο που ήταν σταθμευμένο το αυτοκίνητό της με πρόθεση να στρίψει δεξιά στην οδό Δημ. Χ"Παύλου, εισήλθε στη μεσαία λωρίδα κυκλοφορίας στην οποία οδηγούσε ο εφεσίβλητος το λεωφορείο του. Τα δυο οχήματα συγκρούστηκαν μεταξύ τους και ακολούθως το αυτοκίνητο της εφεσείουσας συγκρούστηκε με ένα ταξί.
Η αστυνομία ανέλαβε την εξέταση του ατυχήματος. Οι διάδικοι υπέδειξαν διαφορετικά σημεία σύγκρουσης τα οποία έχουν σημειωθεί στο σχέδιο σκηνής του ατυχήματος που παρουσιάστηκε στο δικαστήριο. Ιχνη τροχοπέδησης δεν βρέθηκαν γιατί ο δρόμος ήταν βρεγμένος. Η ζημιά του αυτοκινήτου της εφεσείουσας από τη σύγκρουσή του με το λεωφορείο εντοπίστηκε στο πίσω αριστερό μέρος του ενώ η ζημιά στο λεωφορείο βρέθηκε στη δεξιά μπροστινή γωνία.
Η εκδοχή της εφεσείουσας ήταν πως δεν μπορούσε να προχωρήσει στη δική της τρίτη λωρίδα όπου ήταν σταθμευμένο το αυτοκίνητο επειδή υπήρχαν μπροστά της άλλα σταθμευμένα αυτοκίνητα. Εδειξε με το αριστερό σηματοδότη του αυτοκινήτου της ότι θα εισερχόταν στη μεσαία λωρίδα του δρόμου, ήλεγξε το δρόμο από τον καθρέπτη αλλά και με γύρισμα της κεφαλής και διαπίστωσε ότι ερχόταν πίσω, σε απόσταση 100 μέτρων ένα λεωφορείο. Εκτίμησε ότι η απόσταση που τη χώριζε από το λεωφορείο ήταν ασφαλής και εισήλθε στη μεσαία λωρίδα. Αφού κάλυψε απόσταση πέραν των 30 μέτρων ένιωσε δυνατό κτύπημα στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου της. Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι πλησιάζοντας το σημείο όπου άρχιζε η τρίτη λωρίδα κυκλοφορίας είδε μπροστά του
το αυτοκίνητο της εφεσείουσας να κάνει εκκίνηση από την τρίτη λωρίδα. Ηχησε τη σειρήνα του λεωφορείου, άναψε τα φώτα, πάτησε τα φρένα και υποχρεώθηκε να κινηθεί αριστερότερα για να αποφύγει τη σύγκρουση, η οποία τελικά δεν αποφεύχθηκε.Πριν από τη σύγκρουση το αυτοκίνητο της εφεσείουσας πήρε κλίση προς τα δεξιά γι΄ αυτό εξάλλου, οι ζημιές του από τη σύγκρουση με το λεωφορείο εντοπίζονται στο πίσω αριστερό μέρος.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, κατόπιν προσεκτικής αξιολόγησης της μαρτυρίας, αποδέχθηκε την εκδοχή του εφεσίβλητου και προέβη στις ανάλογες διαπιστώσεις επί των γεγονότων της υπόθεσης. Το δικαστήριο διαπίστωσε ότι η εφεσείουσα χωρίς προειδοποίηση, εκκίνησε από τη θέση που ήταν σταθμευμένο το αυτοκίνητό της στην τρίτη λωρίδα κυκλοφορίας και εισήλθε στη δεύτερη (μεσαία) με πρόθεση να στρίψει δεξιά στην οδό Δημ. Χ"Παύλου. Την ίδια ώρα ο εφεσίβλητος στην προσπάθειά του να αποφύγει τη σύγκρουση πήρε αποτρεπτικά μέτρα χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Η εφεσείουσα θέτει υπό αμφισβήτηση τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου περιλαμβανομένων και των διαπιστώσεων στη βάση των οποίων απορρίφθηκε η δική της εκδοχή και έγινε δεκτή εκείνη του εφεσίβλητου.
Ο πρώτος λόγος έφεσης έχει ως αντικείμενο τη διαπίστωση ότι το σημείο εισόδου της εφεσείουσας από την τρίτη στη δεύτερη λωρίδα κυκλοφορίας ήταν περί τα 15 μέτρα από το σημείο όπου γίνονται τρεις οι λωρίδες κυκλοφορίας. Παρόλο ότι το θέμα είναι επουσιώδες και κάθε προσπάθεια αναγωγής του σε δοκιμασία μαθηματικού υπολογισμού είναι αχρείαστη εντούτοις η διαπίστωση του δικάσαντος δικαστηρίου είναι ορθή αν ληφθεί υπόψη ότι μπροστά αυτό το αυτοκίνητο της εφεσείουσας, όπως η ίδια κατέθεσε, υπήρχαν σταθμευμένα άλλα τρία - τέσσερα σαλούν αυτοκίνητα και η μεταξύ τους απόσταση ήταν ένα περίπου μέτρο. Ενας αδρός μαθηματικός υπολογισμός του χώρου που κρατούσαν τα αυτοκίνητα που ήταν σταθμευμένα μπροστά από το αυτοκίνητο της εφεσείουσας και τα μεταξύ τους διαστήματα σε συνάρτηση προς το μήκος των 42 μέτρων της τρίτης λωρίδας οδηγεί στο λογικό συμπέρασμα ότι το σημείο εκκίνησης του αυτοκινήτου της εφεσείουσας ήταν περίπου 15 μέτρα από την αρχή της τρίτης λωρίδας.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης θίγει ένα εντελώς επουσιώδες ζήτημα μαρτυρίας το οποίο αναφέρεται στο ίδιο θέμα του πρώτου λόγου έφεσης το οποίο έχει ήδη κριθεί. Επομένως ο δεύτερος λόγος δεν ευσταθεί.
Ο τρίτος λόγος έφεσης άπτεται θέματος αξιοπιστίας μαρτύρων. Υπάρχει ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αξιολόγησε σωστά τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα και διαπιστώσεις ενώ οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης αναφέρονται σε παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να προβεί σε διαπιστώσεις επί εντελώς επουσιωδών και χωρίς σημασία γεγονότων που κατά τη γνώμη μας καθόλου δεν θα επηρέαζαν την κατάληξη ως προς τα γεγονότα ή τον καταλογισμό της ευθύνης.
Τα γεγονότα της υπόθεσης είναι απλά. Η πρωτόδικος δικαστής, χωρίς δυσκολία ύστερα από ορθή εκτίμηση της μαρτυρίας κατέληξε σε άκρως ασφαλή συμπεράσματα και οι διαπιστώσεις επί των γεγονότων συνάδουν πλήρως με την πραγματική μαρτυρία και τη μαρτυρία του εφεσίβλητου που κρίθηκε σε όλα τα ουσιώδη σημεία της ως αξιόπιστη.
Η δική μας εκτίμηση είναι πως δεν υπάρχουν, έστω και κατά το ελάχιστο, περιθώρια επέμβασης προς ανατροπή των διαπιστώσεων του δικάσαντος δικαστηρίου. Γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος υπήρξε η αμέλεια της εφεσείουσας η οποία, είτε γιατί εκτίμησε εσφαλμένα την κατάσταση της τροχαίας κίνησης είτε γιατί δεν ήταν τόσο προσεκτική όσο έπρεπε, εισήλθε στη δεύτερη λωρίδα κυκλοφορίας την οποία νομίμως χρησιμοποιούσε ο εφεσίβλητος με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί ο εφεσίβλητος να λάβει αποτρεπτικά μέτρα προς αποφυγή του απροσδόκητου κινδύνου που δημιούργησε η εφεσείουσα. Η εφεσείουσα εισερχόμενη στη δεύτερη λωρίδα κυκλοφορίας ενώ βρισκόταν πολύ κοντά της το λεωφορείο, παραβίασε τα καθήκοντά της έναντι του οδηγού του λεωφορείου και ορθά κρίθηκε αμελής. Στη Βίκη ν. Νεοφύτου (1990) 1
ΑΑΔ 345 το Εφετείο συνοψίζοντας τις αρχές που διέπουν το καθήκον επιμέλειας των οδηγών έναντι των άλλων ανθρώπων που χρησιμοποιούν το δρόμο αναφέρει:
"...... το μέτρο με το οποίο κρίνονται οι πράξεις προσώπων που χρησιμοποιούν το δημόσιο δρόμο, είναι εκείνο του μέσου συνετού ανθρώπου, και ο προσδιορισμός του καθήκοντος ενός εκάστου ποικίλλει ανάλογα με τα αντικειμενικά δεδομένα που επικρατούν στη σκηνή. Το καθήκον για τη λήψη προφυλακτικών μέτρων μορφοποιείται ενόψει κινδύνου ο οποίος διαφαίνεται κατά λογική πρόβλεψη."
Στην προκείμενη περίπτωση, ο κίνδυνος για τον εφεσίβλητο δεν ήταν λογικά προβλεπτός γιατί η εφεσείουσα, εκτός των άλλων, βρισκόταν στη λωρίδα κυκλοφορίας με υποχρεωτική κατεύθυνση προς την οδό Δημ. Χ"Παύλου, δεξιά σε σχέση με την κατεύθυνση του λεωφορείου. Ορθά λοιπόν το δικαστήριο δεν καταλόγισε εναντίον του εφεσίβλητου οποιοδήποτε ποσοστό ευθύνης. Αντίθετα, ο κίνδυνος ήταν προβλεπτός από την εφεσείουσα η οποία, ενώ είδε το λεωφορείο που ερχόταν στη λωρίδα που αυτή είχε πρόθεση να εισέλθει εντούτοις διακινδύνευσε την είσοδό της στην τρίτη λωρίδα και με την ενέργειά της έθεσε σε κίνδυνο τον οδηγό του λεωφορείου.
Με αυτά καταλήγουμε ότι κανένας λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.
B>
Δ.P>
Δ.
Δ.
ΣΦ.