ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 1 ΑΑΔ 1619
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 107
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Γ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.Δ.
Γκλόρια Λουκαΐδου, από τη Λεμεσό
Εφεσείουσα
- και -
Γεώργιος Πετρόπουλος, από τη Λεμεσό
Εφεσίβλητος
___________
29 Σεπτεμβρίου, 2000
Για την εφεσείουσα : κ. Σάββας Παπακυριακού.
Για τον εφεσίβλητο : κα Αργεντούλα Ιωάννου.
___________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα απαγγελθεί από το Δικαστή Νικολαΐδη
__________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Στις 16.7.1999 το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού απέρριψε αίτηση της εφεσείουσας για διάλυση του γάμου της με τον εφεσίβλητο λόγω ισχυρού κλονισμού. Εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση.
Οι διάδικοι παντρεύτηκαν σύμφωνα με το δόγμα της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου στις 20.5.1995. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας η συμβίωση του ζεύγους που αρχικά ήταν αρμονική, άρχισε να παρουσιάζει προβλήματα όταν ο εφεσίβλητος άρχισε να αδιαφορεί και να την παραμελεί, ασχολούμενος όλες σχεδόν τις ελεύθερές του ώρες με διάφορες δραστηριότητες, όπως γυμναστική, υπερβατικό διαλογισμό κλπ. Η κατάσταση χειροτέρευσε όταν ο εφεσίβλητος ζήτησε από την εφεσείουσα να εγκαταλείψουν το σπίτι που της είχε δωρίσει ο πατέρας της και να ενοικιάσουν άλλο, ενώ αργότερα προσπάθησε να την αναγκάσει να υπογράψει δήλωση ότι δεν ήταν ιδιοκτήτρια ακίνητης περιουσίας, ούτως ώστε να δυνηθεί να απευθυνθεί στην αρμόδια υπηρεσία για βοήθημα της Υπηρεσίας Μέριμνας ως πρόσφυγας για απόκτηση στέγης. ΄Υστερα από την άρνηση της εφεσείουσας, ο εφεσίβλητος άρχισε εναντίον της ψυχολογικό πόλεμο.
Η συμπεριφορά του αυτή κλόνισε το γάμο τους και κατέστησε τη συμβίωση αφόρητη για την εφεσείουσα, με αποτέλεσμα να του ζητήσει να εγκαταλείψει το σπίτι, κάτι που έγινε τελικά στις 29.5.1996. ΄Εκτοτε οι διάδικοι τελούν εν διαστάσει, η δε εφεσείουσα καταχώρησε τελικά την παρούσα αίτηση διαζυγίου.
Το πρωτόδικο δικαστήριο ύστερα από αξιολόγηση της μαρτυρίας κατέληξε ότι ο γάμος των διαδίκων ήταν αρμονικός μέχρι το Μάϊο του 1996, οπότε η μητέρα της εφεσείουσας απαίτησε τη μετάβαση όλων στην Ισπανία. Μετά την άρνηση του εφεσίβλητου να συμμορφωθεί, η στάση της εφεσείουσας άλλαξε και η εφεσείουσα άρχισε να σχεδιάζει τη διάλυση της συμβίωσης. Στις 17.5.1996 απέσυρε χρήματα από κοινούς λογαριασμούς χωρίς να αναφέρει ο,τιδήποτε στο σύζυγό της και τελικά στις 27.5.1996 εγκατέλειψε αναίτια το συζυγικό οίκο. Στις μέρες που ακολούθησαν απαίτησε όπως ο σύζυγός της εγκαταλείψει το σπίτι, ενώ η ίδια αρνήθηκε να τον δεί, ακόμα κι΄ όταν αυτός την επισκέφθηκε στην κλινική όταν γέννησε.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε την ύπαρξη κλονισμού της έγγαμης σχέσης. Κατέληξε ότι η εφεσείουσα απέτυχε να στοιχειοθετήσει οποιοδήποτε περιστατικό που κλόνισε τη μεταξύ τους σχέση. Αντίθετα ήταν η συμπεριφορά της εφεσείουσας που προκάλεσε τον κλονισμό.
Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο λανθασμένα δεν αποδέκτηκε τη μαρτυρία της για τα γεγονότα που κλόνισαν τη συμβίωση και για τα οποία δεν αντεξετάστηκε. Συγκεκριμένα τονίστηκε ως βασικό κλονιστικό γεγονός του γάμου η ενέργεια του εφεσίβλητου να της αποκαλύψει την ημέρα που εγκατέλειπε το σπίτι ότι ήταν θετό παιδί των γονιών της, κάτι που μέχρι τότε δεν γνώριζε. Ενώ η εφεσείουσα δεν αντεξετάστηκε επ΄ αυτού, το Δικαστήριο εσφαλμένα δεν αποδέκτηκε την πιο πάνω μαρτυρία ως αληθή.
Προβάλλεται επίσης ως χωριστός λόγος έφεσης ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα καθοδηγήθηκε ως προς τα κλονιστικά γεγονότα στα οποία η εφεσείουσα βάσισε την αίτησή της και εσφαλμένα αγνόησε τους ισχυρισμούς της όπως υποστηρίκτηκαν από τη μαρτυρία. Τέλος προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία και εσφαλμένα αποδέκτηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και ορισμένων
μαρτύρων του ως ορθή.Το Δικαστήριο αφού ανέλυσε τη μαρτυρία κατέληξε ότι η γενική τοποθέτηση της εφεσείουσας ότι ο σύζυγός της αδιαφορούσε γι΄ αυτήν, παρέμεινε ατεκμηρίωτη. Η συμπεριφορά του μέσα από τις πράξεις που η ίδια παραδέκτηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, όπως τα διάφορα δώρα που της έκανε και τα λουλούδια που της έστελλε, φανερώνουν, καταλήγει το Δικαστήριο, ακριβώς το αντίθετο. Για τους λόγους που εξηγούνται στην απόφαση, το Δικαστήριο κατέληξε ότι τα αίτια του κλονισμού του γάμου θα έπρεπε να αναζητηθούν μετά τις 23.4.1996. Και τούτο, αφού, όπως η ίδια παραδέκτηκε, μέχρι τον Απρίλη του 1996 έστελλε στο σύζυγό της ευχετήριες κάρτες με ομολογουμένως πολύ θερμά μηνύματα. Χαρακτηριστικά ανέφερε, δίδοντας μαρτυρία και στην προσπάθειά της να δικαιολογήσει την αποστολή των καρτών μέχρι και ένα μήνα πριν από τη διάσταση, ότι τα δικά της αισθήματα ήταν καλά απέναντί του, σε αντίθεση με τον εφεσίβλητο που της συμπεριφερόταν με άσχημο τρόπο. Η δήλωση όμως αυτή δείχνει ακριβώς ότι θα πρέπει παρά την κατ΄ ισχυρισμόν αδιαφορία του από το Σεπτέμβρη του 1995, να αναζητήσουμε τα αίτια του κλονισμού μετά τον Απρίλη του 1996.
Η εκτίμηση των γεγονότων αποτελεί, όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, καθήκον του πρωτόδικου δικαστηρίου. Το Οικογενειακό Δικαστήριο, αφού άκουσε μαρτυρία και από τις δύο πλευρές, κατέληξε ότι η εκδοχή του εφεσίβλητου ήταν πλέον αποδεκτή και απέρριψε τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας. Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι παρά τον πόλεμο νεύρων που ο εφεσίβλητος της έκανε μετά την
άρνησή της να υπογράψει αίτηση για έκδοση πιστοποιητικού έρευνας στο Κτηματολόγιο, προσπαθούσε ακόμα να σώσει το γάμο της, μάλιστα οι προσπάθειες της διήρκεσαν μέχρι τέλος Μαΐου 1996. Επομένως, καταλήγει το Δικαστήριο, μέχρι τότε δεν είχε συμβεί ο,τιδήποτε που να είχε καταστρέψει τη ψυχική της διάθεση για συνέχιση της συμβίωσης.Το συμπέρασμα αυτό του Δικαστηρίου ενισχύεται ιδιαίτερα από το γεγονός ότι μέχρι και τον Απρίλη του 1996 η εφεσείουσα απέστελλε περιπαθείς κάρτες στο σύζυγό της, κάτι που δεν ανέμενεται μεταξύ συζύγων που ο γάμος τους έχει κλονιστεί ανεπανόρθωτα. ΄Ετσι δικαιολογημένα το Δικαστήριο διερωτάται ποιο είναι τελικά το κλονιστικό γεγονός που κατέστησε για την εφεσείουσα αφόρητη τη συμβίωση.
Το Δικαστήριο δέκτηκε ότι η στάση της απέναντι στο γάμο της άλλαξε όταν ο σύζυγος της αρνήθηκε στις αρχές του Μάη του 1996 να μεταβούν για μόνιμη εγκατάσταση στην Ισπανία. Λίγες μέρες αργότερα η εφεσείουσα άρχισε κινήσεις που δείχνουν την αποφασιστικότητά της να τερματίσει τη σχέση της. Απέσυρε χρήματα από τους κοινούς λογαριασμούς, εγκατέλειψε μάλιστα προσωρινά το σπίτι της. Εν πάση περιπτώσει το Δικαστήριο παρά τις κάποιες αντιφάσεις στη μαρτυρία του, δέκτηκε την εκδοχή του εφεσίβλητου ως αληθή. Τον έκρινε γενικά σταθερό στις απαντήσεις του και συνεπή με την υπεράσπιση που καταχώρησε.
Το βάρος απόδειξης των λόγων που κλόνισαν τη συμβίωση φέρει πάντα ο αιτητής και στην παρούσα περίπτωση η εφεσείουσα απέτυχε να αποσείσει το βάρος αυτό. Μεγάλη σημασία έχει δοθεί τόσο κατά την πρωτόδικη διαδικασία, αλλά και κατ΄ έφεση στην αποκάλυψη από τον εφεσίβλητο στην εφεσείουσα του γεγονότος ότι ήταν θετή θυγατέρα των γονιών της. Η αποκάλυψη αυτή, σύμφωνα πάντα με την εφεσείουσα, την συνετάραξε, με αποτέλεσμα η μεταξύ τους σχέση να κλονιστεί ανεπανόρθωτα. ΄Οπως και το πρωτόδικο δικαστήριο επισημαίνει, το συμβάν αυτό έγινε μετά την εκδίωξη του εφεσίβλητου από το συζυγικό οίκο και μάλιστα όταν επέστρεψε για να μαζέψει τα πράγματά του. ΄Ετσι η μικρόψυχη αυτή συμπεριφορά του εφεσίβλητου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως γεγονός που κλόνισε τη σχέση τους. Η εφεσείουσα είχε ήδη ζητήσει από τον εφεσίβλητο να εγκαταλείψει το σπίτι τους και συνεπώς η διάσταση επήλθε για άλλους λόγους και όχι αυτόν που επικαλείται τόσο έντονα η εφεσείουσα.
Ιδιαίτερος λόγος έφεσης αναφέρεται στο κατ΄ ισχυρισμό συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η ανίατη ασθένεια από την οποία έπασχε ο πατέρας της εφεσείουσας ήταν ζακχαρώδης διαβήτης και καρδιοπάθεια, ενώ στην πραγματικότητα σύμφωνα με τη μαρτυρία, είχε διαγνωστεί περί το τέλος Ιουλίου του 1996 ότι έπασχε από καρκίνο.
Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν κατέληξε σε συμπέρασμα ότι η ανίατη αρρώστεια του πατέρα της εφεσείουσας ήταν ο ζακχαρώδης διαβήτης. Απλά σχολιάζοντας τη θέση της εφεσείουσας ότι ο ισχυρισμός του συζύγου της ότι η μητέρα της τον πληροφόρησε μόλις το Μάϊο ότι ο πεθερός του έπασχε από ανίατη ασθένεια και για το λόγο αυτό ήθελε να μεταβούν στην Ισπανία είναι ψευδής, μια και ο γιατρός, Μ.Αιτ.3 είχε καταθέσει ότι ο καρκίνος διαγνώστηκε τον Ιούνιο του 1996, το Δικαστήριο ανέφερε ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία του πιο πάνω γιατρού ο πατέρας της εφεσείουσας ήταν σοβαρά άρρωστος από το 1993, αφού ήδη έπασχε από σακχαρώδη διαβήτη και βρογχίτιδα, ενώ το 1994 είχε καρδιακό επεισόδιο. Το αν, συνεχίζει το Δικαστήριο, είχε διαγνωστεί καρκίνος τον Ιούνιο του 1996, δεν αλλοιώνει το γεγονός ότι ήταν άρρωστος από πολύ παλιά και από άλλες αιτίες και ότι τελικά πέθανε το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου.
Δεν χρειάζεται ν΄ αναφερθούμε με λεπτομέρεια στους λόγους που έχουν σχέση με τη μαρτυρία της μητέρας της εφεσείουσας ή του Μ.Υ.4 ως προς το κατά πόσο ο εφεσίβλητος ασχολείτο με υπερβατικό διαλογισμό. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει ότι ο γάμος της είχε υποστεί ισχυρό κλονισμό, ότι ο κλονισμός οφειλόταν σε λόγο που αφορούσε το πρόσωπο του εφεσίβλητου ή και των δύο και τέλος να δείξει ότι το αίτημά της για διαζύγιο ήταν αλληλένδετο με τους λόγους του κλονισμού. Ας μην ξεχνούμε ότι η εφεσείουσα θα έπρεπε να αποδείξει κλονισμό της έγγαμης σχέσης εξ αιτίας γεγονότος τόσο ισχυρού, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της συμβίωσης να είναι αφόρητη γι΄ αυτήν. Από την δοθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία η προϋπόθεση αυτή κάθε άλλο παρά έχει αποδεικτεί.
Εν όψει όλων των πιο πάνω θεωρούμε ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ορθή και κανένας από τους προβαλλόμενους λόγους έφεσης δεν ευσταθεί. Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
Γ. Νικολάου, Δ.
Π. Καλλής, Δ.
/ΜΔ