ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 618
15 Μαΐου, 2001
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ VALERI MECHANOV (ΑΡ. 1),
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΩΤΕΡΩ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ
ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS AD SUBJICIENDUM,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ
ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΥΠ' ΑΡ.1/2001, ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΔΙΕΤΑΧΘΗ Η ΠΡΟΦΥΛΑΚΙΣΗ ΤΟΥ ΑΝΩΤΕΡΩ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΓΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ 18 ΗΜΕΡΩΝ.
(Αίτηση Αρ. 39/01)
Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus για απελευθέρωση Ρώσου ο οποίος διετάχθη να παραμείνει υπό κράτηση ώστε να καταστεί δυνατή η έκδοση του και η υποβολή του σε δίκη για κατ' ισχυρισμό διαπραχθέντα εγκλήματα ― Δεν είχε προσαχθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ικανοποιητική μαρτυρία για την προσυπογραφή της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικός) Νόμος του 1970, Ν. 95/70, από το αιτόν κράτος ήτοι από τη Ρωσία, απολύτως απαραίτητη προϋπόθεση, για να λειτουργήσει και εφαρμοστεί η Σύμβαση ― Η αίτηση εγκρίθηκε.
Φυγόδικοι ― Ευρωπαϊκή Σύμβαση Έκδοσης Φυγοδίκων ― Έχει υπογραφεί από την Κύπρο ― Είναι αναγκαία η επικύρωσή της και από τη χώρα από την οποία ζητείται η έκδοση του φυγοδίκου ― Αυτό αποδεικνύεται με την προσαγωγή ικανοποιητικού αποδεικτικού υλικού ― Ελλείψει του πιο πάνω στοιχείου δεν θεμελιώνεται η δικαιοδοσία που δίδεται στο Δικαστήριο για την εφαρμογή της Σύμβασης Έκδοσης Φυγοδίκων και τον περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμο του 1970, Ν. 97/70.
Φυγόδικοι ― Έκδοση φυγοδίκων ― Εφαρμοστέες αρχές αναφορικά με την εξουσία και τη διαδικασία έκδοσης φυγοδίκων από ένα κράτος εις άλλο ― Ο περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμος του 1970, Ν. 97/70 και ο περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικός) Νόμος του 1970, Ν. 95/70.
Φυγόδικοι ― Έκδοση εντάλματος σύλληψης φυγοδίκου ― Το οποίο εκδίδεται κατ' εφαρμογή των διατάξεων του Άρθρου 8 του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970, Ν. 97/70 ― Η νομιμότητα του εντάλματος σύλληψης θα μπορούσε να αμφισβητηθεί με έκδοση εντάλματος certiorari.
Ο αιτητής καταχώρησε αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus αναφορικά με την προφυλάκισή του η οποία διατάχθηκε από δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 9 του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970, Ν. 97/70. Προηγήθηκε η έκδοση εντάλματος σύλληψης του αιτητή η οποία στηρίκτηκε στην ένορκη μαρτυρία του Αναπληρωτή Υπ/μου Κωνσταντίνου σύμφωνα με την οποία ο αιτητής, κάτοχος ρωσικού διαβατηρίου διώκεται από τις αρχές της χώρας του για σωρεία εγκλημάτων. Ο υπ/μος ανέφερε, μεταξύ άλλων, στην ένορκη του δήλωση πως η ρωσική ομοσπονδία είχε υπογράψει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για Έκδοση Φυγοδίκων η οποία κυρώθηκε στη χώρα μας με τον Ν. 95/70.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχθηκε την αίτηση για έκδοση του αιτούμενου εντάλματος για τους λόγους που αναφέρονται στις πιο πάνω εισαγωγικές σημειώσεις.
Η αίτηση έγινε δεκτή.
Αίτηση.
Αίτηση από τον αιτητή για έκδοση διατάγματος Habeas�Corpus προς ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Αίτηση Αρ. 1/2001) με την οποία διατάχθηκε η προφυλάκισή του για περίοδο 18 ημερών.
Κ. Καλαβάς και Κ. Ευθυμιάδης, για τον Αιτητή.
