ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 1643
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10621
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΗΛΙΑΔΗ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ,
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, ΔΔ.
Μεταξύ:
Μαρίνας Μιχαήλ
Εφεσείουσας
και
Μανώλη Γιάγκου
Εφεσίβλητου
------------------------------
29 Οκτωβρίου 2001
Για την Εφεσείουσα: κα Χρ. Αργυρού.
Για τον Εφεσίβλητο: κ. Α. Ποιητής.
---------------------
Αρτεμίδης, Δ.
: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσειο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χατζηχαμπής, Δ.
: Η Εφεσείουσα και ο Εφεσίβλητος τέλεσαν το γάμο τους το 1990. Το 1994 ο γάμος διαλύθηκε. Εν τω μεταξύ, είχαν ανεγείρει κατοικία σε μισό οικόπεδο το οποίο αγοράστηκε το 1989 με την προοπτική του γάμου και το οποίο πληρώθηκε και από τους δύο, όπως πληρώθηκε και η ανέγερση της κατοικίας. Το οικόπεδο όμως είχε εγγραφεί επ΄ονόματι του Εφεσίβλητου και έτσι, μετά τη διάλυση του γάμου, η Εφεσείουσα ήγειρε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο αναφορικά με το συμφέρον της στην κατοικία, την οποία βάσισε σε παράβαση συμφωνίας ή καταπιστεύματος και αδικαιολόγητο πλουτισμό.Ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου ήχθη η αγωγή, εξετάζοντας θέμα δικαιοδοσίας, αποφάσισε ότι, καθ΄όσον η αγωγή δεν εβασίζετο στον περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμο του 1991, Ν. 232/91, αλλά στο Κοινοδίκαιο και τις αρχές της Επιείκειας, το Επαρχιακό και όχι το Οικογενειακό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία. Αντίθετη άποψη είχε ο αδελφός μας Δικαστής ενώπιον του οποίου το θέμα ετέθη με αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Prohibit
ion, το οποίο και εξέδωσε στη βάση ότι αποκλειστική δικαιοδοσία είχε το Οικογενειακό Δικαστήριο, εφ΄όσον επρόκειτο για περιουσιακές σχέσεις των συζύγων που περιλαμβάνονται, σύμφωνα με τον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμο του 1990, Ν. 23/90 (όπως τροποποιήθηκε) στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου και καλύπτονται, σύμφωνα με τη νομολογία, από την αναφορά του Άρθρου ΙΙΙ του Συντάγματος στις οικογενειακές σχέσεις. Παραθέτουμε το σκεπτικό του στη σελίδα 8:"Προβλήθηκε από την ευπαίδευτο συνήγορο της καθ΄ης η αίτηση ότι το Άρθρο 111 του Συντάγματος όπως τροποποιήθηκε, δεν περιλαμβάνει μέσα στις σχέσεις που διαγιγνώσκονται από τα Οικογενειακά Δικαστήρια και τις περιουσιακές σχέσεις. Η απάντηση στο πιο πάνω επιχείρημα δίδεται από την απόφαση στην υπόθεση Βουνού ν. Βουνού (1995) 1 ΑΑΔ 168 και από την απόφαση της πλειοψηφίας στην υπόθεση Δαδακαρίδης ν. Δαδακαρίδου (1990) 1 ΑΑΔ 566). Αποφασίστηκε ότι η δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου εκτείνεται και σε θέματα που σχετίζονται με τις οικογενειακές σχέσεις. Ο όρος καλύπτει οικογενειακές αστικές διαφορές που εμπίπτουν στον κλάδο του Οικογενειακού Δικαίου. Αυτές διακρίνονται σε προσωπικές και περιουσιακές. Έτσι και το Δικαστήριο στην υπόθεση Βουνού ν. Βουνού, ανωτέρω, κατέληξε ότι οι οικογενειακές σχέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2Α του Άρθρου 111 του Συντάγματος, όπως τροποποιήθηκε, περιλαμβάνει και τις περιουσιακές σχέσεις, ιδιαίτερα στο βαθμό που αυτές αγγίζουν την οικογένεια."
Οι λόγοι της έφεσης (ο πρώτος απεσύρθη), έχουν κοινό άξονα. Λέγεται (στο δεύτερο λόγο έφεσης) ότι είναι λανθασμένη η ερμηνεία που εδόθη στον όρο "οικογενειακές σχέσεις" που περιλαμβάνονται, σύμφωνα με το Άρθρο 111 του Συντάγματος, στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου, ώστε να καλύπτει και περιουσιακές διαφορές που βασίζονται σε παράβαση συμφωνίας ή καταπιστεύματος ή αδικαιολόγητο πλουτισμό. Και ότι η ερμηνεία αυτή αντίκειται στην ισχύουσα νομοθεσία. Λέγεται περαιτέρω και συναφώς (στον τρίτο λόγο έφεσης) ότι οι μόνες περιουσιακές σχέσεις που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου είναι εκείνες που βασίζονται στο άρθρο 14 του Νόμου 232/91, παραπέμποντας, στο περίγραμμα αγόρευσης, στο ότι ο ίδιος ο ορισμός του όρου "περιουσιακές σχέσεις" στο άρθρο 2 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου καθορίζει τις περιουσιακές σχέσεις σε συνάρτηση με περιουσία που αποκτήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου 232/91 (όπως τροποποιήθηκε), η μόνη σχετική διάταξη του οποίου είναι το άρθρο 14. Και λέγεται, τέλος (στον τέταρτο λόγο έφεσης), γενικά ότι η δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου περιορίζεται σε αυτή που του ανατίθεται από το Άρθρο 111 του Συντάγματος και οποιοδήποτε άλλο νόμο. Οι λόγοι έφεσης συμπλέκονται λοιπόν και ανάγονται σε ενιαία εισήγηση, έτσι δε τους εξετάζουμε και εμείς.
Η απόφαση του αδελφού μας Δικαστή εξεδόθη στις 14.9.1999, η δε εναντίον της έφεση ασκήθηκε στις 7.10.1999 και τα περιγράμματα αγορεύσεων συμπληρώθησαν στις 20.7.2000. Έξι ημέρες αργότερα δόθηκε η απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στην υπόθεση Λογγίνου ν. Λογγίνου, Έφεση 103, 26.7.2000. Ο Καλλής, Δ., ο οποίος έδωσε την ομόφωνη απόφαση, τόνισε την εξελικτική ευρύτητα του ορισμού του όρου "περιουσιακές σχέσεις" στο άρθρο 2 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου, που υπάγεται, σύμφωνα με το άρθρο 11 του εν λόγω Νόμου, στην αρμοδιότητα του Οικογενειακού Δικαστηρίου, ώστε να καλύπτει όλες τις σχέσεις που αφορούν κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία που αποκτήθηκε με την προοπτική του γάμου πριν ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους σύμφωνα με το Νόμο 232/91. Όπως το έθεσε στη σ. 10:
"Με τις πιο πάνω νομοθετικές διατάξεις ο νομοθέτης έχει εκδηλώσει με σαφή τρόπο την πρόθεση του να εντάξει όλες τις περιουσιακές διαφορές μεταξύ συζύγων, σε σχέση με περιουσία που αποκτήθηκε με την προοπτική του γάμου πριν ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου, από οποιοδήποτε από τους συζύγους, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου 232/91. Επομένως από τη στιγμή που μια διαδικασία έχει ως επίδικο αντικείμενο περιουσιακή διαφορά με βάση το άρθρο 2 του Νόμου 2
Δοθείσας της απόφασης στη Λογγίνου ν. Λογγίνου, η απόφαση εκείνη, όπως παρατηρήθηκε και από τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην υπόθεση Γρηγορίου ν. Γρηγορίου, Πολ. Έφ. 10961, 26.9.2001, πρέπει να είναι το εναρκτήριο σημείο μας, ακολουθεί δε από το λόγο της ότι η επίδικη στην προκείμενη έφεση διαφορά εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου ως αφορώσα περιουσιακές σχέσεις των συζύγων.
Με την έφεση αμφισβητείται βέβαια η ερμηνεία του ορισμού του όρου "περιουσιακές σχέσεις" στο άρθρο 2 του Νόμου 23/90 (όπως τροποποιήθηκε) ώστε να περιλαμβάνει όλες τις περιουσιακές σχέσεις μεταξύ των συζύγων. Είναι δε σε συνάρτηση με αυτή τη θέση που έχουμε κληθεί να αποκλίνουμε από το λόγο της Λογγίνου ν. Λογγίνου, η οποία βασίζεται ευθέως στην ευρεία αυτή αντίληψη της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου σε συνάρτηση με τον εν λόγω ορισμό στο άρθρο 2. Έχοντας όμως υπ΄όψη τις νομολογιακές αρχές που διέπουν τη δυνατότητα απόκλισης από δικαστικό προηγούμενο, δεν είμαστε ικανοποιημένοι ότι στην προκειμένη περίπτωση συντρέχουν τέτοιες προϋποθέσεις, και συγκεκριμένα ότι έχει επαρκώς καταδειχθεί το λανθασμένο του λόγου της Λογγίνου ν. Λογγίνου που να δικαιολογεί το σοβαρό και δραστικό βήμα της απόκλισης μας από αυτή, και μάλιστα αφού ούτε το θέμα έχει συζητηθεί με τη δέουσα ειδική αναφορά σε όλα τα δεδομένα που διέπουν το σκεπτικό της Λογγίνου ν. Λογγίνου, ούτε η επίδικη διαφορά στην προκειμένη περίπτωση είναι τέτοιας φύσης που να μην εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου και αν ακόμα ο ορισμός του όρου "περιουσιακές σχέσεις" δεν είχε την ευρύτητα που του αναγνωρίζεται στη Λογγίνου ν. Λογγίνου
.Θα θέλαμε να τονίσουμε περαιτέρω ότι η έφεση έχει ουσιαστικά συμπλέξει δύο πράγματα τα οποία πρέπει να αντικρίζονται χωριστά: τη δικαιοδοσία και το εφαρμοστέο δίκαιο. Σύμφωνα με τη Λογγίνου ν. Λογγίνου, όλες οι περιουσιακές σχέσεις των συζύγων υπάγονται στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Αυτό όμως δεν σημαίνει και ότι όλες αποφασίζονται με αποκλειστική αναφορά στο άρθρο 14 του Νόμου 232/91. Ο εφαρμοστέος κανόνας δικαίου σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, όπως υπεδείχθη και στη Λογγίνου ν. Λογγίνου, εξαρτάται από τη φύση της απαίτησης, το δε Οικογενειακό Δικαστήριο έχει εξουσία, βάσει των άρθρων 11(1), 14(β) και 16(1) του Νόμου 23/90 και του άρθρου 31 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60), να εφαρμόζει ανάλογα τις αρχές του κοινοδικαίου και του δικαίου της επιείκειας αν η απαίτηση βασίζεται σε αυτές. Τούτο, εξ άλλου, εξυπακούεται και από την αυτοτέλεια του κάθε συζύγου, που και συνταγματικά κατοχυρώνεται και αναγνωρίζεται στο άρθρο 13 του Νόμου 232/91. Η αναγνώριση δικαιοδοσίας στο Οικογενειακό Δικαστήριο σε όλες τις περιουσιακές διαφορές των συζύγων λοιπόν ούτε την αυτοτέλεια των συζύγων αντιστρατεύεται ούτε αποκλείει την εφαρμογή, ανάλογα με τη φύση της διαφοράς, του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, είτε αυτός προέρχεται από τις αρχές του κοινοδικαίου ή του δικαίου της επιείκειας ή το Νόμο 232/91.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΚΧ"Π