ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2001) 1 ΑΑΔ 1
12 Ιανουαρίου, 2001
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ,
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
GENFREIGHT LTD.,
Ενάγουσα,
ν.
ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ "VEGA",
Εναγομένου.
(Aίτηση για Αναθεώρηση στην Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 13/2000)
Ναυτοδικείο ― Αίτηση αναθεώρησης ― Αγωγή in rem για έξοδα επιδιόρθωσης πλοίου ― Ένταλμα σύλληψης πλοίου ― Άρθρο 3(4) του Administration of Justice Act 1956 ― Συναρτά την προβολή αξίωσης in rem με θέματα ιδιοκτησίας του πλοίου ― Βάρος αποδείξεως αναφορικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του πλοίου βάρυνε την ενάγουσα-αιτήτρια η οποία απέτυχε να το αποσείσει ― Ακύρωση του εντάλματος σύλληψης το οποίο αρχικά είχε εκδοθεί μετά από μονομερή αίτηση.
Η ενάγουσα-αιτήτρια είναι υπεράκτια εταιρεία εγγεγραμμένη στην Κύπρο. Στις 26/1/2000 κατέθεσε την αγωγή κατά του εναγόμενου πλοίου για $(Αμερικής) 51.178, ποσό το οποίο αξιώνει ως αποζημίωση για παράβαση συμφωνίας ημερ. 30/6/98 για επιδιορθώσεις στο πλοίο ή ως υπόλοιπο λογαριασμού που προκύπτει από την επισκευή του από την ενάγουσα-αιτήτρια.
Την ίδια ημερομηνία η αιτήτρια εξασφάλισε διάταγμα σύλληψης του πλοίου. Στην ένορκη δήλωση που καταχωρήθηκε για να εξασφαλιστεί το διάταγμα, αναφέρθηκε ότι το πλοίο είναι ρωσικής εθνικότητας και ανήκει στη ρωσική εταιρεία Legpromexport.
Η καθ' ης η αίτηση εταιρεία, η οποία φαίνεται ότι παρενέβη ως η νέα πλοιοκτήτρια του πλοίου, καταχώρησε ένσταση. Ο πρωτόδικος Δικαστής εξέτασε τα στοιχεία που προσκομίστηκαν και από τις δύο πλευρές έχοντας κατά νου ότι το βάρος απόδειξης αναφορικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του πλοίου βαρύνει την αιτήτρια-ενάγουσα. Κατέληξε ότι η αιτήτρια δεν απέδειξε την κυριότητα του πλοίου όπως απαιτείται από το Άρθρο 3(4) του αγγλικού νόμου Administration of Justice Act 1956, οι πρόνοιες του οποίου καθορίζουν το δικαιοδοτικό πεδίο του Κυπριακού Ναυτοδικείου και ακύρωσε το ένταλμα.
Το πιο πάνω εύρημα προσβάλλεται ως λανθασμένο γιατί το δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στη μαρτυρία που προσήγαγε η αιτήτρια, ενώ η μαρτυρία της καθ' ης, που επηρέασε την κρίση του Δικαστηρίου, ήταν αντιφατική και επισφαλής.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την αίτηση για αναθεώρηση αποφάνθηκε ότι:
Ο πρωτόδικος Δικαστής εξέτασε σφαιρικά και έλαβε υπόψη κάθε στοιχείο που προσκομίστηκε από τους διαδίκους πριν αποφασίσει. Με το υλικό που είχε στη διάθεση του η κατάληξη του ήταν δικαιολογημένη.
Η αίτηση για αναθεώρηση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος της αιτήτριας.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Coli Maritime v. Ship El Sexto (1989) 1 C.L.R. 76,
CY.T.A. v. The ship Maria (1983) 1 C.L.R. 825.
Αίτηση.
Αίτηση σε αγωγή Ναυτοδικείου από την ενάγουσα εταιρεία - αιτήτρια προς ακύρωση της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου με την οποία ακύρωσε το ένταλμα σύλληψης του εναγόμενου πλοίου το οποίο εκδόθηκε κατόπιν μονομερούς αίτησης της ενάγουσας.
Π. Κακόπιερος, για την Αιτήτρια-Ενάγουσα.
Ν. Ιωάννου, για την Καθ' ης η αίτηση Εταιρεία Vega II Navigation Limited.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Tην απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η αιτήτρια είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στην Κύπρο. Απολαμβάνει όμως καθεστώτος υπεράκτιας εταιρείας. Στις 26/1/2000 κατέθεσε την αγωγή με αρ. 13/2000 στο κυπριακό ναυτοδικείο κατά του εναγόμενου πλοίου Vega για ποσό $ (Αμερικής) 51.718. Το ποσό αυτό, πλέον τόκους, αξιώνει ως αποζημίωση για παράβαση συμφωνίας ημερ. 30/6/98 για επιδιορθώσεις στο πλοίο ή ως υπόλοιπο λογαριασμού που προκύπτει από την επισκευή του από την ενάγουσα-αιτήτρια.
