ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 983
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10301
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΠΙΚΗ, Π., ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΑΡΤΕΜΗ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ,ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, ΗΛΙΑΔΗ,
ΚΡΑΜΒΗ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ/στών
Μεταξύ
:-Χαράλαμπου Νίκολας, από τη Λάρνακα,
Εφεσείοντος-Ενάγοντος
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του
Γενικού Εισαγγελέα,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων
------------------------
29 Ιουνίου, 2001
Για τον Εφεσείοντα: Α.Σ. Αγγελίδης.
Για τους Εφεσίβλητους: Στ. Χούρη, (κα), Δικηγόρος της
Δημοκρατίας Α, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
------------------------
Με την απόφαση, που ακολουθεί, συμφωνούν οι
Δικαστές Κωνσταντινίδης, Νικολάου και Χατζηχαμπής.
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Π.: Οι περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμοί του 1972, (Κ.Δ.Π. 242/72), παρέχουν εξουσία στην αρμόδια αρχή, το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, (το «Υπουργείο»), να επιτρέπει την εργοδότηση αλλοδαπών για την εκτέλεση συγκεκριμένης εργασίας, εφόσον διαπιστώνει ότι δεν υπάρχουν «... διαθέσιμοι καταλλήλως προσοντούχοι κάτοικοι της Δημοκρατίας ...» - (Κ.11). 'Αλλωσπως απαγορεύεται η εργοδότησή τους.
Ο Χαράλαμπος Νίκολας, ο εφεσείων, προσέβαλε τη νομιμότητα απόφασης του Υπουργείου να χορηγήσει στην κυπριακή εταιρεία αερομεταφορών "EuroCypria Airlines Ltd" άδεια πρόσληψης έξι αλλοδαπών Κυβερνητών και Συγκυβερνητών αεροπλάνων, για χρονική περίοδο έξι μηνών. Η Δημοκρατία ενέστη στο παραδεκτό της προσφυγής. Υποστήριξε ότι ο εφεσείων δεν ενομιμοποιείτο να ζητήσει την αναθεώρηση της απόφασης, ελλείψει συμφέροντος προς τούτο. Το Ανώτατο Δικαστήριο, κατά την ενάσκηση της Αναθεωρητικής του Δικαιοδοσίας, επελήφθη, κατ' αρχήν, του παραδεκτού της προσφυγής. Διαπίστωσε ότι ο εφεσείων, όντας προσοντούχος πιλότος, έχων συμφέρον για την εργοδότηση του στην Κύπρο, ενομιμοποιείτο να προσβάλει την επίδικη απόφαση.
Μετά τη δικαστική αυτή διαπίστωση, οι εφεσίβλητοι αναγνώρισαν ότι η άδεια για την εργοδότηση των έξι αλλοδαπών εκδόθηκε χωρίς να διερευνήσουν κατά πόσο υπήρχαν Κύπριοι προσοντούχοι κυβερνήτες ή συγκυβερνήτες αεροσκαφών. Πήραν την απόφαση, χωρίς να ερευνήσουν αν υπήρχαν Κύπριοι προσοντούχοι κυβερνήτες ή συγκυβερνήτες αεροσκαφών και, σε ό,τι αφορά τον αιτητή (εφεσείοντα), δεν έλαβαν υπόψη τους ότι υπήρχε τουλάχιστον ένα προσοντούχο άτομο, γεγονός περιοριστικό της ευχέρειάς τους να επιτρέψουν την εργοδότηση αλλοδαπών. Η ύπαρξη των προσόντων του εφεσείοντος, μετά τη διαπίστωση του συμφέροντός του να προσβάλει την επίδικη διοικητική απόφαση, προσέλαβε τη μορφή ευρήματος του δικαστηρίου, ως προς την ύπαρξη γεγονότων, τα οποία οι εφεσίβλητοι παραγνώρισαν και τα οποία προδιέγραφαν τις μελλούμενες ενέργειες της Διοίκησης μετά την ακύρωση της απόφασης. Η διαπίστωση του Δικαστηρίου - ότι ο εφεσείων ήταν προσοντούχος κυβερνήτης αεροπλάνου - ήταν απόρροια των στοιχείων του φακέλου. Συνιστούσε λειτουργικό εύρημα, δεσμευτικό για τη Διοίκηση, από το οποίο δεν μπορούσε να αποστεί. Ως προς τις αρχές, σχετικές με το δεδικασμένο, αναφορικά με τα γεγονότα στο πεδίο της Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας, βλ., μεταξύ άλλων, Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054. Tornaris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1292. Gava v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1391. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349.
Στις 23 Ιουνίου, 1995, ο εφεσείων ενήγαγε τους εφεσίβλητους ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, διεκδικώντας αποζημιώσεις για τη ζημία, την οποία υπέστη ως αποτέλεσμα της ακυρωθείσας διοικητικής απόφασης.
Οι αποζημιώσεις, που αξίωσε, ισοδυναμούσαν, σε μεγάλο βαθμό, με απώλεια σταδιοδρομίας, θέση συναρτημένη με την καθόλου βέβαιη υπόθεση ότι θα εργοδοτείτο διαχρονικά από τη EuroCypria.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή. Διαπίστωσε, αντλώντας καθοδήγηση από τη νομολογία, ότι η ακύρωση διοικητικής πράξης δε στοιχειοθετεί, αφ' εαυτής, δικαίωμα προς αποζημίωση. 'Ο,τι επιβάλλει, είναι τη συμμόρφωση της Διοίκησης με την ακυρωτική απόφαση, προς αποκατάσταση της νομιμότητας. Εάν παραλείψει να το πράξει, ο επιτυχών αιτητής νομιμοποιείται να προσφύγει εκ νέου, προς άρση της παράλειψης της Διοίκησης να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση - (βλ.
Frangoulides v. Republic (1982) 1 C.L.R. 462. Kampis v. Republic (1984) 1 C.L.R. 314. Εγγλεζάκη και άλλες ν. Γενικού Εισαγγελέα (1992) 1 Α.Α.Δ. 697. Κεντρική Τράπεζα ν. Θεοδωρίδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 420. Μαυρονύχης ν. Αρχής Βιομ. Καταρτίσεως (1995) 1 Α.Α.Δ. 612).Στη
Christofides v. Attorney-General (1981) 1 C.L.R. 18, στην οποία επίσης παραπέμπει το πρωτόδικο Δικαστήριο, τονίζεται ότι, αν η αξίωση του επιτυχόντος αιτητή δεν ικανοποιηθεί από την αρμόδια αρχή, προκύπτει δικαίωμα αποζημίωσης, νοουμένου ότι ο αιτητής υπέστη ζημία προκύπτουσα από την ακυρωθείσα απόφαση.Το βάρος της απόδειξης μη συμμόρφωσης της Διοίκησης με την ακυρωθείσα πράξη, το φέρει, σύμφωνα με την υπό έφεση απόφαση, ο ενάγων. Επομένως, η μη προσαγωγή μαρτυρίας από τον ενάγοντα (εφεσείοντα), αποδεικνύουσας ότι η Διοίκηση παρέλειψε να συμμορφωθεί με την ακυρωθείσα απόφαση, καθιστούσε την αγωγή του απορριπτέα, καταδικασμένη σε αποτυχία. Απουσίαζε ένα από τα συστατικά στοιχεία του αγώγιμου δικαιώματος.
Το 'Αρθρο 146.6 του Συντάγματος αποτέλεσε το αντικείμενο δικαστικής ερμηνείας από την καθίδρυση της Δημοκρατίας. Η πρώτη απόφαση, που πραγματεύεται το θέμα, είναι η
Phedias Kyriakides and The Republic (Minister of Interior) 1 R.S.C.C. 66, στην οποία επεξηγείται ότι το αγώγιμο δικαίωμα, το οποίο παρέχει το 'Αρθρο 146.6, διακρίνεται από εκείνο το οποίο στοιχειοθετείται από το 'Αρθρο 172 του Συντάγματος - (βλ., επίσης, Eleni Vrahimi & Another and The Republic (Attorney-General) 4 R.S.C.C. 121).Η δεύτερη απόφαση είναι η
Pantelis Petrides v. The Greek Communal Chamber and Another (1965) 1 C.L.R. 39. Επιδικάστηκαν αποζημιώσεις στον επιτυχόντα διάδικο σε προσφυγή, στην οποία ακυρώθηκε απόφαση αρνητική για την παροχή σ' αυτόν αποζημίωσης, προβλεπόμενης από τον περί Αποζημιώσεως των Υποστάντων Ζημίας κατά τον Αγώνα Νόμο, 1961, της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης, (Ν. 12/61), για τα θύματα τουρκικών βιαιοπραγιών του 1956 και 1957. Αποδόθηκαν αποζημιώσεις, αφού αποδείχθηκε ότι οι διαπραγματεύσεις, που ακολούθησαν την ακυρωτική απόφαση, προς καθορισμό της ζημίας που προκλήθηκε στον ενάγοντα από τα κρίσιμα συμβάντα, υπήρξαν ατελέσφορες. Στην ακυρωτική απόφασή του, που προηγήθηκε, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο υπέδειξε ότι, άμα τη ακυρώσει της παρανόμου διοικητικής αποφάσεως, η αρμόδια διοικητική αρχή είχε καθήκον να επανεξετάσει το αίτημα του αιτητή για αποζημίωση, εφαρμόζοντας τις ορθές αρχές δικαίου, υπό το φως των σωστών γεγονότων - (βλ. Pantelis Petrides and The Greek Communal Chamber 5 R.S.C.C. 48).Στην
Pantelis Petrides v. The Greek Communal Chamber and Another (1965) 1 C.L.R. 39, το Εφετείο παρέπεμψε στις αρχές του διοικητικού δικαίου, σύμφωνα με τις οποίες η αποκατάσταση πρέπει να είναι πλήρης. εφόσον δε η ανόρθωση της υλικής ζημίας δεν επιτυγχάνεται, παρέχεται δικαίωμα στο διοικούμενο να αξιώσει αποζημιώσεις από πολιτικό δικαστήριο.Η επόμενη απόφαση -
The Attorney-General of the Republic v. Andreas A. Markoullides and Another (1966) 1 C.L.R. 242 - διαφωτίζει άμεσα για τη σημασία της πρότασης «..., εφ' όσον η αξίωσις αυτού δεν ικανοποιήθη υπό του περί ου πρόκειται οργάνου, αρχής ή προσώπου, ...», που τίθεται ως προϋπόθεση από το 'Αρθρο 146.6 του Συντάγματος για την κτήση δικαιώματος αποζημίωσης. Το πρόσωπο, το όργανο ή η αρχή, στα οποία αναφέρεται, είναι εκείνα των οποίων η απόφαση ακυρώθηκε βάσει του 'Αρθρου 146.4(β) του Συντάγματος. Τα μέτρα, που απόκειται σε τέτοιο όργανο, πρόσωπο ή αρχή να πάρει, ανάγονται στο διοικητικό δίκαιο και έχουν ως γνώμονα την αποκατάσταση της τρωθείσας νομιμότητας από την ακυρωθείσα πράξη. Η ίδια απόφαση είναι καθοδηγητική και για την ερμηνεία των όρων «δικαία» και «εύλογος αποζημίωση», που καθορίζουν το μέτρο της αποζημίωσης βάσει του 'Αρθρου 146.6 του Συντάγματος. Εισάγεται, όπως διαπιστώνεται, η κατά το δίκαιο της επιείκειας αποζημίωση, έννοια συνυφασμένη με τη συναποτίμηση κάθε παράγοντα που σχετίζεται με το τι είναι δίκαιο.Και η επόμενη απόφαση - Costas Tsakistos v. The Attorney-General of The Republic Etc. (1969) 1 C.L.R. 355 - είναι διαφωτιστική για το μέτρο των αποζημιώσεων κάτω από το 'Αρθρο 146.6. (Το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε, κατά βάση, την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου ως σωστή έκφραση των αρχών του δικαίου, επί του προκειμένου.) Το Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στο επιτακτικό καθήκον, που επιβάλλει η παράγραφος 5 του 'Αρθρου 146 του Συντάγματος στην αρμόδια αρχή να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου, έθεσε τα ακόλουθα δύο ερωτήματα, κρίσιμα, προς διαπίστωση ύπαρξης δικαιώματος αποζημιώσεως:-
"A. Has the appropriate organ or authority of the Republic given effect to and acted upon the decision of the Supreme Court, and
B. If the answer to A. hereinabove is in the negative, then what is the amount of the just and equitable compensation payable in the circumstances."
Επιδικάστηκαν αποζημιώσεις στους ενάγοντες, εφόσον διαπιστώθηκε ότι οι ρυθμίσεις, στις οποίες προέβη η αρμόδια διοικητική αρχή μετά την ακυρωτική απόφαση, προς ικανοποίηση της αξίωσης των εναγόντων, δεν ήταν οι ενδεδειγμένες.
Στην επόμενη υπόθεση
Christofides v. Attorney-General, (ανωτέρω), τονίζεται το καθήκον της Διοίκησης να εξαλείψει την ακυρωθείσα πράξη και ό,τι εδράζεται σ' αυτή.Στη
Frangoulides v. Republic, (ανωτέρω), παραπέμφθηκε η υπόθεση για επανεκδίκαση, προς το σκοπό καθορισμού των αποζημιώσεων, τις οποίες κρίθηκε ότι εδικαιούτο ο εφεσείων (ενάγων) για ζημία, την οποία υπέστη λόγω της ακυρωθείσας πράξης, ζημία που δεν επανορθώθηκε με την επανεξέταση του θέματος και τη λήψη νέας διοικητικής απόφασης. Στην ίδια υπόθεση, υποδεικνύεται το επιτακτικό καθήκον της Διοίκησης να εξαφανίσει την ακυρωθείσα πράξη. Εάν δεν το πράξει, παρέχεται δικαίωμα στον επηρεαζόμενο πολίτη να επαναπροσφύγει στο Δικαστήριο. Εάν, παρά ταύτα, παραμείνει ζημία, τότε δικαιούται σε αποζημιώσεις. Ανάλογες είναι οι αρχές, οι οποίες υιοθετούνται στη Κεντρική Τράπεζα ν. Θεοδωρίδη, (ανωτέρω).Η Εγγλεζάκη και άλλες ν. Γενικού Εισαγγελέα, (ανωτέρω), είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική ως προς το συσχετισμό μεταξύ του δικαιώματος αποζημίωσης και της αποκατάστασης της νομιμότητας μετά την ακύρωση της διοικητικής πράξης ή απόφασης. Η ακύρωση της απόφασης - αρνητικής για την εισδοχή των εναγουσών (αιτητριών στην προσφυγή) στην Παιδαγωγική Ακαδημία - δεν παρείχε, αφ' εαυτής, δικαίωμα αποζημιώσεων. Οι ενάγουσες δεν είχαν δικαίωμα εισδοχής στην Παιδαγωγική Ακαδημία. Το δικαίωμά τους περιοριζόταν στην υποβολή υποψηφιότητας και τη σύννομη κρίση του. Εφόσον οι υποψήφιες δεν κρίθηκαν σύμφωνα με τους κανόνες της χρηστής διοίκησης, η απόφαση για τη μη επιλογή τους ακυρώθηκε. Οπόταν κατέστη υποχρέωση της Διοίκησης να παραμερίσει την ακυρωθείσα απόφαση και να επανεξετάσει το αίτημα. Αυτό έπραξε. Η αρμόδια Διοικητική Αρχή ικανοποίησε την αξίωση των εναγουσών, παραμέρισε την ακυρωθείσα απόφαση και προέβη στην έκδοση νέας, πλην και πάλιν αρνητικής για τις εφεσείουσες. Το Εφετείο έκρινε ότι καμιά ζημία δεν προέκυψε. Τέτοιο δικαίωμα μπορούσε να ανακύψει μετά τον παραμερισμό της παρανόμου πράξεως και την επανόρθωση της νομιμότητας. Τούτου γενομένου, αποκαταστάθηκε η τρωθείσα νομιμότητα, χωρίς να αφήσει κατάλοιπο ζημίας.
