ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 1 ΑΑΔ 316

3 Μαρτίου, 2000

 

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

 

Αναφορικα με αιτηση τησ MARKASS CAR HIRE LTD Εναγοντων στην αγωγη Επαρχιακου Δικαστηριου Λευκωσιασ 3315/98 για εκδοση αδειασ για διαταγμα ή και ενταλμα ακυρωτικο (Certiorari) ή και ενταλματοσ απαγορευσησ (Writ of Prohibition),

 

και

 

Αναφορικα με την αποφαση/διαταγμα του Επαρχιακου Δικαστηριου Λευκωσιασ ημερομηνιασ 31.3.99 στην αγωγη 3315/98,

 

και

 

Αναφορικα με το αρθρο 155.4 του Συνταγματοσ,

 

KEMTOURS LIMITED,

 

Ενάγοντες-Καθ' ων η αίτηση,

 

v.

 

MARKASS CAR HIRE LTD,

 

Εναγομένων-Αιτητών.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10534)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari και prohibition ― Έφεση κατά της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε αίτημα για άδεια καταχώρησης αίτησης certiorari προς ακύρωση προσωρινού διατάγματος ex parte, το οποίο περιείχε πρόνοια για ισχύ του "μέχρι τελικής εκδικάσεως και αποπερατώσεως της παρούσης αγωγής" ― Το εν λόγω προσωρινό διάταγμα είχε ορισθεί επιστρεπτέο δεκατέσσερις μέρες από την ημερομηνία εκδόσεώς του και οι εναγόμενοι-αιτητές εμφανίστηκαν στη διαδικασία και κατεχώρησαν γραπτή ένσταση εναντίον του ― Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν σημειώθηκε παράβαση του Άρθρου 9(3) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, επικυρώθηκε κατ' έφεση ― Διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης από την υπόθεση In re Philippou.

 

Εκδίκαση δικαστικών υποθέσεων ― Πρέπει να γίνεται έγκαιρα ― Καθυστέρηση οφειλόμενη σε ασθένεια Δικαστή ― Η φύση της διαδικασίας επιβάλλει την έγκαιρη πραγματοποίηση διοικητικών διευθετήσεων τέτοιων που να καθιστούν δυνατή την εκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή.

 

Αποφάσεις και διατάγματα ― Υποθέσεις στις οποίες εκδίδονται διατάγματα μετά από μονομερή αίτηση ― Πρέπει να εκδικάζονται το ταχύτερο δυνατό.

 

Στις 31.3.98 Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας μετά από μονομερή αίτηση των εφεσιβλήτων-εναγόντων (οι εφεσίβλητοι) στην αγωγή υπ' αρ. 3315/98, εξέδωσε προσωρινό διάταγμα (το επίδικο διάταγμα) απαγορεύον τους εφεσείοντες-εναγομένους (οι εφεσείοντες) να αναμιγνύονται στις εργασίες των εφεσιβλήτων.  Επίσης με το επίδικο διάταγμα οι εφεσείοντες διατάχθηκαν όπως παραδώσουν στους εφεσίβλητους και/ή επιτρέψουν σ' αυτούς και/ή σε αρμόδιο δικαστικό επιδότη όπως προβεί σε άμεση παραλαβή όλων των οχημάτων στην κατοχή των εναγομένων μέχρι τελικής εκδικάσεως και αποπερατώσεως της παρούσης αγωγής. Το επίδικο διάταγμα κατέληγε ως εξής: "Οι εναγόμενοι δύνανται να εμφανισθούν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά την 13.4.98 και ώρα 8.30 π.μ. και δείξουν λόγο γιατί το παρόν διάταγμα να μην συνεχίσει να ισχύει."

 

Η υπόθεση ορίστηκε για μνεία στις 20.5.98, 27.5.98 και στη συνέχεια για ακρόαση στις 8.7.98 και 17.7.98. Αναβλήθηκε επανειλημμένως είτε για ακρόαση, είτε για οδηγίες είτε για προγραμματισμό. Τελικά ορίσθηκε για προγραμματισμό στις 13.5.99.

 

Η έφεση αυτή στρέφεται κατά της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση των εφεσειόντων για άδεια καταχώρησης αίτησης για έκδοση ενταλμάτων certiorari και prohibition αναφορικά με το επίδικο διάταγμα για ισχυριζόμενη υπέρβαση δικαιοδοσίας, νομική πλάνη έκδηλη στη δικογραφία και καθυστέρηση στην περάτωση της διαδικασίας.

 

Το μέρος του επίδικου διατάγματος το οποίο περιλαμβάνει την πρόταση "μέχρι τελικής εκδικάσεως και αποπερατώσεως της παρούσης αγωγής" αποτέλεσε το κεντρικό σημείο της έφεσης.

Υποστηρίχθηκε ότι το επίδικο διάταγμα ήταν αντιφατικό γιατί στο πρώτο σκέλος του ανέφερε "μέχρι τελικής εκδικάσεως και αποπερατώσεως της παρούσης αγωγής" ενώ στο δεύτερο σκέλος του ανέφερε ότι οι εναγόμενοι μπορεί να εμφανιστούν ενώπιον του Δικαστηρίου στις 13.4.98 και να δείξουν λόγο γιατί το διάταγμα να μην συνεχίσει να ισχύει.  Κατά συνέπεια η χρονική περίοδος του διατάγματος καθορίστηκε μέχρι το πέρας της αγωγής με δικαίωμα όμως στους εναγομένους να δείξουν λόγο ενωρίτερα γιατί θα πρέπει να παύσει να ισχύει πριν το πέρας της αγωγής. Όμως αυτό είναι αντίθετο με την ρητή νομοθετική διάταξη του Άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 σύμφωνα με την οποία το προσωρινό διάταγμα μπορεί να εκδίδεται μόνο για συγκεκριμένη σύντομη περίοδο που να επιτρέπει επίδοση με τη δυνατότητα ανανέωσης του μέχρις ότου εκδικασθεί το προσωρινό διάταγμα.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η πρόνοια που επιτρέπει στους εφεσείοντες να εμφανισθούν στις 13.4.98 "και να δείξουν λόγο γιατί το παρόν διάταγμα να μην συνεχίσει να ισχύει" εξουδετερώνει και αναιρεί την πρόνοια για ισχύ του διατάγματος "μέχρι τελικής εκδικάσεως και αποπερατώσεως της παρούσης αγωγής". Το διάταγμα θα παύσει να βρίσκεται σε ισχύ εφόσο το Δικαστήριο ικανοποιηθεί, μετά που θα ακούσει και τους εναγομένους, ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος για τη χορήγηση του διατάγματος. Το λεκτικό του διατάγματος δεν εναποθέτει οποιοδήποτε βάρος απόδειξης στους εναγομένους. Απλώς τους επιφορτίζει με την υποχρέωση να καταχωρήσουν, εάν επιθυμούν ένσταση. Το λεκτικό του διατάγματος οδηγεί επίσης στη διαπίστωση ότι η διατύπωση του επίδικου διατάγματος είναι τέτοια που επιτρέπει την παραμονή του σε ισχύ μόνο για τους σκοπούς του Άρθρου 9(3) του Κεφ. 6. Δεν έχει επομένως σημειωθεί οποιαδήποτε παράβαση του άρθρου αυτού και η εισήγηση των εφεσειόντων περί του αντιθέτου δεν ευσταθεί.  Ορθά λοιπόν το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα των εφεσειόντων σε σχέση με το αίτημα για το ένταλμα certiorari.

 

2.  Η απόρριψη της έφεσης σε σχέση με το ένταλμα certiorari σφραγίζει και το τέλος του αιτήματος για το ένταλμα prohibition.

