ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 1 ΑΑΔ 1515

15 Οκτωβρίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΑΠΝΙΣΗΣ,

Εφεσείων-Ενάγων,

v.

ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσίβλητης-Εναγόμενης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10771)

 

Αποζημιώσεις — Δικαίωμα αποζημιώσεως κατόπιν ακυρωτικής πράξης από το Ανώτατο Δικαστήριο — Άρθρο 146.6 του Συντάγματος —Εφαρμοστέες αρχές.

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Αρχή Λιμένων Κύπρου - Αδειούχοι αχθοφόροι — Σύμφωνα με τον περί Λιμενεργατών (Ρύθμισις Απασχολήσεως) Νόμο, Κεφ. 184, όπως τροποποιήθηκε, οι αδειούχοι αχθοφόροι δεν είναι υπάλληλοι της Αρχής Λιμένων Κύπρου.

Ο εφεσείων, ο οποίος είχε υποβάλει αίτηση για απόκτηση άδειας αδειούχου αχθοφόρου, πρόσβαλε με την προσφυγή του υπ' αρ. 818/93, την άρνηση της εφεσίβλητης να του παραδώσει τέτοια άδεια.  Η εφεσίβλητη άχθηκε στην πιο πάνω απόφασή της επειδή ο εφεσείων δεν είχε εξασφαλίσει βεβαίωση από τον ΣΑΛΑ ότι είχε τακτοποιήσει τα οικονομικά θέματα μαζί του σαν αποτέλεσμα της άδειας. Το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφασή του, ημερομηνίας 30.6.1995 αποδέχθηκε την προσφυγή και ακύρωσε την επίδικη άρνηση. Η εφεσίβλητη παρέδωσε στις 5.12.1995 την άδεια αδειούχου αχθοφόρου στον εφεσείοντα, αρνήθηκε όμως να ικανοποιήσει την αξίωση που ήγειρε για αποζημιώσεις ύψους ΛΚ100.000.

Η άρνηση της εφεσίβλητης να ικανοποιήσει την αξίωση του εφεσείοντος για αποζημιώσεις αποτέλεσε το αντικείμενο αγωγής, η απορριπτική απόφαση στην οποία είναι το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Σύμφωνα με τον περί Λιμενεργατών (Ρύθμισις Απασχολήσεως) Νόμο, Κεφ. 184, όπως τροποποιήθηκε, η μοναδική εξουσία της εφεσίβλητης είναι να εκδίδει άδειες αδειούχου αχθοφόρου, ήτοι άδειες για εκτέλεση εργασιών που καθορίζονται από τον ίδιο τον ορισμό του «αδειούχου αχθοφόρου». Οι αδειούχοι αχθοφόροι δεν είναι υπαλληλοί της. Είναι στην ουσία, ανεξάρτητοι επαγγελματίες.

2.  Η ακύρωση διοικητικής απόφασης δεν γεννά αφ' εαυτής δικαίωμα για αποζημίωση βάσει της παραγράφου 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Τέτοιο δικαίωμα γεννάται μόνο εφόσον, παρά τη συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση, προκλήθηκε, άμεσα ή έμμεσα, ζημιά από την ακυρωθείσα πράξη. Στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει, ως εβαρύνετο, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, οποιαδήποτε ζημιά λόγω της μη έγκαιρης παράδοσης της άδειας.

3.  Τα έξοδα του εφεσείοντος στην προσφυγή 818/93 ήταν θέμα αποκλειστικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δεν ήταν κατάλοιπο ειδικής χρηματικής ζημιάς, όπως είχε ισχυρισθεί ο συνήγορος του, για την οποία να μπορούσε, βάσει της παραγράφου 6 του Άρθρου 146, να επιδικασθεί στον εφεσείοντα «δικαία και εύλογος αποζημίωσις».

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Καπνίσης ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Προσφ. Αρ. 170/96, ημερ. 13.3.1998.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 29/2/00 (Αρ. Αγωγής 9716/95) με την οποία η εναγόμενη Αρχή του χορήγησε, κατόπιν ακυρωτικής απόφασης, την αιτηθείσα άδεια αδειούχου αχθοφόρου, παρέλειψε όμως να καταβάλει σ' αυτόν αποζημιώσεις για ζημίες τις οποίες κατ' ισχυρισμό υπέστη σαν αποτέλεσμα της ακυρωθείσας παράλειψης της εναγομένης.

Σπ. Ευαγγέλου, για τον Εφεσείοντα.

