ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Χάσικος κ.α. ν. Χαραλαμπίδη (1990) 1 ΑΑΔ 389
Θρασύβουλου ν. Arto Estates Ltd (1993) 1 ΑΑΔ 12
Aρέστη Aνδριανή Tιμοθέου ν. Aναστασίας Iωάννου Λαδόκονου (1996) 1 ΑΑΔ 646
Xαψή Όμηρος Σάββα και Άλλοι ν. Γενικού Eισαγγελέα της Δημοκρατίας (1997) 1 ΑΑΔ 1403
Θεολόγου Θάλεια A. κ.ά. ν. Kτηματικής Eταιρείας Nέμεσις Λτδ. (1998) 1 ΑΑΔ 407
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ ν. ΜΑΡΚΟΣ ΜΑΡΚΟΥ, ΕΦΕΣΗ ΑΡ.184, 22 Ioυλίου 2005
Ονούφριος Πισσούριος ν. GOLDEN HAND LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 10272, 6 Απριλίου, 2000
Μιχαηλίδου Παναγιώτα ν. Μάρκου Μάρκου (2005) 1 ΑΑΔ 1020
Πισσούριος Ονούφριος ν. Golden Hand Ltd (2000) 1 ΑΑΔ 543
Λουκαΐδης Λουκής και Άλλοι ν. Εκδοτική Εταιρεία Αλήθεια Λτδ και Άλλοι (2003) 1 ΑΑΔ 22
(2000) 1 ΑΑΔ 416
24 Μαρτίου, 2000
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
Δοξουλλα Κυριακου,
Εφεσείουσα-Ενάγουσα,
v.
Φιλικησ Ασφαλιστικησ Εταιρειασ Λτδ.,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10328)
Συμβάσεις ― Ερμηνεία ασφαλιστικών συμβάσεων ― Βασικό κριτήριο για την ερμηνεία του περιεχομένου των συμβάσεων αυτών αποτελεί - όπως και στις εμπορικές συμβάσεις - η συνήθης σημασία των όρων της συμφωνίας, δηλαδή η έννοια που μεταδίδουν στο μέσο συνετό άνθρωπο.
Λέξεις και Φράσεις ― "Κλοπή", στην καθομιλουμένη έχει την ίδια έννοια που φέρει στο ποινικό δίκαιο ― Σημαίνει την απόσπαση αντικειμένου που ανήκει σε άλλο προς τον σκοπό οικειοποίησής του.
Έξοδα ― Ο βασικός παράγων που διέπει την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου για την επιδίκαση των εξόδων είναι το αποτέλεσμα της δίκης ― Δεν είναι παραδεκτή η αποστέρηση των εξόδων του επιτυχόντα διαδίκου χωρίς αποχρώντα λόγο ― Πότε δικαιολογείται απόκλιση από την πιο πάνω αρχή.
Ο αδελφός της εφεσείουσας πήρε το αυτοκίνητό της το οποίο ήταν ασφαλισμένο με τους εφεσίβλητους, και ενεπλάκη σε δυστύχημα με αποτέλεσμα να προκληθεί μεγάλη ζημία σ' αυτό. Με την αγωγή της η εφεσείουσα αξίωνε από τους εφεσίβλητους να την αποζημιώσουν για τη ζημιά του αυτοκινήτου της υποστηρίζοντας ότι η χωρίς άδεια χρήση του συνιστούσε "κλοπή" και επομένως ασφαλιστέο κίνδυνο δυνάμει της ασφαλιστικής σύμβασης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή αφού έκρινε ότι η απώλεια δεν προέκυψε από ασφαλιστέο κίνδυνο και συνεπώς δεν μπορούσε να ανακτηθεί.
Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση υποστηρίζοντας, όπως και πρωτόδικα, ότι ο όρος "κλοπή" στο πλαίσιο του ασφαλιστικού συμβολαίου περιλαμβάνει και "κλοπή χρήσης", όπως χαρακτήρισε την προσωρινή στέρηση κατοχής του αυτοκινήτου.
Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αντέφεση προσβάλλοντας τη διαταγή του Δικαστηρίου για τα έξοδα. Δεν εκδόθηκε διαταγή για τα έξοδα των εφεσιβλήτων παρά την επιτυχία τους, γιατί δεν συνήργησαν στον περιορισμό των επιδίκων θεμάτων.
Το θέμα το οποίο εγείρεται στην έφεση είναι κατά πόσο ο όρος "κλοπή" στην ασφαλιστική σύμβαση, περιλαμβάνει και την προσωρινή απόσπαση της χρήσης του αυτοκινήτου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Βασικό κριτήριο για την ερμηνεία του περιεχομένου των συμβάσεων αποτελεί η συνήθης σημασία των όρων της συμφωνίας, δηλαδή η έννοια που μεταδίδουν στο μέσο συνετό άνθρωπο. Η ερμηνεία ασφαλιστικών συμβάσεων δεν υπόκειται σε ιδιαίτερους ερμηνευτικούς κανόνες. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η έννοια του όρου κλοπή στο ασφαλιστικό συμβόλαιο είναι συνώνυμος με την έννοια που ο όρος ενέχει στο ποινικό δίκαιο.
2. Τα έξοδα της δίκης και ο επιμερισμός τους ανάγονται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται δικαστικά με γνώμονα, ως κύριο μέτρο, το αποτέλεσμα της υπόθεσης. Τα έξοδα τα οποία επιδικάζονται υπέρ του επιτυχόντα διαδίκου μπορεί να μετριασθούν οποτεδήποτε ο ίδιος συμβάλλει με τον χειρισμό της υπόθεσης του στην αδικαιολόγητη αύξηση των εξόδων της δίκης. Η αποστέρηση των εξόδων του επιτυχόντα διαδίκου χωρίς αποχρώντα λόγο, δεν είναι επιτρεπτή.
3. Τα γεγονότα τα οποία καθιστούσαν τη δικονομική συμπεριφορά των εφεσιβλήτων μεμπτή, σ' αυτή την υπόθεση, και τα οποία συνέβαλαν στη διόγκωση των εξόδων της δίκης, δεν καθορίζονται στην απόφαση του Δικαστηρίου.
Η άρνηση ή η παράλειψη παραδοχής από τον εναγόμενο στην υπεράσπιση, των γεγονότων που στοιχειοθετούν την απαίτηση του ενάγοντος, δεν αποτελούν αφ' εαυτών λόγο για την αποστέρηση των εξόδων ή μέρους των εξόδων του εναγομένου, ο οποίος αμφισβητεί την απαίτηση και δικαιώνεται στη δίκη. Παράλειψη παραδοχής γεγονότων ενέχει συνέπειες ως προς τα έξοδα εφόσον εκδηλώνεται στο πλαίσιο της Δ.24 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Δεν συνέτρεχε, στην παρούσα υπόθεση, βάσιμος λόγος για την στέρηση των επιτυχόντων εναγομένων (εφεσιβλήτων), της δαπάνης που επωμίστηκαν με την υπεράσπισή τους έναντι της ανυπόστατης απαίτησης της ενάγουσας, (εφεσείουσας).
Η έφεση απορρίφθηκε και η αντέφεση επιτράπηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Algemeene Bankvereeninging v. Langton [1953] 40 Com. Cas 247,
Equitable Trust Co of New York v. Henderson [1930] 47 T.L.R. 90,
Calf and Sun Insurance Office In re [1920] 2 K.B. 366,
Lake v. Simmons [1927] A.C. 487,
London & Lancs. Fire Ins. Co v. Bolands [1924] All E.R. 642,
Nishina Trading v. Chiyoda Fire Co [1969] 2 Q.B. 449,
Boyle v. Yorkshire Insce. Co Ltd [1925] 2 D.L.R. 596,
Θεολόγου κ.ά. ν. Κτηματικής Εταιρείας Νέμεσις Λτδ (1998) 1 (Α) Α.Α.Δ. 407,
Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (1998) 1 (Β) Α.Α.Δ. 634,
Alam v. Τουμαζίδη (1998) 1 (Β) Α.Α.Δ. 968,
Χάσικος κ.ά. ν. Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389,
Θρασυβούλου ν. Arto Estates Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 12,
Glykys v. Ioannides [1959-60] 24 C.L.R. 220,
Αρέστη ν. Λαδόκονου (1996) 1 Α.Α.Δ. 646,
Χαψή κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1403.
Έφεση.
Έφεση από την ενάγουσα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Ψαρά-Μιλτιάδου, Ε.Δ.) που δόθηκε στις 20/8/98, (Αρ. Αγωγής 3241/95) με την οποία απορρίφθηκε αξίωση της στα πλαίσια του ασφαλιστικού συμβολαίου της με την εναγόμενη εταιρεία για κάλυψη ζημιάς στο αυτοκίνητό της για το λόγο ότι η ζημιά αυτή δεν εκαλύπτετο από τις πρόνοιες του ασφαλιστικού συμβολαίου υπό τον όρο "κλοπή".
Χρ. Γεωργιάδης, για την Εφεσείουσα.
Α. Γλυκής για Α. Νεοκλέους, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π..
ΠΙΚΗΣ, Π.: Το θέμα το οποίο εγείρεται στην έφεση και καλούμεθα να αποφασίσουμε, είναι κατά πόσο ο όρος «κλοπή» στην ασφαλιστική σύμβαση που συνομολογήθηκε μεταξύ της εφεσείουσας, (της ασφαλιζόμενης) και των εφεσιβλήτων, (των ασφαλιστών), για την κάλυψη ζημίας στο αυτοκίνητο της πρώτης, περιλαμβάνει και την προσωρινή απόσπαση της χρήσης του αυτοκινήτου.
Ο αδελφός της εφεσείουσας πήρε το αυτοκίνητο, το αντικείμενο της ασφάλισης και το οδήγησε χωρίς την άδεια και χωρίς τη συγκατάθεσή της. Ενώ τελούσε υπό τον έλεγχό του το αυτοκίνητο ενεπλάκη σε δυστύχημα με αποτέλεσμα να προκληθεί μεγάλη ζημία σ' αυτό. Με την αγωγή της εναντίον των εφεσιβλήτων η εφεσείουσα αξίωσε από αυτούς να την αποζημιώσουν για τη ζημιά που υπέστη. Υποστήριξε ότι η χωρίς την άδειά της χρήση του αυτοκινήτου συνιστούσε «κλοπή» και επομένως ασφαλιστέο κίνδυνο βάσει της ασφαλιστικής σύμβασης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση αυτή και παρεπόμενα την αγωγή. Έκρινε ότι η προσωρινή απόσπαση της κατοχής του αυτοκινήτου δεν συνιστούσε κλοπή. Απουσίαζαν τα συστατικά στοιχεία του εγκλήματος της «κλοπής», επαγόμενα πρόθεση μόνιμης αποστέρησης του ιδιοκτήτη από την περιουσία του. Έτσι παρά την άμεση συνάφεια μεταξύ της χρήσης του αυτοκινήτου από τον τρίτο και της ζημιάς που προκλήθηκε σ΄ αυτό, κρίθηκε ότι η απώλεια δεν προέκυψε από ασφαλιστέο κίνδυνο και συνεπώς δεν μπορούσε να ανακτηθεί.
Η εφεσείουσα υποστήριξε ενώπιον μας, όπως είχε νωρίτερα υποστηρίξει στο Επαρχιακό Δικαστήριο, ότι ο όρος «κλοπή» στο πλαίσιο του ασφαλιστικού συμβολαίου περιλαμβάνει και «κλοπή χρήσης», όπως χαρακτήρισε την προσωρινή στέρηση κατοχής του αυτοκινήτου. Αντίθετη είναι η θέση των εφεσιβλήτων. Υποστήριξαν, όπως και στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι ο όρος «κλοπή» γενικά, και ειδικά στο πλαίσιο του ασφαλιστικού συμβολαίου, είναι συνώνυμος με τη σημασία του όρου στο ποινικό δίκαιο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπραγματεύεται σε έκταση την ερμηνεία του όρου «κλοπή», υπό το φως της Αγγλικής και Κυπριακής νομολογίας. (Γίνεται αναφορά στις ακόλουθες αποφάσεις, Algemeene Bankvereeniging v. Langton [1953] 40 Com. Cas 247· Equitable Trust Co of New York v. Henderson [1930] 47 T.L.R. 90· Calf and Sun Insurance Office Ιn re [1920] 2 K.B. 366, 380· Lake v. Simmons [1927] A.C. 487· London & Lancs. Fire Ins. Co v. Bolands [1924] All E.R. p. 642· Theft Act 1968· Smith & Hogan Criminal Law, 4th ed. Κεφ. 15· Nishina Trading v. Chiyoda Fire Co [1969] 2 Q.B. 449· Boyle v. Yorkshire Insce. Co Ltd [1925] 2 D.L.R. 596· Digest Vol. 29 σελ. 316.)
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι στην απουσία οποιασδήποτε διαφοροποίησης της ερμηνείας του όρου «κλοπή», στο ασφαλιστικό συμβόλαιο, η σημασία του είναι ταυτόσημη μ' εκείνη που ενέχει στο ποινικό δίκαιο. Αποτελεί κοινή διαπίστωση των μερών ότι η ερμηνεία ασφαλιστικών συμβάσεων δεν υπόκειται σε ιδιαίτερους ερμηνευτικούς κανόνες. Συμφωνούν ότι οδηγό για την ερμηνεία των προνοιών τους, αποτελούν οι αρχές που διέπουν την ερμηνεία εμπορικών συμβάσεων, όπως διαπιστώνεται στο σύγγραμμα, MacGillivray & Parkington on Insurance Law 7ed. p.1031, υπό το φως της νομολογίας.*
Όπως υπογραμμίζεται σε πρόσφατη απόφασή μας βασικό κριτήριο για την ερμηνεία του περιεχομένου των συμβάσεων αποτελεί η συνήθης σημασία των όρων της συμφωνίας, δηλαδή η έννοια που μεταδίδουν στο μέσο συνετό άνθρωπο. (Βλ. Θάλεια Α. Θεολόγου κ.ά. ν. Κτηματικής Εταιρείας Νέμεσις Λτδ. (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 407.) Η έννοια του όρου «κλοπή» στην καθομιλουμένη είναι κατ' ουσία η ίδια με την έννοια που φέρει στο ποινικό δίκαιο. Σημαίνει την απόσπαση αντικειμένου που ανήκει σε άλλο προς τον σκοπό οικειοποίησής του. Η απόσπαση της κατοχής από τον "Α", αντικειμένου το οποίο ανήκει στο "Β", η οποία δεν συνοδεύεται με πρόθεση μόνιμης αποστέρησης του ιδιοκτήτη της περιουσίας του, δεν συνιστά κλοπή. Ο νομοθέτης άλλωστε, όπως υποδεικνύει η πρωτόδικος Δικαστής, καθιστά τη χρήση αυτοκινήτου από τρίτο χωρίς την άδεια του ιδιοκτήτη ιδιώνυμο αδίκημα. (Βλ. Άρθρο 11 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου, του 1972 (Ν. 86/72).)
Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η έννοια του όρου κλοπή στο ασφαλιστικό συμβόλαιο είναι συνώνυμος με την έννοια που ο όρος ενέχει στο ποινικό δίκαιο. Η έφεση θα απορριφθεί.
Με αντέφεση οι εφεσίβλητοι προσβάλλουν τη διαταγή του Δικαστηρίου για τα έξοδα. Δεν εκδόθηκε διαταγή για τα έξοδα, αφήνοντας τους εφεσίβλητους να επωμιστούν τα έξοδα της υπεράσπισης παρά την επιτυχία τους. Η διαταγή, επικρίνεται ως αυθαίρετη γιατί παραγνωρίζει το αποτέλεσμα της δίκης τον παράγοντα που κυριαρχεί στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, και άδικη γιατί στερεί τους εφεσίβλητους, χωρίς βάσιμο λόγο, από τους καρπούς της επιτυχίας τους. Αντίθετα η εφεσείουσα (ενάγουσα στην αγωγή), θεωρεί τη διαταγή που εκδόθηκε καθόλα δικαιολογημένη απόρροια συστάθμισης των παραγόντων που παραδεκτά επιδρούν στην απόφαση του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα. Το αιτιολογικό της απόφασης για τα έξοδα περιέχεται στο απόσπασμα που ακολουθεί.
«Σε σχέση με τα έξοδα είναι νομολογημένο ότι αν με τη δικονομική συμπεριφορά των διαδίκων υπάρχει επιβάρυνση της διαδικασίας μπορεί ο επιτυχών διάδικος να αποστερηθεί των εξόδων του (βλ. Παπακόκκινου ν. Δήμου Πάφου (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 634 και Alam v. Τουμαζίδη (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 968 όπως και την υπόθεση Θρασυβούλου ν. Αrto Estates Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 12 σελ. 15). Στην παρούσα περίπτωση σε συνάρτηση με την δικονομική συμπεριφορά των εναγομένων, παρατηρώ ότι με την αρχική αμφισβήτηση όλων των επιδίκων θεμάτων και την σταδιακή και καθυστερημένη μεταλλαγή της στάσης τους ως προς τί έπρεπε να γίνει παραδεκτό και τί όχι, επιβάρυναν τη διαδικασία με αχρείαστα έξοδα, ενώ άλλωστε το κύριο θέμα της διαφοράς παρουσιαζόταν πρωταρχικά νομικό και όχι τόσο σαν θέμα δοθείσης μαρτυρίας. Τα πιο πάνω θα πρέπει να έχουν σαν αποτέλεσμα, κατά την κρίση μου, τη μη έκδοση διαταγής για έξοδα.»
Τα έξοδα της δίκης και ο επιμερισμός τους ανάγονται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Η αρχή αυτή ενσωματώνεται στη Δ.59 θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται δικαστικά, δηλαδή βάσει γεγονότων που παραδεκτά προσμετρούν στη λήψη της απόφασης. Το ακόλουθο απόσπασμα από τη Χάσικος κ.α. ν. Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389, 393, συνοψίζει την αρχή και οριοθετεί τις παραμέτρους άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα της δίκης:
«Η απονομή των εξόδων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Η ευχέρεια ασκείται δικαστικά με γνώμονα, ως κύριο μέτρο, το αποτέλεσμα της υπόθεσης. Τόσο βαθειά θεμελιωμένη είναι η αρχή αυτή στην αστική διαδικασία, τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα, ώστε να μη δίδονται κατά κανόνα λόγοι (εξυπακούονται) για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου όταν η διαταγή για τα έξοδα συνάδει με την αρχή αυτή. Οι λόγοι για τους οποίους τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα (στην αστική διαδικασία) είναι ευνόητοι: Η δικαίωση δε συνεπάγεται δαπάνη. Στην υπό εκδίκαση υπόθεση οι λόγοι για τους οποίους το Δικαστήριο παρέκλινε από την καθιερωμένη αρχή δεν ευσταθούν. Η επιμέλεια των δικηγόρων του διαδίκου που επιτυγχάνει δεν αποτελεί προϋπόθεση για την απονομή των εξόδων. Αφετέρου, εξέταση των πρακτικών δε φανερώνει οποιαδήποτε διόγκωση των εξόδων λόγω παραλείψεων του δικηγόρου του εφεσείοντα.»
Στη Θρασυβούλου ν. Arto Estates Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 12, την οποία επικαλείται το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναγνωρίζεται ότι μπορεί να μετριασθούν τα έξοδα τα οποία επιδικάζονται υπέρ του επιτυχόντα διαδίκου οποτεδήποτε ο ίδιος συμβάλλει με το χειρισμό της υπόθεσης του στην αδικαιολόγητη αύξηση των εξόδων της δίκης. Υποδεικνύεται όμως ότι: (σ.15)
«Θεωρείται ασύννομο ο δικαιωθείς διάδικος να επωμίζεται τα έξοδα της υπεράσπισης των δικαιωμάτων του και εύλογο να τα επωμίζεται ο αποτυχών διάδικος, η αδικαιολόγητη προσφυγή του οποίου στο Δικαστήριο (όπως τεκμηριώνεται από το αποτέλεσμα) αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία των εξόδων.»
Υποδεικνύεται συγχρόνως στην ίδια υπόθεση ότι δεν είναι παραδεκτή η αποστέρηση των εξόδων του επιτυχόντα διαδίκου χωρίς αποχρώντα λόγο, παραπέμποντας προς τούτο στη Georghios E. Glykys v. Ioannis Stylianou Ioannides (1959-60) 24 C.L.R. 220. (Βλ. επίσης Αρέστη ν. Λαδόκονου (1996) 1 Α.Α.Δ. 646· Χαψή κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1403.) Στην Joseph El Alam v. Χριστόφορου Τουμαζίδη (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 968, όντως αποστερήθηκε ο εναγόμενος των εξόδων της δίκης παρά την επιτυχία του για τους ακόλουθους λόγους: (σ. 18)
«Όπως προκύπτει από τα πρακτικά μεγάλο μέρος των εξόδων της δίκης προκλήθηκε από την προβολή των ανυπόστατων ισχυρισμών του εφεσείοντα, για την απώλεια των επιταγών και την απόκρυψη της παράδοσής τους στον Πισσούριο. Στην προσπάθεια αυτή ενισχύθηκε και από την τράπεζα, σε ό,τι αφορά την ημερομηνία που δόθηκαν οδηγίες για τη μη πληρωμή των επιταγών.
Η υπεράσπιση του εφεσείοντα διόγκωσε τα έξοδα, σε βαθμό που να δικαιολογείται, παρά το αποτέλεσμα, η μη έκδοση διαταγής ως προς τα έξοδα.»
Άλλη υπόθεση στην οποία ο επιτυχών διάδικος στερήθηκε των εξόδων του είναι η Βερεγγάρια Π. Παπακόκκινου, κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 634, στην οποία επιδικάστηκαν μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις στις επιτυχούσες ενάγουσες, ενώ απορρίφθηκε ο ισχυρισμός τους ότι η παραβίαση του δικαιώματός τους είχε υλικές συνέπειες. Η επιτυχία τους ήταν μερική· αντισταθμιζόταν από την αποτυχία τους να τεκμηριώσουν την απαίτησή τους για αποζημιώσεις που συνιστούσε την ουσία της απαίτησής τους.
Τα γεγονότα τα οποία καθιστούσαν τη δικονομική συμπεριφορά των εφεσιβλήτων-αντεφεσειόντων μεμπτή, σ' αυτή την υπόθεση, και τα οποία συνέβαλαν στη διόγκωση των εξόδων της δίκης, δεν καθορίζονται στην απόφαση του Δικαστηρίου.
Η παραδοχή ορισμένων γεγονότων κατά την εξέλιξη της δίκης τα οποία οι εφεσίβλητοι αρχικά αρνήθηκαν, είναι ο μόνος ουσιαστικός λόγος ο οποίος παρέχεται για τη διαταγή του Δικαστηρίου. Κατ' αρχή, δεν υπάρχει τίποτε που να υποστηρίζει ότι τα γεγονότα αυτά ήταν εξαρχής γνωστά στους εφεσίβλητους. Ακόμα σημαντικότερο, η άρνηση ή η παράλειψη παραδοχής από τον εναγόμενο στην υπεράσπιση, των γεγονότων που στοιχειοθετούν την απαίτηση του ενάγοντα, δεν αποτελούν αφεαυτών λόγο για την αποστέρηση των εξόδων ή μέρους των εξόδων του εναγομένου ο οποίος αμφισβητεί την απαίτηση και δικαιώνεται στη δίκη. Παράλειψη παραδοχής γεγονότων ενέχει συνέπειες ως προς τα έξοδα εφόσον εκδηλώνεται στο πλαίσιο της Δ.24 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Οι πρόνοιες της Δ.24 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας διαγράφουν το θεσμικό πλαίσιο για την παραδοχή γεγονότων και προσδιορίζουν τις συνέπειες που επάγεται η άρνηση ή παράλειψη παραδοχής τους.
Η απόδειξη των γεγονότων προς θεμελίωση της απαίτησης του ενάγοντος αποτελεί δική του υποχρέωση. Η απόρριψη της αγωγής του επάγεται και την καταδίκη του στα έξοδα του αντιδίκου. Δικαιολογείται διαφοροποίηση της διαταγής σε σχέση με τη δαπάνη για την απόδειξη γεγονότων που συνιστούν μέρος της υπόθεσης του ενάγοντος, τα οποία διαπιστώνονται από το Δικαστήριο παρά την απόρριψη της αγωγής μόνο στα πλαίσια της Δ.24 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Η διαταγή ως προς τα έξοδα μπορεί επίσης να διαφοροποιηθεί από το αποτέλεσμα στην περίπτωση που ο εναγόμενος συμβάλει στην επαύξησή τους με την προβολή εμφανώς ανυπόστατων υπερασπίσεων.
Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου η υπόθεση της ενάγουσας ήταν εξ αρχής καταδικασμένη σε αποτυχία. Οι εναγόμενοι στερήθηκαν τα έξοδα τους γιατί δεν συνήργησαν στον περιορισμό των επιδίκων θεμάτων που αποτελεί κοινή ευθύνη των διαδίκων και κατά πρώτο λόγο του ενάγοντος μέσω του μηχανισμού που παρέχουν οι, Δ.30 και Δ.24 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Κατάληξή μας είναι ότι δεν συνέτρεχε βάσιμος λόγος για την στέρηση των επιτυχόντων εναγομένων (εφεσιβλήτων), της δαπάνης που επωμίστηκαν για την υπεράσπισή τους έναντι της ανυπόστατης απαίτησης της ενάγουσας, (εφεσείουσας).
Η αντέφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση ως προς τα έξοδα παραμερίζεται. Υποκαθίσταται με διαταγή βάσει της οποίας τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των εφεσιβλήτων-αντεφεσειόντων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα. Η αντέφεση επιτρέπεται με έξοδα. Όπου τα έξοδα της έφεσης και αντέφεσης συμπίπτουν, επιτρέπεται ένα κονδύλιο εξόδων.
Η έφεση απορρίπτεται και η αντέφεση επιτρέπεται με έξοδα.