 

3.  Παρόλον ότι οι λόγοι οι οποίοι οδήγησαν στην καθυστέρηση -ασθένεια του Δικαστή και του συνηγόρου των εφεσιβλήτων -είναι κατανοητοί, η φύση της διαδικασίας επιβάλλει ότι πρέπει να γίνονται έγκαιρα διοικητικές διευθετήσεις τέτοιες που να καθιστούν δυνατή την εκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή.

 

Η έφεση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

 

Philippou (1986) 1 C.L.R. 568,

 

Γρηγορίου v. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους εναγόμενους στην Αγωγή Αρ. 3315/98 με την οποία απορρίφθηκε αίτημά τους ημ. 27/5/99 για άδεια καταχώρησης αίτησης Certiorari προς ακύρωση του προσωρινού διατάγματος του Δικαστηρίου Λευκωσίας στην πιο πάνω αγωγή, ημερομ. 31/3/98 καθώς και το αίτημά τους για άδεια καταχώρησης αίτησης Prohibition λόγω καθυστέρησης στην περάτωση της διαδικασίας επί προκαταρκτικού θέματος.

 

Χρ. Κληρίδης, για τους Εφεσείοντες.

 

Κ. Χατζηνικολάου, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

 

ΚΑΛΛΗΣ, Δ: Στις 31.3.98 Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, μετά από μονομερή αίτηση των εφεσιβλήτων-εναγόντων, (οι εφεσίβλητοι) στην αγωγή με αρ. 3315/98, εξέδωσε προσωρινό διάταγμα (το επίδικο διάταγμα) με το οποίο απαγόρευσε στους εφεσείοντες-εναγομένους (οι εφεσείοντες) να αναμειγνύονται και/ή επεμβαίνουν στις εργασίες των εφεσιβλήτων. Επίσης, με το επίδικο διάταγμα οι εφεσείοντες διατάχθηκαν "όπως παραδώσουν αμέσως" στου εφεσίβλητους "και/ή επιτρέπουν στους ενάγοντες και/ή σε αρμόδιο δικαστικόν επιδότην όπως προβεί σε άμεση παραλαβή όλων των οχημάτων τα οποία οι εναγόμενοι έχουν λάβει και/ή θέσει μέχρι σήμερα αμέσως ή εμμέσως μέσον τρίτων συνεργατών τους στην κατοχή τους,  μέρος των οποίων εμφαίνεται στο τεκμήριο αρ. 'Β' το οποίο αποτελεί μέρος του καταλόγου οχημάτων που αποτελεί αναπόσπαστον μέρος της πιο πάνω συμφωνίας 3.2.97, μέχρι τελικής εκδικάσεως και αποπερατώσεως της παρούσης αγωγής (η υπογράμμιση είναι του δικαστηρίου). Το επίδικο διάταγμα καταλήγει ως εξής: "Οι εναγόμενοι δύνανται να εμφανισθούν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά την 13.4.98 και ώρα 8.30 π.μ. και δείξουν λόγο γιατί το παρόν διάταγμα να μην συνεχίσει να ισχύει.".

 

Το επίδικο διάταγμα επιδόθηκε στους εφεσείοντες. Οι εφεσείοντες καταχώρισαν ένσταση την 5.5.98.  Παραθέτουμε το ιστορικό της πορείας της διαδικασίας μετά την καταχώριση της ένστασης:

 

Η υπόθεση ορίστηκε για Μνεία στις 20.5.98, 27.5.98 και στη συνέχεια για ακρόαση στις 8.7.98 και 17.7.98. Στις δύο περιπτώσεις που ορίστηκε τον Μάϊο του 1998 έγινε προσπάθεια για συμβιβασμό η οποία και απέτυχε. Στις 8.7.98 η υπόθεση αναβλήθηκε από το ίδιο το Δικαστήριο και στις 17.7.98 άρχισε η ακρόαση του διατάγματος ενώπιον του Έντιμου Επαρχιακού Δικαστή Ανδρέα Σούπασιη. Το Δικαστήριο στη συνέχεια ανέβαλε την υπόθεση στις 7 και 9.9.98, 5.11.98, για προγραμματισμό 12.11.98, για ακρόαση 17.12.98, για προγραμματισμό 7.1.99, για οδηγίες 14.1.99, για ακρόαση 25.2.99, για προγραμματισμό 18.3.99 και για οδηγίες 22.4.99 και στη συνέχεια στις 13.5.99 για προγραμματισμό.

 

Σύμφωνα με τους εφεσείοντες (βλ. παραγ. 14 της αναφοράς τους) οι "αλλεπάλληλες και πολλαπλές αναβολές οφείλονταν σε ασθένεια του δικηγόρου των εφεσιβλήτων Κωνσταντίνου Χ" Νικολάου και στη συνέχεια σε ασθένεια του Δικαστή Α. Σούπασιη ή και σε άλλους λόγους για τους οποίους όμως οι εφεσείοντες δεν φέρουν ευθύνη. Περαιτέρω ο Έντιμος Δικαστής ο οποίος εκδικάζει την υπόθεση μετετέθη στο Ε.Δ. Λεμεσού από κατά/ή περί τον Σεπτέμβριο του 1998".

 

Με αίτηση τους που καταχώρισαν στις 27.5.1999 οι εφεσείοντες ζήτησαν διάταγμα με το οποίο να τους παρέχεται η άδεια καταχώρισης αίτησης για έκδοση ενταλμάτων της φύσεως Certiorari και Prohibition. Συγκεκριμένα οι εφεσείοντες ζήτησαν:

 

"(α) Ένταλμα Certiorari για παραπομπή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να ακυρωθεί το προσωρινό διάταγμα του Δικαστηρίου Λευκωσίας στην αγωγή 3315/98 ημερομηνίας 31.3.98.

 

(β) Διάταγμα απαγορευτικό (Prohibition) που να απαγορεύει την υπό του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εκδίκαση του πιο πάνω προσωρινού διατάγματος.

 

(γ) Αναστολή εκτέλεσης του πιο πάνω προσωρινού διατάγματος."

Δύο ήταν οι προβληθέντες λόγοι για τους οποίους ζητήθηκε η άδεια για καταχώριση αίτησης Certiorari και Prohibition:

 

"(α) Ότι υπάρχει παράβαση και έκδηλη παρανομία στην έκδοση του διατάγματος, και

 

(β) Ότι η συνεχιζόμενη παράταση επί μακρόν της διαδικασίας, σε μια διαδικασία συνοπτικής φύσεως, συνιστά υπέρβαση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου."

 

Ο πρώτος λόγος αναφέρεται στο προνομιακό ένταλμα Certiorari και ο δεύτερος στο Prohibition.

 

Όσον αφορά τον πρώτο λόγο ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων πρόβαλε ως μοναδικό επιχείρημα ότι το προσωρινό διάταγμα εξεδόθη και έχει ισχύ "μέχρι τελικής εκδικάσεως και αποπερατώσεως της παρούσης αγωγής". Ήταν η εισήγηση του ότι έκδηλα, όπως έχει εκδοθεί το διάταγμα, δεν έχει περιορισμένη διάρκεια ισχύος, αλλά, αντίθετα, καθορίζει ότι η ισχύς του επεκτείνεται μέχρι της τελικής εκδίκασης της αγωγής. Προς υποστήριξη αυτής της θέσης του παρέπεμψε στην υπόθεση In re Philippou (1986) 1 C.L.R. 568.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο δε συμμερίσθηκε την άποψη του συνήγορου των εφεσειόντων. Έκρινε ότι η υπόθεση In re Philippou (πιο πάνω) είναι εντελώς διάφορη από την παρούσα. Στην Philippou το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε το προσωρινό διάταγμα γιατί δεν είχε οριστεί ως επιστρεπτέο και έτσι δεν εδόθη στους εναγομένους το δικαίωμα να προβάλουν την ένστασή τους.  Τονίσθηκε στην απόφαση εκείνη ότι ένα προσωρινό διάταγμα δεν πρέπει να παραμένει σε ισχύ για περισσότερο διάστημα απ' όσο είναι αναγκαίο για να επιδοθεί ειδοποίηση σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη και να τους επιτρέψει να εμφανιστούν ενώπιον του Δικαστηρίου και να ενστούν.

 

Τα γεγονότα στην παρούσα υπόθεση - συνέχισε το πρωτόδικο δικαστήριο - "είναι εντελώς διάφορα. Το εκδόσαν το προσωρινό διάταγμα Δικαστήριο όρισε την ισχύ του διατάγματος μέχρι την 13.4.98, δεκατέσσερις μέρες από την ημερομηνία έκδοσής του, δίδοντας το δικαίωμα στους εναγομένους να δείξουν λόγο γιατί το παρόν διάταγμα να μη συνεχίσει να ισχύει. Το δικαίωμα αυτό οι εναγόμενοι-αιτητές το άσκησαν αφού εμφανίσθηκαν στη διαδικασία και κατεχώρησαν γραπτή ένσταση εναντίον του προσωρινού διατάγματος. Έκτοτε η ισχύς του προσωρινού διατάγματος παρατείνεται, εκκρεμούσης της διαδικασίας εκδίκασης της αίτησης".

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ως εξής:

 

"Στην παρούσα υπόθεση δεν έχω πεισθεί ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε ή υπερέβη τα όρια της δικαιοδοσίας του ή τελούσε σε νομική πλάνη. Το Δικαστήριο αντίθετα περιόρισε την ισχύ του διατάγματος σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 9 του Κεφ. 6.

 

Ένταλμα της φύσεως Certiorari μπορεί να εκδοθεί σε περίπτωση όπου έχει εμφιλοχωρήσει νομική πλάνη που είναι εμφανής από τη δικογραφία, αυτό όμως δεν περιλαμβάνει τις νομικά εσφαλμένες αποφάσεις.

 

Στην παρούσα υπόθεση δεν αποδείχθηκε η ισχυριζόμενη νομική πλάνη που να είναι εμφανής στη δικογραφία."

 

Όσον αφορά το δεύτερο λόγο της διαφαινόμενης καθυστέρησης στην περάτωση της διαδικασίας, για το οποίο ζητήθηκε η άδεια για καταχώριση αίτησης για έκδοση διατάγματος Prohibition το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε τα εξής:

 

"Το ένταλμα Prohibition είναι διαταγή η οποία απευθύνεται σε κατώτερο δικαστήριο και να του απαγορεύει να συνεχίσει διαδικασία η οποία διεξάγεται καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας ή κατά παράβαση των νόμων.

 

Το ένταλμα Prohibition εμποδίζει όχι μόνο την έκδοση διαταγής αλλά και την εκτέλεση της εάν η διαταγή έχει ήδη εκδοθεί (Βλέπε R. v. St. Edmundsburry and Ipswich Diocese (Chancellor) and Another, Ex Parte White and Another [1947] 2 All E.R. 170).

 

Κριτήριο για τη χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση διαταγμάτων τόσο του Certiorari όσο και του Prohibition είναι η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης (Βλέπε In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).

 

Το ένταλμα Prohibition στην παρούσα υπόθεση μπορεί να αποκτήσει σημασία με την έλευση του Certiorari.

 

Ο μοναδικός λόγος που προβάλλεται αυτός της καθυστέρησης στην περάτωση της διαδικασίας επί προκαταρκτικού θέματος - του προσωρινού διατάγματος - δεν μπορεί να είναι αρκετός για τη χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για Prohibition."

