ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΡ. ΑΙΤΗΣΗΣ 30/2001
ΕΝΩΠΙΟΝ: Α. ΚΡΑΜΒΗ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 155.4 του Συντάγματος και τα άρθρα 3 και 9 του Περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964
- και -
Αναφορικά με την αίτηση των GENINGCONSULT (CYPRUS) LTD υπεράκτιας εταιρείας, με την οποία ζητούν την άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την καταχώρηση αίτησης διά την έκδοση προνομιακού εντάλματος ακυρωτικού (certiorari)
- και -
Αναφορικά με την ενδιάμεση απόφαση του Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας κ. Γεώργιου Αρέστη ημερομηνίας 14.3.2001 στην Αγωγή 7725/2000 μεταξύ:
GENINGCONSULT (CYPRUS) LTD,
Ενα γόντων,
- και -
1. MCR RESOURCE MANAGEMENT LTD,
2. HSBC REPUBLIC BANK (CYPRUS) LTD,
Εναγομένων.
- - - - - -
30 Μαρτίου, 2001
.Για τους αιτητές: κ. Χρ. Χρυσάνθου.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι αιτητές είναι υπεράκτια εταιρεία εγγεγραμμένη στην Κύπρο. Οι αιτητές, με αγωγή που κίνησαν εναντίον των εναγομένων 1 και 2 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (αρ. αγωγής 7725/00), απαιτούν Δολάρια Αμερικής $274.592,56 ως οφειλόμενο υπόλοιπο αμοιβής για προσφερθείσες υπηρεσίες, δυνάμει γραπτής συμφωνίας.
Κατόπιν μονομερούς αίτησης των εναγόντων-αιτητών εκδόθηκε παρεμπίπτον διάταγμα απαγορεύον στους εναγόμενους 1 να αποσύρουν ή να αποξενώσουν χρήματα μέχρι ποσού $300.000 που ήταν κατατεθειμένα σε λογαριασμό συγκεκριμένης τράπεζας ή σε άλλο λογαριασμό μέχρι την εκδίκαση της αγωγής ή μέχρι νεώτερης διαταγής του Δικαστηρίου.
Η αίτηση, στη βάση της οποίας ενήργησε το Δικαστήριο για να εκδώσει το απαγορευτικό διάταγμα, συνοδευόταν από ένορκη δήλωση κάποιου Dmitry Renee που εμφανίζεται ως αντιπρόσωπος των εναγόντων αιτητών και εξουσιοδοτημένος από αυτούς να κάμει την ένορκη δήλωση. Η εν λόγω ένορκη δήλωση είναι γραμμένη στα ελληνικά και σ΄ αυτήν εκτίθενται γεγονότα που αφορούν την υπόθεση. Με άδεια του Δικαστηρίου καταχωρήθηκε συμπληρωματική ένορκη δήλωση του ιδίου προσώπου, γραμμένη και αυτή στα ελληνικά.
Οι εναγόμενοι είχαν αντίρρηση στη διατήρηση του απαγορευτικού διατάγματος και καταχώρησαν ένσταση. Πρόβαλαν μεταξύ άλλων ότι:
"(α) το Δικαστήριο δεν μπορούσε και δεν μπορεί νόμιμα να λάβει υπόψη όσα περιέχονται στις ένορκες δηλώσεις του Dmitry Renne οι οποίες είναι στα ελληνικά εφόσον ο ενόρκως δηλών είναι Ρώσσος υπήκοος και δεν γνωρίζει καθόλου ελληνικά
(β) Το Δικαστήριο δεν μπορούσε ούτε και τώρα μπορεί να λάβει υπόψη έγγραφα τα οποία δεν έχουν τεθεί ενώπιον του και στα οποία γίνεται αναφορά στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση."
Το Δικαστήριο έκρινε πως έπρεπε να εξετάσει πρώτα τη θέση της υπεράσπισης ότι "ενώπιον του Δικαστηρίου δεν υπάρχει στην ουσία ένορκος δήλωση που να υποστηρίζει την αίτηση από τη στιγμή που αυτός που έκαμε την ένορκο δήλωση δεν γνωρίζει το περιεχόμενό της".
Το Δικαστήριο, με αναφορά σε στοιχεία που είχε ενώπιόν του διαπίστωσε ότι ο αλλοδαπός κ. Dmitry Renne ήταν πρόσωπο που δεν γνώριζε την ελληνική γλώσσα και ότι οι σημειώσεις του πρωτοκολλητή στο κάτω μέρος των δηλώσεων ότι το περιεχόμενο των εν λόγω δηλώσεων εξηγήθηκε στον κ. Ren
ne στα αγγλικά από τον πρωτοκολλητή δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη γιατί, καθώς αναφέρεται στην ενδιάμεση απόφαση, "είναι μια σημείωση έξω από την ένορκο δήλωση η οποία μάλιστα έγινε χωρίς να υπάρχει πρόνοια για κάτι τέτοιο από οποιοδήποτε σχετικό κανονισμό. Υπάρχει όμως στην ένορκο δήλωση που συνοδεύει την ένσταση ισχυρισμός ότι ο Dmitry Renne μιλά μόνο την ρωσσική, γνωρίζει λίγα αγγλικά και καθόλου ελληνικά. Αυτός ο ισχυρισμός δεν έχει με οποιοδήποτε τρόπο αμφισβητηθεί, πολύ περισσότερο δεν έχει ανατραπεί. Αντίθετα στην αγόρευση του συνηγόρου των εναγόντων γίνεται παραδοχή αυτού του γεγονότος."Κατόπιν της πιο πάνω διαπίστωσης, ο δικαστής αφού αναφέρθηκε στις πρόνοιες του Καν. 39.θθ.9.10, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι "Από τη στιγμή που μια ένορκος δήλωση γίνεται σε γλώσσα η οποία δεν είναι αντιληπτή από τον ενόρκως δηλούντα δεν μπορεί να διακριβωθεί αν αυτός που υπογράφει την ένορκο δήλωση γνωρίζει τα γεγονότα τα οποία περιέχονται στην ένορκο του δήλωση. Σαν αποτέλεσμα δεν υπάρχει συμμόρφωση ούτε και με τις πρόνοιες του θ.10."
Προκειμένου να διακριβωθεί ο τρόπος με τον οποίο αλλοδαποί που δεν γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα μπορούν να κάμουν ένορκη δήλωση, ο δικαστής αναφέρθηκε στους σχετικούς κανονισμούς που εφαρμόζονταν στην Αγγλία (Annual Practice 1958, σελ.
927) και κατέληξε στο πιο κάτω συμπέρασμα καθόσον αφορά, κατ΄ αναλογία, τον τρόπο που πρέπει να γίνονται τέτοιες ένορκες δηλώσεις. "Οταν καθίσταται αναγκαίο να καταχωρηθεί ένορκος δήλωση σε ξένη γλώσσα η συνήθης διαδικασία είναι να γίνεται μετάφραση της ένορκης δήλωσης από προσοντούχο μεταφραστή και να επισυνάπτεται η ένορκη δήλωση στη ξένη γλώσσα και η μετάφραση σαν τεκμήριο σε ένορκη δήλωση του μεταφραστή ο οποίος να επιβεβαιώνει τη μετάφραση και γίνεται καταχώρηση και των τριών εγγράφων μαζί".Το τελικό συμπέρασμα που προδιάγραψε και την κατάληξη της απόφασης για ακύρωση του προσωρινού διατάγματος και ακύρωση της αίτησης εμπεριέχεται στην πιο κάτω περικοπή της ενδιάμεσης απόφασης:
"Στην παρούσα περίπτωση δεν έχει γίνει κάτι τέτοιο. Η αίτηση των εναγόντων συνοδεύεται από μια ένορκη δήλωση την οποία έκαμε πρόσωπο που δεν γνωρίζει την Ελληνική. Επομένως δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει τα γεγονότα στα οποία κατέθετε και να τα βεβαιώσει στο Δικαστήριο. Είναι στην πραγματικότητα ως να μην υπάρχει ένορκος δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου και επομένως είναι σαν να μην υπάρχουν γεγονότα ενώπιον του Δικαστηρίου πάνω στα οποία η αίτηση μπορεί να στηριχθεί. Είναι κάτι που αντιβαίνει με τον Καν. 48, θ.1. Καθίσταται επιτακτικό με βάση τις πρόνοιες του Κανονισμού αυτού όπως κάθε αίτηση γίνεται γραπτώς και υποστηρίζεται με ένορκη δήλωση εφόσον τα γεγονότα στα οποία βασίζεται δεν φαίνονται στα βιβλία ή τα πρακτικά του Δικαστηρίου. Γι΄ αυτό το λόγο και το Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει την αίτηση των εναγόντων γιατί δεν υποστηρίζεται από γεγονότα."
Η θέση των εναγόντων-αιτητών περί της ορθότητας του τρόπου με τον οποίο έγιναν οι επίμαχες ένορκες δηλώσεις του κ. Dmitry Renne και οι ισχυρισμοί τους ότι οι εν λόγω δηλώσεις έγιναν σύμφωνα με το νόμο και τους κανονισμούς φαίνεται πως δεν βρήκαν απήχηση στην ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου.
