ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 719
29 Μαΐου, 2001
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
v.
TELEMEDIA INFORMATION SERVICES LTD,
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10307)
Συμβάσεις ― Σύμβαση παροχής υπηρεσιών από την Α.ΤΗ.Κ. προς εταιρεία παροχής υπηρεσιών τηλεπληροφόρησης ― Παράβαση σύμβασης εκ μέρους της Α.ΤΗ.Κ. η οποία δεν κατέβαλε στην ενάγουσα εταιρεία την πληρωμή της, όπως προνοείτο από τη μεταξύ τους συμφωνία ― Προβολή ισχυρισμού περί απουσίας ανταλλάγματος εκ μέρους της ενάγουσας εταιρείας ― Δεν τεκμηριώθηκε.
Συμβάσεις ― Ερμηνεία σύμβασης ― Αντικείμενο της ερμηνείας παραμένει πάντοτε η έννοια των όρων της σύμβασης κατά το μέσο λογικό άνθρωπο. Η έννοια, η οποία μεταδίδεται σ' αυτόν για τα συμφωνηθέντα.
Την 6.8.93 υπογράφηκε συμφωνία μεταξύ των δύο μερών για την παροχή από την εφεσείουσα-εναγόμενη στην εφεσίβλητη-ενάγουσα υπηρεσιών, ώστε να γίνεται δυνατή η παροχή πληροφοριών προς το κοινό μέσω του τηλεφωνικού δικτύου της. Η εφεσίβλητη-ενάγουσα αξίωσε με την αγωγή της ποσό ανερχόμενο σε £62.592,59 το οποίο, όπως ισχυρίζετο, αντιπροσώπευε το μερίδιο της σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας, και το οποίο κατακράτησε η εφεσείουσα-εναγόμενη. Με κοινή δήλωσή τους οι συνήγοροι των δύο πλευρών συμφώνησαν ότι το ποσό ανήρχετο σε £48.920,91 πλέον Φ.Π.Α. Η εφεσείουσα-εναγόμενη αρνήθηκε την αξίωση της εφεσίβλητης-ενάγουσας, ισχυρίστηκε ότι της κατέβαλε τα ποσά που εισέπραξε για λογαριασμό της, όπως προνοείται από τη μεταξύ τους συμφωνία, και επίσης ότι δεν έλαβε κανένα αντάλλαγμα ώστε να δικαιούται να πληρώσει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η εφεσείουσα-εναγόμενη παρέβη τη συμφωνία που υπέγραψε με την εφεσίβλητη-ενάγουσα.
Η εφεσείουσα-εναγόμενη εφεσίβαλε την απόφαση προσβάλλοντας ως εσφαλμένη την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι παρέβη τη συμφωνία αφού δεν ερμήνευσε ορθά τον όρο «έσοδο» που αναφέρεται στον όρο 6 της συμφωνίας. Υποστήριξε επίσης ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα δεν ασχολήθηκε με το ζήτημα του αδικαιολόγητου πλουτισμού που ήγειρε στην υπεράσπισή της.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Καμιά πρόνοια στη συμφωνία δεν υπάρχει που να υποδηλοί ότι η εφεσείουσα-εναγόμενη θα επλήρωνε στην εφεσίβλητη-ενάγουσα μόνο το μερίδιο της απ' όσα έχει εισπράξει.
2. Το αντάλλαγμα που λάμβανε η εφεσείουσα-εναγόμενη από την εφεσίβλητη-ενάγουσα ήταν το μηνιαίο ενοίκιο που η εφεσίβλητη-ενάγουσα πλήρωνε στην εφεσείουσα-εναγόμενη για τον κάθε αριθμό τηλεφώνου που χρησιμοποιούσε με βάση τη συμφωνία. Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα-εναγόμενη πραγματοποίησε εισόδημα (3,9 σεντ για κάθε λεπτό της κάθε κλήσης), λόγω της δραστηριότητας και των υπηρεσιών που πρόσφερε προς το κοινό η εφεσίβλητη-ενάγουσα είναι ορθά. Η εφεσίβλητη δεν είχε την ευχέρεια τιμολόγησης ούτε την ευχέρεια είσπραξης της χρεώσεως. Η ευθύνη της είσπραξης ανήκε, δυνάμει της συμφωνίας, στην εφεσείουσα η οποία είχε και το δικό της μερίδιο εσόδων.
3. Δεν υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία ή γεγονότα που να δικαιολογούν ή να αποδεικνύουν τον ισχυρισμό της εφεσείουσας-εναγόμενης περί αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Θεολόγου κ.ά. ν. Κτηματική Εταιρεία Νέμεσις Λτδ (1998) 1 (Α) Α.Α.Δ. 407.
Έφεση.
Έφεση από την εναγόμενη κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 22/6/98 (Αρ. Αγωγής 2439/95) με την οποία κρίθηκε ότι αυτή παρέβη τη συμφωνία που υπέγραψε με την εφεσίβλητη-ενάγουσα εταιρεία και απέρριψε τον ισχυρισμό της εφεσείουσας-εναγόμενης ότι δεν έλαβε κανένα αντάλλαγμα ώστε να υποχρεούται να πληρώσει.
Κ. Χ"Ιωάννου, για τους Εφεσείοντες.
Ν. Γεωργιάδης, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ..
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (η εφεσείουσα) είναι οργανισμός δημοσίου δικαίου που συστάθηκε δυνάμει του σχετικού νόμου για την ανάπτυξη των τηλεπικοινωνιών. Η εφεσίβλητη είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης που ασχολείται με την παροχή υπηρεσιών τηλεπληροφόρησης.
Την 6.8.93 υπογράφηκε συμφωνία μεταξύ των δύο μερών για την παροχή από την εφεσείουσα στην εφεσίβλητη υπηρεσιών ώστε να γίνεται δυνατή η παροχή πληροφοριών προς το κοινό μέσω του τηλεφωνικού δικτύου της. Καθορίζεται σ' αυτή ότι η εφεσείουσα θα παρέχει στο συνδρομητή την υπηρεσία τηλεπληροφόρησης με βάση το σχετικό νόμο και τους κανονισμούς και η τελευταία (εφεσίβλητη) υποχρεούται να συμμορφώνεται και να πληρώνει τα προβλεπόμενα τέλη. Αναφέρεται με τον χειρόγραφο όρο 6 της συμφωνίας ότι η υπηρεσία τηλεπληροφόρησης παρέχεται σύμφωνα με συνημμένους συμπληρωματικούς όρους.
Σύμφωνα με τους όρους η υπηρεσία τηλεπληροφόρησης είναι εκείνη που παρέχεται από την εφεσείουσα στον παροχέα πληροφοριών, δηλαδή την εφεσίβλητη, και συνίσταται στις διευκολύνσεις που επιτρέπουν στην εφεσίβλητη να δέχεται από το κοινό υπερτιμημένες κλήσεις μέσω του δικτύου της εφεσείουσας με σκοπό την παροχή πληροφοριών. Με τις διευκολύνσεις αυτές επιτυγχάνεται αφενός μεν η χρέωση του καλούντα συνδρομητή με τα ανάλογα τέλη, αφετέρου δε η καταγραφή των απαραίτητων στοιχείων με βάση τα οποία θα υπολογίζεται το μερίδιο της εφεσίβλητης. Το μερίδιο της εφεσείουσας ήταν 3,9 σεντ ανά λεπτό και το μερίδιο της εφεσίβλητης είναι πολύ πέραν αυτού και ποικίλλει ανάλογα με τις διάφορες κατηγορίες.
