ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2000) 1 ΑΑΔ 1463

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10488

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ/στών

Ελένη Λ. Ιωάννου (Σιαρματτά) άλλως

Λένια Λυκούργου Ιωάννου το γένος

Λεωνίδα Χριστοδούλου,

Εφεσείουσα

- και -

Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε.,

Εφεσιβλήτων

---------------------------

22 Σεπτεμβρίου 2000

Για την εφεσείουσα: Χρ. Πουργουρίδης.

Για τους εφεσιβλήτους: Ντ. Παπαδόπουλος.

---------------------------

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου

θα δώσει ο Νικολάου, Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εξέδωσε, στις 23 Δεκεμβρίου 1997, στην αγωγή αρ. 6105/96, απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης τράπεζας και εναντίον της εφεσείουσας όπως και του συνεναγομένου συζύγου της, ως εγγυητών της εταιρείας Sharmattas Bros Co. Ltd στην οποία ήταν και οι δύο μέτοχοι και διοικητικοί σύμβουλοι, για ποσό πέραν του μισού εκατομμυρίου λιρών, τόκο και έξοδα. Η απόφαση περιλάμβανε διάταγμα για την πώληση ακινήτου το οποίο η εφεσείουσα είχε υποθηκεύσει προς μερική εξασφάλιση - μέχρι ποσού £35.000 πλέον τόκο από 18 Οκτωβρίου 1995 - της εφεσίβλητης τράπεζας. Προς την πρωτοφειλέτιδα εταιρεία η εφεσίβλητη κινήθηκε με διορισμό παραλήπτη και διαχειριστή βάσει όρου στη μεταξύ τους σύμβαση δανειοδότησης. Καθώς λέχθηκε, ο παραλήπτης ρευστοποίησε την κινητή περιουσία της εταιρείας, εισπράττοντας ποσό γύρω στις £50.000-£60.000. Λέχθηκε επιπλέον ότι ακίνητη ιδιοκτησία της εταιρείας, υποθηκευμένη προς όφελος της εφεσίβλητης, είχε υπολογισθεί να ξεπερνούσε σε αξία τις £500.000 αλλά προκειμένου περί καταναγκαστικής πώλησης η αξία εκτιμήθηκε να ανέρχεται τώρα σε μόνο £230.000 ενώ οι υποβληθείσες προσφορές δεν ξεπερνούσαν τις £130.000.

Με αυτά τα δεδομένα μεγάλο μέρος του χρέους θα παραμείνει ανεξόφλητο ακόμα και αν διατεθούν έναντι αυτού όλα τα περιουσιακά στοιχεία της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας. Να υπενθυμίσουμε εξ άλλου ότι ο εξ αποφάσεως πιστωτής μπορεί να επιλέξει κατά ποιου θα κινηθεί, πρωτοφειλέτη ή εγγυητή. Η εφεσείουσα και ο συνοφειλέτης της δεν κατέβαλαν ο,τιδήποτε. Σημειώνουμε δε πως σε σχέση με τον δεύτερο εκδόθηκε διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του.

Κατά την αναζήτηση περιουσιακών στοιχείων των οφειλετών για ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης, η εφεσίβλητη διαπίστωσε ότι η εφεσείουσα είναι σύμβουλος και εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια 3.600 μετοχών, ονομαστικής αξίας £1 η κάθε μια, στην εταιρεία Sharmastyl Metal Co. Ltd, η οποία έχει ονομαστικό κεφάλαιο £25.000 αλλά εκδοθέν και πληρωθέν μόνο £9.000,=. Υπάρχει δε εναντίον της Sharmastyl Metal Co. Ltd και προς όφελος άλλης τράπεζας, εγγεγραμμένη κυμαινόμενη επιβάρυνση για εξασφάλιση ποσού ύψους £10.000,=.

Οι εν λόγω μετοχές της εφεσείουσας στη Sharmastyl Metal Co. Ltd αποτέλεσαν το αντικείμενο αίτησης, ημερ. 8 Οκτωβρίου 1998, με την οποία η εφεσίβλητη ζήτησε, βάσει του περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμου Ν. 31(Ι)/92, την έκδοση επιβαρυντικού διατάγματος, διατάγματος πώλησης και, συνακόλουθα του δεύτερου, το διορισμό παραλήπτη για διεκπεραίωση. Τα περιουσιακά στοιχεία που καλύπτει ο εν λόγω νόμος εκτίθενται στο άρθρο 4(2), ιδωμένου όμως υπό το φως της ερμηνευτικής διάταξης για, μεταξύ άλλων, τα "ομόλογα (stock)" στο άρθρο 2(1). Περιλαμβάνονται σε αυτά και οι μετοχές. Σημειώνουμε ότι στη Stelios Stylianides Ltd κ.α. ν. Σωτηρίου κ.α., Πολ. Έφ. 10002, ημερ. 27 Σεπτεμβρίου 1999 όπου λέχθηκε το αντίθετο, δεν είχε γίνει αναφορά στο σχετικό μέρος του άρθρου 2(1). Η εφεσείουσα έφερε ένσταση στην αίτηση. Με την εκκαλούμενη απόφαση, ημερ. 12 Μαρτίου 1999, το Επαρχιακό Δικαστήριο, κατόπιν ακρόασης, ενέκρινε την αίτηση.

Η έφεση, διαρθρωμένη με έξι λόγους, έχει δύο βασικούς άξονες. Ο ένας είναι ότι η εφεσίβλητη δεν έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου επαρκή στοιχεία για την άσκηση κρίσης· και ο άλλος είναι ότι η εφεσίβλητη ενήργησε κακόπιστα. Ο πρώτος είναι σύνθετος. Προβάλλεται κατ΄ αρχάς πως βάσει του άρθρου 3(2)(α) του νόμου η εφεσίβλητη είχε ευθύνη να παρουσιάσει αποδεικτικό υλικό σε σχέση με την προσωπική και περιουσιακή κατάσταση της εφεσείουσας και δεν το έπραξε· πως εσφαλμένα ήταν που θεωρήθηκε ότι επρόκειτο για στοιχεία για τα οποία αποκλειστική γνώση είχε η εφεσείουσα και ότι, όπως κάποτε συμβαίνει στην ποινική δίκη, το βάρος προσκόμισης αποδεικτικού υλικού το έφερε εκείνη· και πως ακόμα και αν η εφεσείουσα είχε αποκλειστική γνώση, το βάρος παρέμενε στην εφεσίβλητη. Προβλέπεται στο άρθρο 3(2) ότι:

"Το Δικαστήριο, προτού αποφασίσει κατά πόσο θα εκδώσει επιβαρυντικό διάταγμα, εξετάζει όλα τα περιστατικά της υπόθεσης και ειδικότερα οποιαδήποτε ενώπιόν του αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με -

(α) Την προσωπική και περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη· και

(β) το ενδεχόμενο ζημιάς άλλου πιστωτή του οφειλέτη από την έκδοση του διατάγματος."

 

Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι, αντίθετα με την πρωτόδικη άποψη πως η εφεσίβλητη δεν μπορούσε να γνωρίζει για την αξία των μετοχών, αυτή είχε τη δυνατότητα εκτίμησης και είχε υποχρέωση να προσκομίσει μαρτυρία για την αξία τους ώστε να μπορεί το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί, αν έτσι ήταν τα πράγματα, ότι οι μετοχές δεν είχαν αξία μεγαλύτερη από το χρέος. Εισηγήθηκε επομένως ότι δεν αποκλείστηκε το ενδεχόμενο η αξία των μετοχών να υπερέβαινε το χρέος, λαμβανομένων υπόψη και των περιουσιακών στοιχείων της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας σε σχέση με την οποία η εφεσίβλητη διόρισε παραλήπτη. Προέβαλε επίσης τη θέση ότι δεν υπήρχε έρεισμα για την πρωτόδικη επισήμανση πως ο παραλήπτης ήταν, βάσει του όρου 10 του Ομολόγου Επιβάρυνσης ημερ. 18 Οκτωβρίου 1995, αντιπρόσωπος της Sharmattas Bros Co. Ltd και όχι της εφεσίβλητης. Κι αυτό, σύμφωνα με την εφεσείουσα, διότι το εν λόγω έγγραφο - το οποίο βρισκόταν στο φάκελο της υπόθεσης - δεν έπρεπε να λαμβανόταν υπόψη αφού είχε κατατεθεί σε σχέση με άλλη διαδικασία. Συμπληρώνουμε την εικόνα με τη διευκρίνηση για τη θέση της εφεσείουσας στον άλλο άξονα περί κακοβουλίας εκ μέρους της εφεσίβλητης, πως η θέση αυτή στηρίζεται στο ότι, στην κριθείσα αίτηση, η εφεσίβλητη δεν αποκάλυψε το διορισμό και τις ενέργειες του παραλήπτη.

Δεν παρίσταται ανάγκη να ασχοληθούμε με ο,τιδήποτε το οποίο αφορά στον παραλήπτη της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας. Εκείνο που έχει εν προκειμένω σημασία είναι ότι και ολόκληρο το ποσό της ρευστοποιηθείσας κινητής περιουσίας της πρωτοφειλέτιδας να λογιζόταν έναντι του εξ αποφάσεως χρέους, θα παρέμενε απλήρωτο το κατά πολύ μεγαλύτερο μέρος του. Η όποια δε προοπτική ικανοποίησης από την πώληση της ακίνητης ιδιοκτησίας στο μέλλον, δεν θα μπορούσε να επιδράσει ανασταλτικά στο δικαίωμα της εφεσίβλητης, εξ αποφάσεως πιστώτριας, να εισπράξει όσο είναι λογικά δυνατό πιο σύντομα και πιο πολύ έναντι του χρέους. Όπως ήδη αναφέραμε, η εφεσίβλητη διατηρούσε δυνατότητα να στραφεί προς οποιονδήποτε από τους οφειλέτες.

Η κίνηση της εφεσίβλητης προς τις μετοχές της εφεσείουσας δεν θα μπορούσε λοιπόν να θεωρηθεί είτε αχρείαστη είτε καταπιεστική. Ούτε και μας φαίνεται να προκύπτει εξ αντικειμένου κακοβουλία. Η πρόνοια στο άρθρο 3(2)(α) του νόμου αποβλέπει ακριβώς στην εξουδετέρωση αυτών των δύο κινδύνων. Όπου λοιπόν ενδέχεται να υπάρχει ο,τιδήποτε το αρνητικό στην έκδοση επιβαρυντικού διατάγματος, απόκειται στον οφειλέτη να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου τα σχετικά στοιχεία. Η υποχρέωση του πιστωτή εκπληρώνεται με την παρουσίαση μαρτυρίας σε σχέση με μόνο τη γενικότερη εικόνα, για στοιχειοθέτηση της αναγκαιότητας. Και αυτό η εφεσίβλητη, κατά τη γνώμη μας, το έπραξε. Δεν είναι δυνατό να αναμένεται η ανάληψη ανιχνευτικού έργου από τον εξ αποφάσεως πιστωτή σε σχέση με την προσωπική και περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη για να παρουσιάσει ο πρώτος στοιχεία τα οποία βασικά ενδιαφέρουν τον δεύτερο και τα οποία μπορεί ο ίδιος να παρουσιάσει αν επιθυμεί. Επρόκειτο για αίτηση διά κλήσεως· θα το θεωρούσαμε δε αδιανόητο να ήταν αλλιώς. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά λοιπόν αντίκρυσε τις ανάγκες της διαδικασίας παρόλον που, πρέπει να προσθέσουμε, δεν συμμεριζόμαστε την πρωτόδικη άποψη πως, ως προς το βάρος της απόδειξης, μπορεί να ανατρέξει κανείς σε ό,τι ισχύει σε ορισμένες περιπτώσεις σε ποινικές υποθέσεις.

Τέλος, δύο λόγια για την αξία των μετοχών. Σύμφωνα με την εφεσείουσα, οι μετοχές της δεν είχαν οποιαδήποτε αξία. Από τη μαρτυρία της προκύπτει δε πως αν είχαν, η αξία τους θα ήταν ελάχιστη. Αδυνατούμε επομένως να αντιληφθούμε τί σημασία θα μπορούσε, ενόψει αυτής της τοποθέτησης, να έχει το ότι η εφεσίβλητη δεν απέδειξε την αξία των μετοχών. Εξ άλλου, όπως υπέδειξε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, προέκυπτε από τα στοιχεία που αφορούσαν τα μεγέθη της Sharmastyl Metal Co. Ltd, πως δεν ήταν δυνατό η αξία των εν λόγω μετοχών να υπερέβαινε το χρέος προς την εφεσίβλητη.

 

 

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

 

Δ.

 

 

 

Δ.

 

 

 

Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο