ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 1 ΑΑΔ 1592

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙO OIKOΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

ΕΦΕΣΗ Αρ. 118

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Α. ΚΡΑΜΒΗ, Δ.Δ.

Μεταξύ:

Άννας Γ. Γεωργίου, από τη Λεμεσό

Εφεσείουσας/Αιτήτριας

- και -

Γεώργιου Αντωνίου Γεωργίου, από τη Λεμεσό

Εφεσιβλήτου/Καθ ΄ου η αίτηση

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 19 Οκτωβρίου, 2001.

Για την εφεσείουσα: Σ. Παπακυριακού.

Για τον εφεσίβλητο: Χρ. Αδάμου.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Μ. ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα στις 12.5.1995 καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου με την οποία αξιούσε τα κάτωθι:-

"Α) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι ο Εναγόμενος, ο οποίος έχει γραμμένα σήμερα στο όνομά του τα 2825/11500 μερίδια του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 20474, Φύλλο/Σχέδιο LIV/44, τεμάχιο 1013, που βρίσκεται στη Λεμεσό, έχει γραμμένο στο όνομά του και/ή κατέχει ένα μέρος του πιο πάνω μερίδιου με την ιδιότητα του ως θεματοφύλακα (Trustee) και για λογαριασμό της Ενάγουσας.

Β) Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται η ακύρωση του τίτλου ιδιοκτησίας και/ή εγγραφής του πιο πάνω στην παράγραφο Α αναφερομένου μεριδίου, από το όνομα του Εναγομένου και η διόρθωση της εγγραφής στο Κτηματολόγιο Λεμεσού, ούτως ώστε ο Εναγόμενος να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης του πραγματικού του μεριδίου και το υπόλοιπο μερίδιο να εγγραφεί στο όνομα της Ενάγουσας.".

Διαζευκτικά δε ζητούσε αποζημιώσεις.

Ένα χρόνο αργότερα, στις 28.5.96, η υπόθεση παραπέμφθηκε από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, προδήλως, με βάση τις διατάξεις του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων (Τροποποιητικού) Νόμου του 1996 (Ν. 34(1)/96).

Ο Πρωτοκολλητής του Οικογενειακού Δικαστηρίου ενεργώντας, σύμφωνα με την παραπομπή, καταχώρησε την αγωγή, μετονομάζοντας την σε αίτηση στο μητρώο του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού με αριθμό 44/96.

Μέχρι την παραπομπή της στο Οικογενειακό Δικαστήριο η εφεσείουσα-ενάγουσα δεν είχε καταχωρήσει Έκθεση Απαίτησης, η οποία τελικά καταχωρήθηκε ένα σχεδόν χρόνο μετά την παραπομπή, στις 8.4.97. Ακολούθως ο εφεσίβλητος καταχώρησε Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης.

Η ακροαματική διαδικασία άρχισε ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου στις 16.3.98 και περατώθηκε την 1.6.99. Το Δικαστήριο άκουσε την προφορική μαρτυρία 14 μαρτύρων. Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να εκφράσουμε την απαρέσκειά μας για τη χρονική διάρκεια των 15 μηνών για την περάτωση της ακροαματικής διαδικασίας. Είναι εντελώς απαράδεκτο η ακροαματική διαδικασία να τεμαχίζεται και να ακούεται σε αραιά προφανώς διαστήματα. Έχει τονισθεί επανηλειμμένα από το Ανώτατο Δικαστήριο και σχετικές οδηγίες και εγκύκλιοι έχουν εκδοθεί, ότι η ακροαματική διαδικασία πρέπει να είναι συνεχής από μέρα σε μέρα, εάν είναι δυνατό, για τη σύντομη αποπεράτωσή της. Στην παρούσα υπόθεση η ακρόαση των 14 μαρτύρων έγινε σε 21 συνεδρίες του Δικαστηρίου κατά αραιά διαστήματα πέραν των πολλών άλλων αναβολών που έχουν δοθεί.

Το Οικογενειακό Δικαστήριο στην απόφασή του που δόθηκε στις 31.12.1999 απέρριψε τελικά την αίτηση της αιτήτριας ως πρόωρη. Το ίδιο έπραξε και για την ανταπαίτηση εκτός ενός μικρού μέρους της που αφορούσε 6 κουταλάκια ασημένια αξίας £25,= για τα οποία εξέδωσε σχετική απόφαση. Δεν επεδίκασε οποιαδήποτε έξοδα σε βάρος οποιουδήποτε διαδίκου. Τα θέματα της ανταπαίτησης καθώς και η διαταγή για μη επιδίκαση εξόδων δεν αποτελούν θέματα της παρούσας έφεσης.

Με την έφεση της η εφεσείουσα προσβάλλει με τρεις ξεχωριστούς λόγους το τελικό συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αίτηση της ήταν πρόωρη και ότι δεν είχε νόμιμη βάση αγωγής.

Ο πρώτος λόγος έφεσης έχει ως εξής:-

"Το πρωτόδικον δικαστήριο παρέβει τους κανόνες περί φυσικής δικαιοσύνης αποφασίζοντας επί νομικού σημείου, από μόνο του και αποστερώντας στην αιτήτρια το δικαίωμα να ακουστεί στο Δικαστήριο πριν αυτό εκδόσει την απόφαση του επί του εν λόγω νομικού σημείου.".

Στο περίγραμμα αγόρευσης του ο δικηγόρος της εφεσείουσας επικαλείται το Άρθρο 30.3(β) του Συντάγματος. Ισχυρίζεται ότι η παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να ζητήσει και να ακούσει τους διαδίκους προτού αποφασίσει επί του νομικού σημείου αποτελεί παράβαση του Συντάγματος και κατά συνέπεια η απόφαση του πρέπει να ανατραπεί.

Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση της εφεσείουσας. Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι θέματα δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου είναι πρωταρχικής και καίριας σημασίας και το Δικαστήριο κέκτηται εξουσίας να τα εξετάσει αυτεπάγγελτα (ex proprio motu). Ακόμα στο θέμα της δικαιοδοσίας το κατώτερο Δικαστήριο έχει, όχι μόνο εξουσία, αλλά και καθήκον να το εξετάσει. Στην υπόθεση Philippou v. Philippou (1986) 1 CLR 689, στη σελίδα 698 αναφέρονται τα εξής:-

"The jurisdiction of the inferior Courts in this country must be traced in the statute establishing them. Trial and decision by an inferior Court on a matter on which it has no jurisdiction is a nullity. The question of jurisdiction is one for the Court, and it is our plain duty to decide whether there has been an absence of jurisdiction if satisfied that it is so. It is always the duty of the Court to take notice of a point which goes to the jurisdiction of the Court of trial - (R. v. Dennis, [1924] 1 K.B. 867). Simpson and Another v. Crowle & Others, [1921] 3 K.B. 243)."

(Βλέπε επίσης: Τάκης Ζαβρού ν. Ανδρέα Χαραλάμπους (1996) 1 ΑΑΔ 447 και Βουνού ν. Βουνού (1995) 1 ΑΑΔ 168).

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά τη μελέτη και έκδοση της απόφασης, που ακολούθησε την ακροαματική διαδικασία ασχολήθηκε με το θέμα της δικαιοδοσίας και ειδικότερα αν είχε ενώπιον του έγκυρη και νόμιμη διαδικασία που θα του έδιδε δικαιοδοσία να της επιληφθεί και να εκδόσει έγκυρη απόφαση.

Το παράπονο της εφεσείουσας έγκειται στο γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επανάνοιξε την υπόθεση, μετά την επισήμανση του θέματος, πριν την έκδοση της απόφασης, για να δώσει την ευκαιρία στους δικηγόρους των διαδίκων να αγορεύσουν επί του θέματος.

Όσο επιθυμητό και αν είναι το Δικαστήριο να ζητά και να ακούει τους δικηγόρους των διαδίκων και επί νομικών σημείων, συμπεριλαμβανομένου και αυτού της δικαιοδοσίας, παρά ταύτα είμαστε της γνώμης, σύμφωνα με τη νομολογία, ότι η παράλειψη αυτή δεν οδηγεί σε ακύρωση της απόφασης.

Οι πρόνοιες του Άρθρου 30(3)(β) δεν είναι δυνατό να ερμηνευθούν με την ευρύτητα που εισηγείται ο δικηγόρος της εφεσείουσας. Οι πρόνοιες αυτές του Συντάγματος διασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο που είναι διάδικος σε αστική διαδικασία να έχει εύλογο ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεση του ενώπιον του Δικαστηρίου υπό συνθήκες που να μην το θέτουν σε μειονεκτική θέση έναντι του αντιδίκου του. (Βλέπε: Pilavacki & Co. Ltd. v. International Chemical Company Ltd. (1965) 1 CLR 97).

Στην παρούσα υπόθεση δεν προκύπτει, ούτε υπάρχει εισήγηση, ότι καθ΄ οιονδήποτε τρόπο παραβιάσθηκαν τα δικαιώματα της εφεσείουσας. Η εφεσείουσα είχε και την ευκαιρία και τον κατάλληλο χρόνο για να παρουσιάσει την υπόθεση της ενώπιον του Δικαστηρίου υπό συνθήκες που δεν την έθεταν σε μειονεκτική θέση έναντι του αντιδίκου της.

Καταλήγουμε, κατά συνέπεια, ότι ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ανεδαφικός και απορρίπτεται.

Οι άλλοι δύο λόγοι έφεσης έχουν ως εξής:-

"Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η αίτηση ήταν πρόωρη και την απέρριψε.".

"Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τα γεγονότα στο Νόμο.".

Είναι η εισήγηση του δικηγόρου της εφεσείουσας ότι η αγωγή που κατ΄ αρχήν καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο είχε ως βάση της το καταπίστευμα (trust) και σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο, κατά τον πιο πάνω χρόνο, ήταν σύμφωνη με το νόμο και είχε καλή βάση αγωγής. Εισηγείται περαιτέρω ότι με την παραπομπή της αγωγής στο Οικογενειακό Δικαστήριο δεν έχει αλλάξει η βάση της αγωγής ούτε το νομικό της πλαίσιο, όπως εσφαλμένα απεφάνθη το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με δεδομένα τα αναμφισβήτητα γεγονότα ότι:

(α) η αγωγή είχε καταχωρηθεί στις 12.5.95

(β) η έκδοση του διαζυγίου έγινε στις 9.7.96, και

(γ) ότι διάσταση μεταξύ των διαδίκων-συζύγων επήλθε στις 3.5.94, κατέληξε ως εξής:-

"Προκύπτει πως μέχρι την καταχώρηση της αγωγής, στις 12.5.95, δεν παρεχόταν η δυνατότητα συμπλήρωσης τριετούς διάστασης. Με άλλα λόγια δεν είχε επέλθει το χρονικό σημείο γέννησης της αξίωσης και η ενάγουσα δεν είχε βάση αγωγής στις 12.5.95. Η αγωγή της "σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου", ως ίσχυε στο χρόνο εκείνο, ήταν πρόωρη.".

Συμφωνούμε με την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Με τη δημοσίευση στις 30.12.91 του Νόμου 232/91 (Νόμος που Ρυθμίζει τις Περιουσιακές Σχέσεις των Συζύγων και άλλα Συναφή Θέματα) οι περιουσιακές διαφορές μεταξύ συζύγων εκδικάζονται από το Οικογενειακό Δικαστήριο. Το άρθρο 14 του Νόμου έχει ως εξής:-

"14.-(1) Σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί, ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων που διαρκεί περισσότερο από τρία χρόνια, και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αφότου τελέσθηκε ο γάμος αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσο συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.".

Με τον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Τροποποιητικό) Νόμο του 1996 (Ν. 33(1)/96) προστέθηκε ο εξής ορισμός για τις περιουσιακές σχέσεις:-

"'περιουσιακές σχέσεις' σημαίνει τις σχέσεις που αφορούν κινητή και ακίνητη περιουσία που αποκτήθηκε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου.".

Η ένταξη του πιο πάνω ορισμού στο βασικό νόμο έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί προσδιορίζει τη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Σύμφωνα με την υπόθεση Philippou (πιο πάνω):-

"The jurisdiction of the inferior Courts in this country must be traced in the statute establishing them.".

Η αγωγή της εφεσείουσας παραπέμφθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο δυνάμει της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 3 του Ν. 34(1)/96 που έχει ως εξής:-

"Εκκρεμείς διαδικασίες κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου που έχουν ως επίδικο αντικείμενο περιουσιακές διαφορές με βάση το άρθρο 2 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου, όπως τροποποιήθηκε από τον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Τροποποιητικό) Νόμο του 1996, παραμένουν και ολοκληρώνονται ενώπιον των Επαρχιακών Δικαστηρίων νοουμένου ότι άρχισε η ενώπιόν τους ακροαματική διαδικασία με την κατάθεση μαρτύρων, άλλως παραπέμπονται στο στάδιο που βρίσκονται ενώπιον των αρμόδιων Οικογενειακών Δικαστηρίων.".

Είναι πρόδηλη η σύνδεση της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 3 του Ν. 34(1)/96 με τον ορισμό των περιουσιακών σχέσεων στο άρθρο 2 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 23/90). Οι περιουσιακές αυτές διαφορές αφορούν "περιουσία που αποκτήθηκε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ρυθμίσεων των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου.".

Από την Έκθεση Απαίτησης προκύπτει με σαφήνεια ότι η εφεσείουσα διεκδικούσε μερίδιο από περιουσία που ήταν εγγεγραμμένη στον εφεσίβλητο και αποκτήθηκε μετά την τέλεση του γάμου. Κατά συνέπεια ενέπιπτε στις διατάξεις του νόμου ως έχει τροποποιηθεί και το Οικογενειακό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την αίτηση.

Η βάση της αγωγής "περιλαμβάνει το σύνολο των γεγονότων των θεμελιούντων το αγώγιμο δκαίωμα, περί ου η αγωγή ....." όπως αναφέρεται στο άρθρο 2 του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/60). Βάση αγωγής κατά κανόνα προκύπτει όταν υπάρχει πρόσωπο που μπορεί να ενάγει και πρόσωπο που μπορεί να εναχθεί και εφόσον συντρέχουν όλα τα γεγονότα που είναι αναγκαία να αποδειχθούν προκειμένου να επιτύχει ο ενάγοντας. (Βλέπε: Halsbury's Laws of England, 4η Έκδοση, Τόμος 28, παράγραφος 622 και Nakis Bonded v. Middle East Export (1981) 1 CLR 361).

Tα αναγκαία γεγονότα που θεμελιώνουν αγώγιμο δικαίωμα, σύμφωνα με το νόμο περιέχονται στο άρθρο 14 όπως έχει παρατεθεί πιο πάνω. Βασική προϋπόθεση για τη θεμελίωση της αξίωσης της εφεσείουσας είναι είτε λύση ή ακύρωση του γάμου είτε διάσταση των συζύγων που διαρκεί περισσότερο από τρία χρόνια. Η γένεση συνεπώς του αγώγιμου δικαιώματος εξαρτάται από τα πιο πάνω.

Όπως έχουμε διαπιστώσει κατά το χρόνο έγερσης αγωγής δεν συνέτρεχε καμιά από τις πιο πάνω προϋποθέσεις. Η λύση του γάμου επήλθε 14 περίπου μήνες μετά την καταχώρηση της αγωγής η δε διάσταση μεταξύ των συζύγων-διαδίκων είχε επέλθει μόνο ένα περίπου χρόνο πριν την καταχώρηση. Κατά συνέπεια η εφεσείουσα δεν είχε αγώγιμο δικαίωμα κατά το χρόνο καταχώρησης της αγωγής και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο τη θεώρησε πρόωρη και την απέρριψε.

Ο δικηγόρος της εφεσείουσας προωθεί επίσης την εισήγηση ότι η αγωγή της εφεσείουσας βασίζεται σε εμπίστευμα (trust) και επομένως λανθασμένα το Οικογενειακό Δικαστήριο εφάρμοσε το άρθρο 2 του Ν. 232/91. Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το επιχείρημα αυτό. Εάν η εισήγηση στοχεύει στον ισχυρισμό ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την αίτηση τότε ορθά έχει απορριφθεί.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο όμως δεν έχει αποφασίσει ότι δεν έχει δικαιοδοσία στην υπόθεση λόγω του πιο πάνω γεγονότος. Απλώς παρατηρεί ότι λανθασμένα εγέρθηκε η αγωγή στη βάση του εμπιστεύματος. Η Έκθεση Απαίτησης περιέχει όλα εκείνα τα γεγονότα που συνηγορούν ότι η αξίωση της εφεσείουσας εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου 14 του Ν. 232/91 για συμμετοχή στην περιουσία που αποκτήθηκε μετά το γάμο. Η εξουσία του Δικαστηρίου δεν περιορίζεται στην παροχή μιας ή περισσοτέρων από τις επιδιωκόμενες θεραπείες. Εφόσον στοιχειοθετούνται τα γεγονότα στο σώμα της Έκθεσης Απαίτησης για την παροχή θεραπείας, αυτή μπορεί να αποδοθεί χωρίς να έχει επιζητηθεί. (Βλέπε: Κennedy Hotels Ltd. v. Indjirdjian (1992) 1 AAΔ 400, Drane v. Evangelou (1978) 2 All ER 437, Αριστοδήμου ν. Χαραλάμπους (1990) 1 ΑΑΔ 319).

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

Δ.

Δ.

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο