ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 969
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10311.
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΠΙΚΗ, Π., ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΑΡΤΕΜΗ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ,ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, ΗΛΙΑΔΗ,
ΚΡΑΜΒΗ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.Δ.
Μεταξύ:
1. VNUKOVO AIRLINES (V.A.), από τη Ρωσία
2. FEDERATED AGENCIES LTD, από τη Λευκωσία
Εφεσειόντων -Εναγόντων
και
Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,
Εφεσίβλητο υ-Εναγόμενου.
___________________
29 Ιουνίου, 2001
.Για τους εφεσείοντες: Α. Σ. Αγγελίδης.
Για τον εφεσίβλητο: Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄
.___________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.
: Η εφεσείουσα 1 είναι Ρωσσική αεροπορική εταιρεία. Η εφεσείουσα 2 είναι ο αντιπρόσωπος της πρώτης στην Κύπρο και επιπλέον της παρείχε υπηρεσίες εδάφους στην Κύπρο. Με άδεια της αρμόδιας αρχής η εφεσείουσα 1 απέκτησε τη δυνατότητα να εκτελεί ναυλωμένες τουριστικές πτήσεις από τη Μόσχα στην Πάφο από 18.8.1994. Αυτό εγίνετο κάθε Πέμπτη και η εφεσείουσα 2 παρείχε στη Ρωσσική εταιρεία διάφορες υπηρεσίες.Με αίτηση ημερ. 29.8.1994 οι εφεσείουσες ζήτησαν παράταση της άδειας ώστε οι πτήσεις να συνεχισθούν από 3.11.1994 και για όλο τον επόμενο χειμώνα μέχρι και το Μάρτιο του επόμενου έτους. Ακολούθησαν και άλλες σχετικές επιστολές των εφεσειουσών ή των δικηγόρων τους με το ίδιο αίτημα. Στις 2.11.1994 ο διευθυντής του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας πληροφόρησε με σήμα την εφεσείουσα 1 ότι το αίτημα της απορρίπτεται σύμφωνα με απόφαση της Μόνιμης Υπουργικής Επιτροπής για Αερομεταφορές.
Οι εφεσείουσες προσέβαλαν με την προσφυγή αρ. 1068/94 στο Ανώτατο Δικαστήριο την εν λόγω απορριπτική απόφαση. Στις 14.6.1996 το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση ημερ. 2.11.1994. ΄Οπως αναφέρεται στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου η επίδικη διοικητική πράξη ακυρώθηκε επειδή "είναι βέβαιο ότι δεν υπάρχει απόφαση ληφθείσα από το αρμόδιο όργανο. Αναρμοδίως ληφθείσα απόφαση είναι επιδεκτική αναθεώρησης και ακύρωσης".
Οι εφεσείουσες, στηριζόμενες στην πιο πάνω ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καταχώρισαν αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) με την οποία αξίωσαν ειδικές αποζημιώσεις ύψους £316.000, γενικές αποζημιώσεις, δίκαιες και/ή εύλογες και τιμωρητικές αποζημιώσεις. Ισχυρίσθηκαν ότι σαν συνέπεια της πιο πάνω παράνομης και ακυρωθείσας απόφασης του εφεσιβλήτου έχουν υποστεί απώλειες, γενικές και ειδικές, και βλάβες. Γι΄ αυτό "με βάση την απόφαση στην προσφυγή 1068/94 όπως και το άρθρο 146.6 του Συντάγματος" αξίωσαν υπό μορφή εύλογης και/ή δίκαιης αποζημίωσης αποκατάσταση και πλήρη θεραπεία κάθε ζημιάς τους.
Ο εφεσίβλητος με την έκθεση υπεράσπισης παραδέχθηκε τα πλείστα των πιο πάνω γεγονότων. Ωστόσο πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι το αρμόδιο όργανο εφόσον εξέταζε την αίτηση δεν υπάρχει ένδειξη ότι θα παραχωρούσε τέτοια άδεια και επομένως δεν θεμελιώνεται αξίωση των εφεσειουσών για αποζημίωση.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή. ΄Εκρινε ότι οι εφεσείουσες απότυχαν να θέσουν την υπόθεση τους στο πλαίσιο του άρθρου 146.6 του Συντάγματος γιατί δεν απέδειξαν ότι έχουν αγώγιμο δικαίωμα. ΄Εθεσε το θέμα ως εξής:
"΄Ερχομαι στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Μετά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης από το Ανώτατο Δικαστήριο η διοίκηση είχε υποχρέωση με βάση το ΄Αρθρο 146.6 του Συντάγματος να πάρει μέτρα διορθωτικά της κατάστασης. Στην προκειμένη περίπτωση η υπόθεση των εναγουσών θα έπρεπε να επανεξετασθεί από το αρμόδιο όργανο. Είναι άγνωστο στην παρούσα υπόθεση αν υπήρξε κάτι τέτοιο. ΄Αγνωστο επίσης στην περίπτωση που υπήρξε εξέταση ποιό το αποτέλεσμα. Αυτά τα γεγονότα δεν ήταν γεγονότα που θα έπρεπε να δικογραφηθούν από τον εναγόμενο σαν μέρος της υπεράσπισης του αλλά σαν μέρος της υπόθεσης των εναγουσών. Το βάρος της απόδειξης ότι οι ενάγουσες έχουν αγώγιμο δικαίωμα με βάση το ΄Αρθρο 146.6 του Συντάγματος το έφεραν οι ίδιες οι οποίες βεβαίως και θα έπρεπε πρώτα να θέσουν τη βάση με την έκθεση απαίτησης που καταχώρησαν στο Δικαστήριο. Σύμφωνα με τις νομικές αυθεντίες όπως πιο πάνω εξετέθηκαν δεν είναι αρκετό ο διοικούμενος να έρχεται στο Δικαστήριο έχοντας στο χέρι την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Θα πρέπει να δείξει ότι παρά τα διορθωτικά μέτρα της διοίκησης εξακολουθεί να υφίσταται υλική ζημιά την οποία μόνο η αποζημίωση στο Επαρχιακό Δικαστήριο μπορεί πλέον να διορθώσει. Θεωρητικά τουλάχιστο η όποια νέα διοικητική απόφαση δυνατόν να μην αφήσει κατάλοιπο παρανομίας.
.................................. .................................................. ......
Είναι άγνωστο στην παρούσα υπόθεση η επανεξέταση της υπόθεσης από αρμόδιο όργανο σε τί θα κατέληγε. Οι ενάγουσες δεν διαφώτισαν το Δικαστήριο επί του θέματος τούτου. Δεν μπορεί το Δικαστήριο να κάμει από μόνο του υποθέσεις. Αν η διοίκηση επανεξέταζε την υπόθεση τα πράγματα ακολουθούν μια συγκεκριμένη πορεία. Αν η διοίκηση ως είχε υποχρέωση δεν επανεξέτασε την υπόθεση τότε άλλη είναι η πορεία των πραγμάτων. Ούτε η έκθεση απαίτησης, ούτε βεβαίως και η προσκομισθείσα μαρτυρία διευκρινίζουν το θέμα."
Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε και το κατά πόσο κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης η όποια νέα απόφαση της διοίκησης θα άλλαζε την πορεία των πραγμάτων εφόσον η αιτούμενη άδεια εζητείτο για συγκεκριμένη χρονική περίοδο και όταν εκδόθηκε η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου είχε ήδη η περίοδος αυτή παρέλθει προ πολλού. Θα μπορούσε - όπως το έθεσε το πρωτόδικο δικαστήριο - κάποιος να ισχυριστεί ότι η διοίκηση δεν μπορούσε υπό τις περιστάσεις να λάβει διορθωτικά μέτρα. ΄Εκαμε αναφορά στο σύγγραμμα της Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου "Αι συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως", ΄Εκδοση 1988, όπου στη σελ. 285 διαβάζουμε:
"Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η in natura αποκατάστασις των πραγμάτων εις την προτέραν των θέσιν, είναι αδύνατος. Τούτο παρατηρείται οσάκις η εκτέλεσις της ακυρωθείσης πράξεως ή παραλείψεως επέφερεν υλικήν αλλοίωσιν ανεπανόρθωτον, όπως π.χ. εις περίπτωσιν παρανόμου κατεδαφίσεως ως αυθαιρέτου κτίσματος (οικίας, περιπτέρου, λυομένου κτίσματος), ή εις περίπτωσιν που ο χρόνος καθ΄ ον ίσχυσεν η ακυρωθείσα περιέλαβεν ολόκληρον το διάστημα εις το οποίον αφεώρα ή ακυρωθείσα, όπως π.χ. εις την περίπτωσιν αρνήσεως χορηγήσεως αδείας κυκλοφορίας αυτοκινήτου δι΄ ωρισμένην ημέραν, ή συγκροτήσεως διαδηλώσεως καθ΄ ωρισμένην ημέραν, ...........
