ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 1 ΑΑΔ 1125

30 Ιουλίου, 2001

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ ΛΤΔ,

Εφεσείουσα,

v.

ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΟΥΜΑΖΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Υπόμνημα Αρ. 339)

 

Έφεση δι' Υπομνήματος ― Το Ανώτατο Δικαστήριο στην εξέταση εφέσεων δι' Υπομνήματος δεν υπεισέρχεται στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί των γεγονότων αλλά περιορίζεται στον έλεγχο επί νομικών μόνο θεμάτων.

Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Τερματισμός απασχολήσεως ― Βάρος αποδείξεως ― Παράνομος τερματισμός εργοδοτουμένου ― Ο εργοδότης δεν αντέκρουσε το μαχητό τεκμήριο του Άρθρου 6(1) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν. 24/67) όπως τροποποιήθηκε και δεν έδωσε τη δυνατότητα στον εργοδοτούμενό του να ακουσθεί πριν από την απόλυσή του, αντίθετα προς το Άρθρο 7 του Κυρωτικού της Σύμβασης περί Τερματισμού της Απασχολήσεως Νόμου του 1985 (Ν. 45/85).

Η εφεσείουσα που ασχολείται με την κατασκευή και πώληση επίπλων απέλυσε τον εφεσίβλητο, ο οποίος εργαζόταν σ' αυτήν ως τεχνικός, με τον ισχυρισμό ότι παρέλειπε να εκτελεί ικανοποιητικά τα καθήκοντα του και ότι συμπεριφερόταν έναντι πελατών κατά τρόπο που μείωνε τη φήμη της.  Ο εφεσίβλητος αποτάθηκε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών για αποζημιώσεις.  Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσείουσα δεν αντέκρουσε το μαχητό τεκμήριο του Άρθρου 6(1) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν. 24/67) όπως τροποποιήθηκε, σύμφωνα με το οποίο ο τερματισμός απασχόλησης από τον εργοδότη τεκμαίρεται, μέχρι αποδείξεως του εναντίου, ως μη γενόμενος για κάποιους από τους λόγους που εκτίθενται στο Άρθρο 5 του Νόμου, που δεν παρέχουν στον εργοδοτούμενο δικαίωμα για αποζημίωση.  Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του εφεσίβλητου ήταν "άδικος και καταχρηστικός" για το λόγο ότι, αντίθετα από ότι ορίζει το Άρθρο 7 του Κυρωτικού της Σύμβασης περί Τερματισμού της Απασχολήσεως Νόμου του 1985 (Ν. 45/85), δεν δόθηκε η δυνατότητα στον εφεσίβλητο να ακουστεί πριν από την απόλυσή του, παρόλον που επανειλημμένα το ζήτησε. Κατ' ακολουθίαν το Δικαστήριο επεδίκασε του εφεσίβλητου αποζημιώσεις.

Η εφεσείουσα αμφισβήτησε την απόφαση.  Ζήτησε τη σύνταξη υπομνήματος προς το Ανώτατο Δικαστήριο, σύμφωνα με τον τότε ισχύοντα διαδικαστικό κανονισμό, με αναφορά σε δέκα λόγους.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Με οκτώ από τους δέκα διατυπωθέντες λόγους τίθενται υπό αμφισβήτηση τα πρωτόδικα ευρήματα αναφορικά με το θέμα της ευθύνης και με κανένα από αυτούς δεν εγείρεται νομικό σημείο, επομένως δεν θα έπρεπε να είχαν περιληφθεί στο υπόμνημα.

2.  Η ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην επιτρέψει στην εφεσείουσα να παρουσιάσει ως τεκμήρια τα δελτία αποστολής επίπλων σε μια πελάτιδα, είναι ορθή. Ορθή είναι επίσης και η ερμηνεία του Νόμου και της νομολογίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο του δικαιώματος κάποιου να ακουστεί και να υπερασπίσει τον εαυτό του.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Υπόμνημα.

Υπόμνημα από δικαστή του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών σχετικά με απόφαση του ημερομηνίας 27/5/99, με την οποία κρίθηκε ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του εφεσίβλητου από την εφεσείουσα ήταν άδικος και καταχρηστικός και επεδίκασε υπέρ του εφεσιβλήτου αποζημιώσεις.

Ε. Φλουρέντζου, για την Εφεσείουσα.

Α. Μυλωνάς, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα εταιρεία, που ασχολείται με την κατασκευή και πώληση επίπλων, προσέλαβε στις 27 Σεπτεμβρίου 1982 τον εφεσίβλητο στην υπηρεσία της ως τεχνικό. Στις 26 Μαΐου 1997 τον απέλυσε με τον ισχυρισμό ότι παρέλειπε να εκτελεί ικανοποιητικά τα καθήκοντά του και ότι συμπεριφερόταν έναντι πελατών κατά τρόπο που μείωνε τη φήμη της. Ο εφεσίβλητος, θεωρώντας εντελώς αβάσιμο και άδικο αυτό τον ισχυρισμό, αποτάθηκε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών για αποζημιώσεις.

Κατόπιν μακράς ακρόασης, κατά την οποία προσήχθη μαρτυρία και από τις δύο πλευρές, το Δικαστήριο με απόφαση ημερ. 29 Απριλίου 1999 έκρινε ότι η εφεσείουσα δεν αντέκρουσε το μαχητό τεκμήριο του άρθρου 6(1) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν. 24/67) όπως τροποποιήθηκε, σύμφωνα με το οποίο "ο υπό του εργοδότου τερματισμός απασχολήσεως τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίον, ως μη γενόμενος δια τινά των εν τω άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων" που δεν παρέχουν στον εργοδοτούμενο δικαίωμα αποζημίωσης. Προχώρησε δε για να καταλήξει σε εύρημα ότι:

"Ο τερματισμός των υπηρεσιών του Αιτητή ήταν προσχηματικός, καταχρηστικός και αδικαιολόγητος και ουσιαστικά ήταν το αποδιοπομπαίο θύμα της ευθύνης που έφερε κυρίως η Εργοδότρια Εταιρεία και ο άμεσος προϊστάμενος του Αιτητή Υπεύθυνος του Τεχνικού Τμήματος Μάριος Παντελή για τα προβληματικά κρεββατάκια και τις καταγγελίες που έγιναν για αυτό τον λόγο στο Υπουργείο και την έρευνα που ακολούθησε.

........................................................................................................

Ο Αιτητής, αντικειμενικά ενήργησε με επιμέλεια σε όλες τις περιπτώσεις, δεν υπέπεσε σε κανένα παράπτωμα, αλλά ούτε και παρήκουσε εντολές ή οδηγίες της Εργοδότριας Εταιρείας, σε μια πράγματι εξοντωτική εργασία, αφού ήταν ο μόνος Τεχνικός για να καλύψει μεγάλο αριθμό πελατών σχεδόν σε όλη την ελεύθερη Κύπρο."

Το Δικαστήριο πρόσθεσε εξ άλλου ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του αιτητή ήταν "άδικος και καταχρηστικός" για ακόμα ένα λόγο. Αυτός ήταν πως, αντίθετα από ό,τι ορίζει το Άρθρο 7 του Κυρωτικού της Σύμβασης περί Τερματισμού της Απασχολήσεως Νόμου του 1985 (Ν. 45/85), δεν δόθηκε η δυνατότητα στον αιτητή να ακουσθεί πριν από την απόλυσή του, παρόλον που επανειλημμένα το ζήτησε. Κατ' ακολουθίαν το Δικαστήριο επεδίκασε του εφεσίβλητου αποζημιώσεις. 

Η εφεσείουσα αμφισβήτησε την απόφαση.  Το άρθρο 12 του περί Ετησίων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμου του 1967 (Ν. 8/67 όπως τροποποιήθηκε) περιορίζει το δικαίωμα έφεσης σε μόνο νομικά σημεία. Σύμφωνα δε με τον τότε ισχύοντα Καν. 16 του περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικού Κανονισμού του 1999, που είχε εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 12(13)(β)(ii) του περί Ετησίων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμου του 1967, η έφεση ασκείτο διά υπομνήματος. Ενώ τώρα, με τον τροποποιητικό Νόμο 110(Ι)/99, προβλέπεται η απευθείας άσκηση έφεσης. Η εφεσείουσα ζήτησε λοιπόν, από δικαστή του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, τη σύνταξη Υπομνήματος προς το Ανώτατο Δικαστήριο με αναφορά σε δέκα λόγους οι οποίοι, καθώς προέβαλε, συνεπάγονταν μόνο νομικά σημεία. Ο δικαστής, που εξέτασε την αίτηση, εξέφρασε την άποψη ότι:

"..... μερικοί από αυτούς, αφορούν ευρήματα του Δικαστηρίου επί των πραγματικών γεγονότων που δεν αποτελούν νομικά σημεία και άλλοι είναι γενικού και αφηρημένου χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να μην αποκαλύπτεται κατά συγκεκριμμένο τρόπο το στίγμα του νομικού ερωτήματος."

Ωστόσο, συνέταξε το Υπόμνημα όπως του ζητήθηκε.

Με τους οκτώ από τους δέκα διατυπωθέντες λόγους, ήτοι τους λόγους 1, 2, 3, 5, 6, 7, 8 και 9, τίθενται υπό αμφισβήτηση τα πρωτόδικα ευρήματα αναφορικά με το θέμα της ευθύνης. Αυτά εμφανίζονται να ήταν αποτέλεσμα εσφαλμένης αντίκρυσης και αξιολόγησης της μαρτυρίας. Παρατηρούμε πως με κανένα από αυτούς δεν εγείρεται νομικό σημείο. Επομένως κανένας από αυτούς δεν θα έπρεπε να είχε περιληφθεί στο Υπόμνημα.

Με τον 4ο λόγο τίθεται για εξέταση η ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην επιτρέψει στην πλευρά της εφεσείουσας να παρουσιάσει ως τεκμήρια τα δελτία αποστολής επίπλων σε κάποια πελάτιδα. Η εφεσείουσα είχε παρουσιάσει την υπόθεση της πρώτη αφού, βάσει του προαναφερθέντος άρθρου 6(1) του Νόμου, αυτή έφερε το βάρος απόδειξης. Προσαγόταν η μαρτυρία του εφεσίβλητου όταν, στο στάδιο της αντεξέτασής του, ηγέρθη το υπό αναφορά ζήτημα. Ο εφεσίβλητος ερωτήθηκε για το πότε ακριβώς, με αναφορά σε δική του επίσκεψη στο σπίτι κάποιας πελάτιδας, αυτή είχε παραλάβει ορισμένα έπιπλα - κρεβατάκια - από την εφεσείουσα. Απάντησε ότι δεν γνώριζε θετικά. Ο συνήγορος της εφεσείουσας επιχείρησε τότε να παρουσιάσει τα δελτία αποστολής για να αποδείξει την ημερομηνία. Το Δικαστήριο δεν το επέτρεψε. Και ορθά βέβαια, αφού επρόκειτο για έγγραφα που δεν είχαν σχέση με τις ανάγκες της αντεξέτασης αλλά με ό,τι η εφεσείουσα θα μπορούσε να είχε προσθέσει ενωρίτερα ως μέρος της δικής της υπόθεσης όταν προσήγαγε τη μαρτυρία της.

Με τον 10ο λόγο ερωτάται αν το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών "ορθά .... ερμήνευσε το Νόμο και τη νομολογία αναφορικά με το δικαίωμα κάποιου να ακουστεί και να υπερασπίσει τον εαυτό του". Η απάντηση είναι καταφατική. Και επειδή το έργο ερμηνείας περιοριζόταν, εν προκειμένω, σε απλή αναγνώριση ρητής διάταξης, με σαφήνεια διατυπωμένης, δεν χρειάζεται να επεκταθούμε.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο