ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 1 ΑΑΔ 1157

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 76/2001

ΕΝΩΠΙΟΝ: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.

Αναφορικά με τον Κυριάκο Κοσιάρη-Παναγή, από τη Λευκωσία,

και

Αναφορικά με την αίτηση του ανωτέρω για έκδοση εντάλματος

Habeas Corpus ad Subjiciendum

και

Αναφορικά με το Διευθυντή των Κεντρικών Φυλακών και την απόφαση

του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην υπόθεση 6975/99 με

την οποία διετάχθη η φυλάκιση του Κυριάκου Κοσιάρη-Παναγή

από τη Λευκωσία, από τις 28/6/2001

----------------------------------- -------------

10 Αυγούστου 2001

 

Για τον Αιτητή: κα Πηλείδου για κ. Ματθαίου.

Για τους Καθ'ων η αίτηση: κα Γ. Κυριακίδου, Δικηγόρος

της Δημοκρατίας Α΄.

Αιτητής παρών.

-----------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής ζητά την απελευθέρωση του γιατί από την ποινή φυλάκισης 3 μηνών που του επιβλήθηκε κατόπιν παραδοχής και καταδίκης του σε κατηγορίες εξασφάλισης πίστωσης διά δόλου και παρέμβασης σε δικαστική διαδικασία, θα έπρεπε να αφαιρεθεί χρονική περίοδος 126 ημερών που είχε διατελέσει υπό κράτηση σε άλλη ποινική υπόθεση στην οποία αντιμετώπιζε κατηγορίες συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, απαίτησης περιουσίας με απειλές και βιαιοπραγίας.

 

 

 

 

 

(α) Τα γεγονότα

Στις 9/7/98 ο αιτητής καταδικάστηκε στην ποινική υπόθεση 5227/96 σε ποινή φυλάκισης 2 μηνών για το αδίκημα της εγκατάλειψης τόπου ατυχήματος χωρίς την παροχή βοήθειας. Ενα μήνα αργότερα, και πιο συγκεκριμένα στις 14/8/98, του παραχωρήθηκε αναστολή της ποινής από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 53.4 του Συντάγματος. Σύμφωνα με τους όρους αναστολής, η ποινή θα αναστέλλετο για 3 χρόνια από τις 14/8/1998 αλλά αν ο αιτητής διέπραττε οποιοδήποτε νέο αδίκημα και καταδικαζόταν γι' αυτό σε ποινή φυλάκισης, η ανασταλείσα ποινή θα ενεργοποιόταν αυτόματα, ώστε μετά την έκτιση της οποιασδήποτε νέας ποινής, ο αιτητής θα έπρεπε να εκτίσει το υπόλοιπο της ανασταλείσας ποινής.

Ο αιτητής κατά παράβαση των όρων της αναστολής καταδικάστηκε στις 29/6/2001 στην ποινική υπόθεση 6975 σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 20 ημερών (για εξασφάλιση πίστωσης διά δόλου κατά παράβαση του άρθρου 301(α) του Κεφ. 254) και 3 μηνών (για παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία κατά παράβαση του άρθρου 122(β) του Κεφ. 154). Με βάση τα πιο πάνω ο αιτητής, του οποίου η ποινή στην υπόθεση 6975 λήγει στις 28/9/2001, θα πρέπει να εκτίσει ακόμα 23 μέρες φυλάκιση (από το υπόλοιπο της ανασταλείσας ποινής στην ποινική υπόθεση 5227/96) και να απολυθεί στις 20/10/2001.

Από τα γεγονότα όπως έχουν εκτεθεί πιο πάνω φαίνεται ότι ο αιτητής εκτίει τώρα νόμιμα την ποινή φυλάκισης που του επιβλήθηκε στην ποινική υπόθεση 6975.

Ο λόγος της καταχώρισης της παρούσας διαδικασίας είναι ο ισχυρισμός του αιτητή ότι στην επιμέτρηση των ημερών φυλάκισης του θα πρέπει να αφαιρεθεί μια χρονική περίοδος 126 ημερών που είχε διατελέσει υπό κράτηση αναμένοντας την εκδίκαση μιας άλλης υπόθεσης που θα εξεταζόταν από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας. Πιο συγκεκριμένα ο αιτητής στην ποινική υπόθεση 25311/98 που εκκρεμούσε ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, όπου αντιμετώπιζε κατηγορίες συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, απαίτησης περιουσίας με απειλές και κατηγορίες απειλής βιαιοπραγίας, διατάχθηκε και παρέμεινε υπό κράτηση από τις 29/9/98 μέχρι την 1/2/99. Ο αιτητής αθωώθηκε και απαλλάγηκε από τις πιο πάνω κατηγορίες στις 4/2/99.

Η εισήγηση ότι η περίοδος κράτησης του αιτητή από τις 29/9/98 μέχρι 1/2/99 θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη στην επιβολή ποινής, υποβλήθηκε από την Υπεράσπιση στην υπόθεση 6975, αλλά το Δικαστήριο την απέρριψε γιατί (α) η κράτηση του αιτητή αφορούσε άλλη ποινική υπόθεση και (β) η κράτηση του έγινε για λόγους που δικαιολογούσαν την κράτηση ενός κατηγορουμένου μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης του. Χαρακτηριστικά το Δικαστήριο επεσήμανε ότι "το θέμα αυτό αποτελεί ένα καλό νομικό ερώτημα" που θα μπορούσε ίσως να αποτελέσει ένα σοβαρό λόγο έφεσης.

Ο αιτητής αντί να προχωρήσει στην καταχώριση έφεσης κατά της ποινής που του επιβλήθηκε στις 29/6/2001, καταχώρησε ένα μήνα αργότερα και πιο συγκεκριμένα την 1/8/2001 την παρούσα αίτηση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus ad Subjiciendum.

 

(β) Υπαρξη υπαλλακτικής θεραπείας

Σε ερώτηση που υποβλήθηκε από το Δικαστήριο στην ευπαίδευτη συνήγορο του αιτητή κατά πόσο η ύπαρξη υπαλλακτικής θεραπείας θα μπορούσε να επηρεάσει την έκβαση της παρούσας διαδικασίας, η συνήγορος απάντησε ότι η υπαλλακτική θεραπεία μπορεί να επηρεάσει τα άλλα προνομιακά εντάλματα αλλά όχι εκείνο του Habeas Corpus. Η θέση αυτή δεν είναι ορθή.

Η ύπαρξη υπαλλακτικής θεραπείας ως λόγος που εμποδίζει την καταχώριση αίτησης για την έκδοση ενός προνομιακού εντάλματος διαφέρει ανάλογα με τη φύση του εντάλματος. Στις περιπτώσεις Mandamus η ύπαρξη άλλης ικανοποιητικής και εξίσου πρακτικής θεραπείας αποτελεί απόλυτο κώλυμα στην καταχώριση αίτησης για την έκδοση εντάλματος Mandamus. (R. v. Inland Revenue Commissioners (1884) 12 Q.B.D. 461). Σε αιτήσεις Prohibition και Certiorari δεν θεωρείται κώλυμα και μπορεί να ληφθεί υπόψη εκτός από τις περιπτώσεις όπου προσφέρεται νομοθετικά μια αποκλειστική θεραπεία. Οπως έχει λεχθεί από τον Willes J.,

"Where a liability not existing at common law is created by a statute, which at the same time gives a special and particular remedy for enforcing it ..... the remedy provided by the statute must be followed and it is not competent to the party to pursue the course applicable to cases of the second class (i.e. to pursue the common law remedy)."

(Wolverhampton Water Works v. Hawkesford (1859) 6 C.B. (NS) 336.)

Το ένταλμα Habeas Corpus ad subjiciendum σε αντίθεση με άλλα εντάλματα, είναι ένα προνομιακό ένταλμα που έχει το χαρακτήρα μιας ασυνήθιστης θεραπείας. Επειδή το ένταλμα εκδίδεται δικαιωματικά (as of right) όταν ο αιτητής αποδείξει το παράνομο της κράτησης του, η ύπαρξη μιας υπαλλακτικής θεραπείας μπορεί να λεχθεί ότι αποστερεί από τον αιτητή το δικαίωμα να ζητήσει την έκδοση του εντάλματος. Οπως αναφέρεται στο Annual Practice 1958 V.1 1735 και στο Supreme Court Practice 1979 V.1 835,

"It is a writ of right and granted ex debito justitiae, but not as of course and may be refused where another remedy lies whereby the validity of the restraint can be effectively questioned."

(Ιδε Halsbury's Laws of England, 4th Ed., Vol. 11, para. 1455 και Annander v. Annander (1982) 1 C.L.R. 479).

 

Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια τα Δικαστήρια αρνήθηκαν την έκδοση εντάλματος όταν μια διαδικασία έφεσης προσφερόταν ως μια καταλληλότερη θεραπεία, (R. v. Commanding Officer of Morn Hill Camp., Ex Parte Ferguson (1917) 1 K.B. 176), και τούτο γιατί τα Δικαστήρια επιζητούν έντονα τη συμπλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας σε ποινικές υποθέσεις και την έκδοση τελεσίδικων αποφάσεων. Ομως σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπως π.χ. όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εξετάσει την υπόθεση, το ένταλμα μπορεί να εκδοθεί. (Middlessex Sheriff's Case (1840) 11 A and E 273).

Στην παρούσα περίπτωση ο αιτητής άνκαι μπορούσε να καταχωρήσει έφεση για να αμφισβητήσει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης στην υπόθεση 6975, όπου αποφασίσθηκε να μην ληφθεί υπόψη η περίοδος κράτησης του στην υπόθεση 25311, παρέλειψε να το πράξει. Ενα μήνα αργότερα καταχώρησε την παρούσα αίτηση με την οποία ζητά την απελευθέρωση του. Ο ορθός τρόπος επιδίωξης της απαίτησης του ήταν η καταχώριση έφεσης. Η αίτηση δεν μπορεί να προχωρήσει και απορρίπτεται.

Ανεξάρτητα από την πιο πάνω κατάληξη θα ήθελα να αναφέρω συνοπτικά ότι οι πρόνοιες του άρθρου 117(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 δεν παρέχουν στο Δικαστήριο τη διακριτική ευχέρεια να λάβει υπόψη στην επιβολή ποινής φυλάκισης, για την υπόθεση που εκδικάζει, το χρονικό διάστημα για το οποίο ο καταδικασθείς είχε διατελέσει υπό κράτηση σε άλλη ποινική υπόθεση.

 

 

 

 

 

 

 

Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

Δ.

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο