ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 16
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ δ/στών
Μεταξύ:
Παρασκευά Δημητρίου, από το Λυθροδόντα
9; Εφεσείοντα/Ενάγο ντα
και
Γαβριήλ Γαβριήλ από το Λυθροδόντα
Εφεσιβλήτω ν/Εναγομένων
---------------------
19 Ιανουαρίου 2001.
Για τον εφεσείοντα: Μ. Πιερίδης.
Για τον εφεσίβλητο: Στ. Ερωτοκρίτου.
---------------------
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:
Ο εφεσείων καταχώρισε την αγωγή αρ. 6401/91 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού με αξίωση την επιδίκαση αποζημιώσεων κατά του εφεσίβλητου για τραύματα και ζημιές που κατ΄ισχυρισμόν υπέστη σε τροχαίο ατύχημα, την ευθύνη για το οποίο του απέδιδε. Η αγωγή απερρίφθη, ο εφεσείων άσκησε κατά της απόρριψης την Πολιτική ΄Εφεση 10511, αλλά δεν αρκέστηκε σε αυτό. Καταχώρισε και δεύτερη αγωγή την 4700/99, με όμοια αξίωση. Αυτή τη φορά, όμως, εναντίον δυο εναγομένων, του εφεσιβλήτου και τρίτου.Με αίτησή του ο εφεσίβλητος ζήτησε την απόρριψη της αγωγής για δυο εναλλακτικούς λόγους. Πρώτα, κατ΄επίκληση δεδικασμένου, θέση που δεν ευδοκίμησε. ΄Ηταν πρόδηλη η ταυτότητα προσώπου και επιδίκου θέματος αλλά δεν ήταν γνωστός ο λόγος για τον οποίο είχε απορριφθεί η πρώτη αγωγή. Δεν είχαν προσκομιστεί τα πρακτικά του Δικαστηρίου και, όπως αποφασίστηκε, δεν ήταν δυνατό, ενόψει αυτής της έλλειψης να διαμορφωθεί συγκεκριμένη άποψη. Αυτή η πτυχή της πρωτόδικης απόφασης δεν αποτελεί αντικείμενο της έφεσης και δεν μας απασχόλησε. Μετά, για κατάχρηση της διαδικασίας, αφού για τον ίδιο σκοπό προωθούνταν δυο διαδικασίες. Εκείνη της έφεσης και η δεύτερη αγωγή. Η πρωτόδικος δικαστής, καθοδηγούμενη από τις υποθέσεις Διευθυντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 ΑΑΔ 217 και Beogradska DD (1996) 1 AAΔ 911, έκρινε πως η προώθηση της αγωγής ήταν σαφώς καταχρηστική. Αναφέρθηκε στις επιλογές που προσφέρονταν σε τέτοιες περιπτώσεις και κατέληξε πως η απόρριψη της αγωγής ήταν το ενδεδειγμένο μέτρο για την καταστολή της κατάχρησης.
Η έφεση αφορά σ΄αυτή την απόφαση και εγείρει πρώτα ο εφεσείων ορισμένα προκαταρκτικά ζητήματα. Εισηγείται πως:
¨
(
α) Η αίτηση για απόρριψη της αγωγής, ενόψει της Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδης κ.α. (1990) 1 ΑΑΔ 965 ήταν άκυρη αφού δεν αναφέρονταν σ΄αυτή οι κανονισμοί στους οποίους στηριζόταν.(β) Η ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση περιλάμβανε εξ ακοής μαρτυρία η πηγή της οποίας δεν εξειδικεύθηκε.
(γ) Δεν προσκομίστηκε προφορική μαρτυρία προς απόδειξη των "αμφισβητούμενων γεγονότων", αντίθετα προς την Vuitton v. Δερμοσακ Λτδ και άλλης Λτδ (1992) 1 AAΔ, 1453.
(δ) Δεν υπήρχε το αναγκαίο υπόβαθρο για την εξέταση νομικού θέματος στο πλαίσιο της Δ.27 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ιδίως αφού δεν είχε προσκομιστεί μαρτυρία πως εκκρεμούσε ακόμα η έφεση που είχε ασκηθεί. ΄Οπως εισηγείται, το σκεπτικό του Δικαστηρίου βασίστηκε σε υπόθεση.
Είναι ορθή η εισήγηση του εφεσίβλητου πως όλοι αυτοί οι ισχυρισμοί στερούνται ερείσματος. Σημειώνουμε πρώτα πως υποβλήθηκαν κατά παραγνώριση των θεσμικών αλλαγών. ΄Εχουμε υπόψη πρώτα την τροποποίηση της Δ.64 οπότε, όπως εξηγήθηκε στην P. Georghiou (catering) Ltd κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (1996) 3 ΑΑΔ 323 η μή συμμόρφωση προς τους θεσμούς συνιστά θεραπεύσιμη, ανάλογα με την περίσταση, παρατυπία. Επίσης την τροποποίηση της Δ.48 θ.4 σε σχέση με τη θεμελίωση των γεγονότων για τους σκοπούς της ενδιάμεσης αίτησης (βλ. τον περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικό) (Αρ. 3) Διαδικαστικό Κανονισμό του 1999). Ανεξάρτητα, όμως από αυτά, όσα προτάθηκαν στερούνται υπόβαθρου. Στην αίτηση αναφέρονται οι Κανονισμοί 27 και 48 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας και δεν έχουμε καν εισήγηση αναφορικά με το τί, κατά την αντίληψη του εφεσείοντα, έλειπε. Περαιτέρω, οι ισχυρισμοί στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση όχι μόνο δεν αμφισβητήθηκαν αλλά, όπως δηλώθηκε στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την ένσταση, ήταν παραδεκτοί. ΄Ηταν, δηλαδή παραδεκτό ότι η
δεύτερη αγωγή είχε "το ίδιο επίδικο θέμα" με την πρώτη, όπως άλλωστε επιμαρτυρούσαν και τα δικόγραφα που είχαν επισυναφθεί. Επίσης, ότι η έφεση που ασκήθηκε, εκκρεμούσε. Δεν ετίθετο, λοιπόν θέμα απόδειξης οποιουδήποτε ισχυρισμού, για να είναι καν νοητή η συζήτηση ως προς τα μέσα απόδειξης. ΄Ο,τι εκδηλώθηκε ως διαφορά, ήταν η αντιγνωμία αναφορικά με τις επιπτώσεις που ο παραδεκτός πυρήνας των γεγονότων επέφερε.Τίποτε από τα πιο πάνω δεν είχε εγερθεί πρωτοδίκως ούτε και εκδηλώθηκε αμφισβήτηση, όπως σημείωσε η πρωτόδικος δικαστής, αναφορικά με τη δυνατότητα προκαταρκτικής εκδίκασης του θέματος. Ούτως ή άλλως είναι πράγματι χωρίς έρεισμα και η εισήγηση πως έλειπε το αναγκαίο υπόβαθρο. ΄Οσα δεδομένα στήριξαν την πρωτόδικη απόφαση ήταν παραδεκτά και η πρωτόδικος
δικαστής, στην προσπάθειά της να καλύψει κάθε πτυχή, αναφέρθηκε και στο νομολογιακά καθιερωμένο πως το Δικαστήριο έχει σύμφυτη εξουσία για παρεμπόδιση της κατάχρησης της δικαιοδοσίας του.Είναι, όμως, αβάσιμα και τα άλλα επιχειρήματα του εφεσείοντα. Επανέφερε κατ΄ αρχάς την αστήριχτη εισήγηση πως δεν είχε αποδειχθεί ότι η έφεση εκκρεμούσε ενώ, μάλιστα, στο ίδιο το περίγραμμα της αγόρευσής του, εξηγεί πως η απόφαση του Εφετείου εκδόθηκε μετά την απόρριψη της αγωγής. (Βλ. Παρασκευάς Δημητρίου ν. Γαβριήλ Γαβριήλ Πολ. ΄Εφεση 10511 ημερομηνίας 21.4.00). Στη συνέχεια, αποπειράται διαφοροποίηση των σκοπών και της εμβέλειας της έφεσης και της αγωγής. Θεωρεί ότι ενείχε σημασία το γεγονός ότι η αγωγή στρέφεται τώρα και εναντίον δεύτερου εναγόμενου. Επίσης το γεγονός ότι η έφεση στρέφεται και κατά της καταδίκης του σε έξοδα.
Ο εφεσίβλητος χαρακτηρίζει την προσθήκη δεύτερου εναγόμενου ως "έντεχνη αλλαγή" αλλά δεν χρειάζεται να επεκταθούμε στις σκοπιμότητες. Η διαδικασία δεν αφορούσε στην αγωγή και του δεύτερου εναγόμενου και η προσθήκη του δεν παρενέβαλε εμπόδιο στις διεκδικήσεις του εφεσίβλητου αναφορικά με τη δυνατότητα προώθησης της αγωγής, στην έκταση που τον αφορούσε. Το γεγονός δε ότι η έφεση αφορά και στα έξοδα της αγωγής που απορρίφθηκε, δεν μεταβάλλει την ουσία του πράγματος. Η καταδίκη του εφεσείοντα στα έξοδα ήταν συνακόλουθο της απόρριψης της αγωγής του και το θέμα στην έφεση δεν είχε αυτοτέλεια. Εν πάση περιπτώσει, ό,τι αποτελούσε το αντικείμενο της συζήτησης ήταν η αιτία της αγωγής.
Η πρωτόδικος δικαστής είδε το θέμα ορθά. Εξήγησε ότι με την έφεση επιχειρείτο η αναβίωση της πρώτης αγωγής για να τεθεί, δια μέσου της, η αξίωση του εφεσείοντα ενώπιον του Δικαστηρίου, οπότε θα είχαμε δυο διαδικασίες, με πανομοιότυπο στόχο. Η κρίση της πως, αφού ο εφεσείων απέβλεπε ουσιαστικά στην προώθηση δυο αγωγών, ίδιων μεταξύ τους σε ό,τι αφορούσε στον εφεσίβλητο, έχουμε εξόφθαλμη κατάχρηση, μας βρίσκει σύμφωνους.
Ο εφεσείων ήγειρε ένα τελευταίο θέμα. Εισηγείται πως, εν πάση περιπτώσει, το πρωτόδικο δικαστήριο όφειλε να προκρίνει ως μέσο καταστολής της κατάχρησης την αναστολή και όχι την απόρριψη της αγωγής. Αναφέρεται στην
Lawrence v. Norreys (1890) 15 App. Cas. 210, 219 που υιοθετήθηκε στην Beogradska DD (ανωτέρω) σύμφωνα με την οποία η εξουσία για απόρριψη πρέπει να ασκείται φειδωλά και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Επικαλείται περαιτέρω την Slough Estates v. Slough B.C. (1967) 2 All E.R. 271 που επίσης υιοθετήθηκε στην πιο πάνω υπόθεση σύμφωνα με την οποία είναι επιθυμητό να καλείται ο διάδικος να επιλέξει ποιά από τις δυο διαδικασίες επιθυμεί να προωθήσει, όπως έγινε και στη Δημοκρατία ν. Υψαρίδη κ.α. Α.Ε. 1468 κ.α. ημερομηνίας 1.7.93. Η πρωτόδικος δικαστής έστρεψε και επ' αυτού την προσοχή της. Το αντιμετώπισε ως εξής:"Με δεδομένη πλεον την κατάχρηση, το επόμενο ερώτημα είναι ποιο μέτρο θα πρέπει να επιβάλω στη συγκεκριμένη περίπτωση. ΄Εχει διαπιστωθεί στην υπόθεση Βeogradska (πιο πάνω) ότι η δική μας νομολογία έχει υιοθετήσει σε θέματα κατάχρησης δικαιοδοσίας Δικαστηρίου τόσο το μέτρο της απόρριψης όσο και το μέτρο της αναστολής. Στην ίδια υπόθεση αναφέρεται επιπρόσθετα το εξής:
'Χωρίς να επιχειρούμε την διατύπωση ενός άκαμπτου κανόνα, θεωρούμε ότι εκεί που η μεταγενέστερη διαδικασία καλύπτει ουσιωδώς τα ίδια ζητήματα αυτή πρέπει να απορρίπτεται. Εκεί που καλύπτει ζητήματα τα οποία δεν εγείρονται καθόλου στην προγενέστερη διαδικασία τότε πρέπει να αναστέλλεται μέχρι την εκδίκαση της προγενέστερης διαδικασίας.΄
'Οπως αναφέρεται στην
Δεν μπορούμε να διακρίνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην πιο πάνω προσέγγιση. Η πρώτη αγωγή κάλυπτε, ως προς τον εφεσίβλητο, όλα τα θέματα της δεύτερης και, στη βάση της αρχής που τέθηκε, η δεύτερη αγωγή ορθά απορρίφθηκε. Περαιτέρω το θέμα της κατάχρησης είχε εγερθεί με επί τούτου αίτηση και ήταν η σταθερή θέση τού εφεσείοντα, ως το τέλος, πως ήθελε την προώθηση και των δυο διαδικασιών.
Μια τελευταία παρατήρηση. Ο εφεσείων επικαλείται και "το θεμελιώδες δικαίωμα να εκθέσει τη θέση του και να ακουστεί στην ουσία της υπόθεσης του (΄Αρθρο 30 του Συντάγματος και ΄Αρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) σε μια έγκυρη και δίκαιη δίκη". Ο εφεσείων δεν στερήθηκε κανενός δικαιώματός του. Τα πράγματα είναι εντελώς αντίστροφα. Είναι η επιθυμία του να προωθεί το ίδιο θέμα σε δυο διαδικασίες που κρίθηκε ανεπίτρεπτη. Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα.
Κωνσταντινίδης Δ.
Καλλής Δ.
Κρονίδης Δ.
/MΣι.