Πέραν του ποσοστού (3,9 σεντ ανά λεπτό για κάθε κλήση) το οποίο εισπράττει η εφεσείουσα, επιβαρύνει την εφεσίβλητη με πάγιο ποσό £10,= μηνιαίως για κάθε τηλεφωνική γραμμή που παραχωρείται σ΄ αυτή.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία που η ίδια η εφεσείουσα παρουσίασε στο Δικαστήριο, άρχισε να τιμολογεί τις διάφορες κλήσεις που εγίνοντο μέσω του δικτύου της προς την εφεσίβλητη κατά μήνα, κατακρατούσε το δικό της μερίδιο των κλήσεων, αφαιρούσε το μηνιαίο ενοίκιο για τις γραμμές που παραχωρούσε στην εφεσίβλητη και απέστελλε επιταγή όχι όμως για ολόκληρο το ποσό αλλά πάντοτε μειωμένο σε ποσοστό 5-20% κατά μήνα. Από τον πρώτο μήνα που έγινε κατακράτηση από την εφεσείουσα, η εφεσίβλητη αντέδρασε και ζήτησε επιτακτικά την καταβολή του κατακρατηθέντος ποσού με τόκο 9%. Η εφεσείουσα αρνήθηκε τούτο και τελικά με επιστολή της προς την εφεσίβλητη ημερ. 18.11.93 διατυπώνει τη θέση ότι επλήρωσε όσα εισέπραξε για λογαριασμό της εφεσίβλητης. Διατυπώνει επίσης, τη θέση ότι η εφεσίβλητη δεν δικαιούται σε πληρωμή, γιατί δεν της προσφέρει καμιά υπηρεσία.
Στην αγωγή της η εφεσίβλητη ζητούσε ποσό ανερχόμενο σε £62.592,59. Με κοινή δήλωση τους οι συνήγοροι των δύο πλευρών συμφώνησαν ότι το ποσό ανήρχετο σε £48.920,91 πλέον Φ.Π.Α..
Κατά την πρωτόδικη διαδικασία η εφεσείουσα αρνήθηκε την αξίωση της εφεσίβλητης. Ισχυρίστηκε ότι κατέβαλε στην εφεσίβλητη τα ποσά τα οποία εισέπραξε για λογαριασμό της, όπως προνοείται από τη μεταξύ τους συμφωνία. Και περαιτέρω ότι δεν υπήρξε αντάλλαγμα εκ μέρους της εφεσίβλητης προς αυτή και ότι κατ' ακολουθία δεν οφείλει κανένα ποσό πέραν του εισπραχθέντος για λογαριασμό της.
Η εφεσίβλητη στην αγωγή της απαιτεί το κατ' ισχυρισμό οφειλόμενο ποσό ως αποζημιώσεις για παράβαση της συμφωνίας.
Η εφεσείουσα στην Έκθεση Υπεράσπισης της στην αγωγή αρνείται ότι παρέβη τη συμφωνία και ισχυρίζεται ότι η εφεσίβλητη "ουδέν αντάλλαγμα και ουδεμίαν υπηρεσίαν προσέφεραν στους εναγομένους για να δικαιούνται πληρωμή πέραν των ποσών που εισπράχθησαν για λογαριασμό τους.". Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι η εφεσίβλητη επιδιώκει να πλουτίσει αδικαιολόγητα σε βάρος της εφεσείουσας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού μελέτησε τη μαρτυρία που παρουσιάσθηκε ενώπιον του, κατέληξε ότι η εφεσείουσα παρέβη τη συμφωνία που υπέγραψε με την εφεσίβλητη. Απέρριψε δε τον ισχυρισμό της εφεσείουσας ότι δεν έλαβε κανένα αντάλλαγμα ώστε να υποχρεούται να πληρώσει.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα παρέβη τη συμφωνία. Παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τους συμπληρωματικούς όρους 5 και 6 και ερμήνευσε λανθασμένα τον όρο "έσοδο" που αναφέρεται στον όρο 6. Οι συμπληρωματικοί όροι 5 και 6 έχουν ως ακολούθως:-
"5. Το ύψος χρεώσεως των υπερτιμημένων κλήσεων (τέλος κλήσεως) βασίζεται σε κλίμακες που καθορίζονται από την Αρχή και περιλαμβάνει τόσο το μερίδιο της Αρχής όσο και το μερίδιο που επιλέγεται από τον Πελάτη για τις παρεχόμενες από αυτόν Πληροφορίες στον καλούντα Συνδρομητή. ..............................................................................................................................................................................................................................6. Ο διακανονισμός των εσόδων μεταξύ Αρχής και Πελάτη θα γίνεται μηνιαία μέσα στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του δεύτερου μήνα μετά το μήνα που πραγματοποιήθηκαν οι κλήσεις.".
Το Δικαστήριο ασχολήθηκε με τους πιο πάνω όρους τους οποίους και ανέλυσε. Παρέθεσε δε σχετική νομολογία ως προς την ορθή ερμηνεία ενός εγγράφου.
Στην υπόθεση Θάλεια Θεολόγου και Άλλος ν. Κτηματική Εταιρεία Νέμεσις Λτδ. (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 407, έχει λεχθεί ότι "το αντικείμενο της ερμηνείας παραμένει πάντοτε η έννοια των όρων της συμφωνίας κατά τον μέσο λογικό άνθρωπο. Η έννοια, η οποία μεταδίδεται σ΄ αυτόν, για τα συμφωνηθέντα.".
Ο όρος 5 δεν επιδέχεται άλλης ερμηνείας εκτός αυτής που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Είναι η συμφωνία των μερών για το ύψος των χρεώσεων των κλήσεων στο οποίο περιλαμβάνεται το μερίδιο της εφεσείουσας και το μερίδιο της εφεσίβλητης για τις παρεχόμενες από αυτή πληροφορίες στον καλούντα συνδρομητή. Τα μεταξύ των μερών μερίδια δεν έχουν αμφισβητηθεί.
Με τον όρο 6 καθορίζεται ο χρόνος διακανονισμού των εσόδων μεταξύ των μερών. Αυτός ο διακανονισμός θα γίνεται μηνιαία "μέσα στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του δεύτερου μήνα που πραγματοποιήθηκαν οι κλήσεις.".
Καμιά πρόνοια στη συμφωνία δεν υπάρχει που να υποδηλοί ότι η εφεσείουσα θα επλήρωνε την εφεσίβλητη μόνο το μερίδιο της απ΄ όσα έχει εισπράξει. Όπως ορθά παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, "αν πρόθεση των μερών ήταν η ενάγουσα να λαμβάνει από την Αρχή όσα αυτή εισπράττει, τότε αυτό θα έπρεπε ν' αναφέρεται σαφώς στη συμφωνία.". Η μόνη περίπτωση δικαιώματος της εφεσείουσας μή πληρωμής αναφέρεται ρητά στον όρο 4 των συμπληρωματικών όρων που έχει ως εξής:-
"4. Σε περίπτωση που κάποιος Συνδρομητής με γραπτή δήλωση του αρνείται να πληρώσει τον λογαριασμό του για κλήσεις που αποδεδειγμένα έγιναν σε συγκεκριμένους αριθμούς του Πελάτη, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι οι πληροφορίες που του δόθηκαν από τον Πελάτη δεν ήταν σωστές και/ή δεόντως ενημερωμένες και/ή δεν ανταποκρίνονται στο περιεχόμενο της σχετικής διαφήμισης του η Αρχή θα έχει το δικαίωμα να αφαιρεί από τα οφειλόμενα προς τον Πελάτη ποσά το ποσό που ο Συνδρομητής αρνείται να πληρώσει και θα ειδοποιεί αναλόγως τον Πελάτη για περαιτέρω διευθετήσεις με τον Συνδρομητή.".
Η εφεσείουσα δεν επικαλείται τις πρόνοιες του πιο πάνω όρου αρ. 4 για τη μη πληρωμή της αξίωσης της εφεσίβλητης. Επικαλείται όμως την μη ύπαρξη, κατά τους ισχυρισμούς της, ανταλλάγματος ότι δηλαδή η εφεσείουσα δεν έλαβε κανένα αντάλλαγμα από την εφεσίβλητη για το οποίο να πληρώσει σ' αυτήν ποσά τα οποία δεν εισέπραξε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κάνει ευρεία αναφορά στην απόφαση του για το θέμα αυτό. Κατ' αρχήν ευρίσκει και ορθά, ότι το αντάλλαγμα ήταν το μηνιαίο ενοίκιο που η εφεσίβλητη πλήρωνε στην εφεσείουσα για τον κάθε αριθμό τηλεφώνου που χρησιμοποιούσε με βάση τη συμφωνία. Προχώρησε όμως το Δικαστήριο στην απόφασή του, και συμφωνούμε με τα ευρήματά του, ότι η εφεσείουσα πραγματοποιούσε εισόδημα (3,9 σεντ για κάθε λεπτό της κάθε κλήσης), λόγω της δραστηριότητας και των υπηρεσιών που προσέφερε προς το κοινό η εφεσίβλητη. Η εφεσίβλητη δεν είχε την ευχέρεια τιμολόγησης ούτε την ευχέρεια είσπραξης της χρεώσεως. Η ευθύνη της είσπραξης ανήκε, δυνάμει της συμφωνίας, στην εφεσείουσα η οποία είχε και το δικό της μερίδιο εσόδων.
Παραπονείται ακόμα η εφεσείουσα, στον ίδιο λόγο έφεσης, ότι το Δικαστήριο αντέστρεψε το βάρος της απόδειξης, όσον αφορά το θέμα της είσπραξης των χρεώσεων των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και το απέθεσε στους ώμους της.
Το ζήτημα αυτό όμως έχει ήδη ξεπερασθεί αφού επικυρώσαμε ήδη την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρχε αντάλλαγμα στη μεταξύ των διαδίκων συμφωνία και ότι η εφεσείουσα είχε υποχρέωση με βάση τη συμφωνία, να καταβάλει στην εφεσίβλητη το αναλογούν σε αυτή μερίδιο των τηλεφωνικών κλήσεων, ανεξάρτητα αν εισέπραξε ή όχι το σχετικό αντίτιμο.
O πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός και απορρίπτεται.
Οι λόγοι αρ. 2 και 3 απεσύρθησαν και έχουν απορριφθεί.
Με το λόγο έφεσης αρ. 4, η εφεσείουσα παραπονείται ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα δεν ασχολήθηκε με το ζήτημα του αδικαιολόγητου πλουτισμού που εγείρεται στην Έκθεση Υπεράσπισης της στην αγωγή.
Όπως αναφέρεται στην αιτιολογία του λόγου αυτού της έφεσης, η εφεσίβλητη θα επλούτιζε αδικαιολόγητα σε βάρος της εφεσείουσας αν αναγκάζετο να πληρώσει ποσά τα οποία δεν είχε εισπράξει.
Στην Έκθεση Υπεράσπισης στην αγωγή της η εφεσείουσα προβάλλει τον πιο πάνω ισχυρισμό ως εξής:-
"6. Οι ενάγοντες (εφεσίβλητη) επιδιώκουν με την αγωγή τους να πλουτίσουν αδικαιολόγητα σε βάρος των εναγομένων (εφεσείουσα)".
Στη γραπτή του αγόρευση ο δικηγόρος της εφεσείουσας δεν αναπτύσσει επαρκώς το λόγο αυτό της έφεσης. Αναφέρει μόνο ότι:-
"Με δεδομένη την έλλειψη ανταλλάγματος από τους εφεσίβλητους και την μη είσπραξη του ποσού από τους εφεσείοντες δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ότι η απόφαση οδηγεί σε αδικαιολόγητο πλουτισμό και ασφαλώς το Δικαστήριο δεν θα εξέδιδε απόφαση που θα έφερε αποτέλεσμα που είναι έργο του να εμποδίζει.".
Ο δικηγόρος της εφεσίβλητης επίσης στο δικό του περίγραμμα περιορίζεται σε μια μόνο παράγραφο αναφέροντας ότι "δεν υπάρχει τίποτε στη δοθείσα μαρτυρία και τα γεγονότα της υπόθεσης που να δικαιολογούν και πόσο μάλλον να αποδεικνύουν τον ισχυρισμό για αδικαιολόγητο πλουτισμό της εφεσίβλητης.".
Δεν θεωρούμε σκόπιμο να ενδιατρίψουμε στις αρχές που διέπουν το θέμα του αδικαιολόγητου πλουτισμού για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης. Η εισήγηση της εφεσείουσας βασίζεται ουσιαστικά στον προηγούμενο ισχυρισμό της ότι δεν υπήρξε αντάλλαγμα εκ μέρους της εφεσίβλητης. Η θέση όμως αυτή έχει απορριφθεί, όπως έχουμε αναφέρει προηγουμένως στην απόφαση μας. Συμφωνούμε με την εισήγηση του δικηγόρου της εφεσίβλητης ότι δεν υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου είτε μαρτυρία, είτε γεγονότα που να δικαιολογούν ή να αποδεικνύουν τον ισχυρισμό αυτό της εφεσείουσας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.