ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 983
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10301.
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΠΙΚΗ, Π., ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΑΡΤΕΜΗ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ,ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, ΗΛΙΑΔΗ,
ΚΡΑΜΒΗ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.Δ.
Μεταξύ:
Χαράλαμπου Νίκολας,
Εφεσείοντα-Ενά γοντα
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
του Γενικού Εισαγγελέα,
Εφεσιβλήτων-Εν αγομένων.
___________________
29 Ιουνίου, 2001
.Για τον εφεσείοντα: Α. Σ. Αγγελίδης.
Για τους εφεσίβλητους: Στ. Χούρη (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
___________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.
: Με την προσφυγή αρ. 701/93 ο εφεσείων στην παρούσα υπόθεση προσέβαλε τη νομιμότητα της απόφασης με την οποία παραχωρήθηκε σε Κυπριακή αεοροπορική εταιρεία και συγκεκριμένα την EuroCypria Airlines Ltd άδεια για την πρόσληψη αλλοδαπών για την κάλυψη κενών θέσεων κυβερνήτη και συγκυβερνήτη αεροσκάφους στην εν λόγω εταιρεία και με την οποία εκδόθηκαν αντίστοιχες άδειες εργασίας στους αλλοδαπούς που προσλήφθηκαν. Με απόφαση του ημερ. 2.2.1995 το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο εφεσείων ήταν πρόσωπο το οποίο είχε "ίδιο ενεστώς συμφέρον" και αποφάσισε ότι η προσφυγή ήταν παραδεκτή και δόθηκαν οδηγίες για την περαιτέρω προώθηση της υπόθεσης για ακρόαση. Στις 19.4.1995 μετά από κάποιες δηλώσεις που έγιναν από τα μέρη το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την επίδικη απόφαση στην ολότητα της με βάση το ΄Αρθρο 146.4 (β) του Συντάγματος επειδή η διερεύνηση του θέματος υπήρξε ατελής και μη δέουσα.Μετά από την ακύρωση της διοικητικής απόφασης ο εφεσείων καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο (το πρωτόδικο δικαστήριο) με την οποία ζητούσε αποζημιώσεις με βάση το ΄Αρθρο 146.6 του Συντάγματος. Στην έκθεση απαίτησης ανάφερε ότι ο εφεσείων ήταν υποψήφιος και απόλυτα προσοντούχος για διορισμό στη θέση κυβερνήτη και/ή συγκυβερνήτη στην εταιρεία EuroCypria Airlines Ltd και ενώ ανέμενε την απόφαση της εταιρείας πληροφορήθηκε ότι διορίστηκαν με άδειες εργασίας και παραμονής στην Κύπρο, που ενέκρινε ο εφεσίβλητος δια των αρμοδίων οργάνων της Κυπριακής Δημοκρατίας, άλλα πρόσωπα που ήσαν αλλοδαποί. Ισχυρίστηκε δε ότι σαν συνέπεια των παράνομων αποφάσεων και/ή πράξεων του εφεσίβλητου δεν πέτυχε διορισμό στην Κύπρο και υπέστη απώλειες, γενικές και ειδικές ζημιές και βλάβη για την οποία αξίωσε εύλογες και/ή δίκαιες αποζημιώσεις. Ισχυρίστηκε ότι υπέστη ειδικές ζημιές, το σύνολο των οποίων καθόρισε σε £148.416.
Το πρωτόδικο δικαστήριο μετά από αναφορά στη σχετική νομολογία απέρριψε την αγωγή. ΄Εκρινε ότι ο ενάγων απέτυχε να θέσει την υπόθεση του στο πλαίσιο του άρθρου 146.6 του Συντάγματος γιατί δεν απέδειξε ότι έχει αγώγιμο δικαίωμα. Η έλλειψη τέτοιου δικαιώματος, σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο, ανάγεται στην παράλειψη του εφεσείοντα να διαφωτίσει το δικαστήριο επί του κατά πόσο είχε λάβει χώραν επανεξέταση της υπόθεσης από αρμόδιο όργανο και σε τί κατέληξε. Μεταφέρουμε το σχετικό μέρος της πρωτόδικης απόφασης:
"΄Ερχομαι στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.
Μετά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης από το Ανώτατο Δικαστήριο η διοίκηση είχε υποχρέωση με βάση το ΄Αρθρο 146.6 του Συντάγματος να πάρει μέτρα διορθωτικά της κατάστασης. Είναι άγνωστο στην παρούσα υπόθεση αν υπήρξε κάτι τέτοιο. ΄Αγνωστο επίσης στην περίπτωση που υπήρξε εξέταση ποιό το αποτέλεσμα. Δεν υπάρχει καμιά αναφορά γι΄ αυτές τις εξελίξεις στην έκθεση απαίτησης. Ούτε όμως και αν δεν υπήρξαν εξελίξεις. Αυτά τα γεγονότα δεν ήταν γεγονότα που θα έπρεπε να δικογραφηθούν από τον εναγόμενο σαν μέρος της υπεράσπισης του αλλά σαν μέρος της υπόθεσης του ενάγοντα. Το βάρος της απόδειξης ότι αυτός έχει αγώγιμο δικαίωμα με βάση το ΄Αρθρο 146.6 του Συντάγματος το φέρει ο ίδιος ο οποίος βεβαίως και θα έπρεπε πρώτα να θέσει τη βάση με την έκθεση απαίτησης που καταχώρησε στο Δικαστήριο. Με βάση τις νομικές αυθεντίες όπως πιο πάνω εξετέθηκαν δεν είναι αρκετό ο διοικούμενος να έρχεται στο Δικαστήριο έχοντας στο χέρι την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Θα πρέπει να δείξει ότι παρά τα διορθωτικά μέτρα της διοίκησης εξακολουθεί να υφίσταται υλική ζημιά την οποία μόνο η αποζημίωση στο Επαρχιακό Δικαστήριο μπορεί πλέον να διορθώσει. Υπενθυμίζονται εδώ τα όσα αναφέρονται στην υπόθεση Frangoulides (ανωτέρω) ότι δηλαδή μετά
την ακύρωση της διοικητικής πράξης το μόνο δικαίωμα το οποίο γεννάται υπέρ του διοικούμενου είναι ν΄ απαιτήσει την εξαφάνιση των συνεπειών της παράνομης διοικητικής πράξης. Πριν από αυτό δεν έχει δικαίωμα για αποζημίωση. Θεωρητικά τουλάχιστο η όποια νέα διοικητική απόφαση δυνατόν να μην αφήσει κατάλοιπο παρανομίας................................... .................................................. ......
Είναι άγνωστο στην παρούσα υπόθεση η επανεξέταση της υπόθεσης από αρμόδιο όργανο σε τι θα κατέληγε. Ο ενάγοντας δεν διαφώτισε το Δικαστήριο επί του θέματος τούτου. Δεν μπορεί το Δικαστήριο να κάμει από μόνο του υποθέσεις. Αν η διοίκηση επανεξέτασε την υπόθεση τα πράγματα ακολουθούν μια συγκεκριμένη πορεία. Αν η διοίκηση ως είχε υποχρέωση δεν επανεξέτασε την υπόθεση τότε άλλη είναι η πορεία των πραγμάτων. Ούτε η έκθεση απαίτησης, ούτε βεβαίως και η προσκομισθείσα μαρτυρία διευκρινίζουν το θέμα. Είναι επομένως η απόφαση του Δικαστηρίου ότι ο ενάγων απέτυχε να θέσει την υπόθεση του στο πλαίσιο του ΄Αρθρου 146.
6 του Συντάγματος γιατί απέτυχε να αποδείξει ότι έχει αγώγιμο δικαίωμα. Η αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί."Η έφεση
.Η ορθότητα του πιο πάνω συμπεράσματος του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αμφισβητείται με την παρούσα έφεση. Ο εφεσείων διατείνεται ότι είναι εσφαλμένο γιατί ενώ ορθά κατά τη νομολογία και το Σύνταγμα κρίθηκε ότι η διοίκηση όφειλε να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση, εν τούτοις θεωρήθηκε ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί γιατί υποθετικά θεωρήθηκε ότι ήταν άγνωστο εάν υπήρξε επανεξέταση ή διορθωτικά
μέτρα υπέρ του εφεσείοντα αφού τούτο δεν ανέμενε να το δικογραφήσει ο εφεσίβλητος. ΄Ομως - συνεχίζει η εισήγηση - αν είχε λάβει χώραν επανεξέταση ή διορθωτικά μέτρα θα αποτελούσε γεγονός. ΄Ετσι αφού δεν υπήρξε ποτέ επανεξέταση ή διορθωτικά μέτρα δεν καταγράφηκαν στην αξίωση ή στην υπεράσπιση και άρα ο εφεσείων δεν παρεμποδίζετο να διεκδικήσει με αγωγή αποζημιώσεις κατά το άρθρο 146.6 του Συντάγματος.Τέλος ο εφεσείων υποστήριξε πως το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα συνέδεσε το θέμα της ζημιάς σαν κατάλοιπο μόνο επανεξέτασης που όμως δεν έγινε ποτέ.
Τα σχετικά με την επίλυση της επίδικης διαφοράς άρθρα του Συντάγματος είναι τα άρθρα 146.5 και 146.6 του Συντάγματος. Το άρθρο 146.6 έχει ερμηνευθεί στην Εγγλεζάκη κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1992) 1 Α.Α.Δ. 697. Στην υπόθεση εκείνη οι αιτήτριες ήταν υποψήφιες για εισδοχή στην Παιδαγωγική Ακαδημία κατά το ακαδημαϊκό έτος 1984-1985. Η αρμόδια αρχή είχε καθορίσει σαν κριτήρια για εισδοχή, εκτός από την επίτευξη ορισμένου επιπέδου επίδοσης στις εισαγωγικές εξετάσεις και ποσοστό εισδοχής ανδρών και γυναικών. Οι αιτήτριες δεν πέτυχαν στις εισαγωγικές εξετάσεις τέτοια επίδοση ώστε να δικαιούνται να εισέλθουν στην Παιδαγωγική Ακαδημία. Με προσφυγή τους στο Ανώτατο Δικαστήριο πέτυχαν την ακύρωση της απόφασης για μη εισδοχή τους λόγω της ύπαρξης του κριτηρίου σχετικά με το φύλο των υποψηφίων. Μετά την απόρριψη και της έφεσης εναντίον της ακυρωτικής απόφασης οι αρμόδιες αρχές επανεξέτασαν την ακυρωθείσα απόφαση με βάση τις πραγματικότητες του 1984. Οι αιτήτριες δεν ήταν μεταξύ των επιλεγέντων λόγω του ότι δεν περιλαμβάνονταν μεταξύ των 50 επιτυχέστερων υποψηφίων, ούτε ακόμα μεταξύ των πρώτων επιλαχόντων. Απέκτησαν δικαίωμα εισδοχής στην Παιδαγωγική Ακαδημία λόγω της επιτυχίας τους στις εισαγωγικές εξετάσεις του επόμενου έτους, οπόταν και κατέστησαν σπουδάστριες της Παιδαγωγικής Ακαδημίας.
Με αγωγή τους στο Επαρχιακό Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 146.6 του Συντάγματος, οι αιτήτριες αξίωσαν αποζημιώσεις για ισχυριζόμενη ζημιά που υπέστησαν λόγω της ακυρωθείσας απόφασης. Το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή γιατί, μετά την εξαφάνιση της ακυρωθείσας πράξης και επανεξέταση του θέματος, αποκαταστάθηκε η νομιμότητα χωρίς να αφεθούν οποιαδήποτε κατάλοιπα ζημιάς στις αιτήτριες.
Το Εφετείο επεκύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Αφού πρώτα έθεσε το ερώτημα κατά πόσο "μετά την επανόρθωση και αποκατάσταση της νόμιμης τάξης πραγμάτων, οι αιτήτριες υπέστησαν οποιαδήποτε ζημιά
"στη συνέχεια έκαμε αναφορά στη σχετική νομολογία και συνόψισε ως εξής τις αρχές που προκύπτουν από τη νομολογία - Βλ. απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε, στις σελ. 702-703
:"(1) ΄Οπως το κείμενο του άρθρου 146.6 υποδηλώνει, και η νομολογία βεβαιώνει, η ακύρωση διοικητικής απόφασης δε θεμελιώνει αφεαυτής δικαίωμα για αποζημίωση από πολιτικό δικαστήριο. Δικαίωμα για αποζημίωση εγείρεται 'εφ΄ όσον η αξίωσις αυτού δεν ικανοποιηθή υπό του περί ου πρόκειται οργάνου, αρχής ή προσώπου'.
(2) Η αποκατάσταση της τρωθείσας νομιμότητας, όπως διαπιστώνεται στην αναθεωρητική ακυρωτική απόφαση, αποτελεί ευθύνη του αρμόδιου διοικητικού οργάνου στο πεδίο του δημοσίου δικαίου. Παράλειψη αποκατάστασης της νομιμότητας με την εξαφάνιση της πράξης, συνιστά παράλειψη εκπλήρωσης υποχρέωσης που θέτει το άρθρο 146.5 του Συντάγματος που επιβάλλει την ενεργό συμμόρφωση με τη ακυρωτική απόφαση, και συνιστά παράλειψη υποκείμενη σε αναθεώρηση βάσει του άρθρου 146.1. Στην προκείμενη περίπτωση, η Διοίκηση συμμορφώθηκε με την εξαφάνιση της πράξης και την επανεξέταση της ακυρωθείσας απόφασης. Η μη αμφισβήτηση της νέας απόφασης, σε συνδυασμό με το τεκμήριο της νομιμότητας, επισφραγίζουν το πλαίσιο της νομιμότητας αναφορικά με τη διοικητική λειτουργία. Δικαίωμα για αποζημίωση εγείρεται αν, παρά την αποκατάσταση της νομιμότητας, προέκυψε ζημία, η οποία δεν είχε ικανοποιηθεί, από την αρμόδια διοικητική αρχή. Στην προκείμενη περίπτωση δεν προέκυψε καμιά ζημιά γιατί οι εφεσείουσες δεν ήταν, βάσει του γραπτού διαγωνισμού, μεταξύ των εισακτέων φοιτητών."
Η απόφαση του Εφετείου κατέληξε ως εξής:
"Κάτω από οποιοδήποτε πρίσμα κι΄ αν ήθελε κριθεί η απαίτηση των εφεσειουσών για αποζημιώσεις, αυτή ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Για να επιτύχουν έπρεπε να είχαν αποδείξει ότι, παρά το γεγονός ότι δεν είχαν δικαίωμα εισδοχής στην Παιδαγωγική Ακαδημία το 1984, υπέστησαν ζημία η οποία δεν έχει ικανοποιηθεί. Η απαίτησή τους στηρίχθηκε ουσιαστικά στην απώλεια του δικαιώματος για εισδοχή το 1984, και στις συνέπειες που προέκυψαν από τη μη εισδοχή τους. Εφόσο διαπιστώθηκε ότι δεν είχαν δικαίωμα να εισαχθούν το 1984, το βάθρο της απαίτησής τους κατέρρευσε."
Ενωρίτερα - στη σελ. 701 - το Εφετείο επεσήμανε ότι η ύπαρξη έννομου συμφέροντος για προσβολή διοικητικής πράξης ή απόφασης δε συνεπάγεται και δικαίωμα επιλογής κατά την επανεξέταση εφόσον ήθελε ακυρωθεί η διοικητική πράξη κατά την αναθεώρηση.
Στην Μαυρονύχης ν. Αρχής Βιομηχανικής Καταρτίσεως (1995) 1 Α.Α.Δ. 612 ο εφεσείων είχε ασκήσει προσφυγή κατά του διορισμού συγκεκριμένου προσώπου (το Ε.Μ.) στη θέση Υπεύθυνου Λογιστηρίου. Το Ε.Μ. υπέβαλε παραίτηση μετά το διορισμό του. Με ενδιάμεση απόφαση του το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η προσφυγή δεν είχε καταργηθεί γιατί αν ήθελε διαπιστωθεί ότι ο εφεσείων εσφαλμένα δεν είχε επιλεγεί δυνατόν να είχε υποστεί ζημιά σαν αποτέλεσμα του μη διορισμού του (Βλ.
Mavronichis v. Industrial Training Authority (1986) 3 C.L.R. 1427).
Με απόφαση του ημερ. 22.2.1986 το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε το διορισμό του Ε.Μ.. ΄Εκρινε ότι η χωρίς δικαιολογία παραγνώριση των ανώτερων προσόντων του εφεσείοντα, τα οποία δυνάμει του σχεδίου υπηρεσίας αποτελούσαν πλεονέκτημα και τα οποία τον καθιστούσαν έκδηλα υπέρτερο του Ε.Μ. οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η απόφαση για διορισμό του Ε.Μ. δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή (βλ.
Mavronichis v. Industrial Training Authority (1986) 3 C.L.R. 2213). Σημειώνεται ότι μετά την παραίτηση του Ε.Μ. η αρμόδια αρχή κατάρτισε νέο σχέδιο υπηρεσίας και η νέα θέση πληρώθηκε στις 15.5.86. Ο εφεσείων δεν υπέβαλε υποψηφιότητα γιατί δεν κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα. Την ακυρωτική απόφαση ακολούθησε αγωγή του εφεσείοντα ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, με την οποία διεκδίκησε αποζημιώσεις κατ΄ επίκληση του άρθρου 146.6 του Συντάγματος. Το Επαρχιακό Δικαστήριο κατέληξε πως(α) κάτω από τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης στοιχειοθετήθηκε δικαίωμα αποζημίωσης, και
(β) το ποσό των £2.128 αντιπροσώπευε ότι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως "δικαία και εύλογος αποζημίωσις" στην περίπτωση.
Στο παράπονο του εφεσείοντα πως το ποσό ήταν "υπερμέτρως χαμηλό και λανθασμένο στο Νόμο" οι εφεσίβλητοι, με "ειδοποίηση αντεφέσεως" αντέτειναν, μεταξύ άλλων, πως η ακυρωτική απόφαση δε συνιστούσε παραδεκτό στήριγμα αξίωσης για αποζημίωση.
Το Εφετείο παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση. Ο Κωνσταντινίδης, Δ. έθεσε το θέμα ως εξής:
"Είναι ορθή η εισήγηση των εφεσιβλήτων πως δεν έχει στοιχειοθετηθεί αγώγιμο δικαίωμα. ΄Οσα θεωρήθηκαν ως ιδιαίτερα περιστατικά, δεν αλλοίωναν το θεμελιωμένο πως η δικαστική ακύρωση διορισμού δεν εμπεριέχει και δήλωση για παράλειψη διορισμού άλλου ούτε, βέβαια γεννά με οποιοδήποτε τρόπο δικαίωμα διορισμού ώστε να προδεσμεύεται η διακριτική εξουσία της διοίκησης που καθηκόντως θα επανεξετάσει το ζήτημα (Βλ.
Σχολιάζοντας την εισήγηση του εφεσείοντα πως το γεγονός της κατάργησης της θέσης αποτελούσε διαφοροποιητικό στοιχείο ο Κωνσταντινίδης, Δ., ανέφερε στις σελ. 618-619:
"Η αξίωση, που εφόσον δεν ικανοποιηθεί δημιουργεί δικαίωμα επιδίκασης αποζημίωσης, πρέπει να θεμελιώνεται στην ίδια την απόφαση που κηρύχθηκε άκυρη. Τίθεται ζήτημα αποζημίωσης μόνο εφόσον η ζημιά προκλήθηκε από την ακυρωθείσα απόφαση ή προέκυψε ως άμεση συνέπειά της (Βλ.