 

Η έφεση.

 

Το μέρος του επίδικου διατάγματος το οποίο περιλαμβάνει την πρόταση "μέχρι τελικής εκδικάσεως και αποπερατώσεως της παρούσης αγωγής" αποτέλεσε το κεντρικό σημείο της έφεσης. Γύρω από το μέρος εκείνο του επίδικου διατάγματος περιστρέφονται οι τέσσερις από τους έξι λόγους της έφεσης.

 

Υποστηρίχθηκε ότι το επίδικο διατάγμα "αυτό κάθ' αυτό είναι αντιφατικό γιατί στο πρώτο σκέλος του αναφέρει ότι εκδίδεται 'μέχρι τελικής εκδικάσεως και αποπερατώσεως της παρούσης αγωγής' ενώ στο δεύτερο σκέλος του αναφέρει ότι οι εναγόμενοι μπορεί να εμφανισθούν ενώπιον του Δικαστηρίου στις 13.4.98 και να δείξουν λόγο γιατί το διάταγμα να μην συνεχίσει να ισχύει".    Κατά συνέπεια - συνεχίζει η εισήγηση - η χρονική διάρκεια του διατάγματος καθορίστηκε μέχρι το πέρας της αγωγής με δικαίωμα όμως στους εναγομένους να δείξουν λόγο ενωρίτερον γιατί θα πρέπει να παύσει να ισχύει πριν το πέρας της αγωγής.  Όμως τούτο είναι αντίθετο με την ρητή νομοθετική διάταξη του άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, σύμφωνα με την οποία το προσωρινό διάταγμα δεν μπορεί να εκδίδεται ως ανωτέρω μέχρι το πέρας της αγωγής αλλά μόνο για συγκεκριμένη σύντομη περίοδο που να επιτρέπει επίδοση με την δυνατότητα ανανέωσης του μέχρις ότου εκδικασθεί το προσωρινό διάταγμα.     Σύμφωνα με το Νόμο το Δικαστήριο δεν έχει δικαίωμα να καθορίσει χρονική περίοδο ισχύος του διατάγματος πέραν αυτής που απαιτείται για την επίδοση. Καθορισμός μεγαλύτερης ημερομηνίας είναι αντίθετο προς τις πρόνοιες του άρθρου 9 του Κεφ. 6 έστω και αν παρέχεται η δυνατότητα ενωρίτερης ακύρωσης του.   Το Επαρχιακό Δικαστήριο έχει ως εκ τούτου υπερβεί τα όρια της δικαιοδοσίας του "ή τελούσε σε νομική πλάνη".

 

Παρατηρούμε ότι η αίτηση για τη χορήγηση του επίδικου διατάγματος βασιζόταν, ανάμεσα σ' άλλα, στα άρθρα 4-9 του Κεφ. 6.  Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κεφ. 6 το δικαστήριο "δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο, ενώ εκκρεμεί σε αυτό αγωγή, να εκδίδει διάταγμα για τη μεσεγγύηση, διατήρηση, φύλαξη, πώληση, κατακράτηση ή επιθεώρηση περιουσίας που αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής ... ενόσω εκκρεμεί τελική δικαστική απόφαση".

 

Τα αυτοκίνητα που αναφέρονται στο επίδικο διάταγμα αποτελούν μέρος του αντικειμένου της αγωγής (βλ. παραγ. 3 της οπισθογράφησης απαίτησης). Έπεται πως το δικαστήριο είχε εξουσία να εκδώσει το επίδικο διάταγμα "ενόσω εκκρεμεί τελική δικαστική απόφαση". Ένα τέτοιο διάταγμα μπορούσε να δοθεί με αίτηση των εναγόντων με ειδοποίηση στους εναγομένους.

 

Το κατεπείγον του θέματος και οι άλλες ιδιάζουσες περιστάσεις επιτρέπουν την έκδοση διατάγματος με αίτηση του ενός από τους διαδίκους χωρίς ειδοποίηση προς τον άλλο διάδικο (άρθρο 9(1)[*] του Κεφ. 6). Σε τέτοια, όμως, περίπτωση ενεργοποιείται το άρθρο 9(3)[**] του Κεφ. 6.

 

Προκύπτει για εξέταση το πιο κάτω ζήτημα:

 

Κατά πόσο με τον τρόπο που έχει διατυπωθεί το επίδικο διάταγμα έχει σημειωθεί παράβαση του άρθρου 9(3).

 

Το ζήτημα αυτό πρέπει να εξεταστεί έχοντας κατά νούν τις πρόνοιες του άρθρου 9(3). Θέτουμε λοιπόν το πιο κάτω ερώτημα το οποίο συναρτάται άμεσα με αυτές τις πρόνοιες:

Μπορούσε το επίδικο διάταγμα, όπως έχει διατυπωθεί, να παραμείνει σε ισχύ για χρόνο "μεγαλύτερο από τον αναγκαίο για επίδοση ειδοποίησης γι' αυτό σε όλους όσους επηρεάζονται από αυτό και για παροχή δυνατότητας σε αυτούς να εμφανιστούν ενώπιον του Δικαστηρίου και ενστούν σε αυτό";

Η απάντηση στο ερώτημα είναι αρνητική. Το διάταγμα εκδόθηκε στις 31.3.98 και έγινε επιστρεπτέο στις 13.4.98. Δεν έχει τεθεί θέμα οποιασδήποτε παραβίασης του άρθρου 9(3) σε σχέση με αυτή τη χρονική περίοδο και επομένως αυτό το ζήτημα δεν θα μας απασχολήσει. Το παράπονο των εφεσειόντων επικεντρώνεται στην περίληψη της πρότασης "μέχρι τελικής εκδικάσεως και αποπερατώσεως της παρούσας αγωγής". Διατείνονται, καθώς έχει προαναφερθεί, ότι αυτή παραβιάζει το άρθρο 9(3) του Κεφ. 6, και αυτό παρά την περίληψη στο διάταγμα πρόνοιας που επιτρέπει στους εφεσείοντες να εμφανισθούν στις 13.4.98 "και δείξουν λόγο γιατί το παρόν διάταγμα να μην συνεχίσει να ισχύει". Έχουμε την άποψη πως η πρόνοια αυτή συνάδει πλήρως τόσο με το γράμμα όσο και με το πνεύμα του άρθρου 9(3). Η πρόνοια αυτή εξουδετερώνει και αναιρεί την πρόνοια για ισχύ του διατάγματος "μέχρι τελικής εκδικάσεως και αποπερατώσεως της παρούσης αγωγής". Με την πρόνοια αυτή σαφώς η ισχύς του διατάγματος δεν συναρτάται με την τελική εκδίκαση και αποπεράτωση της αγωγής αλλά με την νομιμότητα και εγκυρότητα του διατάγματος, αφού ακουστούν και οι εναγόμενοι. Με άλλα λόγια με το αποτέλεσμα όχι της κυρίως αγωγής αλλά με το αποτέλεσμα της διαδικασίας που αφορά την εγκυρότητα του διατάγματος.

 

Το διάταγμα θα παύσει να βρίσκεται σε ισχύ εφόσο το δικαστήριο ικανοποιηθεί, μετά που θα ακούσει και τους εναγομένους, ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος για την χορήγηση του διατάγματος. Ούτε μπορεί να λεχθεί ότι το λεκτικό του διατάγματος εναποθέτει οποιοδήποτε βάρος απόδειξης στους εναγομένους. Απλώς τους επιφορτίζει με την υποχρέωση να καταχωρίσουν, εάν επιθυμούν, ένσταση. Το Δικαστήριο μετά την καταχώριση της ένστασης, έχει εξουσία και υποχρέωση να επιληφθεί της υπόθεσης, να ακούσει και τις δύο πλευρές και να διαπιστώσει αν οι προϋποθέσεις που ο νομοθέτης έταξε στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (Ν 14/60) ικανοποιούνται (Βλ. Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, 269).

 

Προσέγγιση του επίδικου διατάγματος με βάση το κατά πόσο ικανοποιούνται ή όχι οι πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου 32 οδηγεί στη διαπίστωση ότι δεν έχει εναποτεθεί οποιοδήποτε βάρος στους εναγομένους. Το λεκτικό του διατάγματος οδηγεί επίσης στη διαπίστωση ότι η διατύπωση του επίδικου διατάγματος είναι τέτοια που επιτρέπει την παραμονή του σε ισχύ μόνο για τους σκοπούς του άρθρου 9(3) του Κεφ. 6. Δεν έχει επομένως σημειωθεί οποιαδήποτε παράβαση του άρθρου αυτού και η εισήγηση των εφεσειόντων περί του αντιθέτου δεν ευσταθεί. Ορθά λοιπόν το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε το αίτημα των εφεσειόντων σε σχέση με το αίτημα για το ένταλμα Certiorari.

 

Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν και το μέρος της πρωτόδικης απόφασης στο οποίο υποδεικνύεται ότι "όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο και/ή διαδικασία έφεσης το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις και κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις παραχωρεί άδεια". Υποστήριξαν ότι στην προκείμενη περίπτωση υπάρχουν εξαιρετικές και σπάνιες περιστάσεις "δεδομένου ότι το προσωρινό διάταγμα παραμένει ανεκδίκαστο με ανύπαρκτες ουσιαστικά προοπτικές εκδίκασης του λόγω ασθένειας του εκδικάζοντος Δικαστηρίου και/ή λόγω ασθένειας του Δικηγόρου των Εναγόντων-Αιτητών και/ή για άλλους λόγους ανεξάρτητους της θέλησης των εναγομένων και αιτητών στην παρούσα".

 

Πρέπει να πούμε ότι το εκκαλούμενο με τον σχετικό λόγο της έφεσης μέρος της πρωτόδικης απόφασης δεν αποτελεί μέρος του λόγου της (ratio). Λέχθηκε ως εκ περισσού και δεν μπορεί να μας απασχολήσει.

 

Με τον τελευταίο λόγο της έφεσης οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου "ότι το ένταλμα Prohibition μπορούσε να αποκτήσει σημασία με την έλευση του εντάλματος Certiorari και/ή ότι η καθυστέρηση δε δικαιολογεί την έκδοση άδειας για ένταλμα Prohibition είναι λανθασμένη".

 

Στη διάρκεια της ενώπιον μας διαδικασίας ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων δήλωσε ότι τυχόν απόρριψη του αιτήματος για το ένταλμα Certiorari καθιστά το ένταλμα Prohibition  άνευ αντικειμένου. Η απόρριψη, επομένως, της έφεσης σε σχέση με το ένταλμα Certiorari σφραγίζει και το τέλος του αιτήματος για το ένταλμα Prohibition.

 

Αναφορικά με το θέμα της καθυστέρησης παρατηρούμε ότι είναι επιθυμητό όπως οι υποθέσεις στις οποίες εκδίδονται διατάγματα μετά από μονομερή αίτηση πρέπει να εκδικάζονται το συντομώτερο δυνατό. Παρόλο ότι κατανοούμε τους λόγους οι οποίοι οδήγησαν στην καθυστέρηση - ασθένεια του Δικαστή και του συνήγορου των εφεσιβλήτων - θεωρούμε ότι η φύση της διαδικασίας επιβάλλει ότι πρέπει να γίνονται έγκαιρα διοικητικές διευθετήσεις τέτοιες που να καθιστούν δυνατή την εκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για τα έξοδα.

 

Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο