ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.19
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2001) 1 ΑΑΔ 167
19 Φεβρουαρίου, 2001
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10293)
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΠΕΛΕΤΙΕΣ,
Εφεσείων-Εναγόμενος,
ν.
FAYEK M. ATAYA OF KUWAIT,
Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10294)
FAYEK M. ATAYA OF KUWAIT,
Εφεσείων-Ενάγων,
ν.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΠΕΛΕΤΙΕ,
Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 10293, 10294)
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Η κατάληξη σε ευρήματα είναι έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας.
Πολιτική Δικονομία ― Κάθε ισχυρισμός γεγονότων στις έγγραφες προτάσεις για τον οποίο δεν προβάλλεται άρνηση θεωρείται παραδεκτός ― Δ.19, θ.11 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών.
Ο εφεσίβλητος και ο εφεσείων συνεργάζονταν σε διάφορες επαγγελματικές δραστηριότητες. Όταν ο εφεσίβλητος πληροφόρησε τον εφεσείοντα ότι ίδρυσε με κάποιο άλλο άτομο την Ιορδανική εταιρεία ΑΙΜ και ενεγράφη ως μέτοχος της σε ποσοστό 10%, ο εφεσείων ενδιαφέρθηκε να συμμετάσχει και ο ίδιος ως μέτοχος με ποσοστό 10% του μετοχικού κεφαλαίου της. Επειδή, όμως, για να εγγραφεί ο εφεσείων ως μέτοχος της εταιρείας ήταν αναγκαία η προηγούμενη έγκριση του Διοικητικού Συμβουλίου, ο εφεσίβλητος ενεγράφη ως μέτοχος για το μερίδιο του εφεσείοντος, ενώ ταυτόχρονα, για κατοχύρωση του μετοχικού συμφέροντος του εφεσείοντος στη ΑΙΜ, καταρτίστηκε έγγραφο ημερομηνίας 10.4.1984 που στην ουσία ήταν έγγραφο εμπιστεύματος. Ο εφεσείων απέστειλε στον εφεσίβλητο το ποσό των ΗΠΑ$68.000. Η αξία των μετοχών ανήλθε σε ποσό που αντιστοιχούσε με ΗΠΑ$65.000. Το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας απέρριψε το αίτημα για εγγραφή του εφεσείοντος ως μετόχου με το πιο πάνω μερίδιο, παρά τις προσπάθειες του εφεσίβλητου. Ο εφεσείων κάλεσε τον εφεσίβλητο να προχωρήσει στη μεταβίβαση του 10% του μετοχικού κεφαλαίου που κατείχε στην ΑΙΜ ως εμπιστευματοδόχος του εφεσείοντος, όμως ο εφεσίβλητος δεν πραγματοποίησε τη μεταβίβαση. Αργότερα η εταιρεία ΑΙΜ συγχωνεύθηκε με άλλη εταιρεία ονόματι ICEC.
Ο εφεσείων διεκδίκησε με αγωγή του από τον εφεσίβλητο την επιστροφή ποσού ΗΠΑ$65.000 που κατ' ισχυρισμό χρησιμοποιήθηκε ως τίμημα για την αγορά προς όφελός του, από τον εφεσίβλητο, ποσοστού 10% του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΙΜ, επειδή ο τελευταίος παρέλειψε να μεριμνήσει για εγγραφή του εφεσείοντος ως μετόχου της εταιρείας. Υποστήριξε επίσης ότι η συγχώνευση της ΑΙΜ με την ICEC επέφερε πλήρη αποτυχία του ανταλλάγματος για τη συναλλαγή. Διεκδίκησε επίσης ΗΠΑ$3.000 υπόλοιπο των ΗΠΑ$68.000, απαίτηση την οποία παραδέχθηκε ο εφεσίβλητος.
Ο εφεσίβλητος ανταπαίτησε το ποσόν ΔΚ20.000 (Δηναρίων Κουβέιτ) ή το ισόποσο τούτου £Κ34.780 πλέον τόκο, που αντιπροσώπευε το συμφωνηθέν τίμημα πώλησης 15.000 μετοχών του ιδίου στην Κουβετιανή εταιρεία ΚΡΙ στον εφεσείοντα στη βάση γραπτής συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, ημερομηνίας 20.7.1982. Ο εφεσείων ουδέποτε ήγειρε ζήτημα ή αμφισβήτησε το ότι ο εφεσίβλητος ήταν ο ιδιοκτήτης των μετοχών που του πώλησε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του εφεσείοντος και την ανταπαίτηση του εφεσίβλητου.
Η έφεση 10294 στρέφεται εναντίον της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή, ενώ η έφεση 10293 στρέφεται εναντίον της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η ανταπαίτηση.
Η έφεση 10294 στρέφεται εναντίον των πιο κάτω ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου:
1. Ότι δόθηκε στον εφεσείοντα έγγραφο μεταβίβασης των μετοχών υπογραμμένο εν λευκώ από τον εφεσίβλητο.
2. Ότι δεν υπήρχε παράβαση του καταπιστεύματος από τον εφεσίβλητο.
3. Ότι δεν αναφερόταν στην έκθεση απαίτησης η υποχρέωση του εφεσίβλητου να εγγράψει τον εφεσείοντα σαν μέτοχο της ΑΙΜ και ότι ο εφεσείων δεν εδικαιούτο στην επιστροφή του ποσού των $65.000.
Με άλλο λόγο έφεσης υποστηρίχθηκε ότι «το Δικαστήριο λανθασμένα επιδίκασε νόμιμο τόκο επί του ποσού των $3000 από την 1.12.1996 και όχι από τις 5.7.1985 όταν ο εναγόμενος εξόφλησε την αξία για την αγορά των μετοχών και γνώριζε ότι υπήρχε το υπόλοιπο των $3000».
Η έφεση 10293 έχει ως μοναδικό λόγο ότι «η απόφαση του Δικαστηρίου να απορρίψει την ανταπαίτησή του εφεσείοντα διότι το πωλητήριο έγγραφο ημερομηνίας 20.7.1982 αφορούσε μετοχές που δεν ανήκαν και ή που δεν αποδείχθηκαν ότι ανήκαν στον εφεσείοντα είναι εσφαλμένη».