Οσάκις υπάρχει η ως άνω αντικειμενική αδυναμία εκτελέσεως της αποφάσεως in natura, η έννοια της αποκαταστάσεως θα πρέπει να περιορίζεται εις χρηματικήν αποζημίωσιν, όταν όμως υπάρξη ζημία και εφ΄ όσον συντρέχουν αι λοιπαί προϋποθέσεις προς αποζημίωσιν."
Μετά την πιο πάνω αναφορά το Πρωτόδικο Δικαστήριο συνέχισε ως εξής:
"Η απόφαση μου παρά ταύτα είναι τελικά ότι ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πρακτική αδυναμία της διοίκησης να επαναφέρει τα πράγματα στην προ της ακυρωθείσας πράξης περίοδο η διοίκηση θα πρέπει να επανεξετάσει το θέμα για να αποφασίσει ποία θα ήταν η νόμιμη τάξη πραγμάτων. Ο κ. Μαππουρίδης εισηγήθηκε ότι στην παρούσα υπόθεση αν η απόφαση ελαμβάνετο από το αρμόδιο όργανο είναι άγνωστο ποίο θα ήταν το αποτέλεσμα. Είναι κατά την άποψη του Δικαστηρίου ορθή αυτή η θέση. ΄Ερεισμα στα πιο πάνω υπάρχει και στα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα της Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου (ανωτέρω), στη σελ. 234:
'Η ζημία, δηλαδή, εκ της αναγνωρισθείσης ακυρότητος δεν είναι ούτε βεβαία ούτε δεδομένη ή ακριβής κατ΄ έκτασιν. Λαμβανομένων δε υπ΄ όψιν των προϋποθέσεων και περιορισμών υπό τους οποίους αναγνωρίζεται γενικώς υποχρέωσις της Διοικήσεως προς αποζημίωσιν, ή ότι εν προκειμένω είναι δυνατόν ευθύς εξ αρχής να έχη ανασταλή η ακυρωθείσα πράξις και συνεπώς να μη υπάρχη καν ζημιά, ή ότι η ακύρωσις δύναται να απαγγελθή και διά τυπικούς λόγους, ήτοι δια παράβασιν ουσιώδους τύπου ή αναρμοδιότητα, οπότε η Διοίκησις δύναται να επανεκδώση την ακυρωθείσαν πράξιν, ... συνάγεται ότι
: Αι περιπτώσεις αναγνωρίσεως αποζημιώσεως καίτοι απηγγέλθη η ακύρωσις, είναι σπάνιαι και δεν είναι δυνατόν να ταυτισθούν με τας περιπτώσεις ακυρώσεως.'Προκύπτει ως εκ τούτου από τα όσα αναφέρονται πιο πάνω ότι ακόμη και στην περίπτωση αδυναμίας εκτέλεσης της απόφασης και αδυναμίας αποκατάστασης πλην δια χρηματικής αποζημίωσης υπάρχουν περιπτώσεις όπου η διεκδίκηση αποζημίωσης δεν ακολουθεί σαν φυσική συνέπεια. Στο τελευταίο απόσπασμα που παρατέθηκε από το πιο πάνω ελληνικό σύγγραμμα αναφέρεται σαν χαρακτηριστική περίπτωση όπου δυνατόν να μην προκύπτει καθόλου υλική ζημιά αυτή της ακύρωσης λόγω αναρμοδιότητας. ΄Οπως αναφέρεται η διοίκηση δυνατόν να επαναφέρει την ακυρωθείσαν πράξιν.
Στην υπό κρίση υπόθεση θα έπρεπε η διοίκηση να επανεξετάσει το θέμα έστω και αν υπήρχε εκ των πραγμάτων αδυναμία για αποκατάσταση. Θα έπρεπε να υπάρξει όμως τελικώς απόφαση από αρμόδιο όργανο. Αν υπήρξε κάτι τέτοιο ή όχι όπως ήδη έχει επισημανθεί λίγο πριν στην απόφαση είναι άγνωστο γιατί οι ενάγουσες δεν καλύπτουν ως όφειλαν το θέμα στην έκθεση απαίτησης.
Είναι επομένως η απόφαση του Δικαστηρίου ότι οι ενάγουσες απότυχαν να θέσουν την υπόθεση τους στο πλαίσιο του ΄Αρθρου 146.6 του Συντάγματος γιατί απέτυχαν να αποδείξουν ότι έχουν αγώγιμο δικαίωμα. Η αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί."
Η έφεση
.Η ορθότητα του πιο πάνω συμπεράσματος του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αμφισβητείται με την παρούσα έφεση. Οι εφεσείουσες διατείνονται ότι είναι εσφαλμένο γιατί ενώ ορθά κατά τη νομολογία και το Σύνταγμα κρίθηκε ότι η διοίκηση όφειλε να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση, εν τούτοις θεωρήθηκε ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί γιατί υποθετικά θεωρήθηκε ότι ήταν άγνωστο εάν υπήρξε επανεξέταση ή διορθωτικά μέτρα υπέρ των εφεσειουσών αφού τούτο δεν ανέμενε να το δικογραφήσει ο εφεσίβλητος. ΄Ομως - συνεχίζει η εισήγηση - αν είχε λάβει χώραν επανεξέταση ή διορθωτικά μέτρα θα αποτελούσε γεγονός. ΄Ετσι αφού δεν υπήρξε ποτέ επανεξέταση ή διορθωτικά μέτρα δεν καταγράφηκαν στην αξίωση ή στην υπεράσπιση και άρα οι εφεσείουσες δεν παρεμποδίζοντο να διεκδικήσουν με αγωγή αποζημιώσεις κατά το άρθρο 146.6 του Συντάγματος.
Τέλος οι εφεσείουσες υποστήριξαν πως το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα συνέδεσε το θέμα της ζημιάς σαν κατάλοιπο μόνο επανεξέτασης που όμως δεν έγινε ποτέ.
Στην Νίκολας ν. Δημοκρατίας, Πολιτική ΄Εφεση 10301/29.6.2001 η πρωτόδικη κατάληξη για την απόρριψη της αγωγής βασιζόταν πάνω σε λόγους παρόμοιους με τους λόγους που οδήγησαν στην απόρριψη της παρούσας αγωγής. Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης στην υπόθεση εκείνη έχει αμφισβητηθεί με λόγους έφεσης οι οποίοι είναι παρόμοιοι με τους λόγους έφεσης στην παρούσα υπόθεση.
Στην υπόθεση εκείνη μετά από επισκόπηση της σχετικής νομολογίας είχαμε καταλήξει ως εξής:
"Με την ανάκληση της προσβαλλόμενης πράξης και με την επανεξέταση, μετά από δέουσα έρευνα, θα αποκαθίστατο η νομιμότητα. Ωστόσο από το ενώπιον μας υλικό δεν φαίνεται κατά πόσο η διοίκηση έχει λάβει μέτρα για αποκατάσταση της νομιμότητας. Ανεξάρτητα από αυτή τη πτυχή της υπόθεσης το μόνο επίδικο θέμα που χρήζει επίλυσης είναι το κατά πόσο ο εφεσείων δικαιούται σε αποζημιώσεις σαν αποτέλεσμα της πιο πάνω ακυρωτικής απόφασης
΄Εχουμε την άποψη πως η ορθή νομική προσέγγιση αντανακλάται στις αποφάσεις που δόθηκαν στις υποθέσεις Εγγλεζάκη
, Μαυρονύχη και Δήμος Αραδίππου (πιο πάνω). Κρίνουμε, επομένως, ότι τίθεται ζήτημα αποζημίωσης μόνο εφόσον η ζημιά προκλήθηκε από την ακυρωθείσα απόφαση ή προέκυψε ως άμεση συνέπεια της. Η απαίτηση του εφεσείοντα στηρίχθηκε στον ισχυρισμό του ότι σαν αποτέλεσμα της ακυρωθείσας απόφασης δεν πέτυχε διορισμό στην Κύπρο και 'υπέστει απώλειες, γενικές και ειδικές ζημιές'. Εν όψει των πραγματικών περιστατικών που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση θεωρούμε ότι για να επιτύχει στην αξίωση του ο εφεσείων έπρεπε να είχε αποδείξει ότι θα εξασφάλιζε διορισμό αν δεν παρεμβαλλόταν η ακυρωθείσα πράξη. Τέτοια απόδειξη δεν έχει προσφερθεί. ΄Επεται πως το βάθρο της απαίτησης του έχει καταρρεύσει (Βλ. Εγγλεζάκη, πιο πάνω).Το γεγονός ότι η εργοδότηση των αλλοδαπών ήταν περιορισμένης διάρκειας, η οποία είχε λήξει κατά τον χρόνο λήψης της ακυρωτικής απόφασης, δεν μεταβάλλει την κατάσταση γιατί:
(α) Το δικαίωμα της αποζημιώσεως 'δεν γεννάται ipso facto εκ της ακυρωτικής αποφάσεως'. Η ακύρωση διοικητικής απόφασης δε θεμελιώνει αφεαυτής δικαίωμα για αποζημίωση (Βλ. Εγγελεζάκη και Frangoulides
(β) Το δικαίωμα για αποζημίωση εγείρεται μόνο εφόσον η ζημιά προκλήθηκε από την ακυρωθείσα απόφαση ή προέκυψε ως άμεση συνέπεια της. Τέτοια ζημιά δεν έχει προκληθεί γιατί ο εφεσείων δεν έχει αποδείξει ότι θα ήταν ένας επιτυχών υποψήφιος.
Για τους λόγους που έχουν εκτεθεί πιο πάνω και οι οποίοι είναι διαφορετικοί από εκείνους που δόθηκαν από το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει αποδειχθεί οποιαδήποτε ζημιά. Ακολουθεί πως η έφεση πρέπει να απορριφθεί με έξοδα."
Λόγω της ομοιότητας των δύο περιπτώσεων υιοθετούμε και στην παρούσα υπόθεση την προσέγγιση μας στη Νίκολας, πιο πάνω και δεν θεωρούμε σκόπιμο να την επαναλάβουμε ή να προβούμε σε περαιτέρω ανάλυση.
Εν όψει των πραγματικών περιστατικών που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση θεωρούμε ότι για να επιτύχουν στην αξίωση τους οι εφεσείουσες έπρεπε να είχαν αποδείξει ότι θα εξασφάλιζαν την επίδικη άδεια αν δεν παρεμβαλλόταν η ακυρωθείσα πράξη. ΄Επρεπε να είχαν αποδείξει πως θα εξασφάλιζαν την επίδικη άδεια αν το αίτημα τους εξεταζόταν από το αρμόδιο όργανο. Τέτοια απόδειξη δεν έχει προσφερθεί. ΄Επεται πως το βάθρο της απαίτησης τους έχει καταρρεύσει.
Ούτε και το γεγονός ότι η επίδικη άδεια εζητείτο για ωρισμένη περίοδο η οποία είχε λήξει κατά το χρόνο έκδοσης της ακυρωτικής απόφασης μεταβάλλει την κατάσταση. Ισχύουν και στην παρούσα υπόθεση τα όσα λέχθηκαν στην Νίκολας (πιο πάνω). Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει προκληθεί ζημιά γιατί οι εφεσείουσες δεν έχουν αποδείξει ότι θα εξασφάλιζαν την επίδικη άδεια αν δεν παρεμβαλλόταν η ακυρωθείσα πράξη. ΄Οπως υποδεικνύεται στο σύγγραμμα της Κοντογιώργα-Θεοχαροπούλου (πιο πάνω), σελ. 285, η επίδικη αποζημίωση είναι δυνατή "όταν υπάρξη ζημιά και εφ΄ όσον συντρέχουν αι λοιπαί προϋποθέσεις προς αποζημίωσιν". Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει πιο πάνω δεν έχει αποδειχθεί ζημιά. Ακολουθεί πως η έφεση πρέπει να απορριφθεί με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Σ. ΝΙΚΗΤΑΣ,
Δ.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
Μ. ΚΡΟΝΙΔΗΣ,
Δ.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ,
Δ.
/
ΕΑΠ.