ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 88
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10491
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, M. ΚΡΟΝΙΔΗ, Α. ΚΡΑΜΒΗ, Δ.Δ.
G & K Exclusive Fashions Ltd
Εφεσείοντες
- και -
1. Ρόδου Παπαδόπουλου
2. Crisania Limited
Εφεσίβλητοι
___________
30 Ιανουαρίου, 2001
Για τους εφεσείοντες : κ. Α. Ποιητής.
Για τους εφεσίβλητους : κ. Α. Ευτυχίου.
___________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα απαγγελθεί από το Δικαστή Νικολαΐδη
__________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Οι ενάγοντες-εφεσείοντες βασίζουν την αξίωσή τους σε μια κατ΄ ισχυρισμό συμφωνία μεταξύ των διαδίκων. Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού μελέτησε την ενώπιόν του μαρτυρία, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν συνήφθη οποιαδήποτε συμφωνία και απέρριψε την αγωγή, με έξοδα. Την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου προσβάλλει η παρούσα έφεση.
Στην έκθεση απαίτησης οι εφεσείοντες ισχυρίζονταν ότι κατά ή περί το Μάρτη του 1995 συμφώνησαν με τους εφεσίβλητους όπως κατασκευάσουν ενδύματα τα οποία οι εφεσίβλητοι θα διέθεταν, μέσω παραγγελιών, στη Λιβύη. Από τα καθαρά έσοδα οι εφεσείοντες θα ελάμβαναν ποσοστό 70% και οι εφεσίβλητοι 30%. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή τους, κρίνοντας ότι ο Μ.Ε.1 Γιώργος Θεμιστοκλέους, γενικός διευθυντής και μέτοχος των εναγόντων και η Μ.Ε.9, Μαρία Ευαγόρου, αποθηκάριος τους, ήταν αναξιόπιστοι. Το Δικαστήριο ανέλυσε με μεγάλη λεπτομέρεια τις καταθέσεις των διάφορων μαρτύρων, παραθέτοντας συνάμα τους λόγους για τους οποίους οι συγκεκριμένες μαρτυρίες κρίθηκαν αναξιόπιστες.
Εναντίον ακριβώς αυτού του μέρους της απόφασης στρέφεται η έφεση. Οι εφεσείοντες με δέκα λόγους έφεσης προβάλλουν το επιχείρημα ότι οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου επί των γεγονότων είναι λανθασμένες. Ειδικότερα ισχυρίζονται ότι το συμπέρασμα ότι οι Μ.Ε. 1 και 9 είναι αναξιόπιστοι είναι λανθασμένο (λόγος έφεσης 1) και ότι λανθασμένα το Δικαστήριο έδωσε πίστη στη μαρτυρία των εναγομένων σε διάφορα σημεία (λόγοι έφεσης 7, 8).
Με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης προβάλλονται διάφορα επιχειρήματα που όλα τείνουν στην αμφισβήτηση των συμπερασμάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου επί των γεγονότων, όπως για παράδειγμα ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπ΄ όψιν, ούτε αξιολόγησε τα τεκμήρια 3 και 4 (λόγος έφεσης 3) ή τις διαφορές που υπήρχαν μεταξύ των τεκμηρίων 42, 43, 44 και 45 (λόγος έφεσης 4). Περαιτέρω προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ούτε καν εξετάστηκαν ορισμένα τεκμήρια στα οποία δεν γίνεται οποιαδήποτε
αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση (λόγος έφεσης 6).Δεν προτιθέμεθα να προβούμε σε λεπτομερή ανάλυση της μαρτυρίας εν όψει της καθαρής επί του θέματος νομολογίας. Θα το πράξουμε μόνο εκεί που είναι απόλυτα απαραίτητο.
΄Οπως έχει επανειλημμένα λεχθεί η αξιολόγηση των γεγονότων αποτελεί έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου και το Εφετείο σπάνια και κατ΄ εξαίρεση επεμβαίνει. ΄Εχει επίσης επανειλημμένα λεχθεί ότι το Εφετείο δεν μπορεί να επανεκτιμήσει τη μαρτυρία προκειμένου να προβεί σε πρωτογενή συπεράσματα ως προς τα γεγονότα, έργο κατ΄ εξοχήν του πρωτόδικου δικαστηρίου (βλέπε μεταξύ άλλων Φράγκος ν. Χουβαρτά (1992) 1 Α.Α.Δ. 39, 41, Bauer v. Διογένης Ηροδότου & Υιοί Λτδ (1994) 1 Α.Α.Δ. 325, 332
).Το κύριο βάρος της έφεσης έχει δοθεί στην, κατά τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων, λανθασμένη εκτίμηση της μαρτυρίας των Μ.Ε. 1 και 9. Τόσο στο περίγραμμα αγόρευσης, αλλά και με την προφορική αγόρευση κατά την ακροαματική διαδικασία, έγινε αναφορά σε πληθώρα σημείων της πρωτόδικης απόφασης για να επισημανθεί ακριβώς το κατ΄ισχυρισμόν εσφαλμένο της αξιολόγησης της συγκεκριμένης μαρτυρίας.
Κανένα από τα σημεία που αναφέρονται δεν κλονίζει το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου. ΄Οπως επισημαίνεται και στην πρωτόδικη απόφαση η μαρτυρία των δύο μαρτύρων πράγματι παρουσιάζει κενά και ανακρίβειες και έρχεται σε αντίθεση τόσο μεταξύ τους, όσο και σε ορισμένα σημεία με τη μαρτυρία του Μ.Ε.5, Κωστάκη Θεμιστοκλέους, επίσης διευθυντή των εναγόντων και γιού του Μ.Ε.1.
Το Δικαστήριο στη συνέχεια καταγράφει αριθμό σημείων που το οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι οι συγκεκριμένοι μάρτυρες είναι αναξιόπιστοι. Πριν ακροθιγώς αναφερθούμε στους ισχυρισμούς των εφεσειόντων, θα πρέπει να λεχθεί ότι στα πρακτικά φαίνεται σε αριθμό περιπτώσεων η παρέμβαση του Δικαστηρίου όταν οι απαντήσεις του Μ.Ε.1
κρίνονταν ως ακατανόητες ή αποτέλεσμα απόπειρας να περιπλακούν τα πράγματα. Το Δικαστήριο σε περισσότερες από μία περιπτώσεις καταγράφει ότι δυσκολεύεται να κατανοήσει το περιεχόμενο της απάντησης του μάρτυρα σε απλές ερωτήσεις, ενώ σε άλλες φαίνεται η προσπάθειά του να αντιληφθεί την απάντηση που διδόταν.Τα αποσπάσματα από την πρωτόδικη απόφαση που οι εφεσείοντες χρησιμοποιούν στην προσπάθειά τους να αποδείξουν το αβάσιμο της απόρριψης της συγκεκριμένης μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν τεκμηριώνουν τον ισχυρισμό τους. Οι επισημάνσεις στις οποίες προβαίνουν και τις οποίες δεν σκοπεύουμε να επαναλάβουμε, γιατί κανένας πρακτικός σκοπός δεν εξυπηρετείται με αυτό, είτε αναφέρονται σε σημεία στα οποία η μαρτυρία του Μ.Ε.1 ήταν πράγματι συγχισμένη ή υπήρχε αντίφαση μεταξύ της μαρτυρίας του και άλλων μαρτύρων, είτε αναφέρονται σε ασήμαντα σημεία που δεν επηρεάζουν το συμπέρασμα του Δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει τα διάφορα σημεία της μαρτυρίας δεν μπορούν να απομονώνονται και να στεγανοποιούνται με σκοπό την απόδειξη του επιχειρήματος ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία.
Η μαρτυρία θα πρέπει να εξετάζεται στο σύνολό της και το συμπέρασμα του δικαστηρίου θα πρέπει να τίθεται στη βάσανο της αμφιβολίας, μόνο όταν τα συμπεράσματά του αντιφάσκουν ουσιαστικά με τη μαρτυρία. Στην παρούσα υπόθεση κάτι τέτοιο δεν έχει καταφανεί. Το Δικαστήριο ορθά αναλύοντας και αξιολογώντας την ενώπιόν του μαρτυρία κατέληξε σε συγκεκριμένα συμπεράσματα. ΄Οπως έχουμε και προηγουμένως πει, ήδη κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας επισημάνθηκε ότι ο συγκεκριμένος μάρτυρας προσπαθούσε με υπεκφυγές ή πολύπλοκες απαντήσεις να περιπλέξει τα πράγματα και να δώσει απαντήσεις που νόμιζε ότι προωθούσαν την εκδοχή του.
Ούτε ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπ΄ όψιν του διάφορα τεκμήρια, όπως για παράδειγμα τα τεκμήρια 43-45, ευσταθεί. Το Δικαστήριο σαφώς αναφέρεται τόσο στα συγκεκριμένα τεκμήρια, όσο και στη μαρτυρία του Μ.Ε.8 Λεόντιου Λεοντίου, υπάλληλου της Λαϊκής Τράπεζας, που τα παρουσίασε. Το Δικαστήριο μάλιστα σχημάτισε την εντύπωση για το συγκεκριμένο μάρτυρα ότι ήταν αντικειμενικός, με αποτέλεσμα να δεκτεί τη μαρτυρία του ως αληθινή. Εξ άλλου τα στοιχεία που έδωσε, όπως παρατηρεί και το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφασή του, δεν αμφισβητήθηκαν.
Το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να επαναλάβει το σύνολο της μαρτυρίας ή να αναφερθεί σε κάθε πτυχή της. ΄Οπως τονίστηκε (
Chr. Zanettos Constructions Ltd v. Phoenix Constructions Ltd, Π.E. 8523, ημερ. 15.5.1998), εκείνο που απαιτείται είναι ο ορθός προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων, η σύνοψη του ουσιώδους μέρους της μαρτυρίας, ο συσχετισμός της με τις διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα, καθώς και η συνάρτηση της απόφασης με τα επίδικα θέματα και τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου (βλέπε επίσης Καννάουρου κ.α. ν. Σταδιώτη κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35, 39). Τα πιο πάνω ισχύουν και για τον έκτο λόγο έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε, ούτε έκανε αναφορά στα τεκμήρια 19, 27, 29, 9, 6, 16, 31, που συνιστούν τεμάχια υφάσματος που έχουν σχέση με την υπόθεση.Με τον λόγο 8 οι εφεσείοντες επιτίθενται εναντίον της αποδοχής από το πρωτόδικο δικαστηρίου της μαρτυρίας του Μ.Υ.1, Ρόδου Παπαδόπουλου, εναγόμενου 1 και διευθυντή των εναγομένων 2. Ούτε και στην περίπτωση αυτή με τα στοιχεία που αναφέρονται στο περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων στοιχειοθετείται το παράπονό τους.
Εν όψει όλων των πιο πάνω καταλήγουμε ότι η έφεση εναντίον των διαπιστώσεων επί των γεγονότων του πρωτόδικου δικαστηρίου θα πρέπει για τους λόγους που εξηγήσαμε πιο πάνω να απορριφθεί και έτσι απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Δ. Δ. Δ.
/ΜΔ