ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
CHRISTOPHI AND OTHERS ν. IACOVIDOU (1985) 1 CLR 713
Ιωσηφάκης ν. Αριστοδήμου (1990) 1 ΑΑΔ 284
Ευαγγέλου ν. Dorami Marine Ltd (1991) 1 ΑΑΔ 172
ABP Holdings Ltd και Άλλοι ν. Aνδρέα Kιταλίδη και Άλλων (Aρ.1) (1994) 1 ΑΑΔ 287
Δημητρίου Πάμπος κ.α. ν. το πλοίο SS SAPPHIRE SEAS (2000) 1 ΑΑΔ 1680
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.58
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΛΟΪΖΟΥ ν. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 29/2019, 23/10/2019, ECLI:CY:AD:2019:A436
Χ''Ιωάννου v. Gordian Holdings Limited, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 273/2019 , 8/9/2020, ECLI:CY:AD:2020:A298
Oneword Limited ν. OJSC Bank of Moscow (2016) 1 ΑΑΔ 263, ECLI:CY:AD:2016:A62
Εμπεδοκλής Ευάγγελος και Άλλοι (Αρ. 3) (2009) 1 ΑΑΔ 529
Λουκαΐδου-Θεοφάνους Λίζα ν. Λεωνίδα Γεωργίου και Άλλου (2016) 1 ΑΑΔ 473, ECLI:CY:AD:2016:A103
ONEWORLD LIMITED ν. OJSC BANK OF MOSCOW, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε32/15, 2/2/2016, ECLI:CY:AD:2016:A62
ΤΙΜΙΝΝΗΣ κ.α. ν. ΣΙΑΘΑ, ΄Εφεση Αρ. 4/2017, 28/2/2019, ECLI:CY:DOD:2019:3
VOUROS HEALTHCARE LTD ν. D.E.K.S.A. LTD, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 207/2015, 12/1/2018, ECLI:CY:AD:2018:A12
Χαραλάμπους Νίκος Σταύρου ν. A. Panayides Contracting Ltd. (2001) 1 ΑΑΔ 1978
(2001) 1 ΑΑΔ 955
29 Ιουνίου, 2001
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
THE GOVERNOR AND THE COMPANY OF THE BANK
OF SCOTLAND,
Ενάγουσα,
v.
ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ S.S. SAPPHIRE SEAS,
Εναγομένου.
(Αίτηση για Αναθεώρηση στην Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 191/96)
Ναυτοδικείο ― Αναστολή διαδικασίας ― Δικονομικό έρεισμα για άσκηση της εξουσίας αναστολής απόφασης εκκρεμούσης έφεσης, ή, κατ' αναλογία, αίτησης αναθεώρησης της, παρέχει η παλιά αγγλική Δ.58, θ.12 που εφαρμόζεται στην Κύπρο ενόψει του Κανονισμού 237 του περί Κυπριακού Ναυτοδικείου Κανονισμού 1893 ― Διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ― Η αναστολή στοχεύει στην εξισορρόπηση δύο παραγόντων: να δρέψει άμεσα ο νικητής του δικαστικού αγώνα τους καρπούς της επιτυχίας του και να μην μείνει ο αντίδικός του, αν νικήσει, με κενά χέρια.
Με αίτηση ημερομηνίας 20/11/00 η αιτήτρια Τράπεζα επιζητεί την αναστολή πληρωμής, από το εκπλειστηρίασμα του εναγομένου πλοίου, στους εξ αποφάσεως πιστωτές σε πέντε άλλες αγωγές ή σε οποιοδήποτε από αυτούς. Ζητείται η προσωρινή αναστολή πληρωμών μέχρις ότου εκδικασθεί η αίτηση αναθεώρησης της απόφασης ναυτοδικείου (του Αρτεμίδη Δ.) ημερομηνίας 20/11/00 στην ίδια αγωγή (Αρ. 191/96) την οποία υπέβαλε η Τράπεζα. Αφετηρία της διαμάχης υπήρξε η αίτηση της Τράπεζας ημερ. 20/6/97 στην αγωγή αρ. 135/96, με την οποία παρενέβη και διεκδίκησε προτεραιότητα πληρωμής με βάση την απόφαση υπέρ της και εναντίον του πλοίου σε αυτή την αγωγή (Αρ. 191/96). Η υπέρ της Τράπεζας απόφαση στην αγωγή αυτή ήταν εκ συμφώνου απόφαση και αυτό στάθηκε η αιτία όλων των μετέπειτα δυσχερειών και διαβημάτων της Τράπεζας. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ανατρέποντας την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστή κατέληξε ότι από τη στιγμή που η αξίωση της Τράπεζας εξασφαλίστηκε εκ συμφώνου, δεν μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για αίτηση καθορισμού προτεραιότητας πληρωμής των διαφόρων αξιώσεων και ότι η Τράπεζα δεν δικαιούται να πληρωθεί από το εκπλειστηρίασμα και επομένως ούτε να καταταγεί σε οποιαδήποτε θέση στη σειρά προτεραιότητας.
Στις 25/10/00 η Τράπεζα κατέθεσε αίτηση στην αγωγή 191/96 για να αποδείξει την απαίτηση της κατά του πλοίου με ένορκη δήλωση ή άλλο μαρτυρικό υλικό για να τύχει απόφασης κατά του πλοίου in rem, που θα της εξασφάλιζε προβάδισμα στην εξόφληση της απαίτησης της. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε στις 20/11/00, απόφαση που προσβάλλεται με την αίτηση για αναθεώρηση η οποία εκκρεμεί.
Τα επιχειρήματα της Τράπεζας υπέρ της αναστολής απολήγουν στο ότι αν δεν παγοποιηθεί προσωρινά η διανομή του εκπλειστηριάσματος η τυχόν επιτυχία της αίτησης για αναθεώρηση θα παραμείνει χωρίς κανένα αντίκρυσμα.
Ο δικηγόρος των πιστωτών ενιστάμενος στην ικανοποίηση του αιτήματος της Τράπεζας προέβαλε τρεις εναλλακτικές προτάσεις:
α) Τη θέση ότι δεν υφίσταται δικαιοδοτικό βάθρο για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.
β) Η τράπεζα κωλύεται νομικά να προβάλει το αίτημα λόγω δεδικασμένου που έχει προκύψει από δύο προγενέστερες δικαστικές αποφάσεις. Η πρώτη ημερ. 3/11/00 στην αγωγή 135/96 η οποία εκδόθηκε μετά από διαβήματα των εξ αποφάσεως δανειστών και διατάζει την εξόφληση των οφειλών (πλην της απαίτησης της Τράπεζας) από το εκπλειστηρίασμα και η δεύτερη η πιο πάνω αναφερόμενη απόφαση της Ολομέλειας ημερ. 20/10/00 σύμφωνα με την οποία η Τράπεζα δεν δικαιούται να ικανοποιηθεί από το εκπλειστηρίασμα, ούτε να καταταγεί σε οποιαδήποτε θέση στη σειρά προτεραιότητας.
γ) Ότι εν πάση περιπτώσει δε δικαιολογείται, με βάση διάφορα επιχειρήματα, να ασκηθεί η οποιαδήποτε δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς όφελος της Τράπεζας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το δικονομικό έρεισμα για άσκηση της εξουσίας αναστολής εκκρεμούσης έφεσης, παρέχει η παλιά αγγλική Δ.58, θ.12, που είναι εφαρμοστέα στην κυπριακή επικράτεια ενόψει του καν. 237 του περί Κυπριακού Ναυτοδικείου Διαδικαστικού Κανονισμού.
2. Η σχετική αγγλική νομολογία δείχνει με τον πιο παραστατικό τρόπο πως το Δικαστήριο δε διστάζει, υπό ποικιλία μάλιστα περιστάσεων, να αναστείλει τις συνέπειες μιας απόφασης ή ενός διατάγματος για να παρασχεθεί η ευκαιρία να εξετάσει οριστικά κατ' έφεση διαφορά που συνάπτεται με χρηματικό απόθεμα ή άλλη περιουσία. Με τη βασική αιτιολογία πως αν δε διατηρηθεί ανέπαφο ένα ταμείο μέχρι τέλους, η δικαίωση από το ανώτερο δικαστήριο δε θα έχει πια σημασία. Με αποτέλεσμα να μένει έκθετη η ιδέα της δικαιοσύνης και να χάνει την αξιοπιστία της.
3. Το δικαστήριο διατηρεί ελευθερία δράσης ακόμη και στην περίπτωση που έχει εκδώσει διάταγμα πληρωμής, ακριβώς για τον ίδιο λόγο, μήπως προκληθεί τελικά αδικία.
4. Ο καν. 237 που παραπέμπει στην αγγλική Δ.58, θ.12, και η σχετική νομολογία δικαιολογούν την ανάληψη δικαιοδοσίας.
5. Στην περίπτωση των αναστολών γίνεται προσπάθεια εξισορρόπησης δύο παραγόντων: να δρέψει άμεσα ο νικητής του δικαστικού αγώνα τους καρπούς της επιτυχίας του και να μην μείνει ο άλλος, αν νικήσει, με κενά χέρια. Σ' αυτό το πλαίσιο κινείται η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου.
6. Είναι διάφανη η στενή διαπλοκή των διαδικασιών που προηγήθηκαν. Κρίνεται κατάλληλη περίπτωση για αναστολή. Διευκρινιστικά, το θέμα του δεδικασμένου αφορά περισσότερο την ουσία της αναθεώρησης και γι' αυτό αφήνεται ανοικτό.
Η αίτηση για αναστολή έγινε δεκτή.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Δημητρίου κ.ά. v. Του Πλοίου S. S.�Sapphire Seas (Αρ. 1) (2000) 1 Α.Α.Δ. 1680,
Markland [1871] L.R. 3 A & E 340,
Africano [1894] P 141, 150,
Fairport (No.4) [1967] 1 Lloyd's Rep. 602,
Wilson v. Church (No.2) [1879] 12 Ch. D. 454,
Polini v. Gray [1879] 12 Ch.D. 438,
Wilson v. Church [1879] 11 Ch. D. 576,
ABP Holdings Ltd κ.ά. ν. Κιταλίδης κ.ά. (Αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 287,
Χατζηευαγγέλου ν. Dorami Marine Ltd a.o. (1991) 1 A.A.Δ. 172,
Christophi a.o. v. Iacovidou (1985) 1 C.L.R. 713,
Iωσηφάκης ν. Αριστοδήμου (1990) 1 Α.Α.Δ. 284,
Rena K [1979] 1 All E.R. 397.
Αίτηση.
Μονομερής αίτηση ημερομηνίας 20/11/00 με την οποία η αιτήτρια Τράπεζα επιζητεί την αναστολή πληρωμής, από το εκπλειστηρίασμα του εναγόμενου πλοίου, στους εξ αποφάσεως πιστωτές σε πέντε άλλες αγωγές ή σε οποιοδήποτε από αυτούς, με αίτημα να χορηγηθεί προσωρινή αναστολή πληρωμών μέχρις ότου εκδικασθεί η αίτηση αναθεώρησης της απόφασης ναυτοδικείου (του Αρτεμίδη Δ.) ημερομηνίας 20/11/00, στην ίδια αγωγή (Αρ. 191/96), την οποία υπέβαλε η αιτήτρια Τράπεζα.
Α. Χαβιαράς, για την Αιτήτρια Τράπεζα.
