ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 1442
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10171
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ ΔΔ
Μεταξύ:
1. Wilfrid Wortham
2. George Wortham
3. Anthony C.P. Drayton
4. Ian Petor Parslow όλοι από το Ηνωμένο Βασίλειο
Εφ εσειόντων
και
1. α) Ντίνας Κώστα Τσίμον, εκ Λάρνακος
β) Δημήτρη Κώστα Τσίμον, εκ Καναδά
γ) Κύρου Κώστα Τσίμον, εξ Αγίων Ομολογητών
Απάντων κληρονόμων του αποβιώσαντος Κώστα Τσίμον ο οποίος απεβίωσε μετά τον θάνατο του Γεώργιου Τσίμον
2. Δέσποινας Μερκεζά, αδελφής του αποβιώσαντος, εξ
Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής
3. Σωτήρη Τσίμον, αδελφού του αποβιώσαντος, εξ Αθηνών
4. α) Χλόης Ανδρέα Τσίμον, εκ Φασουρίου
β) Χρίστου Ανδρέα Τσίμον εκ Φασουρίου
γ) ΄Ελλης Ανδρέα Τσίμον εκ Λευκωσίας
Απάντωνκληρονόμων του αποβιώσαντος Ανδρέα Τσίμον ο οποίος απεβίωσε μετά το θάνατο του Γεώργιου Τσίμον.
5. α) Γιάννη Καλαβά εκ Λευκωσίας
β) Ελένης Καλαβά Καδή, εκ Λευκωσίας
Αμφοτέρων τέκνων και κληρονόμων της Μαρίας Καλαβά το γένος Τσίμον τέως εκ Λευκωσίας προαποβιωσάσης αδελφής του Γεωργίου Τσίμον
6. Σχολικής Επιτροπής Πρωτοβάθμιων Σχολών της Πόλεως Κυρηνείας Φ/δι Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, εκ Λευκωσίας
7. Σχολικής Επιτροπής των Δευτεροβάθμιων Σχολών της Πόλεως Κυρηνείας Φ/δι Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, εκ Λευκωσίας
8. Σχολικής Επιτροπής των Πρωτοβάθμιων Σχολών Καραβά Φ/δι Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, εκ Λευκωσίας
9. Σχολικής Επιτροπής των Δευτεροβάθμιων Σχολών Καραβά Φ/δι Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού εκ Λευκωσίας
10. Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, εκ Λευκωσίας
11. Δημήτριος Γ. Στυλιανίδης, διαχειριστής (P.L.) της περιουσίας του αποβιώσαντος Γεωργίου Τσίμον τέως εκ Φασουρίου.
9;Εφεσιβλήτων
------------------------
26 Σεπτεμβρίου 2001
Για τους εφεσείοντες: Δ. Αραούζος.
Για τους εφεσίβλητους 1 - 5, 8 και 9: Α. Ταλιαδώρος
Για τους εφεσίβλητους 6 και 7: Α. Ταλιαδώρος προσωπικά και για τον Α. Ανδρεάδη.
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:
Οι εφεσείοντες, ως κληρονόμοι και κληροδόχοι της Αγνής Τσίμον, με πρωτογενή αίτησή τους επιδίωξαν δυο στόχους. Τη διευκρίνιση της κατάστασης σε σχέση με τη δυνατότητα εκτέλεσης κληροδοτημάτων στα οποία αναφερόταν η διαθήκη του Γεωργίου Τσίμον. Τα κληροδοτήματα θα απέληγαν υπέρ των ελληνορθόδοξων πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων σχολείων της Κερύνειας και του Καραβά και εγειρόταν θέμα αναφορικά με το κατά πόσο αυτά υφίσταντο και λειτουργούσαν κατά το χρόνο του θανάτου του Γεωργίου Τσίμον στις 6.6.92. Περαιτέρω, στο ίδιο πλαίσιο, κατά πόσο υπήρχαν τότε επιτροπές ή σώματα που διοικούσαν τα σχολεία, αν αυτά υφίσταντο.Ο δεύτερος στόχος αφορούσε στον "καθορισμό του ύψους των κληροδοτημάτων και/ή κληρονομικών μεριδίων εκάστου των κληροδόχων και των κληρονόμων του αποβιώσαντος". Αυτό, νοουμένου ότι οι πρωταρχικές αμφισβητήσεις τους σε σχέση με τα πιο πάνω κληροδοτήματα θα φαίνονταν πως δεν ευσταθούσαν. Οπότε έθεταν θέμα, για λόγους που εξηγούν, μείωσης εκείνων των κληροδοτημάτων αλλά και άλλου υπέρ της περιουσίας της Αγνής Τσίμον, συζύγου του Γεωργίου Τσίμον, που απεβίωσε στις 16.6.95.
Από την άλλη πλευρά, επίσης κληρονόμους αλλά και αναφερόμενους ως κληροδόχους στη διαθήκη, κατατέθηκαν ένσταση και ένορκη δήλωση. Τα αναφερόμενα στην ύπαρξη και στη διοίκηση των σχολείων δε θα μας απασχολήσουν. Στην πορεία της πρωτόδικης διαδικασίας οι εφεσείοντες δέχθηκαν την ύπαρξη των σχολείων και εγκατέλειψαν τα αιτήματα, όπως τα συνοψίσαμε υπό την ενότητα "1ος στόχος". Παρέμεινε το τελευταίο, ο δεύτερος στόχος, και εγκρίθηκε αίτηση των εφεσιβλήτων για την εκδίκαση, πριν από οτιδήποτε άλλο, των ενστάσεων αναφορικά με θεμελιακής φύσης ζητήματα, όπως αυτά εξειδικεύθηκαν στις ένορκες δηλώσεις που κατατέθηκαν. Εξήγησε το πρωτόδικο δικαστήριο πως επιτυχία των ενστάσεων οδηγεί "σε καταληκτική πορεία την κυρίως αίτηση".
Aπασχόλησε το πρωτόδικο δικαστήριο, ως πρώτο θέμα, η διασύνδεση της διαδικασίας προς άλλη, εκείνη της διαχείρισης 265/92 που εκκρεμούσε. Ειδικά, το κατά πόσο ό,τι περιγράφηκε ως παρατυπία που θα έπρεπε να οδηγήσει στην απόρριψη της αίτησης, είχε ήδη καλυφθεί με προηγούμενη δικαστική απόφαση στο πλαίσιο της διαχείρισης 265/92. ΄Ηταν αρνητική η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου και δεν τίθεται ενώπιόν μας θέμα ως προς αυτή.
Άλλες δυο από τις ενστάσεις των εφεσιβλήτων δεν κρίθηκε ότι χρειαζόταν να εξεταστούν. Η μια, σε σχέση με τη δυνατότητα προώθησης της αίτησης ενόψει της διαχείρισης 265/92. Η δεύτερη, σε σχέση με την καθόλου νομιμοποίηση των αιτητών. Αυτό, ενόψει της κατάληξης στην οποία άχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο σε σχέση με την εισήγηση πως το αίτημα που απέμεινε, ήταν καταδικασμένο σε αποτυχία. Θεωρήθηκε ότι αυτό το αίτημα εδραζόταν στη Δ.55 θ.1 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας και κρίθηκε πως έλειπε βασική προϋπόθεση για τη βιωσιμότητα πρωτογενούς αίτησης που υποβάλλεται κατ΄επίκλησή της. ΄Ηταν όρος για τη χρησιμοποίηση αυτής
της δικονομικής διάταξης η ύπαρξη θέματος ερμηνείας της διαθήκης και, σε σχέση με τη θεραπεία που είχε απομείνει, δεν εγειρόταν τέτοιο θέμα. ΄Οπως εξηγήθηκε, ο "προσδιορισμός των κληρονομικών μεριδίων δεν έχει και δεν μπορεί να ενταχθεί στο πλαίσιο της ερμηνείας της διαθήκης του Γεωργίου Τσίμον". Ιδιαίτερα, όπως προστίθεται, "μετά την οριστική αποδοχή από πλευράς κληρονόμων της Agnes Τσίμον, της ύπαρξης σχολικών επιτροπών Κυρήνειας και Καραβά, καθ΄ων η αίτηση 6 - 9". Επομένως, η πρωτογενής αίτηση απορρίφθηκε.Οι εφεσείοντες δεν αμφισβήτησαν τελικά την ορθότητα της προσέγγισης του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με την εμβέλεια της Δ.55 θ1. Δέχτηκαν, δηλαδή, πως η υποβολή πρωτογενούς αίτησης δυνάμει της πρέπει κατ΄ανάγκην να αποβλέπει στην επίλυση θέματος ερμηνείας εγγράφου ή διαθήκης. Δέχονται επίσης πως το αίτημα για καθορισμό μεριδίων, πράγματι δεν διέρχεται μέσα από τέτοια ερμηνεία. Ό,τι καταλογίζουν είναι λάθος αναφορικά με το ποιά ήταν στην πραγματικότητα η νομική του βάση. Αναφέρεται η Δ.55 θ.1 στην πρωτογενή αίτηση αλλά αυτό επειδή, κατά την καταχώρισή της, υπήρχαν και τα άλλα αιτήματα για δηλώσεις σε σχέση με τα κληροδοτήματα στη διαθήκη. Αυτά εγκαταλείφθηκαν και πλέον η Δ.55 θ.1 δεν διαδραμάτιζε ρόλο. Το αίτημα που απέμεινε εδραζόταν όχι σε αυτή αλλά στο άρθρο 53(1)(α)(β)(γ) του περί Διαχειρίσεως Περιουσιών Νόμου, Κεφ. 189. Κατά την εισήγησή τους, την οποία ανέπτυξαν και πρωτοδίκως, αυτό το άρθρο, με τον παράτιτλο "επίλυση ορισμένων θεμάτων με εναρκτήρια κλήση (οriginating summons)", τους νομιμοποιούσε
από κάθε άποψη στη διεκδίκηση και στην εξασφάλιση της θεραπείας που απέμεινε.Οι εφεσίβλητοι εισηγούνται πως η έφεση είναι εκπρόθεσμη. Αυτό θα είναι το πρώτο θέμα που θα μας απασχολήσει αλλά για να έχουμε πλήρη την εικόνα θα συνοψίσουμε τώρα και τα επιχειρήματά τους αναφορικά με ό,τι μπορεί να χαρακτηριστεί ως η ουσία. Αφιερώνουν μέρος της αγόρευσής τους στις προϋποθέσεις για τη βιωσιμότητα πρωτογενούς αίτησης στο πλαίσιο της Δ.55 θ1. Αναφέρονται, όπως και το πρωτόδικο δικαστήριο, στην αντίστοιχη αγγλική ρύθμιση (Ο.54Α r.1) και παραπέμπουν σε αγγλική νομολογία σε σχέση με την ανάγκη, αν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί, να εγείρεται θέμα ερμηνείας. (Βλ. Annual Practice 1958 σελ. 1431 κ.επ., Re Αmalgamated Society of Railway Servants, Addison v. Pilcher [1910] 2 Ch. 547, Halsbury's Laws of England, 3η έκδοση, Τόμος 30ος, σελ. 303 κ.επ., Odgers on High Court Pleading and Practice, 23η έκδοση, σελ. 379 κ.επ.) Αυτά φαίνονται ορθά, αλλά, όπως έχουμε σημειώσει, η έφεση τελικά τα υπερβαίνει. Δεν επιδιώκεται ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης με αναφορά στις προϋποθέσεις της Δ.55 θ.1. Κατά τα άλλα, οι εφεσίβλητοι υποστηρίζουν πως το άρθρο 53 του Κεφ. 189, για λόγους που εξηγούν, δε διαφοροποιεί την κατάσταση.
Η φύση της απόφασης που εκδόθηκε και η προθεσμία για την άσκηση της έφεσης
Η Δ.35 θ.2 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας καθορίζει τις προθεσμίες για την άσκηση έφεσης. Αν εφεσιβάλλεται ενδιάμεσο διάταγμα (interlocutory order) ή διάταγμα τελικό (final) ή ενδιάμεσο, σε διαδικασία που δεν αποτελεί αγωγή, η προθεσμία είναι 14 μέρες. Στις άλλες περιπτώσεις είναι 6 βδομάδες. Δεν αμφισβητείται πως η πρωτογενής αίτηση ταξινομείται ως αγωγή με την έννοια των Θεσμών. (Βλ. συναφώς Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά (1992) 1 ΑΑΔ 379). Και το ερώτημα είναι αν η πρωτόδικη απόφαση είναι ενδιάμεση ή τελική. Η έφεση ασκήθηκε στις 36 μέρες και δέχονται και οι εφεσείοντες πως αν θεωρηθεί ότι στρέφεται κατά ενδιάμεσης και όχι τελικής απόφασης, πρέπει να απορριφθεί ως εκπρόθεσμη.
Η ομοιότητα του δικονομικού συστήματος και η αντιστοιχία των όρων οδήγησε στην επίκληση της αγγλικής νομολογίας σε σχέση με τις δυο έννοιες. Θέμα που και στην Αγγλία προσλαμβάνει σημασία σε σχέση με τις δυνατότητες άσκησης έφεσης. Δεν είναι ανάγκη να παρακαλουθήσουμε τους προβληματισμούς που επί μεγάλο χρονικό διάστημα διατυπώθηκαν σε σχέση με το ορθό, ως θέμα αρχής, κριτήριο της διάκρισης. Υπήρξαν παλινδρομήσεις, το πρόβλημα χαρακτηρίστηκε δύσκολο, αποφεύχθηκε ο εξαντλητικός ορισμός των εννοιών και η άποψη που επικράτησε στο τέλος στηρίκτηκε και στην πρακτική που παλαιόθεν ακολουθείτο. (Αnnual Practice 1958, Τόμος 1, σελ. 1666 κ.επ). Στο τέλος θεσπίστηκε ειδικός κανονισμός που καθορίζει πότε διάταγμα θεωρείται ως τελικό ή ενδιάμεσο. Πέραν τούτου, ανεξάρτητα δηλαδή από τους ορισμούς, κατονομάζονται περιπτώσεις αποφάσεων ή διαταγμάτων που θα θεωρούνται τελικά ή ενδιάμεσα σε κάθε περίπτωση, για τους σκοπούς έφεσης. Στο Supreme Court Practice του 1999 Τόμος 1, σελ. 1009 κ.επ. εκτιμάται πως η νέα ρύθμιση (Ο.59 r.1A) ουσιαστικά θεσμοθετεί την προηγούμενη νομολογία αλλά δε θα επεκταθούμε σε αυτά. Δεν έχουμε εμείς τέτοια ειδική δικονομική ρύθμιση και θα περιοριστούμε στη σύνοψη της αγγλικής νομολογίας όπως είχε διαμορφωθεί μέχρι τότε. Αναφέρθηκε με αποδοχή σ΄αυτή το Ανώτατο Δικαστήριο πρώτα στην υπόθεση Theodora Ioannidou ν. Charilaos Dikeos and Another (1970) 1 CLR 241 και μετά στην Αναφορικά με την εταιρεία Τhe Cyprus Asbestos Mines Co Ltd v. Συκοπετρίτης Λτδ (1989) 1 ΑΑΔ (Ε) 832. Ειδικά, στις υποθέσεις Ιn Re Page, Hill v. Fladgate (1910) 1 Ch. 489 και Hunt v. Allied Bakeries Ltd (1956) 3 All ER 513 στις οποίες η έγκριση αίτησης για παραμερισμό του κλητηρίου εντάλματος ως επιπόλαιου και ενοχλητικού ή ως μη αποκαλύπτοντος εύλογη αιτία αγωγής, κρίθηκε ως ενδιάμεση. Είχε υιοθετηθεί σ΄αυτές η προσέγγιση που τοποθετούσε το βάρος στη φύση της αίτησης που οδήγησε στην απόφαση (application approach). Σε αντιδιαστολή προς εκείνη κατά την οποία το σημαντικό είναι η φύση του ίδιου του διατάγματος που εφεσιβάλλεται (οrder approach). Βρίσκουμε μια περιεκτική απόδοση της κατάστασης στην White v. Brunton (1984) 2 All ER 606. Mε αναφορά στην προηγούμενη νομολογία εξηγείται πως, όπως διαμορφώθηκαν τα πράγματα, εκείνο που μετρά είναι όχι αυτή καθ΄ εαυτή η φύση του διατάγματος που εκδόθηκε αλλά η αίτηση ή η διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε. Για το συζητούμενο σκοπό, τελικό είναι το διάταγμα που εκδίδεται στο πλαίσιο αίτησης ή διαδικασίας που θα απέληγε σε τελική επίλυση του επίδικου θέματος, όποιος από τους διαδίκους και αν κέρδιζε. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:
"Ιn Shubrook v. Tufnell (1882) 9 QBD 621, [1881-8] All ER Rep 180 Jessel MR and Lindley LJ held, in effect, that an order is final if it finally determines the matter in litigation. Thus the issue of final or interlocutory depended on the nature and effect of the order as made. I refer to this as the 'order approach'.
In Salaman v. Warner [1891] 1 QB 734, in which Shubrook's case does not appear to have been cited, a Court of Appeal consisting of Lord Esher MR, Fry and Lopes LJJ held that a final order is one made on such an application or proceeding that, for whichever side the decision is given, it will, if it stands, finally determine the matter in litigation. Thus the issue of final or interlocutory depended on the nature of the application or proceedings giving rise to the order and not on the order itself. I refer to this as the 'application approach'.
In Bozson v. Altrincham UDC [1903] 1 KB 547 a Court of Appeal consisting of the Earl of Halsbury LC, Lord Alverstone CJ and Jeune P reverted to the order approach.
In Re Page, Hill v. Fladgate [1910] 1 Ch 489 a Court of Appeal consisting of Cozens-Hardy MR, Fletcher Moulton and Buckley LJJ refused to apply the order approach to a case of striking out the proceedings, but declined to propound any rule of general application.
The next occasion on which the problem was looked at on broad lines of principle was in Salter Rex & Co v. Ghosh (1971) 2 All ER 865, [1971] 2 QB 597, where Lod Denning MR, with the agreement of Edmund Davies and Stamp LJJ, considered and contrasted the judgment of Lord Alverstone CJ in Bozson's case with that of Lord Esher MR in Salaman v. Warner. Lord Denning MR said ([1971] 2 All ER 865 at 866, [1971] 2 Q.B 597 at 601):
'Lord Alverstone CJ was right in logic but Lord Esher MR was right in experience. Lord Esher MR's test has always been applied in practice... I would apply Lord Esher MR's test to an order refusing a new trial. I look to the application for a new trial and not to the order made. If the application for a new trial were granted, it would clearly be interlocutory. So equally when it is refused, it is interlocutory... This question of "final" or interlocutory" is so uncertain, that the only thing for practitioners to do is to look up the practice books and see what has been decided on this point. Most orders have now been the subject of decision. If a new case should arise, we must do the best we can with it. There is no other way.'
More recently in Steinway & Sons v.Broadhurst-Clegg (1983) Times, 25 February, this court followed Salter Rex & Co v. Ghosh and, applying the application approach to a judgment in default of defence, held that it was an interlocutory judgment.
I know that at the present time a great deal of thought is being devoted to how this problem can best be resolved by making rules of court pursuant to the power conferred by s. 60 of the 1981 Act, but, having made some vain attempts to produce a simple draft, I do not under estimate the difficulties. Meanwhile the plaintiff needs to know whether he has to obtain leave to appeal.
The court is now clearly commited to the application approach as a general rule and Bozson's case can no longer be regarded as any authority for applying the order approach."
Aυτά όμως με μια βασική διευκρίνιση, εξαίρεση όπως χαρακτηρίστηκε, και πρέπει να σημειώσουμε πως κατά την ακρόαση της έφεσης θίξαμε και εμείς το θέμα. ΄Οταν επίδικο θέμα της τελικής ακρόασης της υπόθεσης διαχωρίζεται για να δικαστεί πρώτο ώστε ανάλογα με την κατάληξή του να εξεταστούν άλλα η απόφαση ως προς αυτό είναι τελική. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:
"Ηowever, the decision in
Στην προκείμενη περίπτωση, το θέμα δεν ήταν αν η πρωτογενής αίτηση είχε εύλογη αιτία. Σε τέτοια περίπτωση η καταφατική απάντηση διατηρεί τη διαδικασία για να ακολουθήσει, μετά από πλήρη ακρόαση, η τελική απόφαση αν στοιχειοθετείται δικαίωμα στην επιδιωκόμενη θεραπεία. Είχε αμφισβητηθεί η ύπαρξη νομικού ερείσματος που θα επέτρεπε τη χορήγηση της θεραπείας στο πλαίσιο τέτοιας πρωτογενούς αίτησης και προκρίθηκε η σε πρώτο στάδιο εκδίκασή του. 'Οποια και αν θα ήταν η απόφαση αυτή θα ήταν τελική επ' αυτού του σημείου. Θα διαπιστωνόταν ύπαρξη ή ανυπαρξία νομικού ερείσματος. Το θέμα ανήκε στην τελική ακρόαση και απλώς κρίθηκε ορθή, μετά από αίτηση που υποβλήθηκε δυνάμει της Δ.27 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας, ο διαχωρισμός του, για πρακτικούς λόγους. Αν δεν υποβαλλόταν η αίτηση και δεν αξιοποιείτο ο μηχανισμός της Δ.27, το θέμα θα εξεταζόταν, ως βασικό επίδικο θέμα, στο τέλος και η απόφαση που θα εκδιδόταν τότε δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικής φύσης, όποιος από τους διαδίκους και αν κέρδιζε. Καταλήγουμε πως για
τους σκοπούς της Δ.35 θ.2 η προσβαλλόμενη απόφαση είναι τελική και πως η έφεση είναι εμπρόθεσμη.
Η ουσία
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναφέρθηκε στο άρθρο 53 του Κεφ. 159 και δεν εξέτασε τη δυνατότητα επιτυχίας δυνάμει του αιτήματος στο οποίο περιορίστηκαν οι εφεσείοντες. Οι εφεσίβλητοι όμως εισηγούνται πως το σκεπτικό με το οποίο απορρίφθηκε η πρωτογενής αίτηση καλύπτει υποχρεωτικά, όσο και αν αυτό δεν αρθρώθηκε ρητά, και την περίπτωση να εντασσόταν το αίτημα στις θεραπείες που θα ήταν δυνατό να δοθούν στο πλαίσιο αυτού του άρθρου. Με την ακόλουθη επιχειρηματολογία: Ενώ το άρθρο 53(1) αναγνωρίζει τη δυνατότητα αναζήτησης θεραπείας με εναρκτήρια κλήση, μια από τις οποίες μπορεί να είναι η επίλυση οποιουδήποτε ζητήματος που επηρεάζει τα δικαιώματα
ή τα συμφέροντα προσώπου που αξιώνει ότι είναι, μεταξύ άλλων, κληροδόχος ή εκ του νόμου κληρονόμος, το άρθρο 53(2) καθιστά εφαρμόσιμη ολόκληρη τη Δ.55 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας. Προβλέπει ότι οι Διαδικαστικοί Κανονισμοί που ισχύουν εκάστοτε, οι οποίοι αφορούν εναρκτήριες κλήσεις, εφαρμόζονται σε κάθε διαδικασία δυνάμει του, και αυτό, κατά την εισήγηση, σημαίνει ότι εισάγεται και σε σχέση με τις θεραπείες του άρθρου 53 η προϋπόθεση της Δ.55 που είναι η σχετική δικονομική διάταξη, να εγείρεται ζήτημα ερμηνείας εγγράφου ή διαθήκης. Και αφού δεν εγειρόταν τέτοιο ζήτημα ήταν, ούτως ή άλλως, καταδικασμένη σε αποτυχία η αίτηση.Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Η ουσιαστική φύση των θεραπειών του άρθρου 53 καθορίζεται από αυτό και η παραπομπή στους Διαδικαστικούς Κανονισμούς αποβλέπει στην κάλυψη του θέματος από την καθαρά δικονομική σκοπιά. Θα αυτοαναιρείτο το άρθρο αν είχε την έννοια που του αποδίδουν οι εφεσίβλητοι. Εκείνο που σαφώς προκύπτει είναι πως οι θεραπείες που αναφέρει μπορούν να δοθούν στο πλαίσιο εναρκτήριας κλήσης, για την οποία θα ισχύουν οι ιδιαίτερες δικονομικές διατάξεις. Και σημειώνουμε πως η Δ.55 θ. 2 και 3 περιλαμβάνει πρόνοιες αναφορικά με την επίδοση της εναρκτήριας κλήσης και τη στήριξή της με μαρτυρία, όπως θα ζητούσε το Δικαστήριο
.Καταλήγουμε με τη διαπίστωση ότι η πρωτογενής αίτηση δεν θα έπρεπε να είχε απορριφθεί χωρίς επίλυση και του ζητήματος που εγειρόταν κατ΄επίκληση του άρθρου 53 του Κεφ. 189. Δεν είναι θέμα της παρούσας διαδικασίας η εξέταση αυτού του ζητήματος πρωτογενώς και πρέπει να διευκρινιστεί πως, αναλόγως, θα χρειαστεί και επίλυση των περαιτέρω ενστάσεων των εφεσιβλήτων, που παραμένουν ανοικτές. Εννοούμε τις εισηγήσεις τους σε σχέση με τις επιπτώσεις από την ύπαρξη της διαχείρισης 265/92 και την καθόλου νομιμοποίηση των εφεσειόντων. ΄Οπως σημειώσαμε, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είχε κρίνει αναγκαία την εξέτασή τους ενόψει της κατάληξης στην οποία είχε αχθεί.
Η έφεση επιτυγχάνει, με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η υπόθεση αναπέμπεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο για περαιτέρω εκδίκαση.
Κωνσταντινίδης, Δ.
Καλλής, Δ.
Κρονίδης, Δ.
/MΣι.