ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 581
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αίτηση αρ. 37/2001
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 155(4) του Συντάγματος και
τα άρθρα 3 και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης
(Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964
- και -
Αναφορικά με την αίτηση της ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ
ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΖΩΗΣ, από
τη Λευκωσία για την έκδοση προνομιακών ενταλμά-
των certiorari και prohibition.
- και -
Αναφορικά με το Διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου
Λευκωσίας ημερομηνίας 6.4.2001 στην αγωγή
αρ. 5670/1993 με το οποίο διατάσσεται η αναστολή
της απόφασης του Δικαστηρίου ημερ. 29/1/1998 η οποία
συντάχθηκε την 9.3.2001.
-----------------------
Ημερομηνία:
8 Μαϊου, 2001Για την αιτήτρια: Γ. Παπαθεοδώρου
-------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια είναι ασφαλιστική εταιρεία. Με την κρινόμενη αίτηση της επιδιώκει να εξασφαλίσει άδεια να καταχωρήσει κανονική αίτηση για certiorari (δεν προωθήθηκε αίτημα σε σχέση με διάταγμα prohibition). Στόχος της είναι η ακύρωση διατάγματος αναστολής δικαστικής απόφασης (του μέρους εκείνου που αφορά έξοδα ανταπαίτησης), το οποίο εκδόθηκε στις 6/4/01, στην αγωγή με αρ. 5670/93 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
Χρειάζεται η εξοικείωση μας με τη προϊστορία του ζητήματος. Η αγωγή της αιτήτριας στρεφόταν κατά του Γρηγόρη Νικολάου και της συζύγου του Νίκης. Η αξίωση εναντίον τους ήταν για £3.193, ποσό "ληφθέν από τον εναγόμενο έναντι προμηθειών ή αμοιβής ή ως δάνειο, πλέον τόκο προς 9% από 1.5.93 μέχρι εξόφλησης". Η εναγόμενη είχε εναχθεί ως εγγυήτρια των υποχρεώσεων του συζύγου της έναντι της εταιρείας: βλ. απόφαση ημερ. 29/1/98. Ο εναγόμενος υπέβαλε ανταπαίτηση στην ίδια αγωγή για ποσό £15. Προκύπτει όμως από την απόφαση ότι κατά τη δίκη εγκατέλειψε την αξίωση του αυτή.
Με την παραπάνω απόφαση η Επαρχιακή Δικαστής, που εκδίκασε την υπόθεση, απέρριψε την αγωγή με έξοδα σε βάρος της αιτήτριας. Απέρριψε επίσης την ανταπαίτηση με έξοδα εναντίον των εναγομένων. Η Δικαστής έδωσε οδηγίες τα έξοδα να υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση. Από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν προκύπτει ότι οι εναγόμενοι, σε σύντομο διάστημα από την έκδοση της απόφασης, κίνησαν τον μηχανισμό για τον καθορισμό των εξόδων. Εγκρίθηκε (στις 4/3/98) ποσό £2.170., το οποίο η εταιρεία εξόφλησε με επιταγή της ημερ. 3/4/98.
Στο μεταξύ η αιτήτρια άσκησε έφεση εναντίον ολόκληρης της πρωτόδικης απόφασης. Δεν υπήρξε αντέφεση. Η ακρόαση της έφεσης ολοκληρώθηκε στις 23/3/01. Το εφετείο επιφύλαξε την απόφαση του. Μετά από αυτό, και συγκεκριμένα στις 26/3/01, η αιτήτρια ειδοποίησε γραπτώς μέσω του δικηγόρου της τους εναγομένους να της καταβάλουν τα έξοδα που επιδικάστηκαν σε βάρος τους και ότι υπολογίστηκαν στο ποσό των £2.235 (βλ. τη σχετική απόφαση συνημμένο 5 στην ένορκη δήλωση, που καταχωρήθηκε εκ μέρους της αιτήτριας). Ας σημειωθεί ότι η αιτήτρια ενδιαφέρθηκε για τα έξοδα της τρία χρόνια μετά την έκδοση της απόφασης. Ο κατάλογος εξόδων εγκρίθηκε στις 5/2/01, ενώ η σχετική απόφαση (συνημμένο 5) συντάχθηκε στις 9/3/01.
Οι εναγόμενοι προφανώς θορυβήθηκαν. Υπέβαλαν σχεδόν αμέσως 5/4/01) στο Δικαστήριο αίτηση διά κλήσεως (συνημμένο αρ. 10) με κύριο αίτημα τη διόρθωση της αρχικής απόφασης έτσι ώστε να διευκρινισθεί ότι η κλίμακα εξόδων, αναφορικά με την ανταπαίτηση, είναι η εφαρμοζόμενη για απαιτήσεις μεταξύ £10 - £25, αφού έγινε ανταπαίτηση μόνο για £15. και όχι η κλίμακα £3.000 - £5.000, που αφορούσε το αντικείμενο της αγωγής. Περαιτέρω, κατά τους ισχυρισμούς των εναγομένων, η απόφαση χρήζει διευκρίνησης ως προς τον εναγόμενο, εναντίον του οποίου στρεφόταν το διάταγμα εξόδων, που στην πραγματικότητα είναι ο σύζυγος μόνο, ο οποίος και είχε υποβάλει την ανταπαίτηση για £15.
Με την αίτηση δια κλήσεως, που ορίστηκε στις 3/5/01, οι εναγόμενοι ζητούν συγχρόνως και διάταγμα αναστολής εκτέλεσης της απόφασης για τα έξοδα της ανταπαίτησης μέχρι τη διόρθωση του λάθους. Παράλληλα, οι εναγόμενοι πέτυχαν αναστολή μέχρι την παραπάνω ημερομηνία με μονομερή τους αίτηση της ίδιας ημερομηνίας, υποστηριζόμενη από ένορκη δήλωση. Το διάταγμα αυτό (συνημμένο 9) είναι το αντικείμενο της παρούσας αίτησης.
Ο δικηγόρος της αιτήτριας ζήτησε να χορηγηθεί η αιτούμενη άδεια. Κατά την αντίληψη του υπάρχει νομική πλάνη, που είναι οφθαλμοφανής από το πρακτικό. Περαιτέρω, ότι από το ιστορικό, που προεκτέθηκε, προκύπτει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο υπερέβη τις εξουσίες του. Προσπάθησε δε να δείξει ότι η απόφαση (συνημμένο 5) αντανακλά πιστά την αρχική απόφαση του Δικαστηρίου και ότι δεν εμφιλοχώρησε σ' αυτήν οποιοδήποτε διορθώσιμο λάθος. Και ότι εν πάση περιπτώσει δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις που απαιτούνται για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων. Περαιτέρω, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο με την ενέργεια του (την έκδοση του προσωρινού διατάγματος) άσκησε δευτεροβάθμια δικαιοδοσία, επεμβαίνοντας στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου "το οποίο έχει εκδικάσει την Πολιτική Έφεση αρ. 10178 της οποίας αντικείμενο είναι η τελεσίδικη απόφαση στην αγωγή 5670/93". Είναι, τέλος, η θέση του συνηγόρου ότι, με την έκδοση διατάγματος χωρίς ειδοποίηση, παραβιάστηκε κατάφωρα το δικαίωμα ακρόασης, που εξασφαλίζεται από τη Δ.48 θ. 8(4) του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού.
Θα εξετάσω τους ισχυρισμούς αυτούς όχι όμως κατ' ανάγκη με τη σειρά που τους εξέθεσα. Το πρώτο που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι το Δικαστήριο αυτό δε λειτουργεί ως Εφετείο, αλλά ασκεί την εποπτική του δικαιοδοσία για να συγκρατεί τα κατώτερα δικαστήρια μέσα στο πεδίο των αρμοδιοτήτων τους. Έτσι η έκδηλη από το πρακτικό νομική πλάνη είναι έννοια διακριτή από τη λανθασμένη δικαστική απόφαση, που μόνο από το Εφετείο μπορεί να διορθωθεί μετά από ακρόαση επί της ουσίας.
Ο σκοπός που εξυπηρετεί το certiorari για το είδος αυτό εκτροπής καθορίζεται ως εξής το σύγγραμμα Basu's "Commentary on the Constitution of India" 6η έκδοση, 1ος τόμος, σελ. 332:
"Τhe purpose of certiorari on the ground of error apparent on the face of the record is to determine, on an examination of the record, whether the inferior tribunal has not proceeded in accordance with the essential requirements of the law which it was meant to administer. In order to interfere on this ground, the Court must find that (a) there is a legal proposition which forms the basis of the order and (b) such proposition is patently erroneous."
Υπ' αυτό το πρίσμα δεν έχει υποδειχθεί εδώ πώς και γιατί έχουμε έκδηλο λάθος. Η βάση της αίτησης είναι πολυεδρική. Στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στη Δ.25 θθ 5 και 6 και τις σύμφυτες εξουσίες του Δικαστηρίου. Οι δικονομικές αυτές διατάξεις παρέχουν την ευχέρεια διόρθωσης απόφασης τουλάχιστον για γραμματικό λάθος. Δεν υπάρχει όμως εξουσία αναθεώρησης της απόφασης, η οποία ανήκει αποκλειστικά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Στην υπόθεση Σιβιτανίδης ν. Χαραλάμπους (1993) 1 Α.Α.Δ. 179 αποφασίστηκε (σελ. 180) ότι:
"Ο όρος "γραμματικό λάθος" σημαίνει λάθος το οποίο ανάγεται αποκλειστικά στη διατύπωση σε αντίθεση με την διαμόρφωση των θέσεων κάποιου και αποβλέπει στην εναρμόνιση του λόγου με την έκδηλη πρόθεση. Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για την διόρθωση λαθών δυνάμει τόσο της Δ.25 θ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, όσο και της σύμφυτης δικαιοδοσίας του, περιορίζεται σε λάθη τα οποία προκύπτουν από παράλειψη του Δικαστηρίου να δώσει σωστή λεκτική έκφραση στην κατά τα άλλα αναντίλεκτη πρόθεση του. Στην προκειμένη περίπτωση δεν επρόκειτο περί διόρθωσης λάθους αλλά τροποποίησης της ουσίας της απόφασης, πράγμα που δεν μπορούσε να γίνει με βάση την Δ.25, θ.6."
Δεν βλέπω επομένως να υπάρχει εδώ νομική πλάνη. Οι διάδικοι έχουν διαφορετικές απόψεις για τη δυνατότητα διόρθωσης της επίδικης απόφασης. Όμως το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επεμβαίνει με certiorari όπου είναι δυνατό να εκφρασθούν δύο απόψεις για ένα νομικό ζήτημα (βλ. Βasu, ανωτέρω, σελ. 333).
Ένα άλλο συμπέρασμα είναι ότι, παράλληλα με τη σύμφυτη δικαιοδοσία, υφίσταται θεσμική δικονομική βάση για την εξουσία του δικαστηρίου προς διόρθωση γραμματικού λάθους, όπως η νομολογία έχει ερμηνεύσει την έννοια αυτή. Μάλιστα στην Π.Ε. 9546
American Home Assurance Co κ.α. Παναγιώτης Α. Χρίστου ημερ. 23/9/98, ενεργώντας αυτεπάγγελτα, στηριζόμενοι στις παραπάνω εξουσίες, προσθέσαμε στο τέλος της απόφασης την πιο κάτω διαταγή αναφορικά με τα έξοδα σαν αναπόσπαστο μέρος της απόφασης:"Τα έξοδα της δίκης πρωτόδικα όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσίβλητου."
Είναι φυσικά άλλο θέμα αν τελικά γίνει δεκτή ή όχι η θέση των εναγομένων. Η δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου με την έννοια που έχει εξηγηθεί υφίσταται και, επομένως, δεν υπάρχει θέμα άσκησης δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας από Επαρχιακό Δικαστήριο, όπως χαρακτήρισε τις ενέργειες του Δικαστηρίου εκείνου ο δικηγόρος της αιτήτριας.
Ο κ. Παπαθεοδώρου υποστήριξε την εισήγηση του ότι η αιτήτρια στερήθηκε του δικαιώματος ακρόασης, παραπέμποντας στην υπόθεση R.C.K.Sports Ltd (αρ. 2) (1993) 1 A.A.Δ. 618, η οποία όμως αποφασίστηκε στη βάση διαφορετικών δεδομένων. Το Δικαστήριο τροποποίησε με μονομερή αίτηση διάταγμα που ήδη είχε εκδώσει, ενώ έπρεπε, σύμφωνα με τη Δ.48 θ. 8(4), να κατατεθεί αίτηση διά κλήσεως. Όντως ο αντίδικος στερήθηκε του δικαιώματος να ακουσθεί. Στην παρούσα περίπτωση, όπως εξήγησα, κατατέθηκε τέτοια αίτηση, αλλά το διάταγμα αναστολής ήταν επιστρεπτέο στις 3 τρέχοντος μήνα. Το δικαίωμα ακρόασης της αιτήτριας διασφαλίστηκε πλήρως, ενόψει και του συντόμου της δικασίμου της αίτησης.
Καταλήγω πως δε στοιχειοθετήθηκε λόγος για χορήγηση άδειας. Η αίτηση απορρίπτεται.
Σ. Νικήτας, Δ.
/Κασ