Ε. Μοντάνιος, για τους εξ αποφάσεως πιστωτές στην Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 85/97.
Ν. Ιωάννου, για τους εξ αποφάσεως πιστωτές στην Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 118/96.
Λ. Καμμίτση, για τους εξ αποφάσεως πιστωτές στην Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 180/96.
Α. Χριστοδούλου, για τους εξ αποφάσεως πιστωτές στις Αγωγές Ναυτοδικείου Αρ. 203 και 204/96.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Με την κρινόμενη (μονομερή) αίτηση ημερομηνίας 20/11/00 επιζητείται η αναστολή πληρωμής, από το εκπλειστηρίασμα του εναγόμενου πλοίου "Sapphire Seas" (το πλοίο), στους εξ αποφάσεως πιστωτές στις παραπάνω αγωγές ή σε οποιοδήποτε από αυτούς. Το αίτημα είναι να χορηγηθεί προσωρινή αναστολή πληρωμών μέχρις ότου εκδικασθεί η αίτηση αναθεώρησης της απόφασης ναυτοδικείου (του Αρτεμίδη Δ) ημερομηνίας, πάλιν 20/11/00, στην ίδια αγωγή (αρ. 191/96), την οποία υπέβαλε η αιτήτρια (η Τράπεζα). Εκείνη η απόφαση είναι η κορύφωση ενός μακρού - και πολυδιάστατου - δικαστικού αγώνα, που οι εμπλεκόμενοι συνεχίζουν ενώπιον μας. Δώσαμε σε όλους την ευκαιρία να εκθέσουν τις απόψεις τους, αφού πρώτα κατέθεσαν και γραπτή τυπική ένσταση, συνοδευόμενη από ένορκες δηλώσεις και άλλο υλικό. Οι αναφορές μας στην προϊστορία του θέματος έχoυν ως βάση και πλαίσιo αυτό το μαρτυρικό υλικό - και των δύο πλευρών - στα θέματα που δεν είναι αντικείμενο διαφωνιών.
Η εξοικείωση μας, σε κάποιο βαθμό, με τις διαδικασίες που προηγήθηκαν, θα μας καθορίσει το τωρινό αίτημα στη σωστή του διάσταση αφενός, φωτίζοντας παράλληλα τις παραμέτρους του ζητήματος μεταξύ των οποίων καλούμαστε να ασκήσουμε την εξουσία αναστολής. Σπεύδουμε όμως να προσθέσουμε ότι η κοινή γραμμή των πιστωτών, που εξέφρασε ο κ. Ε. Μοντάνιος στην πολυήμερη αγόρευση του, ήταν πως τέτοια εξουσία δεν υφίσταται και ότι το δικαστήριο επομένως θα πρέπει να απορρίψει την αίτηση. Παρενθετικά, η πώληση του πλοίου με δημόσιο πλειστηριασμό απέφερε καθαρό ποσό πέραν των Δ.Α. 4.300.000. Τούτο είναι κατατεθειμένο σε τοκοφόρο τραπεζικό λογαριασμό από το Δικαστήριο, στο οποίο καταβλήθηκε μετά τη συμπλήρωση της διαδικασίας πώλησης και την αφαίρεση των εξόδων του Αξιωματικού Ναυτοδικείου. Ας σημειωθεί όμως ότι δεν αρκεί για να ικανοποιηθούν όλες οι εκκρεμούσες κατά του πλοίου απαιτήσεις.
Θα μπορούσε να λεχθεί ότι αφετηρία της διαμάχης υπήρξε η αίτηση της Τράπεζας ημερ. 20/6/97 στην αγωγή αρ. 135/96 μεταξύ Δημήτριου Πάμπου κ.α. εναντίον του πλοίου. Η Τράπεζα παρενέβη με την παραπάνω αίτηση της και διεκδίκησε προτεραιότητα πληρωμής με βάση τη δικαστική απόφαση υπέρ της Τράπεζας και εναντίον του πλοίου σ' αυτή την αγωγή με αρ. 191/96. Εδώ είναι αναγκαία μια κρίσιμη παρένθεση για να επισημανθεί πως επρόκειτο για εκ συμφώνου απόφαση. Ιδού το πλήρες κείμενο:
"12.12.1996
Για τον ενάγοντα: κ. Α. Χαβιαράς
Για το εναγόμενο πλοίο: κ. Κ. Σαβεριάδης
-------------------------------
Δικαστήριο: Οι δικηγόροι αναφέρουν πως η υπόθεση έχει διευθετηθεί ως ακολούθως. Θα εκδοθεί απόφαση ως το Α και Β του κλητηρίου εντάλματος με τόκο υπερημερίας από 9.10.96 προς 9 6/40% ετησίως. Επίσης συμφωνείται ότι η αποζημίωση για την οποία προβάλλεται απαίτηση στο (Δ) της αγωγής ειναι $800,000 και έναντι των εξόδων συνεφωνήθη το ποσό των ΛΚ15,000."
Ας σημειωθεί ότι η βάση της αγωγής ήταν οι ισχυρισμοί για παραβίαση όρων ναυτικής υποθήκης επί του πλοίου για εξασφάλιση δανείου που παραχώρησε η Τράπεζα.
Η φύση της απόφασης στάθηκε η αιτία όλων των μετέπειτα δυσχερειών και διαβημάτων της Τράπεζας. Η αγωγή in rem στρέφεται κατά ενός πράγματος, λ.χ., πλοίου. Η απόφαση σε τέτοιας μορφής αγωγή ρυθμίζει τη νομική κατάσταση του πράγματος ή προσώπου έναντι πάντων. Η εμβέλεια της προσωπικής αγωγής (in personam) περιορίζεται στη ρύθμιση της νομικής σχέσης των άμεσα εμπλεκόμενων διαδίκων. Πρόκριμα του δικαιώματος σε εκπλειστηρίασμα και υποβολής αιτήματος καθορισμού προτεραιοτήτων είναι η λήψη απόφασης in rem: βλ. απόφαση της Ολομέλειας στην Δημητρίου Πάμπου κ.ά. ν. SS "Sapphire Seas" (Αρ. 1) (2000) 1 Α.Α.Δ. 1680.
