ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 947
29 Ιουνίου, 2001
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ,
Εφεσείων,
v.
1. KAPARNOS DEVELOPMENTS LTD, ΥΠΟ
ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΕΠΙΣΗΜΟΥ
ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ,
2. ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΠΑΡΝΟΥ,
3. ΚΩΣΤΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΩΤΗ,
4. ΤΑΣΟΥΛΛΑΣ ΚΑΤΑΦΥΓΙΩΤΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10682)
Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε ερήμην ― Μακρά και αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης για παραμερισμό ― Αποτελεί λόγο απόρριψής της.
Το 1986 ο εφεσείων είχε συμφωνήσει να αγοράσει ένα διαμέρισμα από την εφεσίβλητη εταιρεία. Πλήρωσε το τίμημα των £18.000 και πήρε κατοχή, δεν έγινε όμως μεταβίβαση. Ο εφεσείων κίνησε την αγωγή 4111/90 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εναντίον της εφεσίβλητης εταιρείας και τριών άλλων ατόμων οι οποίοι είχαν εγγυηθεί τις υποχρεώσεις της εφεσίβλητης για ειδική εκτέλεση συμφωνίας και διαζευκτικά επιστροφή των καταβληθέντων χρημάτων και αποζημιώσεις. Η εφεσίβλητη εταιρεία δεν καταχώρησε εμφάνιση. Στις 11/3/94 εκδόθηκε απόφαση εναντίον της εφεσίβλητης εταιρείας, εναγόμενης 1, και των εναγομένων 3 και 4, οι οποίοι είχαν υπερασπίσει την αγωγή, για £18.000 πλέον τόκους. Οι εναγόμενοι 3 και 4 πλήρωσαν την οφειλή αυτή, ο εφεσείων όμως συνέχισε να έχει κατοχή του διαμερίσματος. Στις 18/4/94 εξεδόθη διάταγμα εκκαθάρισης της εφεσίβλητης εταιρείας και ο επίσημος παραλήπτης ανέλαβε ως εκκαθαριστής.
Στις 5/3/98 ο Επίσημος Παραλήπτης καταχώρησε αίτηση με την οποία ζητούσε, αφ' ενός μεν τροποποίηση της αγωγής και άδεια ώστε να εκπροσωπεί την εφεσίβλητη εταιρεία και να συνεχίσει η διαδικασία, αφ' ετέρου δε παραμερισμό της εκδοθείσας εναντίον της εφεσίβλητης απόφασης και άδεια για καταχώρηση υπεράσπισης και ανταπαίτησης. Η σκοπούμενη να παρουσιαστεί υπεράσπιση ήταν ότι ο εφεσείων δεν μπορούσε, χωρίς να έχει τερματίσει τη συμφωνία να συνεχίζει να κατέχει το διαμέρισμα και συγχρόνως να ζητά επιστροφή του τιμήματος, η δε αντίστοιχη ανταπαίτηση ήταν για όφελος που ο εφεσείων αποκόμισε από τη χρήση του διαμερίσματος και τις ζημιές και φθορές που προκλήθηκαν σ' αυτό.
Ο εφεσείων στην ένσταση του απέδωσε τη μακρά καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης όχι στα αναφερθέντα από τον Επίσημο Παραλήπτη αλλά στο ότι αυτός υποκινήθηκε να καταχωρήσει την αίτηση από τους εναγομένους 3 και 4 μετά την απόρριψη της έφεσης τους στις 19/12/97 και αφού είχε προηγηθεί αυτής απόσυρση άλλης αγωγής τους, της 4896/94 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού κατά της εφεσίβλητης εταιρείας και του εφεσείοντα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι κατεδείχθη εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση όσο και ανταπαίτηση. Διαπίστωσε επίσης ότι δεδομένου ότι η αίτηση κατεχωρήθη σχεδόν τρεις μήνες μετά που απερρίφθη η έφεση των εναγομένων 3 και 4, ακόλουθα της οποίας και μόνο ο Επίσημος Παραλήπτης πληροφορήθηκε για το θέμα, δεν υπήρχε άμετρη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Άσκησε έτσι τη διακριτική του ευχέρεια προς όφελος της εφεσίβλητης και εξέδωσε όλα τα αιτούμενα διατάγματα.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν διαπιστώνεται λόγος για ανατροπή της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αποκαλύπτετο εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση.
2. Προκύπτει από τη μαρτυρία ότι ο Επίσημος Παραλήπτης γνώριζε για την αγωγή 4111/90 και την έκδοση απόφασης σε αυτή τουλάχιστον από τις 8/6/95 που του είχε επιδοθεί το ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο της αγωγής 4896/94 στο οποίο αναφέρετο τούτο. Η καθυστέρηση του λοιπόν να αποταθεί για παραμερισμό της απόφασης δεν ήταν τρίμηνη όπως θεώρησε ο ευπαίδευτος δικαστής αλλά τρίχρονη και παρέμεινε εντελώς αδικαιολόγητη. Ο Επίσημος Παραλήπτης μόνο διότι του το ζήτησαν οι εναγόμενοι 3 και 4 και μόνο εφ' όσον αυτοί ανέλαβαν τα έξοδα της διαδικασίας, υπέβαλε την αίτηση.
3. Υπήρξε μακρά και αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης που δεν επέτρεπε, σύμφωνα με τις αρχές της νομολογίας, τον παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης. Σαν αποτέλεσμα η αίτηση για παραμερισμό της εκδοθείσας υπέρ του εφεσείοντα απόφασης απορρίπτεται και η εν λόγω απόφαση αποκαθίσταται.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση εναντίον της εφεσίβλητης.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Α. N. Stasis Estates Co. Ltd v. Edwards (1995) 1 A.A.Δ. 385.
Έφεση.
Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 5/11/99 (Αρ. Αγωγής 4111/90) με την οποία εξέδωσε όλα τα αιτηθέντα από την εναγόμενη 1-εταιρεία διατάγματα, όπως αυτά τέθηκαν σε αίτηση του Επίσημου Παραλήπτη ημερομηνίας 5/3/98, ο οποίος ανέλαβε ως εκκαθαριστής της εταιρείας.
Δ. Αραούζος, για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Πουργουρίδης, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Το 1986 ο Εφεσείων είχε συμφωνήσει να αγοράσει ένα διαμέρισμα από την Εφεσίβλητη. Πλήρωσε το τίμημα, ανερχόμενο σε £18.000, και πήρε κατοχή, δεν έγινε όμως μεταβίβαση. Ακολούθως κίνησε αγωγή, την 4111/90 Ε.Δ. Λεμεσού, εναντίον της Εφεσίβλητης και τριών άλλων προσώπων, που είχαν εγγυηθεί τις υποχρεώσεις της Εφεσίβλητης, για ειδική εκτέλεση της συμφωνίας και διαζευκτικά επιστροφή των καταβληθέντων χρημάτων και αποζημιώσεις. Η Εφεσίβλητη δεν καταχώρησε εμφάνιση καθ' όσον οι διευθυντές της είχαν εγκαταλείψει την Κύπρο πριν από την επίδοση της αγωγής και δεν επέδειξαν οποιοδήποτε ενδιαφέρον για την εταιρεία. Στις 11.3.1994 εξεδόθη απόφαση εναντίον της Εφεσίβλητης, Εναγόμενης 1, και των Εναγομένων 3 και 4, που είχαν υπερασπίσει την αγωγή, ενώ η αγωγή δεν είχε επιδοθεί στον Εναγόμενο 2, διευθύνοντα σύμβουλο της Εφεσίβλητης, ο οποίος είχε εγκαταλείψει την Κύπρο, για £18.000 με τόκους, εφ' όσον η απαίτηση για ειδική εκτέλεση εγκατελείφθη ως μη δυνατή να ικανοποιηθεί. Οι Εναγόμενοι 3 και 4 πλήρωσαν την οφειλή αυτή. Ο Εφεσείων όμως συνέχισε να έχει κατοχή του διαμερίσματος. Εν τω μεταξύ στις 18.4.1994 εξεδόθη διάταγμα εκκαθάρισης της Εφεσίβλητης και ο Επίσημος Παραλήπτης ανέλαβε ως εκκαθαριστής.
Στις 5.3.1998 ο Επίσημος Παραλήπτης καταχώρησε αίτηση με την οποία ζητούσε, αφ' ενός μεν τροποποίηση της αγωγής και άδεια ώστε να εκπροσωπεί την Εφεσίβλητη και να συνεχίσει η διαδικασία, αφ' ετέρου δε παραμερισμό της εκδοθείσας εναντίον της Εφεσίβλητης απόφασης και άδεια για καταχώριση υπεράσπισης και ανταπαίτησης. Η σκοπούμενη να παρουσιασθεί υπεράσπιση ήταν ότι ο Εφεσείων δεν μπορούσε, χωρίς να έχει τερματίσει τη συμφωνία, να συνεχίζει να κατέχει το διαμέρισμα και συγχρόνως να ζητά επιστροφή του τμήματος, η δε αντίστοιχη ανταπαίτηση ήταν για όφελος που ο Εφεσείων αποκόμισε από τη χρήση του διαμερίσματος και τις ζημιές και φθορές που προκλήθησαν σε αυτό ενώ ήταν στην κατοχή του. Η έγερση νέας αγωγής δυνατό να μην ήταν δυνατή ως εκ του δεδικασμένου. Ως προς τη μεγάλη καθυστέρηση στην καταχώριση της αίτησης, ο Επίσημος Παραλήπτης εισηγήθηκε ότι αυτή δικαιολογείτο ως εκ του ότι η συγκέντρωση των στοιχείων που αφορούσαν την εταιρεία ήταν μακρά και δύσκολη, καθιστάμενη έτι περαιτέρω ούτω ως εκ της απουσίας των διευθυντών, της απώλειας εγγράφων και του πολύπλοκου των υποθέσεων της εταιρείας, και ότι ο ίδιος προχώρησε με κάθε δυνατή σπουδή.
Ενιστάμενος, ο Εφεσείων απέδωσε τη μακρά καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης όχι στα αναφερθέντα από τον Επίσημο Παραλήπτη αλλά στο ότι αυτός υποκινήθηκε να καταχωρίσει την αίτηση από τους Εναγόμενους 3 και 4 μετά από την απόρριψη της έφεσης τους (Πολ. Έφ. 9150) στις 19.12.1997 και αφού είχε προηγηθεί αυτής απόσυρση άλλης αγωγής τους (4896/97 Ε.Δ. Λεμεσού) κατά της εταιρείας και του Εφεσείοντα. Εισηγήθηκε δε ότι η καταχώρηση της αίτησης δεν μπορούσε να σχετίζεται και να συναρτάται προς τη διαδικασία συλλογής των στοιχείων που αφορούσαν την εταιρεία και να δικαιολογείται ανάλογα. Ας σημειωθεί ότι, σύμφωνα με μαρτυρία που δόθηκε εκ μέρους του Επίσημου Παραλήπτη, η καταχώρηση της αίτησης έγινε όταν οι Εναγόμενοι 3 και 4 επικοινώνησαν με τον Επίσημο Παραλήπτη και ανέλαβαν τα έξοδα της διαδικασίας.
Ο ευπαίδευτος δικαστής, αφού προέβη στη διατύπωση των αρχών που διέπουν το θέμα του παραμερισμού απόφασης όπως αυτές προκύπτουν από τη νομολογία, με ιδιαίτερη αναφορά στην ανάγκη να καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση και να δικαιολογηθεί η καθυστέρηση, διαπίστωσε ότι κατεδείχθη εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση όσο και ανταπαίτηση. Διαπίστωσε επίσης ότι, δεδομένου ότι η αίτηση κατεχωρήθη σχεδόν τρεις μήνες μετά που απερρίφθη η έφεση των εναγομένων 3 και 4, ακόλουθα της οποίας και μόνο ο Επίσημος Παραλήπτης πληροφορήθηκε για το θέμα, δεν υπήρχε άμετρη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Άσκησε έτσι τη διακριτική του ευχέρεια προς όφελος της Εφεσίβλητης και εξέδωσε όλα τα αιτούμενα διατάγματα.
Ο πρώτος λόγος έφεσης, ο οποίος συνίσταται στην εισήγηση ότι δεν μπορούσε με μία και την αυτή αίτηση να ζητηθεί και προσθήκη του Επίσημου Παραλήπτη ως διάδικου και παραμερισμός της απόφασης, εγκαταλείφθηκε στο περίγραμμα της αγόρευσης του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Εφεσείοντα και έτσι δεν θα αναφερθούμε σε αυτόν.
Ως προς το δεύτερο λόγο έφεσης, ο οποίος προσβάλλει την κατάληξη του ευπαιδεύτου δικαστή ότι απεκαλύφθη εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση, λέγεται σε αιτιολόγηση του ότι, εφ' όσον με την απόρριψη της έφεσης των Εναγομένων 3 και 4 κατέρρευσε η θέση του ότι ο Εφεσείων, παραμένοντας σε κατοχή, δεν είχε τερματίσει τη συμφωνία, η κατάληξη αυτή απέκλειε την Εφεσίβλητη να επιδιώξει να προβάλει τη θέση αυτή σε υπεράσπιση της. Τούτο όμως δεν μπορεί να ευσταθεί. Όπως παρατηρεί και ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσίβλητη, το κριθέν στην έφεση ήταν πιο περιορισμένο από την προτιθέμενη υπεράσπιση της Εφεσίβλητης η οποία ήγειρε θέματα επιλογής (election) και κωλύματος (estoppel) που δεν ηγέρθησαν στα πλαίσια της υπεράσπισης των Εναγομένων 3 και 4. Αυτό που απεφασίσθη στην έφεση ήταν ότι η υπόθεση A.N. Stasis Estates Co. Ltd v. Edwards (1995) 1 Α.Α.Δ. 385 δεν καθιέρωσε κανόνα ότι η διατήρηση της κατοχής αναιρεί εισήγηση για τερματισμό της συμφωνίας και ότι η διατήρηση κατοχής από τους Εναγόμενους 3 και 4 δεν αναιρούσε, υπό τις συνθήκες, τον τερματισμό που ο Εφεσείων έκανε μέσα από την έκθεση απαίτησης του. Το τι απεφασίσθη όμως ως προς τους Εναγομένους 3 και 4 συναρτάτο και προς τη δική τους υπεράσπιση, και ασφαλώς δεν μπορεί να λεχθεί ότι οι υπερασπίσεις που προτίθετο να εγείρει η Εφεσίβλητη και που δεν είχαν εγείρει οι Εναγόμενοι 3 και 4 θα οδηγούσαν αναγκαστικά στην ίδια κατάληξη. Εξ άλλου, δεν πρέπει να διαφεύγει ότι η Εφεσίβλητη δεν ήταν διάδικος στην έφεση και δεν δεσμεύεται από οποιοδήποτε δεδικασμένο αυτής. Δεν βλέπουμε λοιπόν λόγο για ανατροπή της κατάληξης του ευπαιδεύτου δικαστή ότι απεκαλύπτετο εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση.
Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά την καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης. Λέγεται δε σε αιτιολογία του ότι το δικαστήριο δεν αξιολόγησε σωστά την καθυστέρηση των τεσσάρων ετών από της έκδοσης της απόφασης μέχρι της καταχώρισης της αίτησης. Πρόσθετα, γίνεται αναφορά στο ότι ο Επίσημος Παραλήπτης ενήργησε μόνο κατόπιν υποκίνησης από τους Εναγόμενους 3 και 4 που ανέλαβαν και τα έξοδα του, μετά από την απόρριψη της έφεσης τους, για να καταδειχθεί το κακόπιστο της αίτησης που αποσκοπούσε μόνο στην προώθηση των συμφερόντων των Εναγομένων 3 και 4.
Ότι ο ευπαίδευτος δικαστής δεν απευθύνθηκε στην ημερομηνία έκδοσης της απόφασης ως κρίσιμης για σκοπούς καθυστέρησης είναι γεγονός. Και τούτο για το λόγο ότι θεώρησε ότι ο προς τούτο κρίσιμος χρόνος ήταν το διάστημα που διέρρευσε μεταξύ της ημερομηνίας που ο Επίσημος Παραλήπτης έλαβε γνώση της απόφασης και του όλου θέματος μέσω των Εναγομένων 3 και 4 και της ημερομηνίας καταχώρισης της αίτησης, το οποίο ήταν σχεδόν τρεις μήνες και το οποίο υπό τις συνθήκες δεν θεώρησε άμετρο ή αδικαιολόγητο. Η θέση του Εφεσείοντα είναι όμως ότι ο Επίσημος Παραλήπτης είχε ή όφειλε να είχε γνώση αρκετά πριν και μάλιστα μετά από την έκδοση του διατάγματος εκκαθάρισης της εταιρείας στις 18.4.1994. Παραπέμπει προς τούτο ο Εφεσείων στο ότι το αγοραπωλητήριο έγγραφο ήταν κατατεθειμένο στο Κτηματολόγιο και ο Επίσημος Παραλήπτης θα μπορούσε, αν έκανε έρευνα, να το διαπίστωνε και να λάμβανε έτσι γνώση του όλου θέματος, καθώς και στη γνώση του μέσω της αγωγής 4896/94.
Η μαρτυρία που δόθηκε καταδεικνύει ότι, ως η συνήθης πρακτική του Επίσημου Παραλήπτη μετά από το διορισμό του ως εκκαθαριστή, πρέπει να έγινε έρευνα από τον Επίσημο Παραλήπτη στο Κτηματολόγιο για διαπίστωση οποιωνδήποτε στοιχείων που να αφορούσαν την εταιρεία. Ο κ. Γεωργίου, από το γραφείο του Εφόρου, δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει γιατί, αν η έρευνα αυτή όντως έγινε, δεν διαπιστώθηκε το αγοραπωλητήριο έγγραφο. Ούτε εξηγήθηκε κατά πόσο, δεδομένου ότι η αγωγή είχε επιδοθεί στην εταιρεία, δεν έλαβε γνώση τούτου ο Επίσημος Παραλήπτης μέσω των εγγράφων που παρέλαβε. Η γενική αναφορά σε δυσκολία συγκέντρωσης στοιχείων για τους αναφερόμενους λόγους δεν αναιρεί τα πιο πάνω ερωτηματικά, ενώ η μαρτυρία του ίδιου του Εφεσείοντα ότι είχε πλειστάκις επικοινωνήσει σχετικά με το γραφείο του Επίσημου Παραλήπτη μετά από την έκδοση της απόφασης και του διατάγματος εκκαθάρισης της εταιρείας δεν απορρίφθηκε και δεν αξιολογήθηκε από το δικαστήριο το οποίο περιορίσθηκε στο γενικό συμπέρασμα του χωρίς ουσιαστικά να το αιτιολογήσει. Απεναντίας, υπήρχε αναντίλεκτη μαρτυρία που καταδείκνυε τη γνώση του από πολύ πριν.
Αυτή ήταν η μαρτυρία που αφορούσε την αγωγή 4896/94, στην οποία εγίνετο πλήρης αναφορά στα γεγονότα που αφορούσαν την έκδοση απόφασης στην αγωγή 4111/90. Ο κ. Γεωργίου από το γραφείο του Επίσημου Παραλήπτη ανέφερε στη μαρτυρία του ότι στην αγωγή αυτή η Εταιρεία δεν αντιπροσωπευόταν από τον Επίσημο Παραλήπτη και ότι η αγωγή αυτή δεν του κοινοποιήθηκε ώστε να είχε λάβει γνώση. Ο φάκελος της αγωγής 4896/94 όμως παρουσιάσθηκε και διαψεύδει πλήρως τον κ. Γεωργίου. Όπως προκύπτει, στις 19.4.1995 επιδόθηκε στον Επίσημο Παραλήπτη αίτηση για εκπροσώπηση της Εταιρείας από τον ίδιο ως εκκαθαριστή της, η οποία και ενεκρίθη στη συνέχεια. Στις 8.6.1995 του επεδόθη η ίδια η αγωγή. Στις 30.11.1995 του επεδόθη αίτηση για απόφαση και στις 4.2.1997 άλλη αίτηση για απόφαση αφού μεσολάβησε τροποποίηση. Παρά ταύτα, ο Επίσημος Παραλήπτης σε ουδέν διάβημα προέβη. Εν πάση περιπτώσει, προκύπτει από τα πιο πάνω ότι ο Επίσημος Παραλήπτης γνώριζε για την αγωγή 4111/90 και την έκδοση απόφασης σε αυτή τουλάχιστον από τις 8.6.1995 που του επεδόθη το ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο της αγωγής 4896/94 στο οποίο αναφέρετο τούτο. Η καθυστέρηση του λοιπόν να αποταθεί για παραμερισμό της απόφασης δεν ήταν τρίμηνη όπως θεώρησε ο ευπαίδευτος δικαστής αλλά τρίχρονη και παρέμεινε εντελώς αδικαιολόγητη. Ο ίδιος δε ο κ. Γεωργίου δέχθηκε στη μαρτυρία του ότι ήταν μόνο διότι το ζήτησαν οι Εναγόμενοι 3 και 4, και μόνον εφ' όσον αυτοί ανάλαβαν τα έξοδα της διαδικασίας, που υπέβαλε την αίτηση.
Η κατάληξη μας είναι λοιπόν ότι υπήρξε μακρά και αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης που δεν επέτρεπε, σύμφωνα με τις αρχές της νομολογίας, τον παραμερισμό της απόφασης και ακόλουθα τις προς τούτο και μόνο άλλες αναγκαίες αιτηθείσες διαδικασίες.
Σαν αποτέλεσμα, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, ακόλουθα δε η αίτηση για παραμερισμό της εκδοθείσας υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον της Εφεσίβλητης απόφασης απορρίπτεται και η εν λόγω απόφαση αποκαθίσταται. Η Εφεσίβλητη θα καταβάλει τα έξοδα του Εφεσείοντα τόσο πρωτόδικα όσο και στην έφεση.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση εναντίο της εφεσίβλητης.