ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 1263
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10529
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΔΔ.Μεταξύ:
Ντίνου Μιχαηλίδη, από τη Λεμεσό
Εφεσεί οντος/Εναγόμενου
- και -
Χρήστου Πουργουρίδη, από τη Λεμεσό
Εφεσίβ λητου/Ενάγοντα
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 14.9.2001Για τον εφεσείοντα: κα Κ. Κακουλή.
Για τον εφεσίβλητο: κ. Σ. Φασουλιώτης.
- - - - - -
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.
: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίουθα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.
: Στις 20.3.1999 ο εφεσείων (εναγόμενος/καθ΄ου η αίτηση), που είχε πρόσφατα παραιτηθεί από Υπουργός Εσωτερικών, ήταν φιλοξενούμενος στην εκπομπή «Πρόσωπο με Πρόσωπο» που μεταδόθηκε, μεταξύ των ωρών 12.00 και 2.00μ.μ., από το Τρίτο Πρόγραμμα του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου. Στη διάρκεια της εκπομπής ο εφεσείων ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι ο εφεσίβλητος (ενάγων/αιτητής):(α) Με το αιτιολογικό ότι τον γνώριζε καλά, είχε ζητήσει την πολιτογράφηση ως Κύπριου πολίτη του αλλοδαπού Μουρατιάν, ο οποίος, σύμφωνα με τον Αρχηγό της Αστυνομίας, είχε σχέση με εγκληματικά στοιχεία και είχε θεωρηθεί ως ύποπτος συμμετοχής σε υπόθεση φόνου.
(β) Επέμενε πεισματικά να αλλάξει η ρυμοτομία σε συγκεκριμένη περιοχή της Λεμεσού προκειμένου να ωφεληθεί η ιδιοκτήτρια οικοδομής στην οποία, στη συνέχεια, ο ίδιος ο εφεσίβλητος βρέθηκε να είναι κάτοχος δύο διαμερισμάτων.
(γ) Μιλώντας σε τηλεοπτική συνέντευξη στο Λονδίνο, το 1974, όταν ρωτήθηκε κατά πόσο εκτιμά ότι η Τουρκία θα εισβάλει στην Κύπρο, απάντησε «παρά ο Μακάριος, καλύτερα οι Τούρκοι».
(δ) Εξασφάλισε μεγάλης αξίας κτηματική περιουσία στο Μονιάτη από εταιρεία την οποία αντιπροσώπευε ως δικηγόρος και η οποία είχε κηρύξει πτώχευση.
Το περιεχόμενο των πιο πάνω ισχυρισμών του εφεσείοντος, αλλά και άλλων, θεωρήθηκε από τον εφεσίβλητο ως δυσφημιστικό για το άτομό του. Ως εκ τούτου, δύο μέρες αργότερα, στις 22.3.1999, καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού την υπ΄ αριθμό 2225/99 αγωγή δυσφήμισης κατά του εφεσείοντος. Την ίδια μέρα, 22.3.1999, μετά από μονομερή αίτησή του, ο εφεσίβλητος πέτυχε την έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος με το οποίο το Δικαστήριο διέταξε,
«όπως εμποδισθεί ο Εναγόμενος - καθ΄ου η αίτηση προσωπικά, οι υπηρέτες και / ή αντιπρόσωποι του από του να επαναλαμβάνουν με οποιοδήποτε τρόπο τον ισχυρισμό ότι ο Ενάγων εκμεταλλεύθηκε τη θέση του και ή άσκησε με παράνομο τρόπο την επιρροή του ως βουλευτής και ή δικηγόρος και πλούτισε αθέμιτα και ή ότι ο Ενάγων ήταν διεφθαρμένος στην διαγωγή του ως βουλευτής και ή δικηγόρος εκτός εάν ο Εναγόμενος καθ΄ου η αίτηση εμφανισθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την 24.3.99 και ώραν
Ακολούθως, και αφού στις 24.3.1999 η δικηγόρος του εφεσείοντος δήλωσε ότι επρόκειτο να ενστεί στην αίτηση, η σχετική ειδοποίηση πρόθεσης ένστασης καταχωρήθηκε στις 30.3.1999. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων των διαδίκων, και αφού άκουσε την μαρτυρία τους και τις αγορεύσεις των δικηγόρων τους, στις 23.4.1999, με ενδιάμεση απόφασή του, διέταξε όπως:
«Α. Το διάταγμα ημερομηνίας 22/3/1999 οριστικοποιηθεί και δια του παρόντος οριστικοποιείται με την πιο κάτω προσθήκη:
«αναφορικά με τα πιο κάτω:
α) της πολιτογράφησης του αλλοδαπού Μουρατιάν
β) της αλλαγής της ρυμοτομίας στην οικοδομή της εταιρείας Mastello Ltd στη Λεμεσό
γ) της φερόμενης δήλωσης «παρά ο Μακάριος καλύτερα οι Τούρκοι»
δ) της εξασφαλισμένης κτηματικής περιουσίας στο Μονιάτη»
Β. Ο Εναγόμενος πληρώσει στον Ενάγοντα το ποσό των £22.00 έξοδα εκδόσεως του παρόντος διατάγματος πλέον τα έξοδα της αιτήσεως όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.»
Η ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου είναι το αντικείμενο της ενώπιόν μας έφεσης.
Ο πρώτος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι είχε εξουσία να εκδώσει το επίδικο διάταγμα μονομερώς αφ΄ ης στιγμής, στη νομική βάση της αίτησης, δεν γινόταν επίκληση του άρθρου 9 του Κεφ. 6 και της Δ.48 θ.8(1)(ss). Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Η αίτηση στηριζόταν στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου και τη Δ.48 θθ.1 και 2
. Με την επίκλησή τους ικανοποιήθηκε πλήρως η δικονομική επιταγή της Δ.48 θ.1 για περίληψη στη νομική βάση της αίτησης τόσο του ουσιαστικού και δικαιοδοτικού όσο και του δικονομικού πλαισίου που προσέδιδε στο Δικαστήριο την εξουσία να εκδώσει το επίδικο διάταγμα. Αφ΄ ης στιγμής, από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την αίτηση, το στοιχείο του επείγοντος ήταν σαφές, το Δικαστήριο είχε την εξουσία να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα μονομερώς, και δη στηριζόμενο στο άρθρο 9 του Κεφ. 6, έστω και αν δεν γινόταν, όπως και δεν γινόταν, επίκλησή του στην αίτηση. Στην In re Hadjisoteriou (1986) 1 ΑΑΔ 429 αποφασίστηκε ρητά ότι η παράλειψη αναφοράς του άρθρου 9 του Κεφ. 6 στη νομική βάση μονομερούς αίτησης δεν συνιστά ουσιαστική δικονομική παρατυπία συνεπαγόμενη ακυρότητα της διαδικασίας. Η θέση αυτή δεν διαφοροποιήθηκε με την Πολιτική Έφεση 10337, Bank for Foreign Trade of Russian Federation "Vneshtorgbank" v. ICC Chemicals (UK) Ltd, 13.10.1999, την οποία επικαλέσθηκε η δικηγόρος του εφεσείοντα για να εισηγηθεί ότι ανέτρεψε σιωπηρά την In re Hadjisoteriou. Εκεί απλώς αποφασίστηκε ότι η Δ.64 εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει συμμόρφωση προς τους Θεσμούς, και μόνο στην έκταση που η ίδια καθορίζει, και ότι η παράλειψη αναφοράς συγκεκριμένων άρθρων της νομοθεσίας, όπως του άρθρου 9 του Κεφ. 6, σε αίτηση βάσει της Δ.48 δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά μη συμμόρφωση προς τους Θεσμούς. Συνιστά παράλειψη στήριξης της αίτησης, που κατά τα λοιπά συμμορφώνεται προς τους Θεσμούς, σε συγκεκριμένο άρθρο της νομοθεσίας. Δεν αποφασίστηκε ότι η παράλειψη αναφοράς του άρθρου 9 του Κεφ. 6 στη νομική βάση μονομερούς αίτησης συνεπάγεται ακυρότητα της διαδικασίας ή καθιστά το τυχόν εκδοθέν διάταγμα ακυρωτέο.Όσον αφορά την εισήγηση ότι, στη νομική βάση της αίτησης, θάπρεπε να περιληφθεί και η Δ.48 θ.8(1)(ss), σύμφωνα με την οποία αιτήσεις μπορούν να γίνουν μονομερώς «σε κάθε άλλη περίπτωση στην οποία αναφέρεται ρητά ότι η αίτηση μπορεί να γίνει μονομερώς», παρατηρούμε ότι αυτή δεν είναι ορθή. Η Δ.48 θ.8(1)(ss) δεν θάπρεπε να περιληφθεί στη νομική βάση της αίτησης. Και τούτο διότι, ορθά ερμηνευόμενη, η Δ.48 θ.8(1)(ss) αναφέρεται σε άλλες περιπτώσεις όπου, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας (και όχι σε άλλους Θεσμούς ή σε νομοθεσία, όπως είναι το άρθρο 9 του Κεφ. 6
) προβλέπεται ρητά ότι η συγκεκριμένη αίτηση, στη βάση του συγκεκριμένου Θεσμού Πολιτικής Δικονομίας, μπορεί να γίνει μονομερώς.Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η μη αποκάλυψη και μη αναφορά από τον εφεσίβλητο των προηγούμενων αναφορών του εφεσείοντα, για μερικά από τα επίδικα θέματα, δεν ήταν ουσιαστικής μορφής ώστε να το οδηγήσει στη διακοπή της διαδικασίας και, επίσης, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την παράλειψη αποκάλυψης από
τον εφεσίβλητο, με την ένορκο δήλωση που υποστήριζε την αίτησή του, σωρείας δικών του κατηγοριών κατά του εφεσείοντα. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας, έκρινε ότι η παράλειψη αποκάλυψης από τον εφεσίβλητο των προηγούμενων αναφορών του εφεσείοντα για μερικά από τα επίδικα θέματα δεν ήταν ουσιαστικής σημασίας, αφού εύλογα θεώρησε ότι οι οποιεσδήποτε τέτοιες αναφορές του εφεσείοντα ήταν ουσιωδώς διαφορετικές από τις επίδικες και, εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν τέτοιας μορφής έτσι ώστε η μη αποκάλυψή τους να ήταν καθοριστική για την έκδοση του διατάγματος στο στάδιο της μονομερούς αίτησης. Εν πάση περιπτώσει, για τρία τουλάχιστον από τα θέματα της αίτησης, δηλαδή την ισχυριζόμενη δήλωση «παρά ο Μακάριος, καλύτερα οι Τούρκοι», την εξασφάλιση περιουσίας στο Μονιάτη και την καταδίκη του εφεσιβλήτου, από Ελληνικό Δικαστήριο, για φορολογικά θέματα, ο ίδιος ο εφεσείων παραδέχθηκε, κατά την αντεξέτασή του, ότι τα έθιξε για πρώτη φορά στη συνέντευξη που αποτέλεσε το έναυσμα για την καταχώρηση της αγωγής στα πλαίσια της οποίας υποβλήθηκε η αίτηση.Όσον αφορά την εισήγηση για παράλειψη του εφεσιβλήτου να αποκαλύψει, με την ένορκο δήλωση που υποστήριζε την αίτησή του, τη σωρεία των δικών του κατηγοριών κατά του εφεσείοντα, παρατηρούμε ότι αυτή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Από την ένορκο δήλωση που υποστήριζε την αίτηση του εφεσίβλητου (παράγραφοι 4, 5 και 6) προκύπτει καθαρά ότι όντως είχε προβεί σε σωρεία δηλώσεων κατά του εφεσείοντα για εκμετάλλευση της θέσης του ως Υπουργού Εσωτερικών και για απόκτηση μεγάλης περιουσίας κατά τρόπο αθέμιτο.
Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι η παράθεση της μαρτυρίας από το Δικαστήριο είναι σε πολλά σημεία ανακριβής και ελλιπής, σε βαθμό που τα συμπεράσματά του, στο βαθμό που βασίζονται στη μαρτυρίας όπως αυτή παρατέθηκε από το Δικαστήριο, να καθίστανται ακροσφαλή. Προς υποστήριξη αυτού του λόγου έφεσης, η δικηγόρος του εφεσείοντος αναφέρεται σε τρεις περιπτώσεις όπου, κατά την εκτίμησή της, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε εσφαλμένα την ενώπιόν του μαρτυρία με αποτέλεσμα, κατά την εισήγησή της, να καταλήξει σε ακροσφαλή συμπεράσματα. Δεν προσδιορίζει όμως, με την απαραίτητη σαφήνεια, ποια είναι, κατά την εισήγησή της, τα ακροσφαλή αυτά συμπεράσματα. Χωρίς αυτό
τον προσδιορισμό δεν μας παρέχεται η δυνατότητα, ως Εφετείο, να εξετάσουμε το βάσιμο αυτού του λόγου έφεσης εφόσον, για να επέμβουμε πάνω στη βάση ότι το Α ή Β συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ακροσφαλές στη βάση της ενώπιόν του μαρτυρίας, και μάλιστα από το σύνολό της, θα πρέπει να μας έχει πρώτα υποδειχθεί, με εύλογη σαφήνεια, ποιο είναι αυτό το συμπέρασμα.
Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι «εσφαλμένα προέβη το Δικαστήριο σε ευρήματα αξιοπιστίας και/ή σε αξιολόγηση μαρτυρίας και/ή διέγνωσε την ουσία της υπόθεσης και/ή προδίκασε την έκβαση της αγωγής», και τούτο γιατί «ευρήματα κακοπιστίας δεν είναι ευχερές ή παραδεκτό να γίνονται στο στάδιο της εκδίκασης προσωρινών διαταγμάτων γιατί συνιστούν χωρίς άλλο αξιολόγηση μαρτυρίας και/ή ευρήματα αξιοπιστίας και/ή διαγιγνώσκουν την ουσία της υπόθεσης και/ή προδικάζουν την έκβαση της αγωγής
& το γεγονός ότι το Δικαστήριο πρόσθετε κάθε φορά φράσεις όπως «εκ πρώτης όψεως» ή «χωρίς ν΄ αποφαίνομαι επί της ουσίας» και άλλες παρόμοιες, δεν μπορεί ν΄ αναιρέσει το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το Δικαστήριο στην πραγματικότητα αποφάνθηκε επί της ουσίας και προέβη σε ευρήματα επί της ουσίας.». Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε υποχρέωση ν΄ αποφασίσει κατά πόσο συνέτρεχαν ή όχι οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, ήτοι (α) ότι υπήρχε ή όχι σοβαρό ζήτημα για εκδίκαση, (β) ότι υπήρχε ή όχι ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας της αγωγής και (γ) ότι θα ήταν ή όχι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο χωρίς την έκδοση του διατάγματος. Για να μπορέσει να αποφασίσει κατά πόσο υπήρχε σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και, ιδιαίτερα, κατά πόσο υπήρχε ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας της αγωγής του εφεσίβλητου, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε άλλη εκλογή παρά να προχωρήσει σε διαπιστώσεις κατά πόσο υπήρχε, μεταξύ άλλων, ορατό ενδεχόμενο ύπαρξης κακοπιστίας εκ μέρους του εφεσείοντος. Αυτό έπραξε και τίποτε περισσότερο.Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων δεν ενήργησε με καλή πίστη (α) σε ότι αφορά το ζήτημα της πολιτογράφησης του αλλοδαπού και (β) σε ότι αφορά το ζήτημα της ρυμοτομίας. Ούτε αυτοί οι λόγοι ευσταθούν.
Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα, και εξετάζοντας κατά πόσο συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32, στηριζόμενο, κατά κύριο λόγο, στο γεγονός ότι ο εφεσείων, αν και τελικά ενέκρινε ο ίδιος το αίτημα για πολιτογράφηση του αλλοδαπού, εν τούτοις δεν αποκάλυψε το γεγονός αυτό κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στη διαπίστωση ότι συνέτρεχε ορατό ενδεχόμενο κακοπιστίας εκ μέρους του.
Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα, και πάλι εξετάζοντας κατά πόσο συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32, στηριζόμενο, κατά κύριο λόγο, στο γεγονός ότι ο εφεσείων, αν και γνώριζε ότι τελικά εγκρίθηκε η αλλαγή της ρυμοτομίας, εν τούτοις δεν αποκάλυψε το γεγονός αυτό αλλά, αντίθετα, παρουσίασε τον εφεσίβλητο να προβάλλει παράλογες και παράνομες αξιώσεις προς όφελος της ιδιοκτήτριας της οικοδομής, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στη διαπίστωση ότι συνέτρεχε ορατό ενδεχόμενο κακοπιστίας εκ μέρους του.
Σύμφωνα με τη νομολογία, το Εφετείο επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου μόνο όταν αυτά δεν δικαιολογούνται από την προσαχθείσα μαρτυρία εξεταζόμενη στην ολότητά της. Δεν επεμβαίνει όταν, στη βάση της ενώπιόν του μαρτυρίας, εξεταζόμενης στην ολότητά της, το πρωτόδικο Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να καταλήξει στα υπό εξέταση ευρήματα. Στην προκείμενη περίπτωση, και στη βάση του συνόλου της ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρίας, κρίνουμε ότι, τόσο σε ότι αφορά το ζήτημα της πολιτογράφησης του αλλοδαπού όσο και σε ότι αφορά το ζήτημα της ρυμοτομίας, το εύρημά του για ορατό ενδεχόμενο κακοπιστίας εκ μέρους του εφεσείοντος ήταν εύλογα επιτρεπτό.
Άλλοι λόγοι έφεσης που προβάλλονται, και που είναι συναφείς, είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε την προβληθείσα υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη του άρθρου 21(1)(α) του Κεφ. 148, σε σχέση με τη δήλωση του εφεσείοντος για τη χρησιμοποίηση της φράσης «παρά ο Μακάριος, καλύτερα οι Τούρκοι» από τον εφεσίβλητο, αλλά εξέτασε την εν λόγω δήλωση μόνο μέσα στα πλαίσια της υπεράσπισης του εντίμου σχολίου και, επίσης, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε την υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη του άρθρου 21(1)(α
) του Κεφ. 48 σε σχέση με τη δήλωση του εφεσείοντος για εξασφάλιση περιουσίας στο Μονιάτη από τον εφεσίβλητο. Και αυτοί οι λόγοι είναι αβάσιμοι. Διότι, για να είχε τη δυνατότητα επιτυχίας η υπεράσπιση, είτε του εντίμου σχολίου είτε του προνομίου υπό επιφύλαξη, έπρεπε, απαραίτητα, να είχε διαφανεί ότι οι επίδικες δηλώσεις έγιναν με καλή πίστη εκ μέρους του εφεσείοντος.Όσον αφορά τη δήλωση για χρησιμοποίηση της φράσης «παρά ο Μακάριος, καλύτερα οι Τούρκοι» από τον εφεσίβλητο, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε, για τον περιορισμένο σκοπό της ενώπιόν του διαδικασίας προς διατήρηση ή όχι σε ισχύ του εκδοθέντος διατάγματος, κατά πόσο ο εφεσείων έκαμε τη δήλωση με καλή πίστη, κατέληξε στο εκ πρώτης όψεως εύρημα περί ύπαρξης κακής πίστης εκ μέρους του στηριζόμενο στο γεγονός ότι αυτός, αν και δεν είχε στην κατοχή του βιντεοταινία που να εμφανίζει τον εφεσίβλητο να χρησιμοποιεί τη φράση «παρά ο Μακάριος, καλύτερα οι Τούρκοι», εν τούτοις, πρόβαλε ψευδώς τον ισχυρισμό αυτό στη ραδιοφωνική του συνέντευξη. Επομένως, αφ΄ ης στιγμής το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στο εύρημα για ύπαρξη εκ πρώτης όψεως κακοπιστίας εκ μέρους του εφεσείοντος, όχι μόνο η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου αλλά ούτε και η υπεράσπιση του προνομίου επί επιφύλαξη θα μπορούσε να επιτύχει. Το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναφέρει ρητά ότι εξετάζει και την υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη, και δεν τη δέχεται, δε σημαίνει και ότι την αγνόησε αφ΄ ης στιγμής εξέτασε το συστατικό στοιχείο της ύπαρξης καλής πίστης και δεν το αποδέχθηκε, πάντοτε για τον περιορισμένο σκοπό της ενώπιόν του διαδικασίας.
Όσον αφορά την εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν εξέτασε την υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη σε σχέση με τη δήλωση του εφεσείοντος για εξασφάλιση περιουσίας στο Μονιάτη από τον εφεσίβλητο, έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής: Ο εφεσείων είπε, κατά τη συνέντευξή του, «Δεν έχω ασχοληθεί με όσα έχω ακούσει για τον κ. Πουργουρίδη ούτε πως απέκτησε για παράδειγμα τις τόσες μετοχές εκεί που τις απόκτησε στο Μονιάτη από κάποιο πτωχεύσαντα πελάτη του, του οποίου ήταν δικηγόρος, και βρέθησαν στα χέρια του από την Έφορο Διαχείρισης της περιουσίας αυτού του ανθρώπου, βρέθηκαν στα χέρια του, δεν το ερεύνησα ακόμα. Ας το ερευνήσει το αρμόδιο σώμα.». Κατά τη μαρτυρία του, ο εφεσείων αποκάλυψε
ότι, στην πραγματικότητα, είχε μιλήσει με τον Έφορο Εταιρειών για το όλο ζήτημα, με αποτέλεσμα το πρωτόδικο Δικαστήριο να θεωρήσει την παράλειψη αποκάλυψης της συνομιλίας αυτής, όπως, επίσης, και την απουσία παράθεσης όλων των σχετικών γεγονότων στη συνέντευξη, ως στοιχείο που υποδηλούσε την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως κακοπιστίας εκ μέρους του ώστε να μην μπορεί να επιτύχει, όχι μόνο η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου, αλλά και η υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη. Όπως στην περίπτωση της δήλωσης «παρά ο Μακάριος, καλύτερα οι Τούρκοι», έτσι και εδώ, το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναφέρει ρητά ότι εξετάζει την υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη, και δεν την δέχεται, δε σημαίνει και ότι την αγνόησε, αφ΄ ης στιγμής απέρριψε το στοιχείο της καλής πίστης εκ μέρους του εφεσείοντος.Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε την απουσία καλής πίστης εκ μέρους του εφεσείοντος σε σχέση με τη δήλωσή του για την εξασφάλιση περιουσίας στο Μονιάτη από τον εφεσίβλητο. Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Η εκ μέρους του εφεσείοντος παράλειψη αποκάλυψης της συνομιλίας του με τον Έφορο Εταιρειών, όπως και άλλων σχετικών γεγονότων, εύλογα μπορούσε να οδηγήσει, όπως και οδήγησε, το πρωτόδικο Δικαστήριο στο εύρημα για εκ πρώτης όψεως απουσία καλής πίστης εκ μέρους του. Πέραν τούτου, όπως ορθά παρατήρησε ο δικηγόρος του εφεσιβλήτου, και μόνη η παραδοχή του εφεσείοντος ενώπιον του Δικαστηρίου ότι δεν ερεύνησε κατά πόσο ήταν αληθή τα όσα ανέφερε σε σχέση με το θέμα της εξασφάλισης περιουσίας στο Μονιάτη από τον εφεσίβλητο, συνιστούσε, αφ΄ εαυτής, σαφή ένδειξη μη ύπαρξης καλής πίστης εκ μέρους του, εφόσον δεν κατέβαλε οποιαδήποτε προσπάθεια για να εξακριβώσει κατά πόσο τα όσα ανέφερε ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα.
Άλλος λόγος έφεσης είναι ότι «εσφαλμένα έκρινε το Δικαστήριο στα πλαίσια της τρίτης προϋπόθεσης του άρθρου 32 ότι ο Εφεσείων κατέφυγε σε δυσφημιστικά δημοσιεύματα ή σε ανακριβή πληροφόρηση που θίγει τον Εφεσίβλητο για την προσωπική του υπόληψη» για το λόγο ότι
«το εύρημα αυτό είναι εύρημα ουσίας και δεν έχει θέση σε ενδιάμεση απόφαση για προσωρινό διάταγμα.». Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Στα πλαίσια της διερεύνησης του ισοζυγίου της ευχέρειας, ήτοι του κατά πόσο η διατήρηση του διατάγματος σε ισχύ θα προκαλούσε μεγαλύτερη ζημιά παρά η ακύρωσή του, ζητήματος που ήταν απόλυτα σχετικό, το πρωτόδικο Δικαστήριο, προς αιτιολόγηση της κατάληξής του για οριστικοποίηση του διατάγματος, εξέφρασε την ακόλουθη, ορθή, προσέγγιση:«Η ελευθερία του λόγου είναι μια κορυφαία έκφραση της δημοκρατικής κοινωνίας στην οποία ζούμε. Η ανάμειξη των ανθρώπων στην πολιτική, που επίσης αποτελεί δημοκρατική έκφραση, προκαλεί από μόνη της κριτικά σχόλια. Η αναφορά στις πράξεις και ενέργειες των πολιτικών προσώπων είναι αναγκαία δημοκρατική εκδήλωση.
Πλην όμως η καταφυγή σε δυσφημιστικά δημοσιεύματα ή σε ανακριβή πληροφόρηση, όταν μάλιστα θίγουν άλλα πρόσωπα έστω και πολιτικούς, όχι για τις εκδηλωθείσες πολιτικές τους θέσεις αλλά για την προσωπική τους υπόληψη, δεν μπορεί παρά η πλάστιγγα να κλίνει υπέρ της προστασίας του ατόμου και των προσωπικών του δικαιωμάτων. Αντικείμενο της δικαστικής προστασίας είναι η προσωπικότητα και η αξία του ανθρώπου, τονίστηκε στην υπόθεση «Αλήθεια» και άλλοι ν. Χ. Λεωνίδα Πολ. Εφ. 9435 ημερ. 19.5.1997.»
Προβάλλεται, επίσης, ο ακόλουθος λόγος έφεσης: «Εσφαλμένα απέφυγε το Δικαστήριο ν΄ ασχοληθεί με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που αναφέρθηκαν στην αγόρευση για τον Εφεσείοντα, οι οποίες δίδουν τέτοια ερμηνεία που να καθίσταται φανερό ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις 2 και 3 του άρθρου 32.» Και τούτο γιατί «η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου την οποία το Δικαστήριο αγνόησε, καθορίζει ότι αξίζουν προστασίας και οι δηλώσεις που προσβάλλουν, σοκάρουν και ενοχλούν, νοουμένου ότι παρέχεται μια αντικειμενικά κατανοητή επεξήγηση γι΄ αυτές και ότι οι πολιτικοί πρέπει να επιδεικνύουν μεγαλύτερη ανοχή στην κριτική από τους μη πολιτικούς και ότι η απόδειξη της αλήθειας της δήλωσης δεν πρέπει ν΄ απαιτείται και ούτε είναι σχετική
. Αν λάμβανε υπόψη αυτή τη νομολογία το Δικαστήριο δε θα οριστικοποιούσε το προσωρινό διάταγμα, ιδίως λαμβανομένης υπόψη της σημασίας που δίνει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην προστασία της ελευθερίας του λόγου και της (εσφαλμένης) κρίσης του Δικαστηρίου ότι η υπόληψη τρίτων είναι σημαντικότερη απ΄ αυτήν.». Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Στο περίγραμμα αγόρευσης της δικηγόρου του εφεσείοντος γίνεται εκτενής αναφορά στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε σχέση με υποθέσεις όπου μη πολιτικά πρόσωπα, όπως δημοσιογράφοι ή απλοί πολίτες, επιτέθηκαν με δριμύτητα και σχολίασαν προσβλητικά και με σκληρότητα πολιτικού περιεχομένου απόψεις και ενέργειες πολιτικών προσώπων. Στην προκείμενη περίπτωση, πολιτικός, όπως ο εφεσείων, κακόπιστα εκ πρώτης όψεως, με αναφορά σε αναληθή γεγονότα, επιτέθηκε με δριμύτητα σε άλλο πολιτικό πρόσωπο, τον εφεσίβλητο, θίγοντας καίρια, όχι μόνο το ήθος, αλλά και την προσωπική και επαγγελματική του υπόληψη. Στη βάση των ενώπιόν του στοιχείων, όπως τα αξιολόγησε, εύλογα το πρωτόδικο Δικαστήριο οριστικοποίησε το προσωρινό διάταγμα. Και εύλογα παρέλειψε να ασχοληθεί με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που του αναφέρθηκε εφόσον αυτή, με τα ενώπιόν του δεδομένα, δεν ήταν ιδιαίτερα υποβοηθητική.Άλλος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι είχε ικανοποιηθεί η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32, υπό την έννοια ότι εσφαλμένα θεώρησε ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας βάρυνε υπέρ της διατήρησης του διατάγματος σε ισχύ παρά στην ακύρωσή του. Και τούτο διότι ο εφεσίβλητος είχε απεριόριστη πρόσβαση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και θα μπορούσε να απαντήσει στις κατηγορίες του εφεσείοντος και, συνεπώς, δεν έμενε χωρίς προστασία, ενώ, αντίθετα, ο εφεσείων, συνεπεία του διατάγματος,
δεν θα μπορούσε να απαντήσει στις κατηγορίες του εφεσιβλήτου ο οποίος θα μπορούσε να τον δυσφημεί πλέον ανεμπόδιστα, εφόσον, μάλιστα, όπως δήλωσε στο Δικαστήριο, σκόπευε να συνεχίσει να κατηγορεί τον εφεσείοντα. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Το διάταγμα δεν απαγόρευσε στον εφεσείοντα να απαντά στις κατηγορίες που ήδη διατύπωσε ή θα διατύπωνε εναντίον του ο εφεσίβλητος. Το διάταγμα απαγόρευσε στον εφεσείοντα να επαναλάβει συγκεκριμένους ισχυρισμούς εναντίον του εφεσιβλήτου, εντελώς άσχετους με τις κατηγορίες του εφεσιβλήτου εναντίον του εφεσείοντος.Ο τελευταίος λόγος έφεσης αναφέρεται στα έξοδα. Σύμφωνα με τη δικηγόρο του εφεσείοντος, το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του εξουσία καταδικάζοντας τον εφεσείοντα στα έξοδα της διαδικασίας. Και τούτο γιατί η ένσταση του εφεσείοντος στην οριστικοποίηση του διατάγματος πέτυχε μερικώς αφού αυτό, τελικά, περιορίστηκε σε απαγόρευση επανάληψης τεσσάρων από τις επτά επίδικες δηλώσεις. Ούτε και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η γενεσιουργός αιτία των εξόδων δεν προκλήθηκε από τον εφεσίβλητο. Προκλήθηκε από τον εφεσείοντα με τις δηλώσεις του εναντίον του εφεσιβλήτου, που είχαν ως αποτέλεσμα την καταχώρηση της αγωγής και, στα πλαίσιά της, την έκδοση και, ακολούθως, τη διαδικασία οριστικοποίησης του επίδικου απαγορευτικού διατάγματος. Εύλογα, επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του εξουσία, επιδίκασε τα έξοδα της διαδικασίας εις βάρος του εφεσείοντος.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.
Δ.
Δ.
/ΧΤΘ