Ν. Παπαευσταθίου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚHΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γαβριηλίδης.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Στα πλαίσια των εξουσιών που της παρέχει ο περί Λιμενεργατών (Ρύθμισις Απασχολήσεως) Νόμος, Κεφ. 184, όπως τροποποιήθηκε (ο Νόμος), η εφεσίβλητη, με ανακοίνωσή της, χωρίς ημερομηνία, κάλεσε τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν, μέχρι τις 17.3.1990, αιτήσεις για έκδοση άδειας «αδειούχου αχθοφόρου» για απασχόληση στο Λιμάνι Λεμεσού. Στην ίδια ανακοίνωση τονιζόταν ότι «Τα πρόσωπα που θα επιλεγούν για παραχώρηση άδειας θα κληθούν να καταβάλουν στους αδειούχους αχθοφόρους του λιμανιού της Λεμεσού μερίδιο που θα αναλογεί για τη συμμετοχή τους στο μηχανικό εξοπλισμό που διαθέτουν οι αδειούχοι αχθοφόροι.».

Ο εφεσείων ήταν ανάμεσα σ' αυτούς που υπέβαλαν αίτηση.  Αφού εξέτασε όλες τις αιτήσεις που υποβλήθηκαν, η εφεσίβλητη, σε συνεδρία της ημερομηνίας 28.9.1990, αποφάσισε την έκδοση δεκατριών νέων αδειών αδειούχου αχθοφόρου πράγμα που, όπως ανέφερε ο Πρόεδρος, φαινόταν ότι ευνοούσε και η Επιτροπή του Συνδέσμου Αδειούχων Λιμενικών Αχθοφόρων (ΣΑΛΑ). Ένας από τους αιτητές για τους οποίους αποφασίστηκε να εκδοθεί άδεια ήταν και ο εφεσείων. Σε μεταγενέστερη συνεδρία, ημερομηνίας 11.7.1991, η εφεσίβλητη αποφάσισε όπως σε οκτώ από τους δεκατρείς αιτητές εκδοθεί άδεια από 30.10.1991, στους δε υπόλοιπους πέντε από 30.6.1992. Η επιλογή έγινε με βάση την ηλικία ώστε οι πιο ηλικιωμένοι να γίνουν αδειούχοι πριν τους νεοτέρους. Ο εφεσείων ήταν μεταξύ των νεοτέρων.

Ακολούθως, ο Διευθυντής του Λιμένα Λεμεσού, αφού ενημέρωσε τον εφεσείοντα για την απόφαση να του εκδοθεί άδεια αχθοφόρου με ισχύ από 30.6.1992, τον κάλεσε να προσέλθει στο γραφείο του για να την παραλάβει, προσκομίζοντας βεβαίωση από τον ΣΑΛΑ ότι είχε τακτοποιήσει τα οικονομικά θέματα μαζί του σαν αποτέλεσμα της άδειας. Τη βεβαίωση αυτή ο εφεσείων δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει. Ο ΣΑΛΑ αντιδρούσε στην έκδοση των νέων αδειών και, γι' αυτό το λόγο, αρνήθηκε να δεχθεί τον εφεσείοντα στους κόλπους του παρά την προθυμία του να καταβάλει ότι περιγραφόταν ως μερίδιο που του αναλογούσε για τη συμμετοχή του στο μηχανικό εξοπλισμό που διαθέτουν οι αδειούχοι αχθοφόροι που συναποτελούν τον ΣΑΛΑ.

Η άρνηση του ΣΑΛΑ να τακτοποιήσει τα οικονομικά θέματα του εφεσείοντος είχε ως αποτέλεσμα την άρνηση της εφεσίβλητης να του παραδώσει την άδεια αδειούχου αχθοφόρου. Η άρνηση αυτή της εφεσίβλητης προσβλήθηκε από τον εφεσείοντα με την Προσφυγή 818/93. Το Ανώτατο Δικαστήριο, με απόφασή του, ημερομηνίας 30.6.1995, αποδέχθηκε την προσφυγή και ακύρωσε την επίδικη άρνηση με το ακόλουθο σκεπτικό:

«Ο περί Λιμενεργατών (Ρύθμισις Απασχολήσεως) Νόμος (Κεφ. 184), όπως τροποποιήθηκε από τον περί Τμήματος Λιμένων (Ρύθμισις και Μεταβίβασις Εξουσιών) Νόμο (αρ. 55/68), και συγκεκριμένα το άρθρο 2 Α, δίνει εξουσία στην Αρχή για έκδοση αδειών αδειούχων αχθοφόρων. Η άδεια πράγματι εκδόθηκε από την Αρχή, η οποία όμως αρνείται να την παραδώσει στον αιτητή πριν αυτός διευθετήσει τις οικονομικές του υποχρεώσεις με τον ΣΑΛΑ. Είναι δεκτό ότι ο αιτητής είναι πρόθυμος να προβεί στη διευθέτηση αυτή, αντιμετωπίζει όμως την άρνηση του ΣΑΛΑ, ο οποίος αντιτίθεται στην έκδοση νέων αδειών.

Το κατά πόσο ορθά ή νόμιμα αντιτίθεται ο ΣΑΛΑ στην έκδοση των νέων αδειών, δεν είναι θέμα που αφορά την παρούσα προσφυγή. Ούτε τίθεται θέμα νομιμότητας της έκδοσης της άδειας.

Έχω μελετήσει τους ισχυρισμούς των δικηγόρων και υπό το φως των περιστατικών της υπόθεσης κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η άρνηση των καθ' ων η αίτηση να παραδώσουν την εκδοθείσα άδεια στον αιτητή για το λόγο που αναφέρθηκε, ισοδυναμεί με αναγνώριση εξουσίας στον ΣΑΛΑ, αναφορικά με την έκδοση αδειών, πράγμα που δεν προβλέπεται από το Νόμο ή από οποιονδήποτε Κανονισμό. Επισημαίνεται επίσης η ανάγκη θέσπισης Κανονισμών για τη ρύθμιση του θέματος, οι οποίοι ελλείπουν παντελώς.

Με βάση τα πιο πάνω θεωρώ ότι η προσβαλλόμενη παράλειψη ή άρνηση των καθ΄ων η αίτηση να παραδώσουν στον αιτητή την ήδη εκδοθείσα άδεια πρέπει να θεωρηθεί άκυρη.»

(Βλέπε Θ. Καπνίσης ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Προσφ. Αρ. 818/93, απόφαση 30.6.1995).

Αμέσως μετά την ακυρωτική απόφαση ο εφεσείων, με επιστολή του δικηγόρου του ημερομηνίας 5.7.1995, κάλεσε την εφεσίβλητη να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση. Δύο μήνες αργότερα ο εφεσείων, με νεότερη επιστολή του δικηγόρου του ημερομηνίας 5.9.1995, αξίωσε από την εφεσίβλητη «.την καταβολή ποσού Λ.Κ.100.000 σαν αποζημιώσεις για τις ζημιές και τα έξοδα που υπέστη σαν αποτέλεσμα της ακυρωθείσας από το Ανώτατο Δικαστήριο παράλειψης και/ή άρνησης της Αρχής.». Σε ανταπόκριση η εφεσίβλητη παρέδωσε, στις 5.12.1995, την άδεια αδειούχου αχθοφόρου στον εφεσείοντα, αρνήθηκε όμως να ικανοποιήσει την αξίωσή του για αποζημίωση.

Η άρνηση της εφεσίβλητης να ικανοποιήσει την αξίωση του εφεσείοντα για αποζημίωση αποτέλεσε το αντικείμενο της αγωγής, η απορριπτική απόφαση στην οποία είναι το αντικείμενο της ενώπιόν μας έφεσης.

Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επλανήθη όταν αποφάσισε ότι με την παράδοση της άδειας στον εφεσείοντα στις 5.12.1995 η εφεσίβλητη είχε συμμορφωθεί πλήρως με την ακυρωτική απόφαση. Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Με την προσφυγή ο εφεσείων πρόσβαλε την άρνηση της εφεσίβλητης να του παραδώσει την άδεια που ήδη είχε αποφασίσει να του εκδώσει.  Mε την απόφαση στην προσφυγή η άρνηση κηρύχθηκε άκυρη. Σε συμμόρφωση με την απόφαση η εφεσίβλητη παρέδωσε στον εφεσείοντα την άδεια. Η εφεσίβλητη δεν υπείχε υποχρέωση για οποιαδήποτε άλλη ενέργεια και, μάλιστα, όπως εισηγείται ο δικηγόρος του εφεσείοντα, ενέργεια που ν' άπτεται του δικαιώματος του εφεσείοντα να εργάζεται ως αδειούχος αχθοφόρος. Και τούτο διότι, σύμφωνα με το Νόμο, η μοναδική εξουσία της εφεσίβλητης είναι να εκδίδει άδειες αδειούχου αχθοφόρου, ήτοι άδειες για την εκτέλεση των εργασιών που καθορίζονται από τον ίδιο τον ορισμό του «αδειούχου αχθοφόρου». Δεν έχει η εφεσίβλητη εξουσία ούτε, βέβαια, καθήκον να εργοδοτεί ή να καθορίζει τα καθήκοντα των αδειούχων αχθοφόρων. Οι αδειούχοι αχθοφόροι δεν είναι υπάλληλοί της. Είναι, στην ουσία, ανεξάρτητοι επαγγελματίες. Συναλλάσσονται με τους πράκτορες των πλοίων και είναι από αυτούς που εισπράττουν αμοιβή. (Βλέπε και Θ. Καπνίσης ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Προσφ. Αρ. 170/96, απόφαση 13.3.1998).

Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι «το πρωτόδικο Δικαστήριο επλανήθη όταν αποφάσισε ότι η ακύρωση της παράλειψης της Αρχής δεν θεμελιώνει τις ζημιές που ισχυρίζεται ο ενάγων ότι υπέστη, επειδή οι ισχυριζόμενες ζημιές δεν ήταν άμεση συνέπεια της παράλειψης της Αρχής Λιμένων να παραδώσει την εκδοθείσα άδεια αχθοφόρου.». Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.  Η ακύρωση διοικητικής απόφασης δε γεννά αφ' εαυτής δικαίωμα για αποζημίωση βάσει της παραγράφου 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Δικαίωμα για αποζημίωση γεννάται μόνο εφόσον, παρά τη συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση, προκλήθηκε, άμεσα ή έμμεσα, ζημιά από την ακυρωθείσα απόφαση. Κατά τη φρασεολογία της παραγράφου 6, δικαίωμα για αποζημίωση έχει «Παν πρόσωπον ζημιωθέν εξ αποφάσεως ή πράξεως ή παραλείψεως κηρυχθείσης ακύρου.». Στην προκείμενη περίπτωση, ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει, ως εβαρύνετο, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι, αν η εφεσίβλητη του παρέδιδε την άδεια από το 1992, ο ΣΑΛΑ θα τον δεχόταν στους κόλπους του και, συνεπακόλουθα, θα είχε τα έσοδα τα οποία, λόγω της μη έγκαιρης παράδοσης της άδειας, απώλεσε με αποτέλεσμα να υποστεί ζημιά. Εκείνο που προέκυψε από τη μαρτυρία που δόθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ακριβώς το αντίθετο. Προέκυψε ότι ο ΣΑΛΑ αντιδρούσε εξ υπαρχής στην έκδοση νέων αδειών από την εφεσίβλητη. Αυτός ήταν, άλλωστε, και ο λόγος για τον οποίο η εφεσίβλητη αρνήθηκε να παραδώσει την άδεια στον εφεσείοντα, άρνηση που οδήγησε στην Προσφυγή 818/93. Από την ίδια μαρτυρία προέκυψε, περαιτέρω, ότι κανένας από τους δεκατρείς αιτητές, στους οποίους εκδόθηκε άδεια, δεν είχε, μέχρι την εκδίκαση της αγωγής, γίνει δεκτός στους κόλπους του ΣΑΛΑ. Πώς είναι, λοιπόν, δυνατό να εγείρεται θέμα ζημιάς του εφεσείοντα όταν, από τη μαρτυρία που δόθηκε, εκείνο που προέκυψε ήταν ότι, σε καμιά απολύτως περίπτωση, από το 1992 και μέχρι την εκδίκαση της αγωγής, ο ΣΑΛΑ θα δεχόταν τον εφεσείοντα στους κόλπους του.

Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι τα έξοδα του εφεσείοντα, που άπτονται της Προσφυγής 818/93 (δικηγορικά και άλλα), και για τα οποία δεν εκδόθηκε διαταγή από το Ανώτατο Δικαστήριο, συνιστούν κατάλοιπο ειδικής χρηματικής ζημιάς για την οποία έπρεπε να αποζημιωθεί ο εφεσείων.  Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι το θέμα των εξόδων του εφεσείοντα στην Προσφυγή 818/93 ήταν θέμα που ανήκε στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Δεν ήταν θέμα που μπορούσε να χαρακτηριστεί ως κατάλοιπο ειδικής χρηματικής ζημιάς για την οποία να μπορούσε, βάσει της παραγράφου 6 του Άρθρου 146, να επιδικασθεί στον εφεσείοντα «δικαία και εύλογος αποζημίωσις».

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο