ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 1168
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10808
ΕΝΩΠΙΟΝ:
ΝΙΚΗΤΑ, ΚΡΑΜΒΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, ΔΔ
Μεταξύ -
Δήμου Πάφου
Εφεσείοντα/εναγομένου
- και -
Σοφοκλή Βοσκού από την Πάφο
Εφεσιβλήτου/ενάγοντα
----------------------------------< /P>
Ημερομηνία:
23 Αυγούστου, 2001Για τον εφεσείοντα: Χρ. Κληρίδης
Για τον εφεσίβλητο: Ολ. Λοϊζου (κα) για Λ. Γεωργίου
--------------------------
Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής
Σ. Νικήτας
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΟΛΩΝ ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ: Αντικείμενο της έφεσης είναι προσωρινό διάταγμα ημερ. 12/4/00. Είχε δοθεί από τον Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, στα πλαίσια της αγωγής με αρ. 1426/00 του ιδίου Δικαστηρίου. Με το διάταγμα ο εφεσείων Δήμος καλείται να παύσει να επεμβαίνει στα τεμάχια γης αρ. 859 και 859/1, Φ/Σχ. 51/2.6.4 στην οδό Πετράκη Μιλτιάδους, στην Πάφο, στα οποία ο εφεσίβλητος λειτουργεί "εστιατόριο με το όνομα Sovos και συγκεκριμένα στο χώρο που φαίνεται στο επισυνημμένο σχέδιο τεκμήριο 1, χρωματισμένο με κόκκινο χρώμα". Το σχέδιο δείχνει - υπάρχει και πρόσθετη αναντίλεκτη μαρτυρία - ότι πρόκειται για υπαίθριο ανοικτό χώρο γύρω από το υποστατικό (κατάστημα), που είναι κτισμένο στο τεμ. 859 (1). Η επίδικη έκταση είναι το τεμ. 859 και βρίσκεται δίπλα και πίσω από το υποστατικό. Η χρήση του από τον εφεσίβλητο είναι η αιτία της διένεξης.
Με την αγωγή του ο εφεσίβλητος επιδιώκει την εξασφάλιση μόνιμου διατάγματος μή επέμβασης στο χώρο αυτό. Είναι το κύριο αίτημα θεραπείας της αγωγής. Ήταν - και εξακολουθεί να είναι - ο βασικός ισχυρισμός του εφεσίβλητου ότι έχει δικαίωμα τοποθέτησης τραπεζιών και άλλων αντικειμένων στον παραπάνω ανοικτό χώρο για την εξυπηρέτηση των θαμώνων του εστιατορίου του. Το δικαίωμα αντλεί, όπως διατείνεται, από συμβόλαιο που υπέγραψε το 1973 με τον ιδιοκτήτη της περιουσίας, τον τουρκοκυπριακό οργανισμό "Εφκάφ". Ο επίδικος χώρος ενοικιάστηκε μαζί με το κατάστημα. Δε φαίνεται να είναι υπό αμφισβήτηση το γεγονός ότι η περιουσία αυτή εκμισθώθηκε στον εφεσίβλητο από τον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. Για τις αρμοδιότητες του Κηδεμόνα και ευρύτερα για την τύχη των τουρκοκυπριακών περιουσιών παραπέμπουμε στις διατάξεις του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) Προσωρινές Διατάξεις Νόμου αρ. 139/91, όπως τροποποιήθηκε.
Είναι, απλουστευμένα, η υπόθεση του Δήμου ότι το επίδικο κτήμα αποτελεί δημόσιο χώρο στάθμευσης οχημάτων και συνάμα εξυπηρετεί τις ανάγκες της τροχαίας κίνησης. ότι ούτε η αρχική ενοικίαση (από το Εβκάφ) ούτε η κατοπινή σύμβαση (16/3/81) της παραχώρησης άδειας χρήσης, ορθά ερμηνευόμενες, περιλαμβάνουν ενοικίαση ή χρήση του επιδίκου. και ότι οι παράνομες ενέργειες του εφεσίβλητου δημιουργούν πρόβλημα για τη διακίνηση της τροχαίας σε καίριο σημείο της πόλης.
Η διένεξη έχει κάποια προϊστορία. Ο Δήμος καταχώρισε στην Πάφο αριθμό ποινικών υποθέσεων κατά του εφεσιβλήτου για παράνομη τοποθέτηση τραπεζιών και παρακώλυση της κυκλοφορίας. Εκδικάστηκε μία από αυτές, η υπόθεση με αρ. 11623/97. Ο εφεσίβλητος όμως απαλλάχθηκε με την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου ημερ. 19/1/2000. Το δικαστήριο βασίστηκε κυρίως στο εύρημα του ότι το επίδικο ενοικιάστηκε μαζί με το κατάστημα ευθύς εξαρχής (από το 1973).
Ο πρωτόδικος δικαστής διαπίστωσε συνδρομή όλων των προϋποθέσεων του άρθρ. 32 του περί Δικαστηρίου Νόμου, όπως αυτό ερμηνεύθηκε από την Odysseos v. Pieris Estates (1982) 1 A.Α.Δ. 557. Με αποτέλεσμα να διατηρήσει σε ισχύ, μέχρι την τελική εκδίκαση της αγωγής, το παραπάνω διάταγμα που εξέδωσε ύστερα από την εξπάρτε αίτηση του εφεσιβλήτου. Παρόλο που ο δικαστής αναγνωρίζει, σωστά, ότι δεν τον δεσμεύει το αποτέλεσμα της ποινικής υπόθεσης εντούτοις τη θεώρησε "επιπρόσθετο στοιχείο που συνηγορεί υπέρ της υιοθέτησης του ευρήματος ότι υπάρχει συζητήσιμη υπόθεση".
Προηγουμένως, ο πρωτόδικος δικαστής, έκρινε, υπό το πρίσμα της νομολογίας που αναφέρει, πως δεν υφίσταται θέμα μη αποκάλυψης ουσιώδους γεγονότος από μέρους του εφεσιβλήτου. Το έθιξε προκαταρκτικά ο Δήμος. Αναφερόμαστε στο γεγονός ότι ο αιτητής καταχώρισε στις 3/4/00 στο Ανώτατο Δικαστήριο την προσφ. αρ. 471/00 κατά του εφεσείοντα. Αίτημα θεραπείας είναι η ακύρωση της απόφασης του Δήμου, που κοινοποιήθηκε στον αιτητή (εφεσίβλητο) με επιστολή ημερ. 28/1/00, με την οποία του ζητήθηκε να απομακρύνει, μέσα σε τακτή προθεσμία, όλα τα αντικείμενα που έβαλε μέσα στο επίδικο. Ας σημειωθεί ότι το υπό κρίση διάταγμα εκδόθηκε λίγες μόνο ημέρες μετά, στις 12/4/00.
Είναι αποδεκτό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν πληροφορήθηκε για την ύπαρξη της προσφυγής. Ωστόσο δε θεώρησε το γεγονός ουσιώδες έτσι ώστε να υπήρχε υποχρέωση αποκάλυψης του. Με την αιτιολογία ότι:
"....το αγώγιμο δικαίωμα του Ενάγοντα, όπως προσδιορίζεται με την Έκθεση Απαίτησης, είναι το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης που εδράζεται στο άρθρο 43 του Κεφ. 148 και στην δραστηριότητα της κάθε πλευράς που κάθε άλλο παρά απλή είναι και γι' αυτό γίνεται σαφέστατη αναφορά στην ένορκη δήλωση."
Ο εφεσείων υποστήριξε ότι η παράλειψη αποκάλυψης συνεπάγεται ακύρωση των διαταγμάτων. Αντιτάχθηκε ότι διαφέρει η φύση των διαδικασιών, όπως και το αίτημα θεραπείας στην κάθε περίπτωση. Το αγώγιμο δικαίωμα στην αγωγή αφορά το αστικό αδίκημα της επέμβασης, όπως διαπιστώνει ο πρωτόδικος δικαστής και είναι θέμα ιδιωτικού δικαίου. Η προσφυγή έχει ως θέμα διοικητική πράξη που εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Με κανένα τρόπο η γνώση του γεγονότος αυτού δεν μπορούσε να ασκήσει επίδραση στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου. Συμπληρωματικά η δικηγόρος του εφεσιβλήτου ανέφερε ότι στο σημείο αυτό, όπως και στις άλλες κρίσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου, που αφορούν την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, δε χωρεί επέμβαση από το Εφετείο. Εξαιρείται του κανόνα η νομική πλάνη ή η περίπτωση που η απόφαση στηρίζεται σε λανθασμένη νομική αρχή, όπως ορίζει η νομολογία στην οποία αναφέρθηκε. Όμως εδώ δεν υφίστανται τέτοιες πλημμέλειες.
Πλήρης και ειλικρινής αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων, που είναι σε γνώση του αιτητή, απαιτείται πάντοτε σε αιτήσεις εξπάρτε. Διαφορετικά το διάταγμα που δόθηκε χωρίς να τηρηθεί η υποχρέωση αυτή του αιτητή θα πρέπει να ακυρωθεί κατά την inter partes ακρόαση της αίτησης. Είναι δε άσχετο αν η παράλειψη τέτοιας αποκάλυψης ήταν εσκεμμένη ή όχι. Ο κανόνας αναπτύχθηκε σε σχέση με τη χορήγηση διαταγμάτων του τύπου mareva, αλλά είναι καθολικής ισχύος σε υποθέσεις προσωρινής δικαστικής προστασίας. Η πρώτη υπόθεση που κωδικοποίησε τις αρχές για τη χορήγηση διαταγμάτων mareva ήταν η Third Chandris Shipping Corporation ν. Unimarine S.A. (1979) 1 Q.B. 645 (εφετειακή απόφαση). Η υποχρέωση αποκάλυψης ήταν η πρώτη προϋπόθεση που έθεσε. Και εναπόκειται στο δικαστή, κατά την ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, να εκτιμήσει τη σημασία τέτοιων στοιχείων.
Είναι χρήσιμη, στο σημείο αυτό, η αναφορά σε σύντομο απόσπασμα από το βιβλίο του Mark S. W. Hoyle "The Mareva Injunction and Related Orders" (1997) 3η έκδοση, στη σελ. 71 υπό τον τίτλο "Lack of full disclosure":
"There is a powerful argument in the view that if full and frank disclosure has not been made in the ex parte application, the order will be discharged because of the seriousness of the omission. This is because it is up to the judge to consider the importance of the relevant facts, so that he can exercise his discretion in the light of as much information as possible. Consequently, a lack of full and frank disclosure need not be deliberate before the injunction is discharged for that reason, but merely has to be pertinent to the issues involved, even if it does not affect the merits of the claim.
At the ex parte stage the only evidence before the court is that provided by the applicant for the injunction. It is an established part of the practice in applications for exparte orders that the applicant gives as fair a description of the case as possible. The judge should be alerted to any particular defences or problems so that his assessment of the situation is as objective as it can be at the early stage of the matter."
Έχουμε στην Κύπρο ανάλογη θεώρηση, όπως δείχνει η πλούσια περιπτωσιολογία, που εφαρμόστηκε ο κανόνας. Σχετικές είναι οι παρακάτω αποφάσεις στις οποίες επέσυρε την προσοχή μας η δικηγόρος του εφεσιβλήτου: Demstar Ltd. v. Zim Israel Navigation Co. Ltd. κ.α. (1996) 1 Α.Α.Δ. 597 και M & CH Mitsingas Trading Ltd. κ.α. ν. The Timberland Co. (1997) 1 Α.Α.Δ. 1791, 1797.
Ως προς την έκταση της εξουσίας του Εφετείου να επεμβαίνει σε αποφάσεις που έχουν ως υπόβαθρο τη διακριτική εξουσία του κατώτερου δικαστηρίου, προσυπογράφουμε την εισήγηση που έγινε. Θα προσθέταμε την παρακάτω περικοπή από την
Supreme Court Practice (1997) para. 59/1/59 που υιοθέτησε η απόφαση Kuwait Oil Tanker Co. v. Al Bader (1997) 2 All E.R. 855, 864. Παρουσιάζει ολοκληρωμένο το πνεύμα της εισήγησης:"There are many authorities for the proposition that an appeal will not be entertained from an order which it was within the discretion of the judge to make, unless it be shown that he exercised his discretion under a mistake of law or in disregard of principle or under a misapprehension as to the facts; or that he took into account irrelevant matters or failed to exercise his discretion or the conclusion which the judge reached in the exercise of his disretion was "outside the generous ambit within which a reasonable disagreement is possible"."
H κρίση του πρωτόδικου δικαστή ότι η προσφυγή δεν ήταν ουσιώδες γεγονός που έπρεπε να αποκαλυφθεί είναι κατά τη γνώμη μας λανθασμένη. Δεν ήταν εδώ οι τεχνικές διαφορές και διακρίσεις στις οποίες προέβη, που έγιναν στη βάση των δικαιοδοσιών από τις οποίες ζητήθηκε θεραπεία, που έχουν σημασία. Η ουσία έγκειται στο ότι τα δύο ένδικα μέσα, που χρησιμοποίησε και προωθούσε ταυτόχρονα και παράλληλα ο εφεσίβλητος, αφορούσαν την ίδια υπόθεση και αποσκοπούσαν στο ίδιο αποτέλεσμα. Να εξασφαλίσει ο εφεσίβλητος την κατοχή και χρήση του επιδίκου ή, από την άλλη όψη, να αποκλεισθεί ο Δήμος να διεκδικεί τα δικαιώματα αυτά. Η κατάθεση της προσφυγής ήταν θέμα ουσιαστικό. Ο εφεσίβλητος είχε καθήκον να πληροφορήσει το δικαστήριο, που έπρεπε να γνωρίζει ότι προωθούσε δύο παράλληλες διαδικασίες με τον ίδιο ουσιαστικά στόχο. Και δεν το έπραξε. Με αποτέλεσμα το δικαστήριο να ασκήσει την εξουσία του έχοντας άγνοια ουσιώδους γεγονότος. Η περίπτωση, ολοκάθαρα, εμπίπτει στις παραπάνω εξαιρέσεις, που επιβάλλουν την παρέμβαση του δικαστηρίου αυτού.
Ένα θέμα που επηρέασε την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ότι, παρά την αθωωτική απόφαση στην ποινική υπόθεση και το εύρημα του ποινικού δικαστηρίου πως ο εφεσίβλητος, με βάση την αρχική σύμβαση, είχε δικαίωμα κατοχής, ο Δήμος προέβη μεταγενέστερα σε απαράδεκτη ενέργεια
για την απομάκρυνση των αντικειμένων του αιτητή από το επίδικο. Συμμεριζόμαστε τις ανησυχίες του πρωτόδικου δικαστηρίου. Όντως η συμπεριφορά του Δήμου, οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης εντεταλμένου με την εφαρμογή ευρέως φάσματος νομοθετημάτων, υπήρξε αξιοθρήνητη. Όμως το γεγονός, όσο καταδικαστέο και αν είναι, δε δημιουργεί αφευατού δικαιώματα, ούτε απαλλάσει τον αιτητή της υποχρέωσης για αποκάλυψη ή της τεκμηρίωσης των βασικών προϋποθέσεων για χορήγηση προσωρινής προστασίας. Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να παρατηρήσουμε πως υπάρχουν ερωτηματικά αν ο αιτητής απέδειξε μία από τις προϋποθέσεις αυτές, που έθεσε η Odysseos, για ορατή προοπτική επιτυχίας της αγωγής, αν εντρυφήσει κανείς πιο προσεκτικά στο περιεχόμενο των σχετικών συμφωνιών. Όμως η παρατήρηση μας αυτή ας μην επηρεάσει την εξέταση της ουσίας.Είμαστε ικανοποιημένοι ότι υπήρξε παραβίαση εκ μέρους του εφεσιβλήτου του θεμελιακού κανόνα για πλήρη αποκάλυψη. Γιαυτό και ακυρώνουμε το απαγορευτικό διάταγμα όπως και το διάταγμα εξόδων εναντίον του Δήμου. Έχοντας όμως υπόψη τη συμπεριφορά του στην προκείμενη περίπτωση δε θα εκδώσουμε άλλο διάταγμα για έξοδα.
Δ.
Δ.
Δ.
/Κασ