ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 1 ΑΑΔ 215
23 Φεβρουαρίου, 2000
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
Αναφορικα με τη Διαταγη 35, Θεσμοσ 20, των Θεσμων Πολιτικησ Δικονομιασ και το αρθρο 43 του περι Δικαστηριων Νομου και το αρθρο 3 του περι Απονομησ τησ Δικαιοσυνησ (Ποικιλαι Διαταξεισ) Νομου του 1964 και τη Διαταγη 59, Θεσμοι 1 και 2, των Θεσμων Πολιτικησ Δικονομιασ,
Αναφορικα με την αιτηση τησ Κυριακησ Φιλιππου Σαββα και Λευκησ Χριστοφορου Παυλου, για παραχωρηση αδειασ για καταχωριση εφεσησ εναντιον τησ αποφασησ του Επαρχιακου Δικαστηριου Λευκωσιασ στην αιτηση 397/91 λογω λανθασμενων οδηγιων ωσ προσ τα εξοδα,
Αναφορικα με την αποφαση του Επαρχιακου Δικαστηριου Λευκωσιασ ημερομηνιασ 15/9/1999 με την οποια εκδωσε αποφαση στην αιτηση με αριθμο 397/91 και δεν επιδικαστηκαν εξοδα μετα που απερριφθη η αιτηΣΗ.
(Αίτηση Αρ. 118/99)
――――――――――――
Έξοδα ― Έφεση στρεφόμενη αποκλειστικά κατά διαταγής εξόδων ― Προϋποθέσεις παροχής άδειας ― Οι περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμοί, Δ.35, θ. 20.
Η καθ' ης η αίτηση εφεσίβαλε (με αίτηση) στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας απόφαση του Διευθυντή Κτηματολογίου με την οποία απορρίφθηκε αίτημά της για τον αναγκαστικό διαχωρισμό ακινήτου μεταξύ της και των συνιδιοκτητριών-αιτητριών στην παρούσα αίτηση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρόλο που απέρριψε την αίτηση δεν επιδίκασε έξοδα υπέρ των αιτητριών.
Η καθ' ης η αίτηση (αιτήτρια στην πρωτόδικη διαδικασία) εφεσίβαλε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Με την παρούσα αίτηση, οι αιτήτριες επιζητούν την άδεια του Δικαστηρίου να εφεσιβάλουν το μέρος της απόφασης αναφορικά προς τα έξοδα, επικαλούμενες προς τούτο τη Δ.35, θ.20 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η παροχή άδειας άσκησης έφεσης δικαιολογείται στην περίπτωση που καθίσταται εμφανές ότι η απόφαση για τα έξοδα είναι αντίθετη προς το νόμο ή διαδικαστικό κανονισμό ή είναι αποτέλεσμα παρανόησης γεγονότων ή όπου διατάσσεται ο ένας διάδικος να καταβάλει τα έξοδα του άλλου χωρίς επαρκή λόγο.
2. Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο αποστέρησε τις αιτήτριες των εξόδων τους για λόγους τοι οποίοι φαίνονται να είναι εξωγενείς προς τους παράγοντες που επιδρούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας, που παρέχεται στο Δικαστήριο δυνάμει της Δ.59, θ. 1, ως προς τα έξοδα. Επομένως, δικαιολογείται η παροχή άδειας προς υποβολή έφεσης εκ μέρους των αιτητριών κατά του μέρους της απόφασης που πραγματεύεται τα έξοδα της δίκης.
Το αίτημα εγκρίθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Ρούσου κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ., 360,
Φιλίππου ν. Φιλίππου (1990) 1 Α.Α.Δ. 890,
Αργυρίδης (2000) 1 Α.Α.Δ. 143.
Αίτηση.
Αίτηση από τις αιτήτριες ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Πρωτοβάθμια Δικαιοδοσία) για άδεια καταχώρισης έφεσης εναντίον του μέρους της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομ. 15/9/99 με την οποία, παρά την απόρριψη της αίτησης της καθ' ης η αίτηση για τον αναγκαστικό διαχωρισμό ακινήτου της μεταξύ αυτής και των αιτητριών, δεν επεδίκασε έξοδα υπέρ των αιτητριών.
Α. Γεωργίου, για τις Αιτήτριες.
Χρ. Θεμιστοκλέους, για την Καθ' ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Η καθ' ης η αίτηση εφεσίβαλε (με αίτηση) στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου, με την οποία απορρίφθηκε αίτημά της για τον αναγκαστικό διαχωρισμό ακινήτου μεταξύ της και των συνιδιοκτητριών - των αιτητριών στην παρούσα αίτηση.
Εκτός των συνιδιοκτητριών, η αίτηση στρεφόταν και εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα, του Διευθυντή του Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος και του Δήμου Λακατάμιας.
Παρά την απόρριψη της αίτησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επιδίκασε έξοδα υπέρ των αιτητριών, για τους λόγους που παρατίθενται στην απόφασή του που και εκτίθενται παρακάτω:-
«Η αίτηση απορρίπτεται εναντίον όλων των καθ' ων η αίτηση με έξοδα όμως υπέρ του καθ΄ου η αίτηση 3 χωρίς καμιά διαταγή για έξοδα για τους υπόλοιπους διαδίκους και τούτο γιατί οι καθ' ων η αίτηση 4 και 5 ήταν και είναι ενδιαφερόμενα μέρη και σύμφωνα με τη μαρτυρία εκ μέρους αυτών αποσύρθηκε σε κάποιο στάδιο και το αίτημα για διαχωρισμό από την αρμόδια αρχή, που αν δεν αποσύρετο δυνατό να οδηγούσε και σε πλήρη διευθέτηση της όλης υπόθεσης, χωρίς την καταφυγή στο Δικαστήριο.»
Με έφεση, η καθ' ης η αίτηση (αιτήτρια στην πρωτόδικη διαδικασία) πρόσβαλε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Με την παρούσα αίτηση, οι αιτήτριες επιζητούν την άδεια του Δικαστηρίου να εφεσιβάλουν το μέρος της απόφασης του Δικαστηρίου που αφορά τα έξοδα. Η άλλη πλευρά πρόβαλε ένσταση στο αίτημα.
Η Δ.35, θ.20, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, την οποία επικαλούνται οι αιτήτριες ως νομικό έρεισμα για τη θεμελίωση του αιτήματός τους, καθιστά την εξασφάλιση άδειας από το Ανώτατο Δικαστήριο προϋπόθεση για την προσβολή, κεχωρισμένα με έφεση, του μέρους δικαστικής απόφασης που αφορά τα έξοδα. Πότε δικαιολογείται η παροχή άδειας, προσδιορίζεται στον ίδιο Διαδικαστικό Κανονισμό, το κείμενο του οποίου είναι καθοριστικό για το πότε είναι παραδεκτή έφεση, που στρέφεται αποκλειστικά κατά του μέρους δικαστικής απόφασης που αφορά τα έξοδα. Βοηθητικό είναι να παραθέσουμε το κείμενο της Δ.35, θ.20, που έχει ως ακολούθως:-
"20. An appeal from a decision solely on the ground of a wrong direction in regard to costs, or from an order made on taxation or review of taxation, shall not be entertained except with the leave of the Court of Appeal or a Judge thereof, which shall not be given unless it is made to appear that the direction or order is contrary to the provisions of any law or rule, or is based on a misconception of fact, or directs any party to pay costs incurred or occasioned, without sufficient reason, by another party."
Η ερμηνεία της Δ.35, θ.20, αποτέλεσε το αντικείμενο δικαστικής εξέτασης σε αριθμό αποφάσεων, σε τρεις από τις οποίες θα αναφερθούμε.
Στη Μάριος Ρούσου κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 360, υπογραμμίζεται ότι η παροχή άδειας άσκησης έφεσης δικαιολογείται μόνο σε τρεις περιπτώσεις, οποτεδήποτε καθίσταται εμφανές (it is made to appear) ότι η απόφαση για τα έξοδα:-
«(α) αντίκειται προς το νόμο ή διαδικαστικό κανονισμό, ή, (β) βασίζεται σε παρανόηση των γεγονότων, ή (γ) όπου διατάσσεται ο ένας διάδικος να καταβάλει τα έξοδα του άλλου χωρίς επαρκή λόγο.»
Η νομολογία επί του θέματος - αγγλική και κυπριακή - και οι αρχές, οι οποίες εκπηγάζουν από αυτή, εξετάστηκαν στη Φιλίππου ν. Φιλίππου (1990) 1 Α.Α.Δ. 890. Εγείρεται θέμα αντίθεσης δικαστικής απόφασης για τα έξοδα προς το νόμο και τους θεσμούς, εφόσον αναφαίνεται ότι η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου δεν ασκήθηκε δικαστικά, δηλαδή με γνώμονα τη δίκη και το αποτέλεσμά της.
Εξηγείται στη Μάριος Ρούσου κ.ά., (ανωτέρω), ότι, εφόσον η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου ανάγεται σε εσωγενείς παράγοντες της δίκης, δε χωρεί έφεση κατά απόφασης ως προς τα έξοδα. Το ίδιο επιβεβαιώνεται και στην πιο πρόσφατη απόφαση του Εφετείου επί του θέματος στη Γιώργος Αργυρίδης, (2000) 1 Α.Α.Δ. 143, στην οποία τονίζεται ότι, εφόσον η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου ασκείται δικαστικά, δεν είναι επιτρεπτή έφεση.
Στην προκείμενη περίπτωση, τείνει να φανεί ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκήθηκε με αναφορά σε παράγοντες ανεξάρτητους από την πορεία της δίκης και το αποτέλεσμά της. Φαίνεται ότι επέδρασαν εξωγενείς παράγοντες στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Ο συσχετισμός της απόφασης για τα έξοδα με την απόσυρση, από τις αιτήτριες, διαβήματος στις κτηματολογικές αρχές, δε φαίνεται να ανάγεται στη δίκη ή το αποτέλεσμά της. Οι λόγοι αυτοί φαίνονται να είναι εξωγενείς προς τους παράγοντες που επιδρούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας, που παρέχεται στο δικαστήριο βάσει της Δ.59, θ.1, ως προς τα έξοδα. Επομένως, δικαιολογείται η παροχή άδειας προς υποβολή έφεσης εκ μέρους των αιτητριών κατά του μέρους της απόφασης που πραγματεύεται τα έξοδα της δίκης.
Το αίτημα εγκρίνεται.
Ο χρόνος υποβολής του αιτήματος οριοθετείται σε επτά μέρες από σήμερα.
Το αίτημα εγκρίνεται.