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση 10294 και επέτρεψε την έφεση 10293, εφαρμόζοντας τις αρχές που αναφέρονται στις πιο πάνω περιληπτικές σημειώσεις.
Η έφεση 10294 απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου, πρωτόδικα και κατ' έφεση.
Η έφεση 10293 επιτράπηκε με έξοδα υπέρ του εφεσείοντα, πρωτόδικα και κατ' έφεση.
Έφεση.
Έφεση από τον ενάγοντα (Έφεση 10294) κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 4/6/98 (Αρ. Αγωγής 8500/85) με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του κατά του εφεσίβλητου για επιστροφή ποσού $65.000, το οποίο αποτελούσε, κατ' ισχυρισμό του, το τίμημα για την αγορά ποσοστού 10% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας ΑΙΜ και έφεση από τον εναγόμενο (Έφεση 10293) κατά της ίδιας απόφασης με την οποία απέρριψε την ανταπαίτησή του για Λ.Κ.34.780 για την πώληση των μετοχών του στον ενάγοντα.
Σ. Δράκος και Ν. Κληρίδης, για τον Εφεσίβλητο στην Πολιτική Έφεση 10293 και Εφεσείοντα στην Πολιτική Έφεση 10294.
Γ. Τριανταφυλλίδης, για τον Εφεσείοντα στην Πολιτική Έφεση 10293 και Εφεσίβλητο στην Πολιτική Έφεση 10294.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ρ. Γαβριηλίδης.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Η Έφεση 10294 στρέφεται εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή, ενώ η Έφεση 10293 στρέφεται εναντίον της απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η ανταπαίτηση. Θα εξετάσουμε πρώτα την έφεση 10294 και, ακολούθως, την Έφεση 10293.
Η Έφεση 10294.
Τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα έφεση είναι σε συντομία τα ακόλουθα: Αρχές του 1984 ο εφεσίβλητος μαζί με κάποιον Fakhry Hazinah ίδρυσαν την Ιορδανική εταιρεία Arab Insulating Materials (AIM) ύστερα από ενδιαφέρον που είχε επιδείξει ο δεύτερος για τη δημιουργία εργοστασίου στην Ιορδανία με σκοπό τη διόγκωση του περλίτη (είδος ορυκτού). Το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας καθορίστηκε στα ΙΔ250,000 (Ιορδανικά Δηνάρια). Ο εφεσίβλητος ενεγράφη ως μέτοχος για ποσοστό 10%. Ήταν επίσης μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου. Την ίδια περίοδο ο εφεσίβλητος συνεργαζόταν με τον εφεσείοντα σε διάφορες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Όταν ο εφεσίβλητος πληροφόρησε τον εφεσείοντα για την ίδρυση της ΑΙΜ, και τη συμμετοχή του σ΄ αυτή, ο εφεσείων ενδιαφέρθηκε να συμμετάσχει και ο ίδιος ως μέτοχος, με το ίδιο μερίδιο όπως και ο εφεσίβλητος, δηλαδή 10% του μετοχικού κεφαλαίου της. Επειδή, όμως, για να εγγραφεί ο εφεσείων ως μέτοχος της εταιρείας ήταν αναγκαία η προηγούμενη έγκριση του Διοικητικού Συμβουλίου, ο εφεσίβλητος ενεγράφη ως μέτοχος και για το μερίδιο του εφεσείοντα ενώ, ταυτόχρονα, για κατοχύρωση του μετοχικού συμφέροντος του εφεσείοντα στην ΑΙΜ, καταρτίσθηκε άτιτλο έγγραφο, ημερομηνίας 10.4.1984, που στην ουσία ήταν έγγραφο εμπιστεύματος, το οποίο αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα εξής (τεκμ.1):
«Ι, CHRISTODOULOS PHILIPOU PELETIES OF NICOSIA, CYPRUS, Passport No. BB 001573, Cypriot HEREBY ACKNOWLEDGE and declare that I hold the shares shown in the schedule hereto registered in my name as Nominee of the Trustee for Mr. Fayek M. Ataya, of Kuwait, in the Company ARAB UNSULATING MATERIALS (hereinafter called "the Owner") and I UNDERTAKE and agree not to transfer, deal with or dispose of the said shares of any of them save as the Owner may from time to time direct. And further to give full effect to the trust hereby declared I HEREBY DEPOSIT with the Owner the Certificate for the said shares together with a transfer thereof executed by me in blank and I HEREBY EXPRESSLY AUTHORIZE and empower the Owner at any time to complete such transfer by inserting the name or names of any transferee or thansferees and the date of the transfer and to complete the same in any other necessary particular. AND I DECLARE that this authority is irrevocable by me. AND I FURTHER UNDERTAKE and agree to account to the Owner for all dividends and profits which may be paid to me from time to time upon the said shares and for all other money or profit which may be payalbe to me in respect thereof. AND I FURTHER UNDERTAKE and agree to exercise my voting power as holder of the said shares in such a manner and for such purposes as the Owner may from time to time direct or determine.»
Για την αγορά των μετοχών του ο εφεσείων, στις 16.4.1984, απέστειλε στον εφεσίβλητο, μέσω Τράπεζας, το χρηματικό ποσό των ΗΠΑ$68.000. Η αξία των μετοχών ανήλθε τελικά στο ποσό των ΙΔ25.000 που, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, αντιστοιχεί με ΗΠΑ$65.000. Η πληρωμή έγινε σταδιακά, μέσω Τράπεζας, σε πέντε δόσεις μεταξύ της 23.4.1984 και της 5.7.1985. Παρά τις προσπάθειες του εφεσίβλητου, τελικά, το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας απέρριψε το αίτημα για εγγραφή του εφεσείοντα ως μετόχου της εταιρείας με μερίδιο 10%. Ο εφεσίβλητος ενημέρωσε σχετικά τον εφεσείοντα οπότε ο τελευταίος τον πληροφόρησε ότι θα μετέβαινε προσωπικά στην Ιορδανία για να επιδιώξει την εγγραφή του ως μετόχου της εταιρείας. Εν τω μεταξύ, όμως, επήλθε ρήξη στις σχέσεις μεταξύ του εφεσείοντα και του εφεσίβλητου εξαιτίας κάποιας διαφοράς τους σε σχέση με συναλλαγές που είχαν αναφορικά με άλλο θέμα. Ακολούθησε επιστολή του δικηγόρου του εφεσείοντα, ημερομηνίας 6.5.1985 (Τεκμ. 9), με την οποία ζητούσε, μεταξύ άλλων, από τον εφεσίβλητο να προχωρήσει, εντός δέκα ημερών, στη μεταβίβαση του 10% του μετοχικού κεφαλαίου που κατείχε στην ΑΙΜ ως εμπιστευματοδόχος του εφεσείοντα. Όμως ο εφεσίβλητος δεν πραγματοποίησε τη μεταβίβαση.
Σε μεταγενέστερο στάδιο η εταιρεία ΑΙΜ συγχωνεύθηκε με κάποια άλλη εταιρεία ονόματι Industries for Constructional Equipment Co Ltd (ICEC).
Με την έκθεση απαιτήσεώς του ο εφεσείων διεκδίκησε από τον εφεσίβλητο την επιστροφή ποσού ΗΠΑ$65.000 που, όπως ισχυρίστηκε, ήταν το ισάξιο του ποσού των ΙΔ25.000 που χρησιμοποιήθηκε ως τίμημα για την αγορά προς όφελός του, από τον εφεσίβλητο, ποσοστού 10% του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΙΜ. Σύμφωνα με τη θέση του, το εν λόγω ποσό θάπρεπε να του επιστραφεί από τον εφεσίβλητο μετά την παράλειψή του να μεριμνήσει για την εγγραφή του εφεσείοντα ως μετόχου της εταιρείας. Και τούτο παρά το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος, με επιστολή του ημερομηνίας 15.3.1985, τον πληροφορούσε ότι προέβαινε στα αναγκαία διαβήματα προς επίτευξη του εν λόγω σκοπού. Επικαλέσθηκε, επίσης, και τη συγχώνευση της ΑΙΜ με την ICEC η οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, επέφερε πλήρη αποτυχία του ανταλλάγματος όσον αφορά την επίδικη συναλλαγή. Διεκδίκησε επίσης ΗΠΑ$3.000, υπόλοιπο των ΗΠΑ$68.000, απαίτηση την οποία παραδέχθηκε ο εφεσίβλητος.
Με την υπεράσπισή του ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι η μη μεταβίβαση των μετοχών της ΑΙΜ στον εφεσείοντα δεν οφειλόταν σε οποιαδήποτε δική του παράλειψη, αλλά στο γεγονός ότι οι Ιορδανικές αρχές αρνήθηκαν να εγκρίνουν τον εφεσείοντα ως μέτοχο. Παράλληλα, ισχυρίστηκε ότι, με τη συγχώνευση της ΑΙΜ με την ICEC, ο εφεσείων δεν απώλεσε το μετοχικό του κεφάλαιο αλλά, απλώς, το κεφάλαιό του μετατράπηκε σε κάποιας άλλης μορφής μετοχικό συμφέρον το οποίο προέκυψε από τη συγχώνευση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του εφεσείοντα με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Οι εκδοχές των διαδίκων, όσον αφορά την απαίτηση, όπως εκτίθενται πιο πάνω στη μαρτυρία δεν παρέχουν έδαφος για σύγκρουση μεταξύ τους. Το κεντρικό θέμα και των δύο είναι το ίδιο, με αυτή του εναγομένου να υπερέχει ποσοτικά εφόσον δίδει περισσότερες λεπτομέρειες ως προς τις περιστάσεις που το περιβάλλουν. Κατά το πρώτο ήμισυ του 1984 αποφασίστηκε η δημιουργία στην Ιορδανία ενός εργοστασίου για τη διόγκωση του περλίτη και επίσης ιδρύθηκε μια εταιρεία, η Α.Ι.Μ. η οποία θα αναλάμβανε τη λειτουργία του. Την πρωτοβουλία για τα πιο πάνω είχε αναλάβει κάποιο τρίτο πρόσωπο ονόματι Hazinah ενώ συμμετοχή θα είχε και ο εναγόμενος λόγω των γνώσεων του στο συγκεκριμένο τομέα. Στην εν λόγω εταιρεία ενδιαφέρθηκε και αγόρασε μετοχές και ο ενάγοντας. Αυτό έγινε μέσω του εναγομένου προς τον οποίο ο ενάγοντας είχεν αποστείλει στις 16.4.1984 για το σκοπό αυτό Η.Π.Α.$68.000. Από το ποσό αυτό περίσσεψαν Η.Π.Α.$3.000, το δε υπόλοιπο χρησιμοποιήθηκε για την πληρωμή των μετοχών, η αξία των οποίων ανήλθε σε Ι.Δ.25.000. Οι μετοχές του ενάγοντα αποτελούσαν το 10% του μετοχικού κεφαλαίου της Α.Ι.Μ. και ενεγράφησαν στο όνομα του εναγομένου, μέχρι να εγκριθεί ο ενάγοντας ως μέτοχος. Προς το σκοπό αυτό δε εξασφάλισης του μετοχικού συμφέροντος του ενάγοντα, έγινε στις 10.4.1984 το καταπίστευμα, τεκμήριο 1. Στο βαθμό που ενδιαφέρει, παρατίθεται πιο πάνω.
Είναι φανερό από το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου ότι δεν τέθηκε με αυτό οποιαδήποτε υποχρέωση στον εναγόμενο να ενεργήσει για να καταστεί δυνατή η εγγραφή του ενάγοντα ως μετόχου της Α.Ι.Μ., είτε προς την κατεύθυνση του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας είτε και προς την κατεύθυνση των Ιορδανικών αρχών. Αντίθετα αναφέρεται στο καταπίστευμα ότι δόθηκε στον ενάγοντα έγγραφο μεταβίβασης των μετοχών αυτών, υπογραμμένο από τον εναγόμενο εν λευκώ, γεγονός που έδιδε στον ενάγοντα κάθε δυνατότητα να ενεργήσει ο ίδιος όπως ήθελε και όποτε ήθελε για να μεταβιβασθούν οι μετοχές που είχε στον ίδιο είτε σε άλλο πρόσωπο. Ούτε επίσης η επιστολή του εναγομένου προς τον ενάγοντα ημερομηνίας 15.3.1985 δημιουργεί τέτοια υποχρέωση. Ο ίδιος δε ο ενάγοντας αν και την αναφέρει στην έκθεση απαίτησης του εν τούτοις παρέλειψε να κάμει οποιαδήποτε αναφορά σ' αυτήν στη μαρτυρία του και η κατάθεση της προήλθε από τον εναγόμενο. Τέλος ούτε και ο συνήγορος του ενάγοντα υπέδειξε την ύπαρξη τέτοιας υποχρέωσης η οποία να πηγάζει είτε από τα πιο πάνω έγγραφα είτε απευθείας από το νόμο που διέπει τις υποχρεώσεις των καταπιστευματοδόχων (trustees) έναντι των δικαιούχων καταπιστεύματος. Επομένως δεν τίθεται καν θέμα συζήτησης ύπαρξης παράβασης καταπιστεύματος εκ μέρους του εναγομένου. Και ασφαλώς από ό,τι έχει ήδη λεχθεί προηγουμένως θεωρούμε την ύπαρξη συμβατικής υποχρέωσης εκ μέρους του εναγομένου εντελώς εκτός συζήτησης αφού δεν έγινε αναφορά σε οποιαδήποτε συμβατική σχέση μεταξύ των μερών.
Περιπλέον παρατηρούμε ότι παρά το ότι οι εν λόγω μετοχές ουδέποτε μεταβιβάσθηκαν στον ενάγοντα, εν τούτοις δεν έπαυσαν να υπάρχουν είτε ως μετοχές της Α.Ι.Μ. είτε υπό άλλη μορφή μετά τη συγχώνευση της τελευταίας με την I.C.E.C. και να έχει ως δικαιούχος ο ενάγοντας, επί τη βάσει καταπιστεύματος, δικαίωμα σε αυτές. Τελειώνοντας με το θέμα της συγκεκριμένης αυτής απαίτησης παρατηρούμε τέλος ότι με βάση τα όσα αναφέραμε πιο πάνω είναι επίσης πραγματικά αμφίβολο εάν ο ενάγοντας έχει καν αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του εναγομένου μετά τον περιορισμό των απαιτήσεων του στην επιστροφή χρημάτων που κατέβαλε για την αγορά των μετοχών του στην Α.Ι.Μ. Ειδικότερα, παρατηρούμε την απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στην έκθεση απαιτήσεως του ενάγοντα, σε συγκεκριμένη υποχρέωση του εναγομένου να ενεργήσει για την εγγραφή του ενάγοντα ως μετόχου της Α.Ι.Μ. για τις μετοχές του, πλην της ρητής υποχρέωσης να τις κατέχει προς όφελος του ως καταπιστευματοδόχος.»
Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι «το Δικαστήριο λανθασμένα βρήκε ότι δόθηκε στον ενάγοντα έγγραφο μεταβίβασης των μετοχών υπογραμμένο εν λευκώ από τον εναγόμενο μόνο επειδή έτσι αναφέρεται στο καταπίστευμα». Είναι η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα ότι εφόσον τα χρήματα για την αγορά των μετοχών στάληκαν από τον εφεσείοντα στις 16.4.1984, μετά την υπογραφή του εμπιστεύματος στις 10.4.1984, και οι μετοχές ενεγράφησαν στο όνομα του εφεσίβλητου, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ίδιου, μετά την πλήρη εξόφλησή τους, δηλαδή μετά την 5.7.1985, δεν ήταν δυνατό ο εφεσίβλητος, στις 10.4.1984, να αφήσει στον εφεσείοντα έγγραφο μεταβίβασης των μετοχών υπογραμμένο εν λευκώ, όπως αναφέρεται στο έγγραφο του εμπιστεύματος. Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Το έγγραφο του εμπιστεύματος (Τεκμ. 1), όπου γίνεται ρητή αναφορά ότι ο εφεσίβλητος παρέδωσε στον εφεσείοντα έγγραφο μεταβίβασης των μετοχών υπογραμμένο από τον εφεσίβλητο εν λευκώ, παρουσιάστηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο από τον ίδιο τον εφεσείοντα. Καταρτίστηκε στις 10.4.1984, σε χρόνο δηλαδή που οι σχέσεις των διαδίκων ήταν πολύ καλές. Ορθά, επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε το περιεχόμενό του, ότι δηλαδή μαζί με το Τεκμ. 1 παραδόθηκε στον εφεσείοντα και έγγραφο μεταβίβασης μετοχών υπογραμμένο εν λευκώ από τον εφεσίβλητο. Πέραν τούτου, πρέπει να σημειωθεί ότι ο εφεσείων δεν αμφισβήτησε στη μαρτυρία του την παραλαβή του εν λόγω εγγράφου από τον εφεσίβλητο, ταυτόχρονα με τον καταρτισμό του Τεκμ.1 στις 10.4.1984.
Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι «το Δικαστήριο λανθασμένα βρήκε ότι δεν υπάρχει παράβαση του καταπιστεύματος από τον εναγόμενο». Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντα, ο εφεσίβλητος παρέβη τους όρους του εμπιστεύματος για το λόγο ότι, ενώ συμφώνησε να μην μεταβιβάσει, χρησιμοποιήσει ή διαθέσει τις μετοχές, παρά μόνο σύμφωνα με τις οδηγίες του εφεσείοντα, εν τούτοις, χωρίς να ειδοποιήσει τον εφεσείοντα, και χωρίς να εξασφαλίσει τη συγκατάθεσή του για τη συγχώνευση της ΑΙΜ με την ICEC, μετέτρεψε τις μετοχές του εφεσείοντα στην ΑΙΜ σε μετοχές άλλης εταιρείας. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, την οποία αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η συγχώνευση της ΑΙΜ και της ICEC έγινε εν αγνοία και χωρίς τη συγκατάθεσή του. Η συγχώνευση του κοινοποιήθηκε εκ των υστέρων. Το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος ήταν ένας από τους διευθυντές της ΑΙΜ δεν φανερώνει αφ' εαυτού και γνώση της απόφασης ή συγκατάθεση για συγχώνευση της ΑΙΜ με την ICEC.
Προβάλλεται επίσης ως λόγος έφεσης ότι «το Δικαστήριο λανθασμένα δεν βρήκε αναφορά στην έκθεση απαίτησης σε υποχρέωση του εναγόμενου να εγγράψει τον ενάγοντα σαν μέτοχο της ΑΙΜ» και «λανθασμένα βρήκε ότι ο ενάγοντας δεν δικαιούται σε επιστροφή του ποσού των $65.000 που έστειλε στον εναγόμενο για να του αγοράσει τις μετοχές επειδή δήθεν δεν υπήρχε συμβατική σχέση μεταξύ των μερών.». Σύμφωνα με την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα, η αναφορά στην παράγραφο 1 της έκθεσης απαίτησης ότι ο εφεσείων εξουσιοδότησε προφορικά τον εφεσίβλητο «όπως του αγοράσει το 10% των μετοχών της ΑΙΜ» σημαίνει «να αγοράσει και μεταβιβάσει στον ενάγοντα τις μετοχές και όχι μόνο να τις αγοράσει και να τις κρατήσει για τον εαυτό του& το καταπίστευμα ήταν μια ενδιάμεση προσωρινή κατάσταση μέχρις ότου ο εναγόμενος πάρει όλα τα μέτρα για να τη μεταβίβαση των μετοχών στο όνομα του ενάγοντα». Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με τον ίδιο δικηγόρο, η απόφαση της ΑΙΜ για μη εγγραφή του εφεσείοντα ως μετόχου προκλήθηκε από τον εφεσίβλητο, κακή τη πίστη, με σκοπό να εμποδιστεί ο εφεσείων από το να καταστεί εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης των μετοχών του. Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Η υποχρέωση του εφεσίβλητου, σύμφωνα με το περιεχόμενο του εμπιστεύματος Τεκμ. 1, ήταν να αγοράσει τις μετοχές και να τις εγγράψει επ' ονόματί του ως εμπιστευματοδόχου του εφεσείοντα, πράγμα το οποίο και έπραξε. Ο εφεσίβλητος ουδεμία υποχρέωση είχε να προσπαθήσει να εγγράψει τον εφεσείοντα σαν μέτοχο της ΑΙΜ και, επομένως, δεν εγείρεται θέμα παράβασης του εμπιστεύματος. Όσον αφορά την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα ότι η απόφαση της ΑΙΜ για μη εγγραφή του εφεσείοντα ως μετόχου προκλήθηκε από τον εφεσίβλητο, κακή τη πίστη, με σκοπό να εμποδίσει τον εφεσείοντα από του να καταστεί εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης των μετοχών του, παρατηρούμε ότι η εισήγηση αυτή δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αντίθετα, από το περιεχόμενο των Τεκμ. 8 και 23, δηλαδή την επιστολή του εφεσίβλητου προς τον εφεσείοντα, ημερομηνίας 15.3.1985, αφενός, και την απαντητική επιστολή του εφεσείοντα, ημερομηνίας 10.4.1985, αφετέρου, προκύπτει καθαρά ότι ο εφεσίβλητος κατέβαλλε προσπάθειες για να εγγραφεί ο εφεσείων ως μέτοχος της ΑΙΜ, ο δε εφεσείων ευχαριστούσε τον εφεσείοντα για τις προσπάθειες που κατέβαλλε.*
Άλλος λόγος έφεσης είναι ότι «το Δικαστήριο λανθασμένα επιδικάζει νόμιμο τόκο επί του ποσού των $3.000 από την 1.12.1996 και όχι από τις 5.7.1985 όταν ο εναγόμενος εξόφλησε την αξία για την αγορά των μετοχών και γνώριζε ότι υπήρχε το υπόλοιπο των $3.000.». Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Εύλογα το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε νόμιμο τόκο, από 1.12.1996, εφόσον ουδεμία μαρτυρία παρουσιάστηκε η οποία να δικαιολογούσε την επιβολή τόκου από οποιαδήποτε άλλη προγενέστερη ημερομηνία.
Ο τελευταίος λόγος έφεσης που προβάλλεται (λόγος 9) συνδέεται με την ανταπαίτηση. Σύμφωνα με αυτό το λόγο, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αποφάσισε ότι η συμφωνία ημερομηνίας 21.3.1980 (Τεκμ. 11) έγινε μεταξύ τρίτων προσώπων, χωρίς δηλαδή τη συμμετοχή του εφεσείοντα, εν τούτοις εσφαλμένα προχώρησε στην ερμηνεία και αξιολόγησή της, εφόσον δεν είχε τέτοια δικαιοδοσία ενόψει της ρήτρας διαιτησίας που προβλεπόταν από τον όρο 6 της συμφωνίας. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η ρήτρα διαιτησίας στη συμφωνία της 21.3.1980 αφορούσε τις διαφορές που ενδεχόμενα θα προέκυπταν μεταξύ των μερών στη συμφωνία. Δεν αφορούσε τις διαφορές που ενδεχόμενα θα προέκυπταν μεταξύ οποιουδήποτε των μερών και τρίτου προσώπου στα πλαίσια οποιασδήποτε μεταξύ τους άλλης συμφωνίας. Η συμφωνία της 21.3.1980 συνδέθηκε με το περιεχόμενο της ανταπαίτησης, που στηριζόταν στη συμφωνία της 20.7.1982 μεταξύ εφεσείοντα και εφεσίβλητου, απλώς και μόνο για να αποδειχθεί η ίδρυση και ύπαρξη της εταιρείας KPI στο Κουβέιτ. Όσον αφορά την ουσία της ανταπαίτησης, η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα, ότι «φάνηκε από την μαρτυρία του ενάγοντα ότι ο εναγόμενος δεν πούλησε τις μετοχές του στον ενάγοντα και ότι η μεταξύ τους διευθέτηση ήταν εικονική για σκοπούς εξασφάλισης δανείου από Βιομηχανική Τράπεζα του Κουβέϊτ προς όφελος της εταιρείας KPI και ότι το δάνειο αυτό έχει γίνει στην πραγματικότητα», δεν είναι ορθή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα ότι η συμφωνία της 20.7.1982 δεν ήταν γνήσια αλλά εικονική. Και, αντίθετα, δέχθηκε την εκδοχή του εφεσίβλητου ότι η συμφωνία ήταν γνήσια. Ανέφερε, επί λέξει, τα εξής στην απόφασή του: «Απορρίπτουμε την εκδοχή του ενάγοντα. Δεχόμαστε αυτή του εναγομένου την οποία θεωρούμε πιο πειστική. Είναι σύμφωνη με τα διάφορα τεκμήρια που τέθηκαν ενώπιον μας. Εξ' άλλου ο εναγόμενος μας άφησε με καλύτερες εντυπώσεις στο εδώλιο του μάρτυρα αναφορικά με την εκδοχή του αυτή».
Η Έφεση 10293
Η αξίωση του εφεσείοντα (εναγόμενου) με βάση την ανταπαίτηση ήταν για ποσό ΔΚ20.000 (Δηναρίων Κουβέιτ) ή το ισόποσο τούτου £Κ34.780, πλέον τόκο, και αντιπροσώπευε το συμφωνηθέν τίμημα πώλησης των μετοχών του εφεσείοντα (10% του μετοχικού κεφαλαίου) στην Κουβεϊτιανή εταιρεία Kuwait Perlite Industries Ltd (KPI) στον εφεσίβλητο (ενάγοντα), στη βάση γραπτής συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, ημερομηνίας 20.7.1982. Η υπεράσπιση του εφεσίβλητου στην ανταπαίτηση (παράγραφος 3) ήταν ότι «η συμφωνία με ημερ. 20.7.82 έγινε από τους διαδίκους με μόνο σκοπό την εξασφάλιση δανείου από την Βιομηχανική Τράπεζα και για κανένα άλλο σκοπό.».
Η συμφωνία της 20.7.1982, την οποία θεωρούμε χρήσιμο να παραθέσουμε αυτούσια, έχει ως εξής (Τεκμ. 14):
SALE AGREEMENT
MADE BETWEEN
MR. CHR. PH. PELETIES
OF NICOSIA, CYPRUS
AND
MR. FAYEK ATAYA
PRESENTLY RESIDING IN KUWAIT.
WHEREAS AGREED THE FOLLOWING:-
MR. PELETIES AGREES TO SELL AND MR. ATAYA AGREES TO BUY THE 10% CAPITAL PARTICIPATION IN KUWAIT PERLITE INDUSTRIES LTD OF MR. PELETIES AMOUNTING TO THE NOMINAL VALUE OF KD 15,000.00 AT A SALE PRICE OF KD 20,000.00.
PAYMENT OF ABOVE SALE PRICE OF KD 20,000.000 WILL BE MADE BY MR. ATAYA TO MR. PELETIES IN SEVEN MONTHS FROM DATE OF THIS SALE AGREEMENT I.E. 20th FEBRUARY 1983.
DATED THIS 20th DAY OF JULY 1982.
1) WITNESS MR. CHR. PH. PELETIES
........ .....................
2) WITNESS MR. FAYEK ATAYA
........ ...................»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την ανταπαίτηση με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Η ανταπαίτηση τώρα, είναι φανερό ότι πηγάζει από μια παρόμοιας φύσεως συνεργασία μεταξύ των διαδίκων η οποία έλαβε χώρα αυτή τη φορά στο Κουβέϊτ. Μετά από το ενδιαφέρον που επέδειξαν κάποια πρόσωπα στην χώρα αυτή για την εκμετάλλευση της τεχνογνωσίας την οποία είχε αναπτύξει η Peletico Ltd σε σχέση με τη διόγκωση του περλίτη, ιδρύθηκε η εταιρεία K.P.I. η οποία θα δημιουργούσε εργοστάσιο για το σκοπό αυτό και θα αναλάμβανε την όλη επιχείρηση. Οι διάδικοι απόκτησαν μετοχές στην εταιρεία αυτή. Έτσι τουλάχιστον είναι ο ισχυρισμός του εναγόμενου όσον αφορά τον ίδιο και ο ενάγοντας δεν το διάψευσε. Στις 20.7.1982 τα μέρη προήλθαν σε γραπτή συμφωνία για την πώληση των μετοχών του εναγομένου στον ενάγοντα αντί του ποσού των Κ.Δ.20.000. Ο τελευταίος κατείχε όπως ισχυρίζονται τις εν λόγω μετοχές ως καταπιστευματοδόχος προς όφελος του εναγομένου.
Η διαφορά μεταξύ των μερών ουσιαστικά προκύπτει από τον ισχυρισμό του ενάγοντα ότι η πιο πάνω συμφωνία είναι εικονική και είχε ως σκοπό να υποβοηθήσει τη λήψη δανείου από τη Βιομηχανική Τράπεζα για σκοπούς της K.P.I. Το πιο ουσιαστικό επιχείρημα του ήταν τα πρακτικά της συνάντησης τους στις 11.11.1982 (τεκμήριο 16) στα οποία καταγράφεται η συνεννόηση η οποία είχε γίνει μεταξύ τους κατ' εκείνη την ημέρα για καταρτισμό μιας τέτοιας συμφωνίας πώλησης η οποία θα εξυπηρετούσε τον προαναφερόμενο σκοπό. Είναι πρόδηλο όμως από τη μαρτυρία του ίδιου του ενάγοντα ότι τέτοια συμφωνία τελικά δεν έγινε και έτσι παρέμεινε ουσιαστικά χωρίς εξήγηση, όσον αφορά τον ενάγοντα, το θέμα της συμφωνίας πώλησης της 20.7.1982. . Απορρίπτουμε την εκδοχή του ενάγοντα. Δεχόμαστε αυτή του εναγομένου την οποία θεωρούμε πιο πειστική. Είναι σύμφωνη με τα διάφορα τεκμήρια που τέθηκαν ενώπιον μας. Εξ άλλου ο εναγόμενος μας άφησε με καλύτερες εντυπώσεις στο εδώλιο του μάρτυρα αναφορικά με την εκδοχή του αυτή.
Η πιο πάνω συλλογιστική έγινε βέβαια πάνω στη βάση ότι οι πωληθείσες μετοχές της K.P.I. ανήκουν στον εναγόμενο. Όμως εδώ υπάρχει κάποιο θέμα το οποίο δεν μπορούμε να αντιπαρέλθουμε. Όπως διαπιστώνεται από τη συμφωνία της 21.3.1980, τεκμήριο 11, αυτή είχε γίνει μεταξύ της Peletico Ltd και κάποιου Mojil. Ηταν δε προς την πιο πάνω εταιρεία που είχαν παραχωρηθεί οι μετοχές της K.P.I. υπό μορφή ανταλλάγματος για εκμετάλλευση της τεχνογνωσίας της για τη διόγκωση του περλίτη. Όχι πως δεν θα μπορούσε να έχει και ο εναγόμενος ανάλογο ποσοστό μετοχικού κεφαλαίου στην ίδια εταιρεία όπως και η Peletico Ltd ή ότι η τελευταία δεν θα μπορούσε να του είχε εκχωρήσει τις δικές της μετοχές, αφού άλλωστε για τη δυνατότητα αυτή υπάρχει ειδική ρύθμιση στη συμφωνία. Όμως είναι ξεκάθαρο από τη μαρτυρία του ιδίου του εναγομένου ότι είναι τις ίδιες μετοχές που είχαν παραχωρηθεί στην Peletico Ltd που είχε πωλήσει στον ενάγοντα, χωρίς όμως να αναφέρει προηγουμένως εάν όντως είχε οποτεδήποτε καταστεί ο ιδιοκτήτης τους. Εν ολίγοις η πώληση ουσιαστικά έγινε για μετοχές που δεν του ανήκαν, όπως έχει η μαρτυρία. Επομένως με αυτό το δεδομένο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η ανταπαίτηση του εναγομένου.»
Ο μοναδικός λόγος έφεσης που προβάλλεται από τον εφεσείοντα είναι ότι «η απόφαση του Δικαστηρίου να απορρίψει την ανταπαίτηση του εφεσείοντα διότι το πωλητήριο έγγραφο ημερομηνίας 20 Ιουλίου 1982 αφορούσε μετοχές που δεν ανήκαν και ή που δεν αποδέχθηκε ότι ανήκαν στον εφεσείοντα, είναι εσφαλμένη.». Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντα, η «ιδιοκτησία» των μετοχών δεν ήταν επίδικο ζήτημα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Στη βάση των εγγράφων προτάσεων (pleadings) των διαδίκων το γεγονός ότι ο εφεσείων ήταν ιδιοκτήτης του 10% του μετοχικού κεφαλαίου της KPI δεν αμφισβητείτο. Πέραν τούτου, από τα διάφορα τεκμήρια και τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του το πρωτόδικο Δικαστήριο, περιλαμβανομένης της μαρτυρίας του ίδιου του εφεσίβλητου, ήταν σαφές ότι οι μετοχές που πωλήθηκαν στις 20.7.1992 από τον εφεσείοντα στον εφεσίβλητο ήταν πράγματι ιδιοκτησία του πρώτου.
Κρίνουμε ότι ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης ευσταθεί.
Η ανταπαίτηση του εφεσείοντα για το τίμημα των μετοχών περιέχεται στις παραγράφους 16 και 17 της έκθεσης υπεράσπισης και ανταπαίτησης. Στις παραγράφους αυτές αναφέρεται ότι ο εναγόμενος (εφεσείων), με βάση συμφωνία ημερομηνίας 20.7.1982, «πώλησε στον ενάγοντα (εφεσίβλητο) 15.000 μετοχές στην εταιρεία KPI αντιπροσωπεύον το 10% του κεφαλαίου της εν λόγω εταιρείας στη συμφωνηθείσα τιμή των KD20.000 το οποίο ισούται με £Κ34.780 το οποίο ποσό θα ήταν πληρωτέο το αργότερο μέχρι τις 20 Φεβρουαρίου 1983.». Ο εφεσίβλητος απαντά στους ισχυρισμούς αυτούς του εφεσείοντα στην παράγραφο 3 της απάντησης και υπεράσπισης στην ανταπαίτηση αναφέροντας ότι «η συμφωνία με ημερ. 20/7/82 έγινε από τους διαδίκους με μόνο σκοπό την εξασφάλιση δανείου από τη Βιομηχανική Τράπεζα και για κανένα άλλο σκοπό». Από το περιεχόμενο της υπεράσπισης στην ανταπαίτηση προκύπτει καθαρά ότι η μόνη υπεράσπιση που πρόβαλε ο εφεσίβλητος στην αξίωση του εφεσείοντα ήταν ότι η συμφωνία της 20.7.1982 δεν ήταν γνήσια αλλά εικονική με αποκλειστικό σκοπό την εξασφάλιση δανείου από τη Βιομηχανική Τράπεζα. Ο εφεσίβλητος ουδέποτε ήγειρε ζήτημα ή αμφισβήτησε το ότι ο εφεσείων ήταν ο ιδιοκτήτης των μετοχών που του πώλησε. Σύμφωνα με τη Δ.19 θ.11 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, κάθε ισχυρισμός γεγονότων στις έγγραφες προτάσεις για τον οποίο δεν προβάλλεται άρνηση θεωρείται παραδεκτός.* Επομένως, εφόσον ο εφεσίβλητος δεν αμφισβήτησε τον ισχυρισμό ότι ο εφεσείων ήταν ο ιδιοκτήτης των μετοχών που του πώλησε, το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να θεωρήσει τον εν λόγω ισχυρισμό ως παραδεκτό από τον εφεσίβλητο.
Αλλά και από τη μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου προκύπτει καθαρά ότι οι μετοχές που πωλήθηκαν ανήκαν, κατά το χρόνο της πώλησής τους, ήτοι στις 20.7.1982, προσωπικά στον εφεσείοντα. Χαρακτηριστικά είναι τα ακόλουθα αποσπάσματα από τη μαρτυρία τόσο του εφεσείοντα όσο και του εφεσίβλητου:
«Μαρτυρία Χριστόδουλου Πελετιέ-Εφεσείοντα (σελίδα 59)
«Ε. Και ποίοι οι μέτοχοι της εταιρείας αυτής;
Α. Ο κ. Al Mojil με 30% μετοχών, ο κ. Σισμαλι 30%, η κ. Φαούζια, σύζυγος του ενάγοντα με 15%, ο ενάγοντας 15% και Χριστόδουλος Πελετιές 10%, δική μου».
Μαρτυρία Fayek Atagya-Εφεσίβλητου (σελίδα 133)
«Ε. Ο κ. Πελετιές ενεγράφη στην εταιρεία ως μέτοχος της KPI;
Α. Όχι.
Ε. Κατείχες εσύ μετοχές για τον κ. Πελετιέ;
Α. Μάλιστα. 10%.
Ε. Για το ότι κατείχες τις μετοχές αυτές για τον κ. Πελετιέ υπεγράφη κανένα έγγραφο;
Α. Μάλιστα. Του έδωσα ένα έγγραφο στο οποίο του λέω ότι θα ενεργώ από καιρό σε καιρό όπως μου είχε πει και το οποίο έχω κάμει.»
Και στη σελίδα 148:
«Ε. Ισχυρίζεστε ότι το 10% των μετοχών το κρατούσατε για λογαριασμό του κ. Πελετιέ;
Α. Μάλιστα.»
Τόσο με το περιεχόμενο των εγγράφων προτάσεων, όσο και με τη μαρτυρία των διαδίκων, όπως τα παραθέσαμε, συνάδει απόλυτα και το ακόλουθο απόσπασμα από το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου: «Οι διάδικοι απέκτησαν μετοχές στην εταιρεία αυτή. Έτσι τουλάχιστον είναι ο ισχυρισμός του εναγομένου όσον αφορά τον ίδιο και ο ενάγοντας δεν το διέψευσε.».
Δεν μας διαφεύγει το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι μετοχές που πώλησε ο εφεσείων δεν του ανήκαν, αλλά ανήκαν στην εταιρεία Peletico Ltd, βασίστηκε στη συμφωνία της 21.3.1980 (Τεκμ. 11) η οποία είχε συναφθεί μεταξύ του ίδιου και της Peletico Ltd, αφενός, και των Al Mojil Trading Group Fahal Abdul Rahman Al Mojil and Brothers από το Κουβέιτ, αφετέρου, και η οποία πρόβλεπε για την εκμετάλλευση της τεχνογνωσίας της Peletico Ltd για τη διόγκωση του περλίτη από την εταιρεία KPI, που θα ιδρυόταν στο Κουβέιτ. Όμως, ενώ η συμφωνία της 21.3.1980 υπογράφτηκε την ημέρα εκείνη, η συμφωνία με την οποία ο εφεσείων πώλησε τις μετοχές στον εφεσίβλητο υπογράφτηκε στις 20.7.1982, δύο δηλαδή χρόνια και τέσσερις μήνες αργότερα. Στις δε 27.7.1982, ο εφεσίβλητος υπόγραψε έγγραφο με το οποίο δήλωνε ότι κατείχε το 10% των μετοχών της KPI ως εμπιστευματοδόχος του εφεσείοντα προσωπικά. (Τεκμ. 15). Επομένως, ακόμη και στη βάση ότι με τη συμφωνία της 21.3.1980 η Peletico Ltd, και όχι ο εφεσείων, απέκτησε τις μετοχές, τίποτε δεν εμπόδιζε την Peletico Ltd, κατά το μεσοδιάστημα, μέχρι δηλαδή τις 20.7.1982, να μεταβιβάσει τις μετοχές επ΄ ονόματι του εφεσείοντα. Πέραν τούτου, το γεγονός ότι ο εφεσείων ήταν ιδιοκτήτης των μετοχών προσωπικά προκύπτει και από το Τεκμ. 17, με το οποίο, μετά τρία σχεδόν χρόνια, στις 6.5.1985, ο εφεσίβλητος καλεί, μέσω του δικηγόρου του, τον εφεσείοντα, και όχι την Peletico Ltd, να καταβάλει το μερίδιό του, πλέον 7% τόκο ετήσια, για την αύξηση του κεφαλαίου της KPI.
Ως αποτέλεσμα:
Η Έφεση 10294 απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου/εναγόμενου, πρωτόδικα και κατ' έφεση.
Η Έφεση 10293 επιτυγχάνει. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντα/εναγόμενου για ποσό ΔΚ20.000 ή £Κ34.780, πλέον νόμιμο τόκο από 20.2.1983 (ημερομηνία κατά την οποία το ποσό των ΔΚ20.000 ή £Κ34.780 κατέστη πληρωτέο βάσει της συμφωνίας της 20.7.1982) πλέον έξοδα, πρωτόδικα και κατ' έφεση.
Η Έφεση 10294 απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου, πρωτόδικα και κατ' έφεση.
Η Έφεση 10293 επιτρέπεται με έξοδα υπέρ του εφεσείοντα, πρωτόδικα και κατ' έφεση.