Μιχ. Ευαγγέλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ' ου η αίτηση.
Ο Αιτητής είναι παρών.
Cur. adv vult.
AΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Στις 22.4.01 ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου εξέδωσε ένταλμα σύλληψης του αιτητή βάσει των προνοιών του άρθρου 8(1)(β) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970, Ν.97/70. Η έκδοση του εντάλματος στηρίκτηκε στην ένορκη γραπτή μαρτυρία του Αναπληρωτή Υπ/μου Κωνσταντίνου, σύμφωνα με την οποία ο αιτητής, κάτοχος ρωσικού διαβατηρίου, διώκεται από τις αρχές της χώρας του για σωρεία εγκλημάτων που διέπραξε και αφορούν στην παράνομη απόσπαση και οικειοποίηση τεράστιων χρηματικών ποσών από διάφορα πρόσωπα και εταιρείες. Ο υπ/μος ανέφερε, μεταξύ άλλων, στην ένορκη δήλωση του πως η ρωσική ομοσπονδία έχει συνυπογράψει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για Έκδοση Φυγοδίκων, η οποία ισχύει στη χώρα μας αφού κυρώθηκε με το Ν.95/70.
Ολόκληρο το άρθρο 8 του Νόμου, Ν.97/70 που αφορά στο στάδιο της σύλληψης φυγοδίκου, έχει ως ακολούθως:
«8.-(1) Δύναται να εκδοθή ένταλμα συλλήψεως προσώπου διωκομένου, δι' αδίκημα, δι' ο δύναται να χωρήση έκδοσις, ή προσώπου καταζητουμένου προς έκτισιν ποινής επιβληθείσης αυτώ μετά καταδίκην αυτού δια τοιούτον αδίκημα-
(α) άμα τη λήψει εξουσιοδοτήσεως δια την έναρξιν της διαδικασίας της εκδόσεως, υπό δικαστού του Επαρχιακού Δικαστηρίου, εν τη δικαιοδοσία του οποίου ευρίσκεται ή πιστεύεται ότι ευρίσκεται το ως άνω πρόσωπον·
(β) άνευ τοιαύτης εξουσιοδοτήσεως, υπό του Προέδρου τοιούτου Επαρχιακού Δικαστηρίου, άμα ως ήθελε ληφθή καταγγελία ότι το ως είρηται πρόσωπον ευρίσκεται εν τη Δημοκρατία ή πιστεύεται ότι ευρίσκεται εν τη Δημοκρατία ή καθ΄οδόν προς την Δημοκρατίαν,
ένταλμα δε εκδοθέν δυνάμει της παραγράφου (β) ανωτέρω, εν τω παρόντι Νόμω αναφέρεται ως προσωρινόν ένταλμα.»
Μετά τη σύλληψη του αιτητή, οδηγήθηκε, στις 24.4.01, ενώπιον Επαρχιακού Δικαστή για να προχωρήσει το δεύτερο στάδιο της διαδικασίας, της ενδεχόμενης δηλαδή προφυλάκισης του μέχρις ότου διαβιβαστεί η εξουσιοδότηση του αρμόδιου υπουργού, Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, για την έναρξη της διαδικασίας εκδόσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 (1 έως 4) του Ν.97/70. Οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου προβλέπουν πως η διαδικασία που διεξάγεται σ' αυτό το στάδιο και οι εξουσίες που έχει ο δικαστής είναι όπως στην προανάκριση και τη συνοπτική εκδίκαση ποινικής υπόθεσης.
Η δικαστής που επιλήφθηκε της υπόθεσης έκρινε, με βάση το αποδεικτικό υλικό που είχε ενώπιον της, πως ενδεικνυόταν η προφυλάκιση του αιτητή. Καθόρισε δε τη χρονική περίοδο της σε 18 ημέρες, διάστημα μέσα στο οποίο θα πρέπει να προωθηθεί από τον Υπουργό η εξουσιοδότηση για την έναρξη της διαδικασίας έκδοσης του αιτητή. Σε τέτοια περίπτωση θα ακολουθήσει ενώπιον του Δικαστηρίου το τρίτο, και ουσιαστικό, στάδιο της διαδικασίας, στην οποία θα αποφασιστεί η έκδοση ή μη του αιτητή στην αιτούσα χώρα.
Το άρθρο 10(1) του Ν.97/70 προβλέπει πως η απόφαση του επαρχιακού δικαστή, που λαμβάνεται κατ΄εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 9 του Νόμου, μπορεί να προσβληθεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου με αίτηση Habeas Corpus. Αυτό έγινε εδώ. Και είναι το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.
Προβλήθηκε από τους δικηγόρους του αιτητή αριθμός λόγων, για να επιτύχουν την ακύρωση του διατάγματος της δικαστού. Συγκεκριμένα εισηγήθηκαν πως:
(α) τα δυο έγγραφα που αφορούν, το μεν πρώτο στην πληροφόρηση και στα στοιχεία που έδωσε η αιτούσα χώρα στις αρμόδιες αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας και το δεύτερο στην ένορκη κατάθεση του υπ/μου Κωνσταντίνου στον Πρόεδρο του Δικαστηρίου για την έκδοση του εντάλματος συλλήψεως, δεν μεταφράστηκαν στη γλώσσα του αιτητή, ώστε να γνωρίζει το περιεχόμενο τους. Το πρώτο έγγραφο είναι στα αγγλικά, και το δεύτερο στα ελληνικά.
(β) Το Δικαστήριο δεν άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια, να προφυλακίσει ή απολύσει με εγγύηση τον αιτητή, μολονότι από τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του αποδείκτηκε πως όταν η αστυνομία τηλεφώνησε στον αιτητή να παρουσιαστεί στον αστυνομικό σταθμό, πήγε εκεί οικειοθελώς. Ενδεικνυόταν επομένως η απελεύθερωση του με εγγύηση.
(γ) Εφόσον το Δικαστήριο διέταξε την προφυλάκιση του αιτητή για 18 ημέρες, δεν είχε εξουσία να δώσει οδηγίες να εμφανιστεί ενώπιον του στο τέλος της πιο πάνω χρονικής περιόδου, δηλαδή στις 11.5.01, αλλά να διατάξει να αφεθεί ελεύθερος, αν μέσα στο πιο πάνω διάστημα δεν εκδιδόταν η εξουσιοδότηση του Υπουργού για την έναρξη της διαδικασίας και
(δ) απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου είναι η κύρωση της Σύμβασης από το αιτόν κράτος. Στην ενώπιον μας υπόθεση δεν υπάρχει επαρκής μαρτυρία περί τούτου, και γι' αυτό ολόκληρη διαδικασία για την προφυλάκιση του αιτητή ήταν άκυρη.
Η σειρά, με την οποία παρουσιάζω πιο πάνω τις εισηγήσεις των δικηγόρων, δεν είναι αυτή που ακολούθησαν στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την επίδικη αίτηση, μήτε και όπως αναπτύχθηκαν κατά την προφορική συζήτηση ενώπιον μου.
Δυο είναι τα νομοθετήματα που ρυθμίζουν το ζήτημα που μας απασχολεί, την εξουσία και διαδικασία δηλαδή έκδοσης φυγοδίκων από ένα κράτος εις άλλο. Έχω ήδη κάμει αναφορά στον ομώνυμο Νόμο της πολιτείας μας, τον Ν.97/70. Ο άλλος, που είναι και υπερτελούς ισχύος, είναι ο περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικός) Νόμος του 1970, Ν.95/70, στα επόμενα «Η Σύμβασης». Στην πραγματικότητα ο Ν.97/70 θεσπίστηκε για να ρυθμίσει τη λειτουργία και εφαρμογή της Σύμβασης.
Οι τρεις πιο πάνω εισηγήσεις α, β και γ, κρίνω πως δεν είναι βάσιμες. Αναφορικά με τον ισχυρισμό για τη γλώσσα, το άρθρο 23 της Σύμβασης, το οποίο και υπέδειξα κατά τη διάρκεια της συζήτησης, προβλέπει πως τα δικαιολογητικά στοιχεία του αιτούντος Μέρους μπορεί να συνταχθούν στη γλώσσα του, ή σ' αυτή του Μέρους από το οποίο αιτείται η έκδοση. Το τελευταίο δε Μέρος μπορεί να ζητήσει τη μετάφραση των εγγράφων σε όποια επίσημη γλώσσα του Συμβουλίου της Ευρώπης ήθελε επιλέξει. Εδώ, χρησιμοποιήθηκε από το αιτόν Μέρος η αγγλική γλώσσα, και νομίζω μπορεί να λάβω δικαστική γνώση του γεγονότος πως η Αγγλική είναι μια από τις επίσημες γλώσσες του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Αναφορικά με το (β) πράγματι, και σύμφωνα με την απόφαση της δικαστού, ο αιτητής παρουσιάστηκε αυτοβούλως στην Αστυνομία όταν κλήθηκε να το πράξει. Η δικαστής όμως ανέφερε πως σε εκείνο το στάδιο ο αιτητής δεν γνώριζε τους λόγους που η Αστυνομία τον ήθελε. Τους πληροφορήθηκε εκεί. Η δικαστής ικανοποιήθηκε από το σύνολο της μαρτυρίας που είχε ενώπιον της πως ήταν ενδεδειγμένη η προφυλάκιση του αιτητή. Δεν κρίνω πρέπον να επέμβω στη διακριτική της ευχέρεια, η οποία βέβαια δεν είναι ακώλυτη μια και πρέπει να ασκείται δικαστικά. Δεν έχει καταδειχθεί όμως σοβαρός λόγος για την ακύρωση της απόφασης της γι' αυτό το σημείο.
Εσφαλμένη είναι επίσης και η (γ) εισήγηση των δικηγόρων του αιτητή. Ορθά η δικαστής διέταξε όπως ο αιτητής παρουσιαστεί ενώπιον της στο τέλος της περιόδου της προφυλάκισης. Και τούτο για να εξετάσει το ενδεχόμενο υποβολής αίτησης παράτασης της κράτησης, σύμφωνα με το άρθρου 16.4 της Σύμβασης, που προβλέπει πως, στην περίπτωση που διατάσσεται προφυλάκιση, η περίοδος είναι το ελάχιστο 18 ημέρες και η μέγιστη 40.
Άφησα τελευταίο το λόγο (δ). Θεωρώ το ζήτημα που εγείρεται σ' αυτόν σημαντικό. Απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή της Σύμβασης και των διατάξεων του Ν.97/70 είναι η προσυπογραφή της Σύμβασης από το αιτόν Μέρος και το Μέρος στο οποίο απευθύνεται η αίτηση για έκδοση φυγοδίκου. Χωρίς απόδειξη πως το αιτόν Μέρος έχει προσυπογράψει τη Σύμβαση μήτε αυτή αλλά ούτε και ο Ν.97/00 εφαρμόζονται. Η θέση αυτή καθορίζεται ρητά από τις διατάξεις των ίδιων των Νόμων. Το άρθρο 1 της Σύμβασης προβλέπει:
«Τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουσι την υποχρέωσιν αμοιβαίας αποδόσεως, συμφώνως προς τους κανόνας και υπό τους όρους τους καθοριζομένους εν τοις επομένοις άρθροις, ατόμων καταδιωκομένων δια παραβάσεις ή καταζητουμένων επί τω σκοπώ εκτίσεως ποινής ή κατ' εφαρμογήν μέτρου ασφαλείας υπό των δικαστικών Αρχών του αιτούντος Μέρους.»
«Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, πρόσωπον ευρισκόμενον εν τη Δημοκρατία, όπερ διώκεται ή κατεδικάσθη δι' αδίκημα, δι' ο δύναται να χωρήση έκδοσις, εν οιωδήποτε Κράτει συνάψαντι συνθήκην εκδόσεως μετά της Δημοκρατίας ή εν οιαδήποτε καθορισμένη χώρα της Κοινοπολιτείας ή όπερ καταζητείται προς έκτισιν ποινής μετά καταδίκην αυτού δια τοιούτον αδίκημα εις οιονδήποτε τοιούτον Κράτος ή χώραν, δύναται να συλληφθή και αποδοθή εις το ως είρηται Κράτος ή χώραν, συμφώνως ταις διατάξεσι του παρόντος Νόμου.»
Το μαρτυρικό υλικό που είχε ενώπιον του το Δικαστήριο στη διαδικασία, αντικείμενο της αίτησης που συζητούμε, για την απόδειξη αυτού του στοιχείου ήταν η ένορκη δήλωση του υπ/μου Κωνσταντίνου, πως ισχύει μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ρωσικής Ομοσπονδίας η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Έκδοση Φυγοδίκων.
Το ερώτημα που αμέσως αναφύεται είναι κατά πόσο αυτό το υλικό συνιστά ικανοποιητικό αποδεικτικό στοιχείο του γεγονότος, δηλαδή της συνυπογραφής της Σύμβασης από τη Ρωσία, απολύτως απαραίτητη προϋπόθεση για να λειτουργήσει και εφαρμοστεί η Σύμβαση.
Τη θέση των δικηγόρων του αιτητή την έχω ήδη παραθέσει. Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε πως είναι ικανοποιητική μαρτυρία γιατί σε εκείνο το στάδιο της συζήτησης, δηλαδή του ζητήματος κατά πόσο θα προφυλακιζόταν ο αιτητής μέχρις ότου ληφθεί η εξουσιοδότηση από τον αρμόδιο Υπουργό για την έναρξη της διαδικασίας έκδοσης, η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία ορίζεται από το Νόμο ως όμοια της προανάκρισης και της συνοπτικής δίκης.
Δε συμφωνώ με την εισήγηση του δικηγόρου της Δημοκρατίας. Το είδος της διαδικασίας που καθορίζεται στο Νόμο 97/70, δηλαδή της προανάκρισης και της συνοπτικής δίκης, δεν αφορά την ουσία του ειδικού ζητήματος που εξετάζουμε, και επομένως υπήρχε η υποχρέωση προσαγωγής ικανοποιητικού αποδεικτικού υλικού για τη στήριξη αυτού του ζητούμενου από το Νόμο. Δοθέντος μάλιστα, και μιλώ για το συγκεκριμένο ζήτημα, πως χωρίς την απόδειξη αυτού του προαπαιτούμενου δεν μπορεί να λειτουργήσει η Σύμβαση. Δε νομίζω πως η απλή δήλωση προσώπου, άσχετου με την ορθή πηγή από την οποία πρέπει να προέλθει το συγκεκριμένο στοιχείο, να αποτελεί επαρκή απόδειξη του. Αυτό που είπε ο υπ/μος Κων/νου δεν ήταν τίποτε άλλο παρά κάτι που ενδεχομένως γνώριζε από κάποια πληροφόρηση. Χωρίς να θέλω να υποδείξω τρόπο, το στοιχείο αυτό, θα μπορούσε, πολύ απλά, να αποδειχθεί με ένα επίσημο έγγραφο από το αρμόδιο υπουργείο.
Κρίνω λοιπόν πως δεν θεμελιώθηκε, ελλείψει του επίμαχου στοιχείου, η δικαιοδοσία που δίδεται στο δικαστήριο για την εφαρμογή της Σύμβασης Έκδοσης Φυγοδίκων και το Ν.97/90. Πρέπει να σημειώσω πως η απόφαση μου αναφέρεται μόνο στο διάταγμα του Δικαστηρίου για την προφυλάκιση του αιτητή και όχι στο ένταλμα σύλληψης του γιατί με το ένδικο διάβημα του Habeas Corpus προσβάλλεται, όπως υπέδειξα πιο πάνω, η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 9, και όχι του 8, του Ν.97/90. Και το ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε, όπως είπα πιο πριν, σύμφωνα με το άρθρο 8. Με άλλο ένδικο μέσο θα μπορούσε να αμφισβητηθεί η νομιμότητα του.
Το επίδικο διάταγμα προφυλάκισης του αιτητή ακυρώνεται.
Η αίτηση γίνεται δεκτή.