Προϋπόθεση για τη θεμελίωση δικαιώματος αποζημιώσεως, βάσει του 'Αρθρου 146.6 του Συντάγματος, είναι η πρόκληση ζημίας στον επιτυχόντα αιτητή από αυτή τούτη την ακυρωθείσα πράξη. Ως υποδεικνύεται στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, Πολιτική 'Εφεση Αρ. 10144, 22/3/99, η ακύρωση της διοικητικής πράξης δε στοιχειοθετεί, αφ' εαυτής, ζημία. Η ζημία πρέπει να αποδειχθεί ως προκύπτουσα από την ακυρωθείσα απόφαση ή πράξη.
Ζημία προκύπτει από την παραβίαση δικαιώματος. Δεν ταυτίζεται «το δικαίωμα» με το συμφέρον του ατόμου να προσφύγει κατά πράξης ή απόφασης της Διοίκησης. 'Οπου επιζητείται η κτήση δικαιώματος μέσω της διοικητικής οδού, το δικαίωμα του διεκδικούντος περιορίζεται στη σύννομη λήψη απόφασης από το αρμόδιο όργανο. Εξ ου και οι παρεχόμενες θεραπείες περιορίζονται, σε περίπτωση μη ενεργού συμμόρφωσης της Διοίκησης, σ' εκείνες της Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας, που καθιερώνει το 'Αρθρο 146 του Συντάγματος.
Διακρίνεται η περίπτωση παραβίασης υφιστάμενου δικαιώματος, μέσω της ακυρωθείσας διοικητικής απόφασης, από εκείνη της αναζήτησης κτήσης δικαιώματος μέσω διοικητικής απόφασης ή πράξης. Στην πρώτη περίπτωση, προκύπτει ζημία από την παραβίαση του δικαιώματος, την οποία ο διοικούμενος δικαιούται να ανακτήσει, εφόσον η Διοίκηση δεν ικανοποιεί την αξίωσή του με την αποκατάσταση της τρωθείσας νομιμότητας. Εφόσον η Διοίκηση αδρανεί, και η αξίωση του διοικουμένου παραμένει ανικανοποίητη, ανακύπτει δικαίωμα αποζημίωσης. Στη δεύτερη περίπτωση, επιδιώκεται η απόκτηση δικαιώματος και προς αυτή συναρτώνται οι επιδιώξεις του διοικουμένου.
Η Δήμητρα Κοντόγιωργα - Θεοχαροπούλου, στο σύγγραμμα «Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως»
, 1988, (σελ. 25), πραγματεύεται τις αρχές του ελληνικού δικαίου, που διέπουν την κτήση δικαιώματος για αποζημιώσεις από παράνομη διοικητική πράξη ή απόφαση της διοίκησης:-«'Ητοι αστικών και ποινικών κυρώσεων, ώστε να παρουσιάζεται η υποχρέωσις της Διοικήσεως ως lex perfecta. Δηλαδή, κάθε καθυστερημένη ή ατελής ή ανεπαρκής ή μη συμμόρφωσις της Διοικήσεως προς τα κριθέντα υπό του ακυρωτικού δικαστού υποτίθεται ότι είναι δυνατόν να γίνη, υπό ωρισμένας προϋποθέσεις, αντικείμενον είτε νέας αιτήσεως ακυρώσεως, είτε αγωγής αστικής αποζημιώσεως, είτε ποινικής διώξεως των υπαιτίων οργάνων διά παράβασιν καθήκοντος.»
Στο σύγγραμμα «Αίτηση Ακυρώσεως, Θεωρία - Νομολογία Υποδείγματα», Βασιλικής Οικονομοπούλου,
1998, υποδεικνύεται ότι απλή παράλειψη της διοικητικής αρχής να ενεργήσει σύμφωνα με την ακυρωτική απόφαση, δεν αποτελεί σιωπηρή άρνηση, υποκείμενη στον ακυρωτικό έλεγχο, και συνεχίζει:- (σελ. 455)«Η ευθύνη της διοικητικής αρχής για μη συμμόρφωση στην ακυρωτική απόφαση είναι αστική ευθύνη, που συνδέεται με την αποζημίωση του βλαβέντος διοικουμένου από τη συμπεριφορά της διοικήσεως, ενώ ο παραβάτης της υποχρεώσεως έχει και προσωπική ευθύνη προς αποζημίωση.»
Ως προς το βάρος της αποδείξεως, ο Π.Δ. Δαγτόγλου στο σύγγραμμά του «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο» β', 1978, διαπιστώνει ότι ο ενάγων βαρύνεται να αποδείξει μόνο τη ζημία την οποία υπέστη και την αιτιώδη συνάφειά της με την παρανομία. Κατά τα λοιπά:- (σελ. 79)
«Οι άλλες προϋποθέσεις της κρατικής ευθύνης δεν είναι αντικείμενα αποδείξεως, αλλά νομικής εκτιμήσεως, και εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο.»
Η υποχρέωση, την οποία επιβάλλει η παράγραφος 5 του 'Αρθρου 146 του Συντάγματος, προς ενεργό συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση, καθιστά καθήκον της Διοίκησης να αποδείξει, σε κάθε διαδικασία που το στοιχείο της συμμόρφωσης είναι επίδικο θέμα, ότι συμμορφώθηκε με την ακυρωθείσα απόφαση και αποκατέστησε τη νομιμότητα. Πρόκειται για γεγονός, για το οποίο η Διοίκηση έχει ιδιαίτερη, αν όχι αποκλειστική, γνώση, το οποίο άλλωστε έχει υποχρέωση να γνωστοποιήσει στο διοικούμενο. Στην προκείμενη υπόθεση, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η Διοίκηση αδράνησε και, κατ' ουσίαν, αδιαφόρησε να συμμορφωθεί με την ακυρωθείσα πράξη. Ούτε προβλήθηκε ισχυρισμός περί του αντιθέτου στην υπεράσπιση των εφεσιβλήτων.
Βάσει της ακυρωθείσας απόφασης, παραβιάστηκε το δικαίωμα του εφεσείοντος να διεκδικήσει εργοδότηση στην Κύπρο, ως κυβερνήτης ή συγκυβερνήτης αεροπλάνου, αποκλειομένων αλλοδαπών. Η χρονική διάρκεια της παραβίασης αυτού του δικαιώματος ήταν σύντομη, έξι μήνες. Το δικαίωμά του για αποζημίωση δεν εξισούται με απώλεια σταδιοδρομίας ή, ακόμα, με τη μισθοδοσία, την οποία θα απολάμβανε κατά την εξάμηνη
περίοδο. 'Ηταν πάντα υπαρκτή πιθανότης η μη πρόσληψή του από τη EuroCypria, έστω και αν δεν είχε διαζευκτική επιλογή.Οι αποζημιώσεις εξισούνται με την απώλεια, κατά την εξάμηνη περίοδο που ακολούθησε την ακυρωθείσα απόφαση, της προοπτικής εργοδότησής του. Περί ενδεχομένου ο λόγος, αβέβαιου, ως εκ της φύσεώς του, πλην υπαρκτού, υποκείμενου σε ποσολόγηση, με γνώμονα το δίκαιο και το εύλογο του πράγματος.
Συνεκτιμώντας όλους τους σχετικούς παράγοντες, καθορίζουμε το ποσό της αποζημίωσης σε £4.000,00.
Θα επιτρέπαμε την έφεση με έξοδα, πλην η απόφασή μας αντανακλά τις θέσεις της μειοψηφίας.
Γ.Μ. Πικής, Π.
Κωνσταντινίδης, Δ.
Νικολάου, Δ.
Χατζηχαμπής, Δ.
/ΜΠ