Στη Δήμος Αραδίππου ν. Γεωργιάδης, Πολιτική ΄Εφεση 10431/26.6.2000 ο εφεσείων, μετά από σχετική απόφαση, προκήρυξε τη θέση δημοτικού μηχανικού. Οι αιτητές ήσαν 6, μεταξύ αυτών και ο εφεσίβλητος. Κρίθηκε ως καταλληλότερος για τη θέση κάποιος Κυριάκος Καρεκλάς, και ακολούθησαν στον κατάλογο, ως ισόβαθμοι, ο εφεσίβλητος και ένας άλλος υποψήφιος. ΄Εγινε εισήγηση στο Δημοτικό Συμβούλιο να προσφερθεί διορισμός στον Κ. Καρεκλά, ο οποίος όμως τον απέρριψε. Μετά απ΄ αυτή την εξέλιξη ο εφεσείων αποφάσισε την επαναπροκήρυξη της θέσης, που έγινε με δημοσίευση στον ημερήσιο τύπο την 8.1.89. Με προσφυγή του ο εφεσίβλητος ζήτησε ακύρωση της ανάκλησης της απόφασης για την πλήρωση της θέσης. Το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την ανακλητική απόφαση γιατί ήταν αναιτιολόγητη. Το Επαρχιακό Δικαστήριο επεδίκασε στον εφεσίβλητο αποζημιώσεις δυνάμει του πιο πάνω άρθρου 146.6 του Συντάγματος. Το Εφετείο παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση μετά από έφεση του Δήμου. Υιοθέτησε τα νομολογηθέντα στην Μαυρονύχης (πιο πάνω). Έκρινε ότι "η προσφυγή του εφεσίβλητου έγινε δεκτή γιατί η απόφαση για την ανάκληση ήταν αναιτιολόγητη. Η αγωγή θεμελιώνεται μόνο σ΄ αυτή την απόφαση που κηρύχθηκε άκυρη, και θέμα αποζημίωσης εγείρεται μόνο, αν είναι βάσιμο, για τη ζημιά που προκλήθηκε από την ακυρωθείσα απόφαση ή προέκυψε ως άμεση συνέπεια της (βλ. την υπόθεση Μαυρονύχης, σελ. 618, όπου παρατίθενται και προηγουμένως σχετικές αποφάσεις). Τέτοια ζημιά δεν προέκυψε".
Στην
Petrides v. Greek Communal Chamber and Another (1965) 1 C.L.R. 39, 46 υποδείχθηκε ότι το δικαίωμα για αποζημιώσεις δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ανάλογο δικαίωμα αναγνωρίζεται και στην Ελλάδα όπως καταδεικνύεται - σύμφωνα με την απόφαση του Εφετείου - από το πιο κάτω απόσπασμα του συγγράμματος του καθηγητή Κυριακόπουλου "Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον", 4η έκδοση, 1961, Τόμος Γ, σελ. 155:"Η υποχρέωσις της διοικήσεως εις ακριβή συμμόρφωσιν προς ακυρωτικήν απόφασιν, εκδοθείσαν επί εκτελεσθείσης ήδη πράξεως, συνίσταται εις την εξαφάνισιν των αποτελεσμάτων ταύτης, ήτοι εις την αποκατάστασιν της προηγούμενης πραγματικής καταστάσεως. Η υποχρέωσις προς συμμόρφωσιν της διοικήσεως δεν περιορίζεται εις μόνην την λήψιν των αναγκαίων διοικητικών μέτρων προς άμεσον εκτέλεσιν της ακυρωτικής αποφάσεως
. αλλ΄ επιβάλλει άμα εις την διοίκησιν, όπως, δια διοικητικών εκτελεστών πράξεων, αποκαταστήση τα πράγματα εις την προ της ακυρωθείσης πράξεως νομικήν κατάστασιν. Προς τούτο υποχρεούται η διοίκησις ν΄ ανακαλέση και πάσαν πράξιν, τελούσαν εν στενώ συνδέσμω προς την ακυρωθείσαν. Η αποκατάστασις δέον να είναι πλήρης, ήτοι να περιλαμβάνη πάντα τα ζημιούντα τον προσφυγόντα αποτελέσματα της πράξεως εξ αρχής.Η αποκατάστασις όμως δεν περιλαμβάνει και την ανόρθωσιν της υλικής ζημίας. Το Σ.Ε., μη κρίνον άλλως τε περί των εξ αυτής δικαιωμάτων του προσφεύγοντος και των αντιστοίχων υποχρεώσεων της διοικήσεως, δεν επιδικάζει χρηματικάς καταβολάς - πλην των δικαστικών εξόδων. Αν δε η διοίκησις αρνήται να εκπληρώση τοιαύτας υποχρεώσεις, ανακύπτει πλέον αστική διαφορά, δια την οποίαν αρμόδια είναι τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία δεσμεύονται ως προς το υπό του Σ.Ε. κριθέν ζήτημα, περί ού γεννάται δεδικασμένον εκ της αποφάσεως τούτου. Την προς αποζημίωσιν, κατ΄αρχήν, υποχρέωσιν αυτής, η διοίκησις δεν δύναται ν΄ αμφισβητήση εν η περιπτώσει η αποκατάστασις είναι εκ των πραγμάτων αδύνατος - ως
λ.χ. εάν ο διαρρεύσας χρόνος περιέλαβεν ολόκληρον το διάστημα, εις ο αφεώρα η ακυρωθείσα πράξις - επειδή η προς συμμόρφωσιν υποχρέωσις περιορίζεται εν όλω η εν μέρει εις μόνην την αστικήν ευθύνην."Στο σύγγραμμα της Δ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου "Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως κατόπιν ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως", 1988, σελ. 233, 235, επεξηγείται ότι "το δικαίωμα της αποζημιώσεως δεν γεννάται ipso facto εκ της ακυρωτικής αποφάσεως" και "δεν δύναται να υπάρξη εκ μόνης της ακυρώσεως υποχρέωσις προς αποζημίωσιν, ως ενέργεια αποκαταστάσεως, ούτε κατ΄ αρχήν ούτε κατ΄ έκτασιν".
Κάτω από την επικεφαλίδα "Η έννοια της αποκαταστάσεως είναι διάφορος της εννοίας της αποζημιώσεως δια ζημίαν εκ της ακυρωθείσης πράξεως" αναφέρονται τα εξής στο πιο πάνω σύγγραμμα - στις σελ. 233-235:
"Είναι βέβαιον ότι η έννοια της αποκαταστάσεως είναι διάφορος της έννοιας της αποζημιώσεως δια ζημίαν εκ της ακυρωθείσης πράξεως. ΄Ητοι, η ευθύνη της Διοικήσεως δι΄ αποζημίωσιν ουδέποτε απορρέει αυτομάτως από την δικαστικήν ακύρωσιν. Και τούτο διότι ναι μεν η παρανομία είναι αναγκαία προϋπόθεσις της αστικής ευθύνης του Κράτους, αλλά δεν είναι και η μόνη.
Συνεπώς, η ακύρωσις μιας παρανόμου πράξεως κατόπιν ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως, δεν επισύρει αυτομάτως και την ευθύνην της Διοικήσεως (ή του επιχειρούντος την παράνομον πράξιν οργάνου). Το δικαίωμα της αποζημιώσεως δεν γεννάται ipso facto εκ της ακυρωτικής αποφάσεως. Η Διοίκησις ημπορεί να αρνήται την υποχρέωσιν αποζημιώσεως, χωρίς τούτο να θεωρήται παράλειψις οφειλομένης νομίμου ενεργείας ή παραβίασις του δεδικασμένου και του άρθρου 50 του νόμου περί ΣτΕ και συνεπώς ουδεμίαν εκ των κυρώσεων δια παραβίασιν του άρθρου 50 δύναται να επισύρη η τοιαύτη άρνησις. Διότι το ζήτημα της αποζημιώσεως είναι αντικείμενον νέου δικαστικού αγώνος και όχι θέμα απλής εκτελέσεως.
Θεωρητικώς, η αληθής και ολοσχερής άρσις των συνεπειών της παρανόμου πράξεως, μετά την απαγγελθείσαν υπό του δικαστού ακύρωσιν θα έπρεπε να συνεπάγεται, κατά μίαν άποψιν, και την αποκατάστασιν και ανόρθωσιν πάσης τυχόν ζημίας προξενηθείσης κατά την διάρκειαν και εξ αιτίας της ισχύος της παρανόμου πράξεως. Αλλ΄ εν προκειμένω βάσει των κειμένων διατάξεων η απάντησις είναι αρνητική. Δεν δύναται να συγκαταλεχθή μεταξύ των αμέσων και αυτομάτων αποτελεσμάτων της ακυρώσεως και η ευθύνη της Διοικήσεως προς αποζημίωσιν. Διότι ακριβώς η ακύρωσις έχει αιτίαν την παρανομίαν της διοικητικής πράξεως, ενώ η ευθύνη προς αποζημίωσιν έχει γενεσιουργόν αιτίαν την προξενηθείσαν ζημίαν εκ της παρανόμου πράξεως. Ο ακυρωτικός δικαστής δεν κρίνει περί της δευτέρας, αλλά μόνον περί της νομιμότητος της προσβληθείσης πράξεως. ΄Αλλαι αι προϋποθέσεις της ακυρώσεως της πράξεως και άλλαι αι της αγωγής αποζημιώσεως.
.................................. .................................................. ......
Η ζημία, δηλαδή, εκ της αναγνωρισθείσης ακυρότητος δεν είναι ούτε βεβαία ούτε δεδομένη η ακριβής κατ΄ έκτασιν. Λαμβανομένων δε υπ΄ όψιν των προϋποθέσεων και περιορισμών υπό τους οποίους αναγνωρίζεται γενικώς υποχρέωσις της Διοικήσεως προς αποζημίωσιν, ή ότι εν προκειμένω είναι δυνατόν ευθύς εξ αρχής να έχη ανασταλή η ακυρωθείσα πράξις και συνεπώς να μη υπάρχη καν ζημία, ή ότι η ακύρωσις δύναται ν΄ απαγγελθή και δια τυπικούς λόγους, ήτοι δια παράβασιν ουσιώδους τύπου ή αναρμοδιότητα,
οπότε η Διοίκησις δύναται να επανεκδώση την ακυρωθείσαν πράξιν, ή ότι υπάρχει και η σπανία περίπτωσις της 'θεμιτής παρανομίας', κατά την οποίαν δυνατόν να μη ηκυρώθη παράνομος πράξις, αλλά να αναγνωρισθή ευθύνη δι΄ αποζημίωσιν εκ της εν λόγω πράξεως, συνάγεται ότι: Αι περιπτώσεις αναγνωρίσεως αποζημιώσεως καίτοι απηγγέλθη η ακύρωσις, είναι σπάνιαι και δεν είναι δυνατόν να ταυτισθούν με τας περιπτώσεις ακυρώσεως.Συνεπώς, δεν δύναται να υπάρξη εκ μόνης της ακυρώσεως υποχρέωσις προς αποζημίωσιν, ως ενέργεια αποκαταστάσεως, ούτε κατ΄ αρχήν, ούτε κατ΄ έκτασιν. Εις την έννοιαν της αποκαταστάσεως, ακόμη και υπό την δυναμικήν της μορφήν, δεν περιλαμβάνεται η ανόρθωσις της περιουσιακής ζημίας εκ της ακυρωθείσης πράξεως."
Οι πιο πάνω προσεγγίσεις - της Δ. Κοντόγιωργα - έχουν τύχει της επιδοκιμασίας του Εφετείου στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, Πολιτική ΄Εφεση 10144/22.3.99 στην οποία λέχθηκαν και τα ακόλουθα:
"Η παράλειψη εξάλειψης της ακυρωθείσας πράξης δεν τεκμηριώνει, αφ΄ εαυτής, ζημία. Η ζημία πρέπει να αποδειχθεί. Η ζημία συνίσταται στην απώλεια ή βλάβη, την οποία ο ενάγων υφίσταται, λόγω της πράξης που στοιχειοθετεί το αγώγιμο δικαίωμα. Το αγώγιμο δικαίωμα, το οποίο παρέχει η παράγραφος 6 του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος, είναι ιδιόμορφο (cause sui generis), όπως αναγνωρίζεται στη
Με το αιτητικό της προσφυγής ο εφεσείων είχε επιδιώξει ακύρωση της απόφασης της διοίκησης με την οποία είχε χορηγηθεί άδεια εργασίας και παραμονής στην Κύπρο σε 6 αλλοδαπούς. Το ακυρωτικό δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση γιατί η διερεύνηση του θέματος υπήρξε ατελής και μη δέουσα.
Σύμφωνα με την ερμηνεία των άρθρων 146.5 και 146.6 μετά την ακυρωτική απόφαση η διοίκηση έπρεπε να λάβει μέτρα για να αποκαταστήσει τη νομιμότητα (Βλ. Εγγλεζάκη, πιο πάνω). ΄Επρεπε να λάβει μέτρα για να εξαφανίσει τα αποτελέσματα της προσβαλλόμενης πράξεως ήτοι να αποκαταστήσει την προηγούμενη πραγματική κατάσταση.
Στην παρούσα υπόθεση έχοντας υπόψη το αιτητικό της προσφυγής και τους λόγους οι οποίοι οδήγησαν στην ακύρωση της επίδικης πράξης για την αποκατάσταση της νομιμότητας η διοίκηση έπρεπε να λάβει τα πιο κάτω μέτρα:
(α) Να αποκαταστήσει τα πράγματα εις την προ της 'ακυρωθείσης πράξεως νομικήν κατάστασιν', ήτοι να ανακαλέσει τις άδειες εργασίας τις οποίες είχε χορηγήσει στα πρόσωπα που κατονομάζονται στην προσφυγή (βλ. Κυριακόπουλος, πιο πάνω, σελ. 155)
(β) Να προβεί σε επανεξέταση του θέματος.
Ποιές είναι τώρα οι παράμετροι της επανεξέτασης; Αυτές είναι συναρτημένες με το λόγο ακύρωσης: βλ. Κυριακόπουλος, πιο πάνω, σελ. 154-155
:"β. Διάφορος της ως άνω προς συμμόρφωσιν υποχρεώσεως της διοικήσεως, είναι η προς ενδεχόμενην ενέργειαν υποχρέωσις αυτής, ήτις ανακύπτει κατόπιν ακυρώσεως πράξεως, εκδοθείσης κατ΄ ελευθέραν εκτίμησιν. Διότι η διοίκησις, μετά την ακύρωσιν, είναι ελευθέρα να εκδώση ή να μη εκδώση νέαν πράξιν, και μόνον, αν προβή εις έκδοσιν ταύτης, οφείλει να συμμορφωθή
προς την απόφασιν. Και αν μεν η αίτησις ακυρώσεως εγένετο δεκτή διά παράλειψιν ουσιώδους τύπου, η διοίκησις, επανερχόμενη επί της υποθέσεως, οφείλει να τηρήση τον παραλειφθέντα τύπον. αν δε η ακύρωσις επήλθε συνεπεία ελλείψεως αιτιολογίας, ή ελλιπούς αιτιολογίας, η διοίκησις, εφ΄ όσον επανέλθη, οφείλει να προσθέση την προσήκουσαν αιτιολογίαν. αν δε, τέλος, η ακύρωσις εγένετο δι΄ αναρμοδιότητα της εκδούσης την πράξιν αρχής, καθορισθή δ΄ εν τη αποφάσει του Σ.Ε. ποία αρχή είναι αρμοδία, μόνον η κριθείσα τοιαύτη δύναται να προβή εις την έκδοσιν της νέας πράξεως".(Βλ. και Δ. Κοντόγιωργα, πιο πάνω, σελ. 234 (παρατίθεται στη σελ. 12 της παρούσας απόφασης)).
Εφόσο η ακύρωση είχε συντελεστεί λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας η διοίκηση έπρεπε να επανεξετάσει το θέμα με τη διεξαγωγή της υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης επιβαλλόμενης έρευνας.
Στην παρούσα υπόθεση η διοίκηση μπορούσε να ακολουθήσει μια από τις πιο κάτω πορείες:
(α) Να παραλείψει να προβεί σε ανάκληση και επανεξέταση.
(β) Να προβεί σε επανεξέταση, μετά από τη δέουσα έρευνα και να λάβει
νέα απόφαση με την οποία:
(ι) να αποκλείεται η υποψηφιότητα των αλλοδαπών και να
επιτρέπεται μόνο η εργοδότηση Κύπριων, ή
(ιι) να επιτρέπεται η εργοδότηση τόσο Κυπρίων όσο και
αλλοδαπών, ή
(ιιι) να εμμείνει στην προηγούμενη - ακυρωθείσα - απόφαση.
Υιοθέτηση της πορείας (α) ή (β) (ιι) ή β (ιιι) θα έδινε το δικαίωμα στον εφεσείοντα να ασκήσει προσφυγή. Τούτο γιατί "παράλειψη της διοίκησης για άρση κάθε πτυχής της άκυρης απόφασης και λήψη της κατάλληλης ενέργειας προς συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση, αντιμετωπίζεται με νέο αναθεωρητικό έλεγχο" (Βλ. Μαυρονύχης, πιο πάνω, σελ. 619 και
FrangoulidesΥιοθέτηση της πορείας (β) (ι) και (ιι) θα έδινε το δικαίωμα στον εφεσείοντα να αποταθεί για διορισμό.
Με την ανάκληση της προσβαλλόμενης πράξης και με την επανεξέταση, μετά από δέουσα έρευνα, θα αποκαθίστατο η νομιμότητα. Ωστόσο από το ενώπιον μας υλικό δεν φαίνεται κατά πόσο η διοίκηση έχει λάβει μέτρα για αποκατάσταση της νομιμότητας. Ανεξάρτητα από αυτή τη πτυχή της υπόθεσης το μόνο επίδικο θέμα που χρήζει επίλυσης είναι το κατά πόσο ο εφεσείων δικαιούται σε αποζημιώσεις σαν αποτέλεσμα της πιο πάνω ακυρωτικής απόφασης.
΄Εχουμε την άποψη πως η ορθή νομική προσέγγιση αντανακλάται στις αποφάσεις που δόθηκαν στις υποθέσεις Εγγλεζάκη
, Μαυρονύχη και Δήμος Αραδίππου (πιο πάνω). Κρίνουμε, επομένως, ότι τίθεται ζήτημα αποζημίωσης μόνο εφόσον η ζημιά προκλήθηκε από την ακυρωθείσα απόφαση ή προέκυψε ως άμεση συνέπεια της. Η απαίτηση του εφεσείοντα στηρίχθηκε στον ισχυρισμό του ότι σαν αποτέλεσμα της ακυρωθείσας απόφασης δεν πέτυχε διορισμό στην Κύπρο και "υπέστει απώλειες, γενικές και ειδικές ζημιές". Εν όψει των πραγματικών περιστατικών που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση θεωρούμε ότι για να επιτύχει στην αξίωση του ο εφεσείων έπρεπε να είχε αποδείξει ότι θα εξασφάλιζε διορισμό αν δεν παρεμβαλλόταν η ακυρωθείσα πράξη. Τέτοια απόδειξη δεν έχει προσφερθεί. ΄Επεται πως το βάρθο της απαίτησης του έχει καταρρεύσει (Βλ. Εγγλεζάκη, πιο πάνω).Το γεγονός ότι η εργοδότηση των αλλοδαπών ήταν περιορισμένης διάρκειας, η οποία είχε λήξει κατά τον χρόνο λήψης της ακυρωτικής απόφασης, δεν μεταβάλλει την κατάσταση γιατί:
(α) Το δικαίωμα της αποζημιώσεως "δεν γεννάται ipso facto εκ της ακυρωτικής αποφάσεως". Η ακύρωση διοικητικής απόφασης δε
θεμελιώνει αφεαυτής δικαίωμα για αποζημίωση (Βλ. Εγγλεζάκη
και Frangoulides
(β) Το δικαίωμα για αποζημίωση εγείρεται μόνο εφόσον η ζημιά
προκλήθηκε από την ακυρωθείσα απόφαση ή προέκυψε ως άμεση
συνέπεια της. Τέτοια ζημιά δεν έχει προκληθεί γιατί ο εφεσείων δεν
έχει αποδείξει ότι θα ήταν ένας επιτυχών υποψήφιος.
Για τους λόγους που έχουν εκτεθεί πιο πάνω και οι οποίοι είναι διαφορετικοί από εκείνους που δόθηκαν από το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει αποδειχθεί οποιαδήποτε ζημιά. Ακολουθεί πως η έφεση πρέπει να απορριφθεί με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Σ. ΝΙΚΗΤΑΣ,
Δ.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
Μ. ΚΡΟΝΙΔΗΣ,
Δ.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.