Με την παρούσα αίτηση, οι ενάγοντες-αιτητές ζητούν άδεια για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση εντάλματος Certiorari ακυρώνοντος την πρωτόδικη ενδιάμεση απόφαση καθώς και την επικύρωση του απαγορευτικού διατάγματος, που είχε προηγούμενα δοθεί, μέχρι την εκδίκαση της αγωγής.
Οι λόγοι οι οποίοι δικαιολογούν, κατά τους αιτητές, την έγκριση του αιτήματος, προσδιορίζονται στην αίτηση ως ακολούθως:
(1) Η απόφαση είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο καταφανή ή πρόδηλα σ΄ αυτή, και/ή στο πρακτικό του Δικαστηρίου.
(2) Τα δικαιώματα των αιτητών θα εκμηδενίζοντο αν οι παραπονούμενοι ακολουθούσαν την εναλλακτική διαδικασία έφεσης.
(3) Δεν θα ήταν δυνατή η παροχή πλήρους και εξίσου αποτελεσματικής θεραπείας.
Η επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ο κ. Χρυσάνθου προς υποστήριξη της αίτησης για παραχώρηση της ζητούμενης άδειας μπορεί να συμπυκνωθεί στις πιο κάτω γραμμές:
(α) Ο ορκιζόμενος υπέγραψε ενώπιον πρωτοκολλητή σε γλώσσα που προβλέπεται από το Σύνταγμα και το Νόμο ως μια από τις επίσημες γλώσσες του κράτους.
(β) Η σημείωση του Πρωτοκολλητή στο κάτω μέρος των ενόρκων δηλώσεων ότι ο ενόρκως δηλώσας γνώριζε το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεών του υποδηλώνει γνώση του περιεχομένου των δηλώσεων από το πρόσωπο που τις υπέγραψε.
(γ) Η παραγνώριση ενόρκου δηλώσεως που έγινε σε μια από τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας στη βάση ισχυρισμού τρίτου ότι ο ενόρκως δηλώσας δε γνώριζε καθόλου ελληνικά, συνιστά λάθος του Δικαστηρίου οφειλόμενο σε νομική πλάνη καθώς και εσφαλμένη ερμηνεία των αγγλικών θεσμών αναφορικά με καταχώρηση ενόρκου δηλώσεως σε ξένη γλώσσα.
(δ) Το δικαστήριο όχι μόνο δέχθηκε να εξετάσει αλλά και βασίστηκε στο περιεχόμενο ενόρκου δηλώσεως που έγινε στα αγγλικά προς υποστήριξη της ένστασης των εναγομένων.
Οταν υπέδειξα στον κ. Χρυσάνθου ότι η ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου υπόκειται σε έφεση και επομένως υπάρχει ένδικο μέσο προς ανατροπή της πρωτόδικης ενδιάμεσης απόφασης ο κ. Χρυσάνθου αντέταξε ότι η διαδικασία της έφεσης είναι χρονοβόρα και ότι υπό τις περιστάσεις το ένδικο αυτό μέσο θα ήταν οπωσδήποτε αναποτελεσματικό έστω και αν η έφεση θα απέληγε σε επιτυχία γιατί από τη στιγμή που ακυρώθηκε το απαγορευτικό διάταγμα, ελλοχεύει ορατός κίνδυνος ανάληψης ή μεταφοράς των χρημάτων από το λογαριασμό στον οποίο είναι κατατεθειμένα με αποτέλεσμα την εξουδετέρωση του πλεονεκτήματος που απέκτησαν οι ενάγοντες.
Είναι ξεκάθαρο ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν υπάρχει θέμα έλλειψης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας έτσι ώστε να καθίσταται επιτακτική η ανάγκη έκδοσης certiorari παρά την ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας. Η κατ΄ ισχυρισμόν εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου από το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αποτελεί αφ΄ εαυτής λόγο για διεκδίκηση εντάλματος certiorari. Αυτό μπορεί να γίνει, έστω και αν υπάρχει εναλλακτική θεραπεία, μόνο στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων.
Στην Σταύρος Μεστάνας ν. Δημοκρατίας, ΠΕ 9906, ημερ. 22.9.2000, έγινε εισήγηση ότι υπήρχαν εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούσαν την άσκηση δικαιοδοσίας προνομιακών ενταλμάτων. Επρόκειτο για διάταγμα παραλαβής και η αναφορά σε εξαιρετικές περιστάσεις αφορούσε τις δραστικές επιπτώσεις που θα είχε το διάταγμα στην οικονομική κατάσταση, εμπορική δραστηριότητα και ιδιωτική ζωή του αιτητή. Το Εφετείο δεν ενστερνίσθηκε την εισήγηση και απέρριψε την αίτηση. Περικοπή της απόφασης από την Μεστάνα (ανωτέρω) παρατίθεται:
"Απαιτούνται εξαιρετικές περιστάσεις και κατ΄ ανάγκη αυτές διακριβώνονται με τη σύγκριση των δυνατοτήτων που προσφέρει η μια ή η άλλη από τις διαθέσιμες θεραπείες. Οπως λέχθηκε στην R. v. Secretary of State (ανωτέρω) στη σελίδα 724, για να παρακαμφθεί η διαδικασία της έφεσης πρέπει ο αιτητής να δείξει ότι η υπόθεσή του διακρίνεται από το είδος των υποθέσεων για τις οποίες προβλέφθηκε έφεση. Στους δε
.................................. .................................................. .....................
Δεν μας έχει υποδειχθεί και δεν μπορούμε να δούμε οποιαδήποτε διαφορά, σε σχέση με το θέμα, μεταξύ των δυνατοτήτων, από οποιαδήποτε άποψη, της έφεσης και της παρούσας διαδικασίας. Ο κ. Κληρίδης εισηγήθηκε στο περίγραμμα της αγόρευσής του πως "η έφεση δεν θα μπορούσε έγκαιρα να διορθώσει το λάθος" και, ενώπιόν μας, αναφέρθηκε στον παράγοντα του χρόνου. Δεν έχει τεκμηριωθεί με κανένα τρόπο πως η έφεση δεν προσφερόταν ως "έγκαιρη" επιλογή και ο παράγοντας του χρόνου εκδίκασης στο πλαίσιο της μιας ή της άλλης διαδικασίας δεν είναι από μόνος του σχετικός.
Θέλουμε να πούμε πως αν καθ΄ υπόθεση η παρούσα διαδικασία ήταν πιο γρήγορη (ο Καλλής Δ. στην Γενικός Εισαγγελέας - Αίτηση αρ. 88/97 ημερομηνίας 30.7.97 έδωσε στοιχεία για το αντίθετο), αυτό θα ίσχυε σε κάθε περίπτωση. Αν πρόκειται ο χρόνος εκδίκασης να έχει σημασία αυτός θα πρέπει να συσχετίζεται προς τις ιδιαίτερες ανάγκες της κάθε περίπτωσης στο πλαίσιο των κριτηρίων που διέπουν το θέμα. Οπως έχει τονιστεί επανειλημμένα, δεν είναι δυνατός ο προκαθορισμός του τί συνιστά εξαιρετική περίσταση. Αυτό κρίνεται με βάση τα περιστατικά της κάθε περίπτωσης."
Οι αιτητές επιδιώκουν τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης με ένταλμα certiorari ύστερα από καθ΄ υπόθεση υπολογισμό του χρόνου ο οποίος απαιτείται προκειμένου να επιτύχουν το ίδιο αποτέλεσμα με το ένδικο μέσο της έφεσης. Αυτός όμως ο υπολογισμός που οδήγησε τους αιτητές στη συγκεκριμένη επιλογή δεν συναρτάται με την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων που να δικαιολογούν το διάβημα.
Ο πιθανός κίνδυνος μεταφοράς ή ανάληψης των χρημάτων που αποτέλεσαν το αντικείμενο του προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος δεν στοιχειοθετεί κατά την άποψή μου την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων στο βαθμό που η νομολογία καθορίζει. Στην Hellenger Trading Ltd - αίτηση αρ. 94/00, ημερ. 20.11.2000 o Κωνσταντινίδης, Δ., με αναφορά στην Μεστάνας (ανωτέρω) λέγει:"Και εφόσον παρέχεται η δυνατότητα άσκησης έφεσης, που επίσης θα εκδικαστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, και δι΄ αυτής θα είναι δυνατή η παροχή πλήρους και εξ ίσου αποτελεσματικής θεραπείας, η αίτηση που απευθύνεται στο κατάλοιπο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν δικαιολογείται."
Το σκεπτικό της Hellenger Trading Ltd (ανωτέρω) υιοθέτησε πρόσφατα ο Νικολάου, Δ., στην Λουκής Παπαχριστοφόρου, Αίτηση αρ. 14/2001, ημερ. 9.3.01. Ο Δικαστής Νικολάου εξηγεί ότι κατά την επιλογή της κατάλληλης διαδικασίας οι εξαιρετικές περιστάσεις συναρτώνται με τις αντίστοιχες δυνατότητες για την παροχή θεραπείας.
Καταλήγω πως στην προκείμενη περίπτωση η άσκηση έφεσης θα ήταν το πιο κατάλληλο ένδικο μέσο για παροχή στους αιτητές πλήρους και αποτελεσματικής θεραπείας και συνεπώς δεν δικαιολογείται το αίτημα για χορήγηση άδειας.
Η αίτηση απορρίπτεται.
B>
Α. Κραμβής,Δ.
ΣΦ.