ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 1 ΑΑΔ 1821
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΝΑΥΤΟΔΙΚΕΙΟΥ
Αριθ.αγωγής 191/96
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Χρ.ΑΡΤΕΜΙΔΗ, Δ,The Governor and Company of the Bank of Scotland
ενάγοντες-αιτητές
- ν -
Του πλοίου "Sapphire Seas" εκ Παναμά υπό σημαία Παναμά,
τώρα ευρισκόμενο στο λιμάνι Λεμεσού
εναγομένου πλοίου
-------------------
Aίτηση ημερ. 25.10.2000
20 Νοεμβρίου, 2000
Για την αιτήτρια-Τράπεζα: κ.Α.Χαβιαράς με τον κ.Χριστοδούλου
Για τους καθ΄ων η αίτηση - εξ αποφάσεως πιστωτές στην αγωγή 85/97: κ.Ε.Μοντάνιος
» - εξ αποφάσεως πιστωτές στην αγωγή 118/96: κα.Ν.Ιωάννου
» - εξ αποφάσεως πιστωτές στις αγωγές 203/96 και 204/96: κα.Αλ.Πελαγία
» - εξ αποφάσεως πιστωτές στην αγωγή 180/96 και ανακόπτοντες στην ανακοπή 49/2000: κα.Λ.Καμμίτση με τον κ.Ηρακλέους για τον κ.Γ.Σαββίδη
-------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αναφορά στα γεγονότα που προηγήθηκαν της καταχώρισης, της πρωτότυπης ομολογουμένως υπό συζήτηση αίτησης, θα βοηθούσε να γίνει κατανοητό το περιεχόμενο της και η θεραπεία η οποία αξιώνεται μ΄αυτή. Θα τα επαναφέρω από την απόφαση που εξέδωσα στην αγωγή 135/96 Δημητρίου Πάμπος και άλλων και Του πλοίου S.S. Sapphire Seas, (Αίτηση ημερ. 20.6.97, ημερ. 25.1.99). Για τη συμπλήρωση της δικαστικής πορείας προς την παρούσα αίτηση οδηγούμεθα στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που εκδόθηκε στις 20.10.2000, με την οποία ανετράπη η πιο πάνω δική μου. Θα περιοριστώ στα απαραίτητα στοιχεία, που αφορούν στην εδώ αίτηση,
Η διαφορά προέκυψε από την αίτηση που καταχώρισε στις 20.6.97 ο Governor and the Company of the Bank of Scotland, στη συνέχεια η Τράπεζα, για τον καθορισμό των προτεραιοτήτων πληρωμής από το εκπλειστηρίασμα του πλοίου Sapphire Seas. Η Τράπεζα διεκδικούσε προτεραιότητα ως εξ αποφάσεως πιστώτρια, δυνάμει της αποφάσεως, ημερ. 12.12.1996, στην αγωγή Ναυτοδικείου 191/96, αξίωση που στηριζόταν σε ναυτική υποθήκη. Οι Caspi Shipping Ltd and Natour Travel Association for Organised Tours Ltd, στα επόμενα Caspi και
Natour, που ήσαν ανακόπτοντες στην αγωγή 135/96, Δημητρίου Πάμπος και δύο άλλων ν. Του πλοίου Sapphire Seas, καταχώρισαν ένσταση στην αίτηση της Τράπεζας για καθορισμό των προτεραιοτήτων. Το επίμαχο ζήτημα μεταξύ της Τράπεζας και των Caspi και Natour, που είναι και οι διεκδικητές των μεγαλύτερων ποσών, ήταν η θέση της Τράπεζας πως ως εξ αποφάσεως πιστώτρια σε αγωγή in rem - εναντίον αντικειμένου, που βασιζόταν σε αιτία χρέους ασφαλισμένου με ναυτική υποθήκη, είχε προτεραιότητα στην πληρωμή από το εκπλειστηρίασμα. Οι Caspi και Natour όμως ισχυρίζονταν πως η Τράπεζα δεν είχε κανένα δικαίωμα σε πληρωμή από το εκπλειστηρίασμα, γιατί η υπέρ της απόφαση δεν ήταν in rem αλλά inter partes, και τούτο γιατί η Τράπεζα δεν απέδειξε την απαίτηση της στην αγωγή προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, αλλά η απόφαση εκδόθηκε εκ συμφώνου. Οι Caspi και Natour διεκδικούν πληρωμή pari pasu με τους άλλους εξ αποφάσεως πιστωτές, μετά την εξόφληση από το εκπλειστηρίασμα των κατά προτεραιότητα οφειλών, όπως τα έξοδα Αξιωματικού Ναυτοδικείου και μισθούς των ναυτών, τα οποία και έχουν ήδη εξοφληθεί.Στην απόφαση μου της 20.6.97, που αναφέρεται στην αρχή, έκρινα πως οι δικηγόροι των Caspi και Natour είχαν δίκαιο στην εισήγηση τους πως η απόφαση που εκδόθηκε υπέρ της Τράπεζας και εναντίον του πλοίου στις 12.12.96 ήταν κοινή συναινέσει, και σύμφωνα με τη νομολογία, στην οποία κάνω αναφορά εκεί, συνιστούσε απόφαση μεταξύ των μερών - inter partes και όχι in rem. Θεώρησα όμως ορθό, για τους λόγους που επίσης παραθέτω στην απόφαση μου
, να δεχθώ μαρτυρία που προσκομίστηκε εκ μέρους της Τράπεζας να αποδείξει την αγωγή της, ώστε η απόφαση να καταστεί in rem, δεδομένου ότι δεν αμφισβητήθηκε πως δεν υπήρξε συμπαιγνία μεταξύ της Τράπεζας και των δικηγόρων του πλοίου στην έκδοση της. Η απόδειξη της απαίτησης της Τράπεζας έγινε στη διαδικασία της αίτησης της για πληρωμή από το εκπλειστηρίασμα, την οποία εγώ θεώρησα ως αυτοτελή. ΄Εκρινα, τέλος, πως η Τράπεζα εδικαιούτο σε κατά προτεραιότητα πληρωμή από το εκπλειστηρίασμα, αφού προηγουμένως εξέδωσα απόφαση στην αγωγή της, μετά από ικανοποιητική απόδειξη, με αποδεικτικό υλικό, της απαίτησης.΄Εχω ήδη αναφέρει πως η απόφαση μου ανατράπηκε σε αίτηση για αναθεώρηση που καταχώρισαν οι Caspi και Natour. Η Ολομέλεια έκρινε πως, εφόσο η απόφαση υπέρ της Τράπεζας δεν ήταν in rem, η ίδια δεν μπορούσε να υποβάλει αίτηση για καθορισμό προτεραιοτήτων. Επιπλέον, και επειδή η απόδειξη της απαίτησης της Τράπεζας έγινε στη διαδικασία της αίτησης που καταχώρισε για καθορισμό των προτεραιοτήτων, αίτηση που δεν
εδικαιούτο να υποβάλει, ακολουθεί, νομίζω, πως η απόφαση που εξέδωσα στην αγωγή, κατά τη διαδικασία της πιο πάνω αίτησης, θεωρείται ως ακυρωθείσα. Η κατάληξη της Ολομέλειας πάνω στο επίδικο ζήτημα είναι ρητή. Περιέχεται στη φράση που ακολουθεί: «Η Τράπεζα δεν δικαιούται να ικανοποιηθεί από το εκπλειστηρίασμα και επομένως ούτε να καταταγεί σε οποιαδήποτε θέση στη σειρά προτεραιοτήτων»΄Ετσι καταλήγουμε στην παρούσα αίτηση που καταχωρίστηκε στις 25.10.2000. Αντιγράφω τις πιο ουσιαστικές θεραπείες, όπως διατυπώνονται στις παραγράφους (α) και (γ) της αίτησης.
«(α) Ορισμό σύντομης ημερομηνίας και ώρας ακρόασης της αγωγής για απόδειξη της απάιτησης της ενάγουσας κατά του εναγομένου πλοίου δι΄ενόρκου δηλώσεως και/ή
(β) ...............
(γ) απόφαση υπέρ της ενάγουσας και εναντίον του εναγομένου πλοίου ως η αναφορά της ενάγουσας ελλείψει υπεράσπισης του εναγομένου πλοίου».
Οι Caspi και Natour, μαζί με τους υπόλοιπους εξ αποφάσεως πιστωτές, που αναγράφονται στις εμφανίσεις, καταχώρισαν μέσω των δικηγόρων τους ενστάσεις. Στην ακροαματική διαδικασία αγόρευσε ο κ.Χαβιαράς εκ μέρους της αιτήτριας Τράπεζας και ο κ.Μοντάνιος για τους Caspi Shipping Ltd and Natour Travel Association for Organised Tours Ltd. Τις θέσεις του τελευταίου υιοθέτησαν οι υπόλοιποι δικηγόροι των ενισταμένων εξ αποφάσεως πιστωτών. Η νομική εργασία που παρουσιάστηκε ενώπιον μου είναι αξιόλογη, το δε θέμα που μας απασχόλησε ενδιαφέρον. Αν δεν σχολιάζω όλα τα σημεία των αγορεύσεων, τη βιβλιογραφία και νομολογία στην οποία έχω παραπεμφθεί, δεν είναι γιατί δεν εκτιμώ τους κόπους των δικηγόρων αλλά επειδή, κατά τη γνώμη μου, και όπως θα φανεί παρακάτω, το ζήτημα επιλύεται σύμφωνα με αυτά που υπέβαλε στην πρώτη, και πιο βασική εισήγηση του, ο κ.Μοντάνιος
Καθώς φαίνεται από τις δυο παραγράφους της αίτησης, που παρέθεσα πιο πάνω, και αυτή ήταν και η ενώπιον μου θέση του κ.Χαβιαρά, επιδιώκεται η έκδοση απόφασης υπέρ της Τράπεζας και εναντίον του εναγομένου πλοίου, με την προσκόμιση μαρτυρικού υλικού για απόδειξη της απαίτησης της. Η εισήγηση του κ.Χαβιαρά ξεκινά από τον ισχυρισμό πως η ήδη εκδοθείσα κοινή συναινέσει απόφαση της 12.12.96 δεν είναι απόφαση εναντίον του πλοίου αλλά των πλοιοκτητών του. Ως απόφαση δε εναντίον των πλοιοκτητών δεν είναι απόφαση in rem και γι΄αυτό, διατείνεται ο συνήγορος, δικαιούται η Τράπεζα να προχωρήσει με απόδειξη της αγωγής και εναντίον του πλοίου, ώστε να καταστεί και απόφαση in rem. Στηρίζει την εισήγηση του σε αγγλική νομολογία, σύμφωνα με την οποία αγωγές ναυτοδικείου in rem και in personam μπορούν να καταχωριστούν ταυτόχρονα ή διαδοχικά, οι δε αγωγές δεν συγχωνεύονται
. μπορούν να συνεχιστούν διαδοχικά. Τούτο υποστηρίζεται πράγματι στο σύγγραμμα του P.C. Jackson Enforcement of Maritime Claims (2nd ed.) στη σελίδα 210, παραγρ.5, αλλά και στα λεχθέντα στην υπόθεση The Rena K (1977) 1 All E.R. p.397 όπου στη σελίδα 416 ο δικαστής Brandon J. είπε:«It has, however, been held that a cause of action in rem, being of a different character from a cause of action in personam, does not merge in a judgment in personam, but remains available to the person who has it so long as, and to the extent that, such judgment remains unsatisfied: The Bengal, the John and Mary and: The Cella. see also The Sylph (although this may have turned partly on an express reservation made in the submission to the arbitration concerned) and Yeo v. Tatem, The Orient. The situation must, in my view, be the same in the case of an arbitral award, which is likewise based on a cause of action in personam.»
O κ.Μοντάνιος απαντά στα πιο πάνω πως, η βάση της επιχειρηματολογίας του συναδέλφου του δεν ευσταθεί γιατί δομείται σε ανεπίτρεπτη αντιστροφή των πραγματικών γεγονότων, που είναι απλά και καθαρά. Αυτά που ακολουθούν είναι η δική μου κρίση. Υιοθετώ όμως τις εισηγήσεις του κ.Μοντάνιου.
Η επίμαχη απόφαση, που εκδόθηκε υπέρ της αιτήτριας Τράπεζας στις 12.12.96 κοινή συναινέσει, είναι απόφαση εναντίον του πλοίου, και όχι της πλοιοκτήτριας εταιρείας, καθώς ρητά καταγράφεται στο σχετικό πρακτικό. Το Δικαστήριο σημείωσε την απόφαση όπως έγινε η δήλωση των δικηγόρων ενώπιον του. Και όχι μόνο αυτό. Σαφής ήταν και η πρόθεση της Τράπεζας, να υπάρχει δηλαδή απόφαση εναντίον του πλοίου, ώστε να μπορεί να διεκδικήσει από το εκπλειστηρίασμα. Είχε μάλιστα η ίδια πληρώσει τα έξοδα του Αξιωματικού Ναυτοδικείου, και εξόφλησε τις αγωγές των ναυτών εναντίον του πλοίου. Εισέπραξε δε, χωρίς ένσταση, τα πιο πάνω ποσά από το εκπλειστηρίασμα του πλοίου.
Στη δική μου απόφαση στην αγωγή 135/96, της 20.6.97, και της Ολομέλειας, κρίθηκε πως η κρίσιμη απόφαση της 12.12.96 ήταν εναντίον του πλοίου, με τη διαφορά πως αυτή δεν ήταν απόφαση in rem, γιατί είχε εκδοθεί με κοινή συναίνεση των διαδίκων. Η Ολομέλεια ανέτρεψε το χειρισμό που έκανα στην αίτηση της Τράπεζας για καθορισμό των προτεραιοτήτων, όταν δέχθηκα να αποδείξει με μαρτυρία την υπόθεση της εναντίον του πλοίου, ώστε να καταστεί in rem, και να δικαιούται σε κατά προτεραιότητα πληρωμή από το εκπλειστηρίασμα. Η Ολομέλεια, όπως έχω πει, έκρινε πως, εφόσο η επίμαχη απόφαση
δεν ήταν in rem, η Τράπεζα δεν ενομιμοποιείτο να καταχωρίσει αίτηση για τον καθορισμό των προτεραιοτήτων, και επομένως δεν δικαιούται να πληρωθεί από το εκπλειστηρίασμα.Η προσπάθεια του δικηγόρου της Τράπεζας, με την υπό συζήτηση αίτηση, απολήγει σε παράκαμψη του δεδικασμένου της απόφασης της Ολομέλειας, η οποία μάλιστα είναι το αποτέλεσμα διαδικασίας, στην οποία οι ίδιοι οι δικηγόροι της Τράπεζας ισχυρίζονταν πως είχαν απόφαση in rem, και ότι δικαιούνταν σε πληρωμή από το εκπλειστηρίασμα, και μάλιστα κατά προτεραιότητα.
Δεν χρειάζεται να με απασχολήσει για πολύ η γνωστή αρχή της δεσμευτικότητας του δεδικασμένου, γιατί όπως έχω ήδη αναφέρει, ολόκληρη η εισήγηση και επιχειρηματολογία του δικηγόρου της Τράπεζας δεν στηρίζεται στην αληθινή βάση των γεγονότων, αλλά στην αντιστροφή τους. Να παραπέμψω μόνο στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου: ΑΕ1913 Μάριος Παπαδόπουλος και Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Στέγης, ημερ. 14.9.1998, όπου
η αρχή συζητιέται σε έκταση.Κατανοώ το δικαστικό αγώνα των δικηγόρων της Τράπεζας, αν λάβω υπόψη μου τα γεγονότα της υπόθεσης και το αποτέλεσμα της δίκης. Η τελεσιδικία όμως, που πρέπει να γίνει σεβαστή, έχει επέλθει με την απόφαση της Ολομέλειας. Η οποιαδήποτε διαφωνία μ΄αυτή ανάγεται πλέον στο χώρο της νομικής φιλολογίας.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.
Χρ. Αρτεμίδης, Δ.
/ΜΑΑ