Στην παραπάνω αίτηση της Τράπεζας της 20/6/97 (αγωγ. αρ. 135/96), η παρέμβαση εξ αποφάσεως δανειστού, που εκπροσώπησε πάλιν ο κ. Μοντάνιος, αποσκοπούσε ακριβώς στο να δείξει ότι η παραπάνω εκ συμφώνου απόφαση δεν είχε το καθεστώς απόφασης in rem, που θα επέτρεπε στην Τράπεζα να ζητήσει καθορισμό προτεραιοτήτων. Κατά την ακρόαση της αίτησης ο πρωτόδικος Δικαστής, παρά την ένσταση του κ. Μοντάνιου, άκουσε προφορική μαρτυρία εκ μέρους της Τράπεζας ότι η απαίτηση της στην αγωγή (191/96), στην οποία ήδη εκδόθηκε απόφαση εκ συμφώνου κατά του πλοίου, είχε ως βάση ναυτική υποθήκη προς όφελος της. Aυτή η διαδικασία επιτράπηκε προφανώς για να αρθεί το κώλυμα νομιμοποίησης της υποβολής αίτησης.
Δεν μας ενδιαφέρουν εδώ οι λόγοι της απόφασης (ημερ. 25/1/99). Σημασία έχει η ουσία της, που συνοψίζεται στην παρακάτω περικοπή:
"Η Τράπεζα στην επίδικη αίτηση απέδειξε ενώπιον μου πως η υπέρ της απόφαση, που καταγράφηκε από το Δικαστήριο στις 12.12.96, εκδόθηκε στη βάση αγωγής για υπόλοιπο χρέους του πλοίου, ασφαλισμένου με ναυτική υποθήκη, και ως εκ τούτου δικαιούται σε προτεραιότητα πληρωμής από το εκπλειστηρίασμα."
Η εν λόγω απόφαση ανατράπηκε ύστερα από αίτηση αναθεώρησης της από την Ολομέλεια. Έχουμε ήδη μνημονεύσει, αλλά για άλλο σκοπό, την απόφαση αυτή, ημερ. 20/10/00. Η πρωταρχική αίτηση της Τράπεζας, που απέληξε στην απόφαση της 25/1/99, που της αναγνώρισε προτεραιότητα να πληρωθεί απορρίφθηκε. Καταλήγει η απόφαση της Ολομέλειας:
"Μια και η αξίωση της τράπεζας δεν έχει αποδειχθεί με την προσαγωγή μαρτυρίας, αλλά εξασφαλίστηκε εκ συμφώνου, δεν μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για αίτηση καθορισμού προτεραιότητας πληρωμής των διαφόρων αξιώσεων. Η τράπεζα δεν δικαιούται να ικανοποιηθεί από το εκπλειστηρίασμα και επομένως ούτε να καταταγεί σε οποιανδήποτε θέση στη σειρά προτεραιότητας."
Δεν είναι του παρόντος να ασχοληθούμε περαιτέρω με τις κρίσεις της Ολομέλειας ή τις επιπτώσεις της. Ενδιαφέρει ότι την ίδια ημέρα (25/10/00) η Τράπεζα κατέθεσε αίτηση στην αγωγή 191/96, για να αποδείξει την απαίτηση της κατά του πλοίου με ένορκη δήλωση ή άλλο μαρτυρικό υλικό για να τύχει απόφασης κατά του πλοίου in rem, που θα της εξασφάλιζε προβάδισμα στην εξόφληση της απαίτησης της. Η βασική σκέψη πίσω από την ενέργεια αυτή είναι ότι η απόφαση της 12/12/96 στην 191/96 δεν ήταν αγωγή κατά του πλοίου αλλά των πλοιοκτητών. Έτσι διατηρείται η ευχέρεια της Τράπεζας να προχωρήσει για απόφαση in rem.
Η Τράπεζα προφανώς θορυβήθηκε από την ενέργεια των πιστωτών στην αγωγή αρ. 85/97, καθώς και των άλλων πιστωτών, που λίγες μέρες πριν (20/10/00) ζήτησαν να επιτραπεί η ικανοποίηση των απαιτήσεων τους από το εκπλειστηρίασμα. Αφού απέτυχε η πρώτη προσπάθεια της Τράπεζας να πετύχει αναστολή των πληρωμών μέχρι να δικαστεί η προμνησθείσα αίτηση της, τελικά εγκρίθηκε με τη συναίνεση των πιστωτών. Η απόφαση για τη λήψη νέας απόφασης δόθηκε στις 20/11/00. Ήταν απορριπτική. Με δυο λόγια, ο πρωτόδικος δικαστής αποφάσισε ότι, παρά τη δική του γνώμη περί του αντιθέτου, έπρεπε να γίνει σεβαστή η απόφαση της Ολομέλειας, η οποία δημιούργησε δεδικασμένο, που δεν ήταν δυνατό να παρακάμψει ο δικηγόρος της Τράπεζας. Αυτή είναι η απόφαση που θα αποτελέσει το αντικείμενο της αναθεώρησης, η οποία εκκρεμεί. Προφορικό αίτημα στον πρωτόδικο δικαστή για να επιτρέψει αναστολή μέχρι την αναθεώρηση κρίθηκε αβάσιμο. Το ίδιο αίτημα επαναλαμβάνει η Τράπεζα με την υπό κρίση αίτηση ενώπιον μας.
Τα επιχειρήματα της Τράπεζας απολήγουν σε τούτο: Αν δεν παγοποιηθεί προσωρινά η διανομή του εκπλειστηριάσματος η τυχόν επιτυχία της αίτησης για αναθεώρηση θα παραμείνει χωρίς κανένα αντίκρυσμα. Ο κανόνας πως ο νικητής δικαστικού αγώνα δρέπει, χωρίς χρονοτριβή, τους καρπούς του ευνοϊκού γιαυτόν αποτελέσματος πρέπει να υποχωρήσει μπροστά στον κίνδυνο, σε περίπτωση δικαίωσης της Τράπεζας, να είναι πια πολύ αργά να πάρει ό,τι μπορεί να δικαιούται. Τα πράγματα μάλιστα ευκολύνονται γιατί το ποσό βρίσκεται σε Τράπεζα αυξανόμενο, αφού πιστώνεται με τους τόκους.
Ο δικηγόρος της Τράπεζας δεν ήταν σαφής αναφορικά με τη θεσμική βάση της αίτησης. Περιορίστηκε στη γενική εισήγηση ότι το Δικαστήριο αυτό, που ασκεί ευρύ φάσμα εξουσιών στη διαδικασία αναθεώρησης, έχει και την παρεπόμενη εξουσία αναστολής. Εν πάση περιπτώσει έδωσε ειδικό βάρος στην αγγλική νομολογία, που καταφεύγει στο μέτρο, όταν κρίνει θέματα προτεραιοτήτων. Η βασική υπόθεση είναι The Markland [1871] L.R. 3 A & E 340. Παρέπεμψε περαιτέρω στις υποθέσεις The Africano [1894] P 141, 150, The Fairport (No.4) [1967] 1 Lloyd΄s Rep. 602, Wilson v. Church (No. 2) [1879] 12 Ch. D. 454 και Polini v. Gray [1879] 12 Ch.D. 438.
Τονίστηκε ιδιαίτερα η σημασία της απόφασης Wilson v. Church [1879] 11 Ch. D. 576 (που συνδέεται με την προμνησθείσα ομώνυμη απόφαση, στην οποία χορηγήθηκε αναστολή απόφασης σε άλλη αγωγή). Μάλιστα απαγορεύθηκε με σχετικό διάταγμα η αποδέσμευση των χρημάτων που ήταν στα χέρια trustees μέχρι την εκδίκαση της έφεσης. Τέλος, ο συνήγορος, επικαλούμενος την απόφαση ABP Holdings Ltd κ.α. ν. Ανδρέας Κιταλίδης κ.α. (αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 287, υπέβαλε ότι οι προοπτικές επιτυχίας της αίτησης για αναθεώρηση δεν αποτελούν καθοριστικό παράγοντα για τη χορήγηση αναστολής, αφού προβλήθηκε ουσιαστικό θέμα για συζήτηση. Αυτό είχε λεχθεί σε μιά προσπάθεια afortiori αντίκρουσης του επιχειρήματος, που όντως έθεσαν οι δανειστές, ότι η αίτηση αναθεώρησης είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.
Ο δικηγόρος των πιστωτών ενέστη σθεναρά στην ικανοποίηση του αιτήματος της Τράπεζας. Πρόβαλε και ανέπτυξε διεξοδικά, προσφεύγοντας για στήριξη στην τοπική και ξένη νομολογία, τρεις εναλλακτικές προτάσεις. Ξεκίνησε με τη θέση ότι δεν υφίσταται δικαιοδοτικό βάθρο για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Ελλείπει είτε η θεσμική είτε η νομολογιακή βάση. Η δεύτερη του πρόταση είναι ότι η Τράπεζα κωλύεται νομικά να προβάλει το αίτημα λόγω δεδικασμένου που έχει προκύψει από δύο προγενέστερες δικαστικές αποφάσεις. Η πρώτη, ημερ. 3/11/00, που εκδόθηκε στην αγωγή 135/96 μετά από διαβήματα των εξ αποφάσεως δανειστών (ημερ. 20/10/00 και 26/10/00) διατάζει την εξόφληση των οφειλών (πλην της απαίτησης της Τράπεζας) από το εκπλειστηρίασμα. Δεν καθορίστηκαν οι προτεραιότητες αφού τούτο είναι αρκετό για να αποπληρωθούν στο ακέραιο. Θα παραμείνει μάλιστα και περίσσευμα. Η δεύτερη ειναι η απόφαση της Ολομέλειας ημερ. 20/10/00, στην οποία ήδη αναφερθήκαμε. Επικουρικά, σε περίπτωση αποτυχίας των δύο παραπάνω επιχειρημάτων, μας τέθηκε η τρίτη πρόταση: ότι εν πάση περιπτώσει δε δικαιολογείται, με βάση διάφορα επιχειρήματα, να ασκήσουμε την οποιαδήποτε δικαιοδοσία μας προς όφελος της Τράπεζας.
Στη διάρκεια της συζήτησης έγινε αποδεκτό ότι υπάρχει δικαιοδοτική βάση για χορήγηση αναστολής απόφασης εκκρεμούσης έφεσης ή, κατ' αναλογία, αίτησης αναθεώρησης της. Πράγματι, τα δύο αυτά ένδικα μέσα εμφανίζονται μαζί στο ιδιαίτερο κεφάλαιο του περί Κυπριακού Ναυτοδικείου Διαδικαστικού Κανονισμού 1893, όπως τροποποιήθηκε, το οποίο ρυθμίζει θέματα εφέσεων. Θα μπορούσε η λογική αυτή ερμηνεία να υιοθετηθεί για να καλυφθεί και η αίτηση αναθεώρησης. Μετά από την παρένθεση αυτή, πρέπει να λεχθεί ότι το δικονομικό έρεισμα για άσκηση της εξουσίας αναστολής, εκκρεμούσης έφεσης, παρέχει η παλιά αγγλική Δ.58 θ. 12, που είναι εφαρμοστέα στην κυπριακή επικράτεια ενόψει του καν. 237 του παραπάνω Διαδικαστικού Κανονισμού (βλ. μεταξύ άλλων Χατζηευαγγέλου ν. Dorami Marine Ltd. & Others (1991) 1 Α.Α.Δ. 172.
Δεν είναι ωστόσο στην έλλειψη ρητής πρόνοιας για αναστολή, όταν βρίσκεται σε εκκρεμότητα αίτηση αναθεώρησης, που στηρίχθηκαν οι εναντιώσεις για έλλειψη δικαιοδοσίας. Άλλωστε θεωρήθηκε λογικό να επεκτείνεται η σχετική εξουσία και στην περίπτωση εκείνη. Ο λόγος είναι ότι το διάταγμα, που εξουσιοδοτεί τη διενέργεια πληρωμών από το εκπλειστηρίασμα, το οποίο είναι το αντικείμενο της κρινόμενης αίτησης, εκδόθηκε στην αγωγή αρ. 135/96, ενώ η αίτηση για αναστολή γίνεται στην αγωγή αρ. 191/96. Προϋπόθεση όμως για την άσκηση της δικαιοδοσίας είναι ότι το διάταγμα που εφεσιβλήθηκε ή έστω του οποίου ζητήθηκε αναθεώρηση πρέπει να είναι αυτό το ίδιο αντικείμενο έφεσης ή της αναθεώρησης, που δε συμβαίνει εδώ.
Ο κ. Μοντάνιος μας παρέπεμψε στην υπόθεση Christophi & Others v. Iacovidou (1985) 1 C.L.R. 713, 716, στην οποία ο Πικής Δ. (όπως ήταν τότε) αποφάσισε ότι:
"Τhe application of Ord. 35 r. 18, is confined to Orders or judgments, the correctness of which is questioned on appeal."
Aναφορά έγινε και στην Ιωσηφάκης v. Αριστοδήμου (1990) 1 Α.Α.Δ. 284. Aς σημειωθεί ότι η εν λόγω δικονομική πρόνοια συμπίπτει λεκτικά με την αγγλική Δ.58 θ. 12. Κατά την εισήγηση, μόνο αν εφεσιβαλλόταν η απόφαση της 3/11/00 στην 135/96 και ήταν αντικείμενο αίτησης για αναθεώρηση της, θα υφίστατο δικαιοδοσία αναστολής. Δε θα ήταν ορθό το Δικαστήριο τώρα να επανορθώσει το λάθος ή παράλειψη της Τράπεζας να την αμφισβητήσει. Το ίδιο στην Polini v. Gray, το απόθεμα χρημάτων ήταν αντικείμενο της έφεσης.
Ο δικηγόρος των πιστωτών σχολίασε χωριστά καθεμιά από τις παραπάνω αυθεντίες του αντίδικου του για να εισηγηθεί τελικά ότι δεν παρέχουν έρεισμα για ανάλογη θεραπεία στην κρινόμενη περίπτωση. Τις διαφοροποίησε βασικά για δύο λόγους: (1) ότι το απόθεμα χρημάτων στις υποθέσεις που παρασχέθηκε αναστολή ήταν αντικείμενο της ίδιας της έφεσης. και (2) ότι τέτοια θεραπεία δόθηκε γιατί δεν ακούστηκε κάποιος δανειστής επειδή αμέλησε να καταθέσει ανακοπή, σε αντίθεση με την περίπτωση μας στην οποία η Τράπεζα συμμετείχε στη διαδικασία· και ανέπτυξε τις απόψεις της προτού εκδοθεί απόφαση.
Το τελευταίο επιχείρημα, αναφορικά με τη δικαιοδοσία, είναι ότι δεν έχουμε σύμφυτη εξουσία, που μπορεί να ασκήσουμε προς όφελος της Τράπεζας. Ελλείπει το σχετικό θεσμικό πλαίσιο, που θα μπορούσε να καλύψει την περίπτωση, μέσα στο οποίο πρέπει να περιορίζεται η άσκηση της εξουσίας. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να καταφύγει σε σύμφυτη εξουσία για να θεραπεύσει την παράλειψη της Τράπεζας να θέσει υπό αμφισβήτηση την απόφαση της 3/11/00. Η αρχή του δεδικασμένου καθιερώθηκε, αφού λήφθηκε υπόψη ο κίνδυνος λανθασμένης απόφασης σε συγκεκριμένη περίπτωση. Το αποδέχεται όμως η δικαιοσύνη ως αναγκαίο κακό προς αποφυγή μεγαλύτερων κακών που προκύπτουν από την αστάθεια δικαίου και τη διαιώνιση των δικαστικών αγώνων.
Θα θυμίσουμε εδώ ότι η δεύτερη σειρά επιχειρημάτων αφορά το δεδικασμένο. Ήταν η θέση της Τράπεζας, που επικαλείται την υπόθεση The Rena Κ [1979] 1 All E.R. 397, ότι δεν έχει χαθεί εξαιτίας της απόφασης της Ολομέλειας, η δυνατότητα να πάρει δικαστική απόφαση με τη σωστή μορφή, που θα της επιτρέψει να διεκδικήσει τη θέση της στη σειρά προτεραιοτήτων, την οποία της εξασφαλίζει η πραγματική φύση της απαίτησης της. Η κοινή συναινέσει απόφαση της 12/12/96 στην 191/96 ήταν, στην πραγματικότητα απόφαση κατά των ιδιοκτητών και όχι του πλοίου, τοποθέτηση που αντέκρουσε η άλλη πλευρά. Ισχυρίζεται πως δεν ισχύει η απόφαση εκείνη γιατί στην υπό κρίση λήφθηκε απόφαση κατά του πλοίου, άσχετα αν δεν είχε στην πράξη το αναμενόμενο νομικό αποτέλεσμα.
Κατά την εξέλιξη της ομιλίας του, προφανώς μετά από τις παρατηρήσεις μας, ο κ. Μοντάνιος τροποποίησε τις θέσεις του για την ύπαρξη δεδικασμένου, σαν λόγου που αποκλείει τη νομιμοποίηση της Τράπεζας να ζητεί αναστολή. Το δεδικασμένο δεν προέρχεται από την απόφαση της Ολομέλειας, αλλά από την απόφαση της 3/11/00, που με τη σειρά της βασίστηκε σε εκείνη της Ολομέλειας. Υπάρχει κώλυμα (issue estoppel) σε σχέση με επίδικο θέμα που συζητήθηκε προηγουμένως στην αίτηση για διανομή του εκπλειστηριάσματος (απόφαση 3/11/00). Ας σημειωθεί ότι, πραγματευόμενος τον τρίτο λόγο απόρριψης της κρινομένης, ο κ. Μοντάνιος υπέβαλε ότι υπάρχει και κώλυμα εξαιτίας αγωγής γνωστό στο αγγλοσαξωνικό δίκαιο ως cause of action estoppel, για μια νέα αίτηση της Τράπεζας, που προκύπτει από την απόφαση της Ολομέλειας.
Τα συνοψισμένα επιχειρήματα που ακολουθούν αφορούν τον τρίτο λόγο, δηλαδή, την περίπτωση που οι δύο πρώτοι λόγοι ή οποιοσδήποτε από αυτούς δεν επικρατήσει. Δόθηκε σημασία στην Polini v. Gray, ότι για να επιτύχει τέτοια αίτηση χρειάζεται λογικό έρεισμα (reasonable ground) για την έφεση (και εδώ την αναθεώρηση): απόφαση του Δικαστή Cotton.
Ο πυρήνας της επιχειρηματολογίας είναι ότι τα κριτήρια για χορήγηση αναστολής για χρηματικό απόθεμα που δεν είναι αντικείμενο της έφεσης, πρέπει να είναι αυστηρότερα από τη συνηθισμένη περίπτωση. Σαν τέτοια κριτήρια, ο συνήγορος έθεσε εκείνα που διέπουν τις προϋποθέσεις για χορήγηση παρεμπίπτοντος διατάγματος κάτω από τις διατάξεις του άρθρ. 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου. Για παράδειγμα πρεπει να εξεταστεί, εκτός άλλων, κατά πόσο υπάρχει ορατή προοπτική η Τράπεζα να πληρωθεί από το εκπλειστηρίασμα.
Θα πρέπει να λεχθεί ότι τα επιχειρήματα για την εξέταση του ζητήματος από τη σκοπιά αυτή συμπλέκονται με εκείνα που προεκτέθηκαν. Ειδικά τα επιχειρήματα που αφορούν το νομικό σχήμα της απόφασης που λήφθηκε, σε συνδυασμό με το δεδικασμένο, με τις αναγκαίες φυσικά παραλλαγές. Γιαυτό και δεν θα επαναληφθούν. Εν πάση περιπτώσει, η κατακλείδα είναι ότι δε θα πρέπει να ασκήσουμε οποιαδήποτε διακριτική εξουσία που έχουμε στο ζήτημα αυτό υπέρ της Τράπεζας. Θα ήταν εδώ η κατάλληλη στιγμή να ευχαριστήσουμε τους δύο δικηγόρους για όση βοήθεια μας παρέσχαν προς αντιμετώπιση του ζητήματος.
Η παραπάνω αγγλική νομολογία και εννοούμε τις υποθέσεις Markland, Fairport (No. 4), Africano, Wilson ν. Church κ.λ.π., δείχνουν με τον πιο παραστατικό τρόπο πως το Δικαστήριο δε διστάζει, υπό ποικιλία μάλιστα περιστάσεων, να αναστείλει τις συνέπειες μιας απόφασης ή ενός διατάγματος για να παρασχεθεί η ευκαιρία να εξετάσει οριστικά κατ' έφεση διαφορά που συνάπτεται με χρηματικό απόθεμα ή άλλη περιουσία. Με τη βασική αιτιολογία πως αν δε διατηρηθεί ανέπαφο ένα ταμείο μέχρι τέλους, η δικαίωση από το ανώτερο δικαστήριο δε θα έχει πια σημασία. Με αποτέλεσμα να μένει έκθετη η ιδέα της δικαιοσύνης και να χάνει την αξιοπιστία της.
Από τις υποθέσεις αυτές αναδύεται μια ευρύτητα προσέγγισης που αποσκοπεί στην αποτροπή της δυνατότητας πρόκλησης αδικίας που δε θα μπορεί να επανορθωθεί, αφού στο μεταξύ θα έχουν αποδεσμευθεί τα χρήματα. Ο κίνδυνος μιας ανώφελης επιτυχίας υπογραμμίζεται στην Fairport (No. 4) στη σελ. 605:
"Βut the main thing which impresses me is the duty of this Court not to abstain from further action when there is a fund in Court, and where the result of such abstention may be to create an injustice."
To δικαστήριο διατηρεί ελευθερία δράσης ακόμη και στην περίπτωση που έχει εκδώσει διάταγμα πληρωμής, ακριβώς για τον ίδιο λόγο, μήπως προκληθεί τελικά αδικία. Στην Markland στη σελ. 342:
"With regard to the fact that the order for payment in this case was actually signed by me, I cannot hold that upon that ground the Court is functus officio. The Court has not parted with the funds; and, after it has been apprised that by so doing it would be inflicting an injustice upon parties who have a prior legal claim."
Γιαυτό και το Δικαστήριο δεν επιβάλλει ουσιαστικούς αυτοπεριορισμούς στην εξουσία του, που θα του αποστερούσαν τη δυνατότητα να διατηρήσει την απαιτούμενη ισορροπία. Η αναζήτηση της χρυσής τομής μεταξύ της άμεσης συγκομιδής των καρπών της δικαστικής νίκης και της ανάγκης να μην καταστεί μάταιη η κατ' έφεση δικαίωση γίνεται βήμα προς βήμα με οδηγό την παρατήρηση των φαινομένων της δικαστικής ζωής.
Είναι υπ' αυτό το πρίσμα που το δικαστήριο εξέτασε την υπόθεση Wilson v. Church [1879] 11 Ch.D. 576, και παρενέβη με απαγορευτικό διάταγμα παγοποίησης αποθέματος στα χέρια trustees μέχρι την ακρόαση έφεσης. Αυτό έγινε παρόλο που η αγωγή του κ. Wilson, και των άλλων εναγόντων που εκπροσωπούσε, κατά των trustees, απορρίφθηκε· και παρόλο που υπήρχε διάταγμα πληρωμής από το παραπάνω ποσό σε ισχύ στους ενάγοντες σε άλλη, δεύτερη αγωγή, από διαφορετικό πιστωτή.
Η παρακάτω περικοπή από την απόφαση του Δικαστή Cotton στην εφετειακή απόφαση Wilson v. Church (No.2) [1879] Ch.D. 454, 455, διαφωτίζει και ως προς την αρχή πάνω στην οποία βασίστηκε η ενέργεια του Δικαστηρίου:
"But then there comes the question whether or no that part of the order which directs payment to the bondholders should be stayed. I will state my opinion that when a party is appealing, exercising his undoubted right of appeal, this Court ought to see that the appeal, if successful, is not nugatory; and, acting on that principle, when there was an appeal to this Court from the judgment of Mr. Justice Fry dismissing the Plaintiff's action altogether, and it was urged therefore that this Court had no jurisdiction to stay the execution of the order we were of opinion that we ought to stay the execution of a judgment in another action made by Mr. Justice Fry, ordering the fund to be dealt with - that is to say, by granting an injunction against the trustees to restrain them from parting with any portion of the fund in their hands till the appeal was disposed of. That possibly was rather novel, but it was right, in my opinion, to make that order to prevent the appeal, if successful, from being nugatory. Acting on the same principle, I am of opinion that we ought to take care that if the House of Lords should reverse our decision (and we must recognise that it may be reversed), the appeal ought not to be rendered nugatory."
Κατά τη γνώμη μας ο προμνησθείς καν. 237, που παραπέμπει στην αγγλική Δ.58, θ.12 και η νομολογία στην οποία αναφερθήκαμε δικαιολογούν την ανάληψη δικαιοδοσίας. Το ότι δεν υπάρχει απόλυτη ταύτιση των γεγονότων με τις παραπάνω περιπτώσεις της νομολογίας δε διαφοροποιεί την κατάσταση. Ο κανόνας που έχουν εδραιώσει αιτιολογεί την ύπαρξη δικαιοδοσίας
Το επόμενο μας θέμα είναι κατά πόσο στην άσκηση της δικαιοδοσίας μας αυτής θα εφαρμόσουμε τις διαταξεις του άρθρ. 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου, όπως μας ζητήθηκε. Πρόκειται για ελκυστική πρόταση, αλλά δεν μπορεί, πιστεύουμε, να μεταφυτευθούν οι πρόνοιες εκείνες στο υπό συζήτηση θέμα. Δε βρίσκουμε να υπάρχει έρεισμα. Στην περίπτωση των αναστολών γίνεται προσπάθεια εξισορρόπησης δύο παραγόντων: να δρέψει άμεσα ο νικητής του δικαστικού αγώνα τους καρπούς της επιτυχίας του και να μη μείνει ο άλλος, αν νικήσει, με κενά χέρια. Σ' αυτό το πλαίσιο κινείται η άσκηση της διακριτικής μας εξουσίας.
Είναι εδώ διάφανη η στενή διαπλοκή των διαδικασιών που προηγήθηκαν. Τη θεωρούμε κατάλληλη περίπτωση για αναστολή. Ας σημειωθεί διευκρινιστικά ότι το θέμα του δεδικασμένου αφορά περισσότερο την ουσία της αναθεώρησης και γιαυτό το αφήνουμε ανοικτό.
Χορηγείται αναστολή του διατάγματος διανομής του εκπλειστηριάσματος μέχρι την ακρόαση της αίτησης για αναθεώρηση. Όρο για την έκδοση του διατάγματος αποτελεί η κατάθεση από την Τράπεζα νέας εγγύησης για ποσό £50.000 υπό τη μορφή τραπεζικής εγγύησης στην περίπτωση που ήθελε φανεί ότι το διάταγμα τούτο δεν έπρεπε να είχε εκδοθεί. Η εγγύηση αυτή θα κατατεθεί μέχρι τις 6 Ιουλίου 2001 (συμπεριλαμβανομένης) και ώρα 12.30 μ.μ. το αργότερο. Σε περίπτωση που δε θα υπάρξει συμμόρφωση με τον όρο εγγυοδοσίας το διάταγμα θα εκπνεύσει κατά την εν λόγω ημερομηνία και ώρα. Δε θα υπάρξει, υπό τις περιστάσεις, διαταγή ως προς τα έξοδα. Η αίτηση για αναθεώρηση θα ορισθεί για ακρόαση από τον Πρωτοκολλητή.
H αίτηση για αναστολή γίνεται δεκτή.