Την ίδια ημερομηνία η αιτήτρια συνέλαβε το πλοίο με διάταγμα που εξέδωσε δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην ένορκη δήλωση που καταχωρήθηκε για να εξασφαλισθεί το διάταγμα, αναφέρθηκε (παράγρ. 8) ότι το πλοίο είναι ρωσικής εθνικότητας και ανήκει στη ρωσική εταιρεία Legpromexport. Το διάταγμα στη συνέχεια ακυρώθηκε από τον ίδιο δικαστή στις 19/4/2000, αφού εξεδίκασε την ένσταση των καθών η αίτηση. Η εταιρεία αυτή φαίνεται ότι παρενέβη ως η νέα πλοιοκτήτρια του Vega, το οποίο μετονομάστηκε σε Vega II και νηολογήθηκε στη Μάλτα στις 5/8/99 πριν από την έγερση αυτής της αγωγής.
Το ερώτημα που τέθηκε έμμεσα - και παραμένει - είναι κατά πόσο το δικαστήριο είχε, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης αυτής, εμπράγματη δικαιοδοσία (jurisdiction in rem), που καθιστά δυνατή την παροχή δικαστικής προστασίας με ένταλμα σύλληψης. Η ύπαρξη τέτοιας δικαιοδοσίας είναι προϋπόθεση για να επιληφθεί το ναυτοδικείο εμπράγματης αγωγής (action in rem), είδους δηλαδή αγωγής στρεφόμενης κατά του πλοίου, κάτω από τις διατάξεις του αγγλικού νόμου Administration of Justice Act 1956. Και κατά συνέπεια κατά πόσο ήταν δυνατή η έκδοση εντάλματος κατάσχεσης. Ας υπομνησθεί εδώ ότι οι πρόνοιες του νομοθετήματος αυτού καθορίζουν το δικαιοδοτικό πεδίο του κυπριακού ναυτοδικείου. Κι αυτό γιατί, σύμφωνα με τα άρθρ. 19(α) και 29(2)(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, το αγγλικό δίκαιο, που ίσχυε στην Κύπρο την 1/8/60, παραμένει ως το ναυτικό δίκαιο της χώρας μας.
Δικαίωμα αγωγής in rem και συνακόλουθα σύλληψης έχουν τα πρόσωπα των οποίων οι απαιτήσεις προέρχονται από τις αιτίες που εξειδικεύονται στις παραγράφους (d) μέχρι (r) του άρθρ. 1(1) του νόμου του 1956. Μεταξύ αυτών είναι και η αιτία αγωγής στην παράγρ. (m) που προκύπτει από παροχή εφοδίων ή υλικών για τη λειτουργία ή συντήρηση πλοίου (materials supplied to a ship for her operation or maintenance). Κατ' αντιδιαστολή, αν ασκηθεί αγωγή in personam (προσωπική), δηλαδή, αγωγή που δε στρέφεται κατά του πράγματος (πλοίου) αλλά κατά του πλοιοκτήτου, δεν υφίσταται το δικαίωμα σύλληψης.
Το άρθρ. 3(4) συναρτά την προβολή αξίωσης in rem με θέματα ιδιοκτησίας του πλοίου. Προβλέπει ότι:
"Ιn the case of any such claim as is mentioned in paragraphs (d) to (r) of subsection (1) of section one of this Act, being a claim arising in connection with a ship, where the person who would be liable on the claim in an action in personam was, when the cause of action arose, the owner or charterer of, or in possession or in control of, the ship, the Admiralty jurisdiction of the High Court............... may (whether the claim gives rise to a maritime lien on the ship or not) be invoked by an action in rem against -
(a) that ship, if at the time when the action is brought it is beneficially owned as respects all the shares therein by that person; or
............................................................................................................"
Aξίζει να μεταφερθεί εδώ ένα σύντομο σχόλιο από τον Halsbury's Laws of England, 3η έκδοση, τόμος 1, παραγρ. 88 σελ. 7 του Cumulative Supplement 1976, για τους σκοπούς των παραπάνω διατάξεων:
"The purpose of the Administration of Justice Act 1956, s. 3(4) is to confer for the first time the right to arrest either the ship in respect of which the cause of action is alleged to have arisen or any other ship in the same ownership; per Willmer, J., in the St. Elefterio, Schwarz & Co. (Grain), Ltd. v. St. Elefterio ex Arion (Owners), [1957] P. 179, at p. 185; [1957] 2 All E.R. 374, at p. 377A. Another of its purposes is to identify the person or persons whose ships may be arrested, such identification being a question of fact; The St. Merriel, Smith's Dock Co., Ltd. v. Owners of St. Merriel, [1963] P. 247; [1963] 1 All E.R. 537. Action can continue against a ship although after the issue of the writ and before service its ownership has been transferred (The Monica S., [1968] P.741; [1967] 3 All E.R. 740)."
O πρωτόδικος δικαστής εξέτασε τα στοιχεία που προσκομίστηκαν και από τις δυο πλευρές έχοντας κατά νουν ότι το βάρος απόδειξης αναφορικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του πλοίου βαρύνει την αιτήτρια ενάγουσα (βλ. Coli Maritime v. Ship El Sexto (1989) 1 C.L.R. 76 που παραπέμπει στην υπόθεση CY.T.A. v. The ship Maria (1983) 1 C.L.R. 825). Κατέληξε ότι η αιτήτρια δεν απέδειξε την κυριότητα του πλοίου, όπως απαιτείται από το άρθρ. 3(4). Και ακύρωσε το ένταλμα σύλληψης που είχε αρχικά εκδόσει ύστερα από μονομερή αίτηση. Το παραπάνω εύρημα προσβάλλεται ως λανθασμένο γιατί το δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στη μαρτυρία που προσήγαγε η αιτήτρια, ενώ η μαρτυρία της καθής, που επηρέασε την κρίση του δικαστηρίου, ήταν αντιφατική και επισφαλής ενόψει και της μαρτυρίας του λιμενικού λειτουργού κ. Π. Λουκά στην οποία θα αναφερθούμε.
Από το κλητήριο ένταλμα προκύπτει ότι τα πρόσωπα που θα ήταν υπεύθυνα για την απαίτηση σε προσωπική αγωγή στις 30/6/98 ήταν η Legpromexport, η οποία εδρεύει στη Μόσχα. Η καθής παρουσίασε φωτοαντίγραφα τριών εγγράφων για να δείξει ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο (26.1.00) είχε αλλάξει η ιδιοκτησία του εναγόμενου πλοίου. Συγκεκριμένα το έγγραφο πώλησης ημερ. 29/12/98 του Vega από τη Legpromexport στη Vega II Navigation Ltd. Πιστοποιητικό ημερ. 5/8/99 προσωρινής νηολόγησης του πλοίου Vega II (πρώην Vega) στο νηολόγιο της Μάλτας. Και το πιστοποιητικό διαγραφής του Vega από το ρωσικό νηολόγιο ημερ. 18/1/00 κατόπιν, όπως αναγράφει, πώλησης του από την Legpromexport στην καθής.
Η αιτήτρια πρόβαλε ότι ουδέποτε ενημερώθηκε για αλλαγή ιδιοκτησίας παρά την πυκνή αλληλογραφία της με την Legpromexport για την τακτοποίηση του υπολοίπου των οφειλών (τεκμ. 1-28 στην ένορκη δήλωση Rashevsky). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την ίδια ένορκη δήλωση, όταν το εναγόμενο πλοίο κατέπλευσε στη Λεμεσό (1) έφερε τη ρωσική σημαία, το όνομα Vega και το λογότυπο των ιδιοκτητών Legpromexport, και (2) ο πλοίαρχος του Vega είσπραξε $12.000 από τον κ. Rashevsky εκ μέρους της εταιρείας Navigar έναντι του χρέους και εξέδωσε απόδειξη στην οποία αναφέρεται το όνομα Vega και εκείνο της μοσχοβίτικης εταιρείας. Σε επίρρωση του ισχυρισμού αυτού κατατέθηκε ένορκη δήλωση από τον Π. Λουκά, στην οποία επισυνάφθηκαν το δηλωτικό άφιξης και απόπλου με τα εν λόγω στοιχεία.
Ο πρωτόδικος δικαστής εξέτασε και σχολίασε τις αιτιάσεις αυτές:
"Το γεγονός ότι όταν ήταν ελλιμενισμένο σε λιμάνι της Κύπρου το πλοίο δεν είχε δηλωθεί η αλλαγή του νηολογίου και της ιδιοκτησίας μπορεί ασφαλώς να εξηγηθεί με το γεγονός ότι, αφού η διαγραφή από το Ρωσσικό νηολόγιο έγινε μερικές μέρες πριν, δεν υπήρχαν τα αναγκαία έγγραφα για να παρουσιασθούν στις αρχές. Εν πάση περιπτώσει, όπως επεσήμανα και πιο πάνω, το βάρος απόδειξης, ότι συνεχιζόταν η ιδιοκτησία από τους ίδιους ιδιοκτήτες όταν κατεχωρείτο η αγωγή ήταν στους ώμους των αιτητών, βάρος το οποίο κατά την κρίση μου ουδόλως απέσεισαν. Αντίθετα, όλες οι ενδείξεις που προκύπτουν, κυρίως από τα τεκμήρια Α, Β και Γ, είναι ότι η θέση των καθ' ων η αίτηση περί της αλλαγής ιδιοκτησίας είναι ορθή."
Από το παραπάνω απόσπασμα προκύπτει ότι ο πρωτόδικος δικαστής εξέτασε σφαιρικά και έλαβε υπόψη κάθε στοιχείο που προσκομίστηκε από τους διαδίκους πριν αποφασίσει. Με το υλικό που είχε στη διάθεση του η κατάληξη του ήταν δικαιολογημένη. Ούτε αυτό το δικαστήριο εξετάζοντας την υπόθεση πρωτογενώς θα αποφάσιζε διαφορετικά. Το ότι η αλληλογραφία δεν αναφέρεται σε αλλαγή ιδιοκτησίας δεν μεταβάλλει την κατάσταση.
Η αίτηση για αναθεώρηση απορρίπτεται. Με έξοδα σε βάρος της αιτήτριας.
Η αίτηση για αναθεώρηση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της αιτήτριας.