ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 1676
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αίτηση Αρ. 98/2001
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.
Αναφορικά με το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος και τα άρθρα 3 και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 (33/64)
και
Αναφορικά με την Ενδιάμεση Απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στην Αίτηση Γονικής Μέριμνας αρ. 55/97, στις 28 Σεπτεμβρίου 2001, να μη παραπέμψει, σύμφωνα με το Άρθρο 144.1 του Συντάγματος, στο Ανώτατο Δικαστήριο, ζητήματα αντισυνταγματικότητας των άρθρων 6 και 10 του Νόμου 187/91 (σε συσχετισμό με την Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πολιτική Έφεση Αρ. 10606).
και
Αναφορικά με Αίτηση του Αιτητή στην πιο πάνω Αίτηση αρ. 55/97, για Έκδοση Ενταλμάτων της φύσεως Certiorari, Mandamus και Prohibition εναντίον της πιο πάνω Ενδιάμεσης Απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
----------------------------------- ------
6 Νοεμβρίου 2001
Για τον αιτητή: κ. Μ. Τριανταφυλλίδης με κα Ν. Κλεάνθους.
Για τον καθ΄ου η αίτηση: κ. Λ. Βραχίμης.
------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μετά από παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακών διαταγμάτων, είχα την ευκαιρία, με την καταχώρηση της αίτησης και της ενστάσεως, να έχω πληρέστερη εικόνα της υπόθεσης. Επισημαίνω δε τα ακόλουθα τα οποία προκύπτουν από τα στοιχεία που είναι ενώπιον μου.
Η υπόθεση αυτή άρχισε στις 20.3.1997, πριν δηλαδή από σχεδόν πέντε χρόνια, με την καταχώρηση της κυρίως αιτήσεως από τον Αιτητή κ. Μαρκιτανή, κατ΄ισχυρισμό φυσικό πατέρα της ανήλικης, και εναντίον του κ. Μουτζούρη, κατά νόμο πατέρα της ανήλικης. Ζητούντο πέντε πράγματα με την κυρίως αίτηση, αφαίρεση της γονικής μέριμνας από τον κ. Μουτζούρη και ανάθεση της στον Αιτητή, αφαίρεση της επιμέλειας του προσώπου της ανήλικης από τον κ. Μουτζούρη και ανάθεση της στον Αιτητή, αφαίρεση της γονικής μέριμνας και επιμέλειας του προσώπου της ανήλικης από τον κ. Μουτζούρη και ανάθεση της στον Αιτητή με διορισμό του ως Επιτρόπου για το σκοπό αυτό ή ανάθεση της σε άλλο κατάλληλο πρόσωπο ως Επίτροπο για το σκοπό αυτό, και τέλος, οποιαδήποτε άλλη θεραπεία, που είναι γενική αναφορά.
Σε μετέπειτα στάδιο καταχωρήθηκε άλλη αίτηση, η 65/1997, στην οποία εξεδόθη διάταγμα για ορισμό του Αιτητή ως Επιτρόπου της ανήλικης και ακόλουθα ο Αιτητής απέσυρε τις θεραπείες Γ και Δ της κυρίως αίτησης που αφορούσαν το αίτημα του για διορισμό του ή άλλου προσώπου ως Επιτρόπου. Η αίτηση αυτή είχε μακρά ιστορία στη συνέχεια στην οποία θα επανέλθω.
Με την υπεράσπιση η οποία κατεχωρήθη στην κυρίως αίτηση ετέθη ευθέως και κυρίως θέμα μη νομιμοποίησης του Αιτητή. Και τούτο αποτέλεσε τη βάση ουσιαστικά για τα περαιτέρω.
Στην 1.11.1999 κατεχωρήθη αίτηση για παραπομπή στο Ανώτατο Δικαστήριο θέματος συνταγματικότητας του άρθρου 18 ως προς τα Άρθρα 15, 28 και 30 του Συντάγματος. Η αίτηση αυτή, η οποία εξετάστηκε βέβαια με αναφορά στα υφιστάμενα δεδομένα, και χωρίς αναφορά στην αίτηση για τροποποίηση που είχε καταχωρηθεί στο μεταξύ στις 11.12.1999, απερρίφθη στις 15.5.2000 διότι εκρίθη ότι το θέμα δεν ήταν ουσιώδες για σκοπούς της κυρίως αίτησης. Όπως απεφάνθη το Δικαστήριο, γονέας σημαίνει κατά νόμο γονέας και, εφόσον το τεκμήριο αυτό δεν ανατρέπεται, μόνο ο κατά νόμο γονέας μπορεί να αποταθεί.
Η απόφαση αυτή ακολούθησε την απόφαση η οποία εδόθη στην αίτηση που κατεχωρήθη για έκδοση προνομιακού διατάγματος Certiorari εναντίον της απόφασης στην αίτηση 65/1997 στη βάση ότι το Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εκδώσει διάταγμα για ορισμό του Αιτητή ως Επιτρόπου αφού η αίτηση δεν κατεχωρήθη είτε από το γονέα, όπως ορίζεται στο νόμο, είτε από το Γραφείο Ευημερίας. Η απόφαση εκείνη εφεσιβλήθη και η απόφαση επί της εφέσεως είναι η αναφερθείσα στην πολιτική έφεση 10606, ημερ. 20.6.2000. Με την απόφαση εκείνη επικυρώθηκε η απόφαση η οποία εξεδόθη επί της αιτήσεως για έκδοση διατάγματος Certiorari και διότι εκρίθη ότι θα ήταν αλυσιτελές αν εκρίνετο η συνταγματικότητα αλλά και διότι εκρίθη ότι αυτή δεν ήταν η διαδικασία στην οποία θα μπορούσε να εγερθεί το θέμα της συνταγματικότητας. Και στην απόφαση αυτή θα επανέλθω όσον αφορά το πλήρες σκεπτικό του Εφετείου.
Το θέμα που βρίσκεται τώρα ενώπιον μου ηγέρθη όταν το Δικαστήριο στις 6.7.2000, που ήταν ορισμένη για προγραμματισμό η κυρίως αίτηση, αλλά και ορισμένη για ακρόαση η αίτηση για τροποποίηση της 11.11.1999 ώστε να προστεθεί στην κυρίως αίτηση αίτημα για ανάθεση της επιμέλειας του προσώπου της ανήλικης σε Επίτροπο άλλο από τον Αιτητή, ήτοι τη Διευθύντρια του Τμήματος Κοινωνικής Ευημερίας, εν όψει της απόσυρσης των θεραπειών αυτών στην κυρίως αίτηση και του τι ακολούθησε, έκρινε ότι έπρεπε να εξετάσει θέμα δικαιοδοσίας του εφόσον είχε στο μεταξύ εκδοθεί και απόφαση στην πολιτική έφεση 10606. Στα πλαίσια αυτά ηγέρθη θέμα συνταγματικότητας των άρθρων 6 και 10 του Νόμου και εζητήθη από το Οικογενειακό Δικαστήριο να παραπέμψει το θέμα της συνταγματικότητας στο Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 144.1. Το αίτημα αυτό απερρίφθη και η απόρριψη έδωσε το έναυσμα για την καταχώρηση της αιτήσεως για άδεια καταχώρησης αιτήσεως για έκδοση προνομιακών διαταγμάτων, που είναι ενώπιον μου σήμερα, αφού ενεκρίθη η αίτηση για άδεια.
Το Οικογενειακό Δικαστήριο, απορρίπτοντας το αίτημα, θεώρησε ότι η υιοθέτηση της ερμηνείας που εισηγείτο ο Αιτητής ως προς τον όρο "γονέας" θα ισοδυναμούσε με ανατροπή του τεκμηρίου της πατρότητας που δημιουργείται από το άρθρο 6, ανατροπή που θα ήταν δυνατό μόνο μετά από δικαστική διαδικασία με πρωτοβουλία των ατόμων που κατονομάζονται στο άρθρο 10, και θα ισοδυναμούσε με προσθήκη στη σχετική νομοθετική πρόνοια η οποία δεν ήταν δυνατή. Περαιτέρω, έκρινε ότι η επίλυση του ζητήματος της συνταγματικότητας των άρθρων 6 και 10 δεν θα μπορούσε ως εκ τούτου να οδηγήσει σε επίλυση της διαφοράς εφόσον δεν θα ήταν δυνατή η προσθήκη στο νόμο με αυτό τον τρόπο περαιτέρω δικαιώματος αμφισβητήσεως της πατρότητας σε άλλο πρόσωπο. Το Δικαστήριο βασίστηκε ιδιαίτερα στην απόφαση του Εφετείου στην πολιτική έφεση 10606 και κατάληξε ότι ως εκ τούτου δεν είχε δυνατότητα παραπομπής του εγερθέντος συνταγματικού θέματος.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή έχει επικεντρώσει τις εισηγήσεις του αφενός στην προσέγγιση του Οικογενειακού Δικαστηρίου στο θέμα της συνταγματικότητας, εισηγούμενος ότι δεν θα έπρεπε η συνταγματικότητα να κριθεί ως προς την αποτελεσματικότητα με αυτό τον τρόπο εφόσον εγείρεται ευθέως θέμα συνταγματικότητας της ίδιας της βάσης του σκεπτικού του δικαστηρίου, και κατά δεύτερο λόγο στην εμβέλεια της απόφασης του Εφετείου σε συσχετισμό με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου στην υπόθεση Kroon and Others v. The Netherlands, Publications of the European Court of Human Rights, Series A: Judgments and Decisions, Vol. 297, p. 46 (27 October 1994).
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Καθ΄ου η Αίτηση έχει εισηγηθεί ότι η απόφαση στην υπόθεση 10606 προδιαγράφει ότι δεν είναι δυνατή η προσβολή των άρθρων 6 και 10 στην παρούσα διαδικασία παρά μόνο σε διαδικασία προσβολής πατρότητας όπου και μόνο θα μπορούσε να κριθεί η συνταγματικότητα των άρθρων 6 και 10, παραπέμποντας βεβαίως και στην απόφαση του Εφετείου η οποία, όπως εισηγείται, αποφασίζει οριστικά όλα τα εγειρόμενα και στην παρούσα αίτηση θέματα.
Σημείο εκκίνησης πιστεύω πρέπει να αποτελέσει η αρχή ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο παραπέμπει εγειρόμενα θέματα συνταγματικότητας στο Ανώτατο Δικαστήριο μόνο εφόσον αυτά είναι σχετικά και αναγκαία για την έκβαση της ενώπιον του υπόθεσης. Και ορθώς το Οικογενειακό Δικαστήριο αποφάσισε το αίτημα το οποίο ήταν ενώπιον του σε αναφορά με τη βασική αυτή αρχή. Το ουσιαστικό ερώτημα βέβαια είναι κατά πόσο τα εγερθέντα ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου θέματα συνταγματικότητας ήταν αναγκαίο να παραπεμφθούν στο Ανώτατο Δικαστήριο ως ουσιώδη για την επίλυση της ενώπιον του διαφοράς. Επ΄αυτού κρίσιμη θεωρώ την προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πολιτική έφεση 10606 η οποία, όπως προανέφερα, θέτει δύο παραμέτρους που έχουν να κάμουν με την όλη αντίληψη του συσχετισμού των συνταγματικών θεμάτων προς τις διαδικασίες. Εδώ η κυρίως αίτηση βασίζεται στο άρθρο 18. Το άρθρο 6 και το άρθρο 10 υπεισέρχεται στην εικόνα εφόσον το μεν άρθρο 6 δημιουργεί το τεκμήριο της πατρότητας υπέρ του νομίμου συζύγου της μητέρας, το δε άρθρο 10 προνοεί για τους δικαιούμενους να προσβάλουν την πατρότητα στην οποία αναφέρεται το τεκμήριο του άρθρου 6. Σε διαδικασία στην οποία δεν επιδιώκεται η προσβολή της πατρότητας θεωρώ ότι δεν είναι δυνατό να εξετάζεται θέμα συνταγματικότητας άρθρων τα οποία έχουν να κάνουν με το τεκμήριο της πατρότητας και με τη δυνατότητα ανατροπής του όπως είναι η παρούσα διαδικασία. Αυτή πιστεύω είναι και η ουσία της απόφασης του Εφετείου ως προς το κατά πόσο θα ήταν δυνατό για το Δικαστήριο να αποδεχθεί αίτημα διορισμού Επιτρόπου προερχόμενο από πρόσωπο που δεν θα είχε τέτοιο δικαίωμα βάσει του άρθρου 18. Αναφέρομαι ιδιαίτερα στη σελίδα 11 της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου όπου αναφέρεται ότι:
"Θεωρούμε, λοιπόν, ότι υιοθέτηση της ερμηνείας που εισηγείται ο εφεσείων και αποδοχή του αιτήματος του να διοριστεί ως Επίτροπος, επικαλούμενος την ιδιότητα του φυσικού πατέρα, θα ισοδυναμούσε με ανατροπή του τεκμηρίου της πατρότητας το οποίο δημιουργείται από το άρθρο 6 του Νόμου 187/91 υπέρ του συζύγου της μητέρας. Όπως υποδεικνύεται πιο πάνω τέτοια ανατροπή είναι δυνατή μόνο μετά από δικαστική διαδικασία με πρωτοβουλία των ατόμων που κατονομάζονται στο άρθρο 10 του Νόμου 187/91. Περαιτέρω, ερμηνεία του Νόμου με τρόπο που να περιλαμβάνει και τον κατ΄ισχυρισμό φυσικό πατέρα θα
Ακολουθεί στη σελ. 13 η τοποθέτηση του Εφετείου επί του θέματος της αποτελεσματικότητας της επιλύσεως του συνταγματικού ζητήματος στην παρούσα διαδικασία, όπου αναφέρεται ότι:
"Έπεται πως η επίλυση του ζητήματος της αντισυνταγματικότητας δεν μπορεί να οδηγήσει στην αποδοχή του αιτήματος του εφεσείοντα για συμπερίληψη του στην ερμηνεία του όρου "γονέας". Κατά συνέπεια οι λόγοι αντισυνταγματικότητα απορρίπτονται ως αλυσιτελείς, και δεν θεωρούμε σκόπιμο να εισέλθουμε στην ουσία των λόγων αντισυνταγματικότητας."
Και αν δηλαδή ήταν ακόμα δυνατό να επιλυθεί το θέμα της συνταγματικότητας των άρθρων 6 και 10 στην παρούσα διαδικασία, αυτό θα ήταν αναποτελεσματικό εφόσον δεν θα ήταν δυνατό να προστεθεί στο νόμο οποιαδήποτε περαιτέρω πρόνοια όσον αφορά πρόσωπα τα οποία θα μπορούσαν να δικαιούνται να αποταθούν για διορισμό Επιτρόπου. Δεν υπάρχει οτιδήποτε στην απόφαση του Εφετείου που να αντιστρατεύεται την απόφαση στην υπόθεση Kroon, ούτε αφήνεται οποιοδήποτε περιθώριο περαιτέρω εξέτασης συνταγματικότητας στην προκειμένη περίπτωση. Παρατηρώ κατ΄αρχή ότι η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στην υπόθεση
Kroon αφορά βεβαίως τη διάγνωση της υποχρέωσης του κράτους να μεριμνήσει για την αναγνώριση των θεσμών στις οικογενειακές σχέσεις και τέτοια διάγνωση δεν εξυπακούει ότι αυτόματα διαμορφώνεται ο νόμος του κράτους ώστε να περιλαμβάνει πρόνοιες οι οποίες δεν είναι ήδη εκεί.Κατά δεύτερο και κύριο λόγο δε, ισχύει και στην προκειμένη περίπτωση το λεχθέν στην κατάληξη της υπόθεσης 10606 ότι:
"Ο εφεσείων δεν διεκδίκησε, με την υποβληθείσα αίτηση, δικό του ατομικό δικαίωμα να προσβάλει ως ο κατ΄ισχυρισμό φυσικός πατέρας, το τεκμήριο πατρότητας που δημιουργείται από το νομοθετικό τεκμήριο. Το ίδιο το τεκμήριο δεν θα μπορούσε από οποιαδήποτε σκοπιά να θεωρηθεί αντισυνταγματικό. Και ενόσω ίσχυε δεν παρεχόταν στον εφεσείοντα δυνατότητα υποβολής αίτησης για να εκπροσωπήσει την ανήλικη ώστε να θέσει εκ μέρους της ζήτημα πατρότητας. Επομένως, ο διορισμός του ως επιτρόπου της ανήλικης, για τον εν λόγω σκοπό, βρισκόταν έξω από τη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου."
Η ουσία του πράγματος είναι ότι, αν δεν ανατραπεί το τεκμήριο της πατρότητας και αν δεν στοιχειοθετηθεί δικαίωμα ανατροπής του τεκμηρίου της πατρότητας στις διαδικασίες που αρμόζουν για τους σκοπούς εκείνους, δεν είναι δυνατό σε διαδικασία η οποία παρέπεται ως η διαδικασία βάσει του άρθρου 18 να εγερθούν για αποτελεσματική επίλυση της διαφοράς συνταγματικά θέματα ως προς τα άρθρα 6 και 10 του Νόμου.
Για τους λόγους αυτούς θεωρώ ότι η απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου δεν δίδει έρεισμα για έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων και η αίτηση που είναι ενώπιον μου απορρίπτεται.
Θα ήθελα να παρατηρήσω, παίρνοντας αφορμή και από την προηγούμενη αναφορά μου στο χρόνο καταχώρησης της κυρίως αιτήσεως, αλλά και από τα πρακτικά τα οποία έχουν επισυναφθεί στην ένσταση, ότι προκύπτει ανησυχία για το μήκος της διαδικασίας ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου και την καθυστέρηση η οποία έχει παρατηρηθεί στην εκδίκαση των εγερθέντων ενώπιον του δικαστηρίου θεμάτων.
Καμιά διαταγή για έξοδα.
Δ.
/ΚΧ"Π