ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 1 ΑΑΔ 1552

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10065

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ,

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ Δ/στών

 

Gold Seal Shipping Company Ltd

Eφεσειόντω ν/Εναγομένων

και

1. STANDARD FRUIT COMPANY (BERMUDA) LIMITED

2. GRANITE STATE INSURANCE COMPANY

Εφεσιβλήτω ν/Εναγόντων

 

 

 

------------------------

 

25 Σεπτεμβρίου 2000

Για τους εφεσείοντες: Μ. Μοντάνιος με Ε. Μοντάνιο.

Για τους εφεσίβλητους: Αιμ. Λεμονάρης.

 

------------------

 

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Στις 24.4.89 το πλοίο ΚΑSTORA, φορτηγό-ψυγείο όπως περιγράφηκε, έμφορτο με μπανάνες απέπλευσε από το λιμάνι Moin της Κόστα Ρίκα, με προορισμό το λιμάνι Leghorn της Ιταλίας. Στις 26.4.89, ενώ διέπλεε τη θάλασσα της Καραβαϊκής, εξερράγη πυρκαϊά στο μηχανοστάσιό του. Εξεπέμφθησαν σήματα κινδύνου και, στις 29.4.89, ρυμουλκό που προσέτρεξε το ρυμούλκησε στο λιμάνι Kingston της Ιαμαϊκής. Η φωτιά είχε ήδη καταστρέψει μέρος του φορτίου και η διάσωση του υπολοίπου προϋπέθετε ταχεία διάθεσή του. Είχε εξουδετερωθεί το σύστημα ψύξης του πλοίου και παρεχόταν περιθώριο ελαχίστων ημερών. Οι Αρχές της Ιαμαϊκής, όμως, δεν ήταν διατεθειμένες να επιτρέψουν εκφόρτωση. Αντίθετα, απαίτησαν απόπλευση του πλοίου, με αναφορά στην ασθένεια "black sigatoga". Θα δούμε μετά τις λεπτομέρειες αυτής της εξέλιξης και τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν. Το αδιαμφισβήτητο είναι πως, τελικά, το σύνολο του φορτίου, δηλαδή 244,267 κιβώτια με φρέσκες μπανάνες, ρίφθηκαν στα ανοικτά της Ιαμαϊκής.

Οι εφεσίβλητοι 1 είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στη Βερμούδα. Διεκδίκησαν αποζημίωση ως αντισυμβαλλόμενοι στη σύμβαση μεταφοράς και, πάντως, ως οι ιδιοκτήτες του φορτίου. Οι εφεσίβλητοι 2 είναι ασφαλιστική εταιρεία, εγγεγραμμένη στην πολιτεία New Hamshire των ΗΠΑ. Διεκδίκησαν τα ίδια ποσά στη βάση "απόδειξης υποκατάστασης" (subrogation receipt) την οποία, όπως ήταν ο ισχυρισμός τους, τους εξέδωσαν οι εφεσίβλητοι 1 μετά την κάλυψη της ζημιάς κατά συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις τους από ασφαλιστική σύμβαση που συνάφθηκε. Οι εφεσείοντες είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στην Κύπρο και ήταν οι ιδιοκτήτες του πλοίου. Για σειρά λόγων τους οποίους θα ταξινομήσουμε, αντέδρασαν στην αξίωση για αποζημιώσεις. Δεν αρνούνταν την ανάληψη της μεταφοράς του φορτίου με το πλοίο και την έκδοση από τον καπετάνιο του της φορτωτικής γι΄αυτό. Ούτε, βέβαια, την τελική καταστροφή του συνόλου του φορτίου. Πρόβαλαν αμφισβητήσεις πάνω σε σειρά επιπέδων, ως εξής:

1. Δεν δέχονταν τη νομιμοποίηση οποιουδήποτε από τους εφεσίβλητους. Ως προς την ασφαλιστική εταιρεία, τους εφεσίβλητους 2 δηλαδή, με ερωτήματα αναφορικά με τη συμβατική τους δέσμευση για κάλυψη της ζημιάς στο πλαίσιο των περιστατικών της υπόθεσης και την πράγματι κάλυψή της και μάλιστα στο ύψος που προσδιορίστηκε. Περαιτέρω, με αναφορά στις αρχές που διέπουν το θεσμό της υποκατάστασης. Ως προς τους εφεσίβλητους 1, με ερωτήματα αναφορικά με την όποια σύνδεσή τους προς το φορτίο και τη σύμβαση μεταφοράς. Δεν εμφανίζονταν υπό οποιαδήποτε ιδιότητα στη φορτωτική, αυτή δεν ανέφερε ποιός ήταν ο παραλήπτης (consignee) και παρέμεινε ανοπισθογράφητη. Ούτως ή άλλως, κατά τον ισχυρισμό των εφεσειόντων, δεν ήταν οι ιδιοκτήτες του φορτίου.

2. Και να νομιμοποιούνταν οι εφεσίβλητοι ή οποιοσδήποτε από αυτούς, δεν υπήρχε αιτία ευθύνης τους σε σχέση με την έκρηξη της πυρκαϊάς. Αρνούνταν πως το πλοίο δεν ήταν αξιόπλοο και δεν δέχονταν τον ισχυρισμό πως θεμελιωνόταν αιτία ευθύνης τους πάνω σε τέτοια βάση ή πάνω σε οτιδήποτε αφορούσε είτε στη σύμβαση μεταφοράς είτε στην ιδιότητά τους ως μεταφορέα.

3. Η καταστροφή, τουλάχιστον του μεγαλύτερου μέρους των μπανανών, δεν οφειλόταν στην πυρκαϊά. ΄Ηταν το αποτέλεσμα της μή διάθεσής του στην αγορά της Ιαμαϊκής αφού οι Αρχές της επέβαλαν περιορισμούς λοιμοκαθαρτηρίου (καραντίνα), γεγονός που τους απάλλασε. Υπήρχε συναφώς ρητός όρος στη φορτωτική και, πάντως, η μή διάθεση των μπανανών στην Ιαμαϊκή οφειλόταν σε ενυπάρχον ελάττωμα στις μπανάνες για το οποίο δεν είχαν ευθύνη. Εν πάση περιπτώσει, οι εφεσίβλητοι δεν κατέβαλαν όσες προσπάθειες εύλογα όφειλαν προς μείωση της ζημιάς.

4. Σε καμιά περίπτωση δεν ήταν δικαιολογημένη η διεκδίκηση αποζημίωσης στο ύψος που καθορίστηκε. Αστηρίκτως διεκδικήθηκε η αξία τους με βάση όχι το κατ΄ισχυρισμόν τίμημα αγοράς τους αλλά την αγοραία αξία τους, και αυτή αμφισβητούμενη, στον καθορισθέντα χρόνο και τόπο παράδοσής τους. Επιπλέον, όπως και να είχαν τα πράγματα, νομοθετικές διατάξεις περιόριζαν την ευθύνη τους σε £8 ανά τόνο του πλοίου και το ποσό που θα προέκυπτε ήταν μικρό κλάσμα εκείνου που διεκδικήθηκε.

Οι εφεσείοντες πρόβαλαν και ανταπαίτηση. Με το πρώτο της σκέλος επαναφέρουν το θέμα του περιορισμού της ευθύνης τους κατά τα αναφερθέντα στο (4) πιο πάνω. Κατά το δεύτερο, δικαιούνταν σε $500.000 για τη ρυμούλκηση του πλοίου και τη ρίψη του φορτίου στη θάλασσα. Αυτά τα διεκδίκησαν από "τον ενάγοντα (1) και/ή το φορτωτή και/ή ιδιοκτήτη του φορτίου". Ζήτησαν επιπλέον οδηγίες "για εξακρίβωση των προσώπων που δυνατό να έχουν αγώγιμο δικαίωμα....." και επιδίκαση των αποζημιώσεων υπέρ όποιων θα θεμελίωναν αξιώσεις, κατ΄αποκλεισμό κάθε άλλου που θα αποτύγχανε.

Κατέθεσαν εννέα μάρτυρες για τους εφεσίβλητους, και δυο για τους εφεσείοντες. Επίσης προσάχθηκε σειρά εγγράφων ως τεκμήρια. Ο συνάδελφός μας που εκδίκασε πρωτοδίκως την υπόθεση αξιολόγησε την προφορική μαρτυρία και, για λόγους που παρέθεσε, έκρινε αξιόπιστους όλους τους μάρτυρες που κάλεσαν οι εφεσίβλητοι. Επίσης έκρινε αξιόπιστο τον ένα από τους δυο μάρτυρες που κάλεσαν οι εφεσείοντες. Πρόκειται για τον John G. Atherton η αποδοχή της μαρτυρίας του οποίου ήταν καταλυτική για τον προσδιορισμό της αιτίας της πυρκαϊάς. ΄Οπως σημειώνει το πρωτόδικο δικαστήριο, ήταν ο μόνος από τους εμπειρογνώμονες που είχε την ευκαιρία να ερευνήσει στο μηχανοστάσιο του πλοίου μετά την πυρκαϊά. Οι άλλοι που κάλεσαν οι εφεσίβλητοι, όταν από διάφορα σημεία της γης έσπευσαν στο Kingston, συνάντησαν την άρνηση των ιδιοκτητών του πλοίου να τους επιτρέψουν να εισέλθουν στο μηχανοστάσιό του. Αυτή όμως η πτυχή απολήγει χωρίς πρακτική σημασία εδώ. Σημειώνει το πρωτόδικο δικαστήριο, και δεν είναι απαραίτητο να επεκταθούμε, πως σε μεγάλο βαθμό οι γενικές εκτιμήσεις των εμπειρογνωμόνων που κάλεσαν οι εφεσίβλητοι εναρμονίζονταν με τη μαρτυρία του J.G. Αtherton. Διαπίστωσε λοιπόν το πρωτόδικο δικαστήριο, και επ' αυτού δεν υπάρχει αντιγνωμία, πως

"η φωτιά ξεκίνησε από ένωση σωλήνας (φλάντζας) η οποία είχε αποσυνδεθεί, με αποτέλεσμα να χύνεται από εκεί πετρέλαιο πάνω στη γεννήτρια η οποία ευρισκόταν σε λειτουργία σε ψηλές θερμοκρασίες".

Προστέθηκαν στην πρωτόδικη απόφαση και περαιτέρω, ξεχωριστές διαπιστώσεις. Η όλη διαρύθμιση των σωλήνων δημιουργούσε μια επικίνδυνη κατάσταση. Τα "συστήματα καπνού" και "συναγερμού" που διέθετε το πλοίο δεν λειτουργούσαν, το πλήρωμα του πλοίου δεν ήταν εκπαιδευμένο στην αντιμετώπιση πυρκαϊάς και παρέλειψε να χρησιμοποιήσει "το CO2 σύστημα καθώς και άλλα πυροσβεστικά μέσα."

Θα μεταφέρουμε και τις άλλες διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου αλλά σημειώνουμε πρώτα την πλήρη απόρριψη της μαρτυρίας του Δ. Νικολαΐδη που ήταν ο δεύτερος από τους μάρτυρες που κάλεσαν οι εφεσείοντες. Θα δούμε μετά ποιό ήταν το περιεχόμενό της. Σημειώνουμε τώρα πως κρίθηκε αναξιόπιστος. Ο πρωτόδικος δικαστής, λοιπόν, καταγράφει όσα αδιαμφισβήτητα προτάξαμε ως εισαγωγικά και, στη βάση της μαρτυρίας που έκρινε αξιόπιστη, διαπιστώνει:

(α) Η φόρτωση των μπανανών στο πλοίο έγινε από την εταιρεία Standard Fruit Company. Αυτή αναφέρεται ως ο φορτωτής στην φορτωτική και σε σχέση με το ρόλο της κατέθεσε ο Ε. Αlbarado M.E.1, διευθυντής επιχειρήσεων της, στην Κόστα Ρίκα. Παρεμβάλουμε τη θέση των εφεσειόντων, πρωτοδίκως και ενώπιόν μας, πως στην πραγματικότητα οι μπανάνες ανήκαν σ΄αυτούς και πως ήταν οι μόνοι που θα νομιμοποιούνταν στην υποβολή αξίωσης για την καταστροφή τους.

(β) Οι εφεσίβλητοι αγόρασαν το φορτίο αφού πλήρωσαν ως αξία του το ποσό των $1.323.927,14 σεντ. Επίσης πλήρωσαν το ναύλο για τη μεταφορά των μπανανών που ανερχόταν σε $477.797. ΄Ηταν πρωτοδίκως η θέση των εφεσειόντων πως το άθροισμα αυτών των ποσών ($1.801.724,14 σεντ) αποτελούσε την οροφή της αξίωσης που θα ήταν να δυνατό να υποβληθεί. Ζήτησαν, επομένως, εν πάση περιπτώσει απόρριψη της αξίωσης για το ποσό των $3.635.765,76 σεντ ως της κατ΄ισχυρισμό αξίας των μπανανών κατά το χρόνο και τόπο της παράδοσής τους, το οποίο οι εφεσίβλητοι 2 φέρονταν να κατέβαλαν στους εφεσίβλητους 1. Είχαν παραπέμψει επ' αυτού οι εφεσείοντες στη μαρτυρία της J. Dodds (ME5) και στο τιμολόγιο που παρουσιάστηκε.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, στη βάση των διαπιστώσεων στις οποίες κατέληξε, εξέτασε το ζήτημα της ευθύνης των εφεσειόντων πάνω σε τρεις διαφορετικές βάσεις, ως εξής:

(ι) Παρά το ότι η φορτωτική δεν ανέφερε οποιοδήποτε παραλήπτη και δεν είχε οπισθογραφηθεί, οι εφεσίβλητοι 1 ήταν στην πραγματικότητα οι ιδιοκτήτες του φορτίου. ΄Εγινε αναφορά στη φύση της φορτωτικής, στους τρόπους μεταβίβασής της και στο αποκρυσταλλωμένο πως τα δικαιώματα στο φορτίο, ενώ συνήθως μεταβιβάζονται με οπισθογράφηση και παράδοση της φορτωτικής η οποία εκ πρώτης όψεως αποτελεί τίτλο ιδιοκτησίας, στην πραγματικότητα εξαρτώνται από τη δοσοληψία μεταξύ των μερών, "μέρος της οποίας μπορεί να περιλαμβάνει τη μεταβίβαση ή όχι της φορτωτικής". Στην προκειμένη περίπτωση, ήταν δηλωτικό της κτήσης της κυριότητας των μπανανών από τους εφεσίβλητους 1 το γεγονός ότι "πλήρωσαν για την αξία του φορτίου στους προηγούμενους ιδιοκτήτες και έγιναν κάτοχοι της φορτωτικής (έστω χωρίς οπισθογράφηση)". Επίσης, το γεγονός ότι πλήρωσαν το ναύλο. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, η απλή παράδοση της φορτωτικής μπορούσε "νομικά να θεωρηθεί σαν οπισθογράφηση (όπως κατ΄αναλογία συμβαίνει με τις συναλλαγματικές)". Επομένως, ικανοποι- ούνταν οι πρόνοιες της Bill of Lading Αct 1855 και οι εφεσίβλη- τοι 1 κατέστησαν αντισυμβαλλόμενοι των εφεσειόντων. Προέκυπτε όμως η συμβατική σχέση και ανεξάρτητα από τα πιο πάνω αφού οι εφεσίβλητοι 1 "έχουν οι ίδιοι πληρώσει το ναύλο και η φορτωτική δεν αναφέρει τον παραλήπτη και, εν πάση περιπτώσει, βρίσκεται νομότυπα στην κατοχή των εναγόντων". Υπό το φως αυτής της κατάληξης, προέκυπτε απόλυτο καθήκον παράδοσης από τους εφεσείοντες του φορτίου, που δεν υπέκειτο "σε οποιαδήποτε προϋπόθεση απόδειξης υπαιτιότητας από πλευράς πλοιοκτητών". Σε τέτοια περίπτωση, συνεχίζει η πρωτόδικη απόφαση, "το βάρος απόδειξης μετατοπίζεται στους μεταφορείς να αποδείξουν ότι η υπόθεση εμπίπτει στις εξαιρέσεις που προβλέπει η συμφωνία μεταφοράς ή σε οποιεσδήποτε άλλες νομικές εξαιρέσεις ευθύνης που προσφέρονται στους πλοιοκτήτες". Το πρωτόδικο δικαστήριο παρέπεμψε ως προς τα πιο πάνω στους Carver, Carriage by Sea, 12η έκδοση, Τόμος 1, σελ. 48-52, 53, 85-89 και Τόμος ΙΙ σελ. 886-913 και 916, Sassoon C.I.F. & F.O.B. Contracts, 1η έκδοση σελ. 110, Professor Schmitthoff's Export Trade, 9η έκδοση σελ. 590 - 591, Scrutton on Charteparties, 18η έκδοση σελ. 181 και στην υπόθεση Sewell v. Burdick 10 App. Cas. 74, στη σελ. 105.

(ιι) Οι εφεσείοντες ήταν ένοχοι αμέλειας "στα καθήκοντά τους ως μεταφορείς". Το πρωτόδικο δικαστήριο παρέπεμψε ως προς αυτή την πτυχή στον Carver (ανωτέρω), Τόμος 1, σελ. 1, 18, 79, 80 και σε σχέση με το εφαρμοστέο δίκαιο και το περιεχόμενό του στους J. Morris, The Conflict of Laws 3η έκδοση σελ. 324, Clerk and Lindsell on Torts 13η έκδοση παρ. 1512 - 1515 και στις υποθέσεις Canadian National SS Co v Watson (1939) 1 DLR 273, Loizos Georghiades & Son v. Renos Kaminaras (1958) 23 CLR 276 και Vlachos & Others v. Dorothea Shipping (1980) 1 CLR 113.

(ιιι) Οι εφεσείοντες παρέβησαν "την απόλυτη υποχρέωσή τους να διαθέσουν αξιόπλοο πλοίο". Το πρωτόδικο δικαστήριο παρέπεμψε σχετικά στον Carver (ανωτέρω), Τόμος 1, σελ. 90 - 93 και 95 - 96 και στις υποθέσεις Stanton v. Richardson (1874) L.R.C.P. 421, The Star Sea (1995) 1 Lloyd's Rep. σελ. 651, The Apostolis (1996) 1 Lloyd's Rep. σελ. 475.

 

Τα επόμενα από την πρωτόδικη απόφαση είναι ιδιαιτέρως σημαντικά για τους σκοπούς της κατάταξης των θεμάτων τα οποία, όπως θα δούμε, τώρα εγείρονται. Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, η Merchant Shipping Act του 1894 η οποία, όπως σημειώθηκε, ισχύει στην Κύπρο ενόψει των άρθρων 19 και 29 του περι Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60 όπως τροποποιήθηκε) - αναφορά γίνεται και στον περί Εμπορικής Ναυτιλίας Νόμο του 1963 - προβλέπει συμβατικές εξαιρέσεις ή νομικούς περιορισμούς ευθύνης των πλοιοκτητών. Η εξέταση αυτών των εξαιρέσεων, πάντοτε σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, είναι απαραίτητη "ανεξάρτητα εάν η υπόθεση εξετάζεται από τη σκοπιά της παράβασης συμβατικής υποχρέωσης ή αμέλειας ή κατά πόσο το πλοίο είναι αξιόπλοο ή όχι".

Επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, το άρθρο 502 της Merchant Shipping Act του 1894 σε σχέση με απώλεια ή ζημιά λόγω φωτιάς και, με αναφορά στους British Shipping Laws - Merchant Shipping Acts, Tόμος ΙΙ, σελ. 324 και 328, χαρακτηρίζεται ως "φράση κλειδί" για την απαλλαγή ή για περιορισμό της ευθύνης του πλοιοκτήτη, το κατά πόσο είχε ή όχι "actual fault or privity", όρος που αποδόθηκε ως σφάλμα ή συμμετοχή. Γίνεται αναφορά στις υποθέσεις The Eurysthenes (1976) 2 Lloyd's Rep. 171, The Marine Sulphur Queen (1973) 1 Lloyd's Rep. 88 U.S. Court of Appeals, Re Liberty Shipping (Owners of Don Jose Figueras) [1973] AMC 2241, U.S. District Court, United States vs Standard Oil Co of California (Limitation) (1974) AMC 580, U.S. Court of Appeals, The Lady Gwendolen (1965) 1 Lloyd's Rep. 335 C.A., The Norman (1960) 1 Lloyd's Rep. 1 H.L., The Kathy K (1972) 2 Lloyd's Rep. 36, Supreme Court of Canada) και "Τhe Marion" (1984) 1 Lloyd's Rep. 1 και, σε σχέση με την έννοια του όρου και τους παράγοντες που διαδραματίζουν ρόλο επεξηγείται, με αναφορά στους Halsbury's Laws of England, Tρίτη έκδοση, Τόμος 35, σελ. 774 και Μerchant Shipping Acts (ανωτέρω) σελ. 432, πως είναι οι πλοιοκτήτες που έχουν το βάρος της απόδειξης ότι το ζημιογόνο συμβάν επεσυνέβη χωρίς "σφάλμα ή συμμετοχή τους". Καταλήγει, λοιπόν, το πρωτόδικο δικαστήριο πως, κατ΄εφαρμογήν των αρχών που προέκυπταν,

"οι εναγόμενοι δεν έχουν αποσείσει το βάρος της απόδειξης που απαιτείται, ώστε να με πείσουν ότι η συγκεκριμένη πυρκαγιά δεν οφείλεται σε σφάλμα ή συμμετοχή τους".

 

 

΄Εκρινε πως στην πραγματικότητα τα γεγονότα κατέδειξαν ότι οι πλοιοκτήτες είχαν άμεση και προσωπική ευθύνη για τη φωτιά. Αυτή οφειλόταν σε "πολύ προβλεπτό κίνδυνο για τον οποίο θα έπρεπε να είχαν γνώση και να λάβουν τα μέτρα τους" και είχαν "τον έλεγχο της συγκεκριμένης επικίνδυνης κατάστασης στο μηχανοστάσιο αλλά και γενικά σε όλα τα μέτρα που θα έπρεπε να ελάμβαναν για την αντιμετώπιση ενδεχόμενης πυρκαγιάς". Είχαν άμεσο έλεγχο στο πλήρωμα το οποίο "θα έπρεπε να είχαν φροντίσει να είναι ενήμερο και εκπαιδευμένο στην αντιμετώπιση πυρκαγιών και είχαν υποχρέωση "συντήρησης και συχνής επιθεώρησης του πλοίου" όπως και άμεση ευθύνη "για την αποτελεσματική διεύθυνση και έλεγχο των συστημάτων εργασίας και ασφάλειας στο μηχανοστάσιο αλλά και στην υιοθέτηση αποτελεσματικών μέτρων αντιμετώπισης ανα- φυομένων προβλημάτων".

΄Ο,τι απέμενε ήταν η απόφανση πάνω σε εναλλακτικές θέσεις των εφεσειόντων, το ζήτημα της νομιμοποίησης των εφεσιβλήτων 2 και ο καθορισμός του ύψους της αποζημίωσης στο πλαίσιο και του ισχυρισμού πως οι εφεσίβλητοι 1 δεν εκπλήρωσαν το δικό τους καθήκον για μείωση της ζημιάς. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ως εξής:

1. Ο ισχυρισμός των εφεσειόντων πως σε κάθε περίπτωση, κατ΄εφαρμογήν του άρθρου 503 της Merchant Shiping Act του 1854, η ευθύνη τους περιοριζόταν στις £8 ανά τόνο του πλοίου, ήταν ανεδαφικός αφού το άρθρο ενεργοποιείται μόνο "όπου ο πλοιοκτήτης δεν έχει υποπέσει σε σφάλμα ή εμπλέκεται στο ατύχημα (fault or privity)", πράγμα που δεν αποδείκτηκε.

2. Οι συμβατικές εξαιρέσεις που επικαλέστηκαν οι εφεσείοντες με αναφορά σε ελαττωματικότητα του φορτίου και σε "καραντίνα" που κατ΄ισχυρισμόν επεβλήθη από τις Αρχές της Ιαμαϊκής, "δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση". Το φορτίο "δεν είχε οιαδήποτε ελαττωματικότητα" ούτε "τέθηκε υπό καραντίνα στην έννοια που αποδίδεται στο σχετικό όρο εξαίρεσης της φορτωτικής. Ισχύει το ίδιο, όπως σημειώνεται, "και για τις εξαιρέσεις των Κανόνων της Χάγης οι οποίοι έχουν εφαρμογή όχι σαν νόμος αλλά σαν μέρος της σύμβασης λόγω της παραγράφου 1 της φορτωτικής που τις ενσωματώνει. (Βλ. Χαρίλαος Σταυράκης Λτδ ν. Zim Israel Navigation and Others (1991) 1 AAΔ σελ. 1087, 1096 και Carver, Τόμος 1, σελίδα 203, παρ. 235, Incorporation of Rules by Contract".

3. Οι εφεσίβλητοι 2 αποζημίωσαν τους εφεσίβλητους 1, οι δεύτεροι νομότυπα εκχώρησαν σ΄αυτούς τα δικαιώματά τους και νομιμοποιούνταν στην καταχώριση και προώθησή της αγωγής κατά "την αρχή της υποκατάστασης (subrogation), η οποία ειδικά προβλέπεται στις Ναυτικές Ασφαλίσεις απ΄τον Αγγλικό Νόμο περί Ναυτικής Ασφάλισης, Νόμο 1906, άρθρο 79. (Βλέπε επίσης Arnould on Marine Insurance (1961) Τόμος ΙΙ παρ. 1214 και 1215 και Photos Photiades & Co., v. General Insurance Co. "Helvetia" Ltd (1965) 1 CLR σελ. 188, 216 - 217)".

4. Οι εφεσίβλητοι "έπραξαν ό,τι ήταν δυνατό για να μειώσουν τις ζημιές τους" και ο ισχυρισμός πως δεν εκπλήρωσαν αυτό το καθήκον τους δεν ευσταθούσε. ΄Οπως εξηγείται στην πρωτό- τόδικη απόφαση, απέστειλαν στην Ιαμαϊκή εμπειρογνώμονες για να χειριστούν το θέμα αλλα οι συνθήκες ήταν ιδιάζουσες σε αυτό το τομέα του εμπορίου. Οι μπανάνες δεν μπορούσαν να διατεθούν στην Ιαμαϊκή και ήταν αδύνατο, μέσα στα στενά χρονικά περιθώρια που υπήρχαν, να εξασφαλιστεί άλλο πλοίο, ειδικά εξοπλισμένο με ψυγείο, για έγκαιρη μεταφορά των μπανανών σε άλλο προορισμό.

5. Αντίθετα προς τους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων, με αναφορά στον Carver, (ανωτέρω), Τόμος 2 σελ. 1227, έκρινε πως αυτοί δικαιούνταν μόνο, όπως ήταν η εισήγηση των εφεσειόντων, στη τιμή κτήσης των μπανανών και στο ναύλο που πλήρωσαν. ΄Ελαβε επ' αυτού υπόψη ότι "το επίδικο φορτίο αντικαταστάθηκε από άλλο και κατά συνέπεια οι ενάγοντες δεν στερήθηκαν του κέρδους τους" και, ανεξάρτητα από αυτό, το ότι "ο συνήγορος των εναγόντων παραδέκτηκε στην αγόρευση του ότι η απαίτηση θα έπρεπε να περιοριστεί στην τιμή κτήσεως του φορτίου πλέον βέβαια του ναύλου το οποίο ποτέ δεν κερδήθηκε".

Καταγράφουμε και την κατάληξη. Εκδόθηκε απόφαση υπέρ των εναγόντων 2 μόνο, για το συνολικό ποσό των $1.801.724,14 σεντ πλέον τόκο και έξοδα. Η απαίτηση των εφεσιβλήτων 1 και η ανταπαίτηση των εφεσειόντων απορρίφθηκαν, χωρίς έξοδα.

Ασκήθηκαν έφεση και αντέφεση. Συζητήθηκε σειρά θεμάτων με ανάλυση της νομολογίας αναφορικά με πλειάδα ζητημάτων αλλά πρέπει να τονίσουμε από τώρα πως η δικαιοδοσία μας οριοθετείται από τους λόγους έφεσης. Θα δούμε, λοιπόν, πως στη πραγματικότητα εκείνο που στην ουσία θα κρίνει το ζήτημα της ευθύνης, εννοείται πέρα από όσα αφορούν στη νομιμοποίηση εκατέρου των εφεσιβλήτων, είναι η ορθότητα ή μή της απόφασης πως οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποσείσουν το βάρος της απόδειξης που υπείχαν, να δείξουν πως η πυρκαϊά δεν οφειλόταν σε σφάλμα ή συμμετοχή τους. Με την αντέφεση αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης σε σχέση με το ύψος της αποζημίωσης και την επιδίκαση της μόνο υπέρ των εφεσιβλήτων 2.

Θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης με τη σειρά της κατάταξής τους από τους εφεσείοντες. Διατυπώθηκαν επτά λόγοι έφεσης, αλλά ο έκτος εγκαταλείφθηκε. Ο πρώτος αφορά στην έκδοση απόφασης υπέρ των εφεσιβλήτων 2. Κατά τους εφεσείοντες, για σειρά λόγων που ανέπτυξαν με αναφορά στη μαρτυρία και στα έγγραφα που προσάχθηκαν, δεν προέκυπτε ασφαλιστική κάλυψη του φορτίου και αν αυτό ακόμα ανήκε στους εφεσίβλητους 1, ούτε νόμιμη ή νομότυπη πληρωμή από τους εφεσίβλητους 2 στους εφεσίβλητους 1 του ποσού των $3.635.765,76 σεντ που αναφέρθηκε. ΄Εγινε συναφώς αναφορά κυρίως στη μαρτυρία του Thomas Ennis (ME9) των Α.Ι. Μarine Adjusters Ltd που περιγράφηκαν ως πράκτορες για τις απαιτήσεις κατά των εφεσιβλήτων 2 και στο ανεπίτρεπτο της προσαγωγής ή το αναποτελεσματικό ή το ανεπαρκές του περιεχομένου των αντιγράφων ασφαλιστικού συμβολαίου, της γραπτής απαίτησης των εφεσιβλήτων 1 και της επιταγής που φερόταν να εκδόθηκε. ΄Ηταν η παράλληλη εισήγηση των εφεσειόντων πως δεν θα νομιμοποιούνταν οι εφεσίβλητοι 2 στην προώθηση της αγωγής στο όνομά τους, σε καμιά περίπτωση. Οι εφεσίβλητοι 2 πρόβαλαν ως νομιμοποιητικό τους έρεισμα την "απόδειξη υποκατάστασης" την οποία τους εξέδωσαν οι εφεσίβλητοι 1. Αυτή η "απόδειξη", όπως προτείνουν οι εφεσείοντες, παρέχει στον ασφαλιστή μόνο δυνατότητα προώθησης της αγωγής στο όνομά του ασφαλιζόμενου. Σε καμιά περίπτωση στο δικό του όνομα. Τέτοια δυνατότητα παρέχεται μόνο εφόσον ο ασφαλιζόμενος εκχωρήσει το αγώγιμό του δικαίωμα στον ασφαλιστή και εδώ δεν έγινε τέτοια εκχώρηση. Υποστήριξαν την εισήγησή τους με παραπομπές, όπως πιο κάτω:

Στο σύγγραμα Αrnould "Law of Marine Insurance and Average, 16η ΄Εκδοση, Τόμος 2, σελ. 1081, παρ. 129 και σελ. 1082 παρ. 1301.

"Ιndemnity is the guiding principle:

"In practice, the commonest way in which the principle of subrogation is applied to insurance, is for the insurer to pay the claim of the assured, and then to institute proceedings in the name of the latter, but for his own benefit, against the party ultimately liable."

"Assignment and subrogation:

The position of an underwriter who has taken an assignment of his assured's rights of action against third parties must also be distinguished from that of an underwriter who is exercising a right of subrogation. It is always open to an underwriter upon indemnifying his assured under the policy to take an assignment of his rights of action against third parties and such an assignment does not constitute the assignment of a bare right of action. A valid legal assignment of his assured's rights will enable the underwriter to sue the third party in his own name and in an appropriate case, to recover more than the amount which he has paid to the assured."

 

Στους Ηalsbury's Laws of England, 4η ΄Εκδοση, Reissue, Volume 25, σελ. 293 παρ. 509:

 

"Ιn the absence of a formal assignment of the right of action the insurers cannot sue the third party in their own names; they must bring the action in the name of the assured. On receiving a proper indemnity against costs, it is the duty of the assured to permit his name to be used in such action."

 

Στην απόφαση του Σαββίδη Δ. στην Chellaram & Sons & another v. Overtania Shipping (1982) 1 CLR 699:

"So, irrespective of the express term in the letter of subrogation whereby the plaintiffs were bound to institute the present proceedings in their own names, once the claim has been paid by the insurers, it is well settled as a matter of equity notwithstanding the fact that the rights to recover against third persons passed from the assured to the insurer, that actions at law should be brought in the name of the plaintiffs and not the insurer, and in case of refusal by the plaintiffs to use their names in the proceedings, they can be compelled to give the use of their names by proceedings in equity, subject to a proper indemnity to them as to costs."

 

 

Στην απόφαση του Ιωσηφίδη Δ. στην Photos Photiades & Co., v. General Insurance Co. "Helvetia" Ltd (1965) 1 CLR 188 στην οποία υιοθετήθηκε σχετικό απόσπασμα από τον Arnould on Marine Insurance, έκδοση 1961, σύμφωνα με το οποίο, δυνάμει της υποκατάστασης, ο ασφαλιστής μπορεί να καταθέσει αγωγή, στο όνομα όμως του ασφαλιζομένου.

 

Ποιά θα μπορούσε να είναι, στο πλαίσιο της παρούσας αντιδικίας, η πρακτική σημασία της εισήγησης των εφεσειόντων, δεν έχει εξηγηθεί. Κατά τους εφεσίβλητους το θέμα δεν έχει πρακτική σημασία από τη στιγμή που η αγωγή κινήθηκε και στο όνομα των εφεσιβλήτων 1 και είναι γεγονός πως δεν έχει υποστηριχθεί πως η κατ΄ουσίαν υπόθεση των εφεσιβλήτων 1 ενισχύεται ή αποδυναμώ-νεται από οποιαδήποτε άποψη ανάλογα με το αποτέλεσμα σε σχέση με τη νομιμοποίηση των εφεσιβλήτων 2. Ούτε ότι, σε περίπτωση επικύρωσης της πρωτόδικης απόφασης σε σχέση με την ευθύνη των εφεσειόντων, το ζήτημα επιδρά στο ύψος της αποζημίωσης. Αυτό συναρτήθηκε προς το ύψος της ζημιάς των εφεσιβλήτων 1 όπως αυτή προσδιορίζεται με βάση τις αρχές που διέπουν το θέμα, ανεξάρτητα από το όποιο ποσό αναφέρθηκε ως καταβληθέν στους εφεσίβλητους 2, στο πλαίσιο συμβατικής υποχρέωσης που έγινε δεκτό ότι υπείχαν. ΄Εχει εγερθεί όμως το θέμα, ούτως ή άλλως τίθεται ζήτημα διαφοροποίησης της πρωτόδικης απόφασης και με την αντέφεση και θα του επιληφθούμε.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία που προσάχθηκε, οι ασφαλιστές εκδήλωσαν ενδιαφέρον ευθύς μετά την έκρηξη της πυρκαϊάς. ΄Ηταν η μαρτυρία του J. Lillis (ME2), του καπετάνιου Μ. Ηall (ME6) και του ναυτικού επιθεωρητή J. Winer (ΜΕ8) πως μετέβησαν στο Kingston με εντολές των ασφαλιστών. Επίσης κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου όσοι, σύμφωνα με τη μαρτυρία τους, χειρίστηκαν το ζήτημα της ασφαλιστικής κάλυψης. Ο Chr. Larkin (ΜΕ7) κατέθεσε πως υπέβαλε εκ μέρους των εφεσιβλήτων 1 γραπτή απαίτηση προς τους εφεσιβλήτους 2 και ο Τh. Ennis (ME9) βεβαίωσε πως το ποσό καταβλήθηκε στους εφεσίβλητους 1 με επιταγή που εξέδωσε ο ίδιος, μαζί με τον προϊστάμενό του, εκ μέρους των εφεσιβλήτων 2. Οι εφεσίβλητοι 2 δέχονταν ότι υπείχαν συμβατική υποχρέωση για κάλυψη της ζημιάς και είχε βεβαιωθεί πως τεκμηριωνόταν τόσο το ύψος της όσο και το ποιοί ήταν οι δικαιούχοι στην αποζημίωση. Αναφέρθηκε συναφώς σε σειρά εγγράφων, μεταξύ των οποίων και σε ασφαλιστήριο, αντίγραφα των οποίων προσάχθηκαν. Τελικά, στην ίδια την "απόδειξη υποκατάστασης". Το πρωτόδικο δικαστήριο, στη βάση αυτής της μαρτυρίας, έκρινε πως αποδείχθηκε ότι οι εφεσίβλητοι 2 αποζημίωσαν τους εφεσίβλητους 1 ως οι ασφαλιστές του φορτίου και δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι συντρέχει λόγος για παρέμβασή μας είτε σε σχέση με αυτή τη διαπίστωση είτε με αναφορά σε όσα συζητήθηκαν ως προς τις εσωτερικές, για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, σχέσεις των εφεσιβλήτων μεταξύ τους.

Αναφορικά, τώρα, με το παράλληλο επιχείρημα των εφεσειόντων πως δεν υπήρξε εκχώρηση ώστε να νομιμοποιούνται οι εφεσίβλητοι 2, έστω και στη βάση των πιο πάνω. Είναι ορθό πως η "απόδειξη υποκατάστασης" στην οποία, ας σημειωθεί, γίνεται αναφορά σε υποχρέωση των εφεσιβλήτων 1 να βοηθήσουν τους ασφαλιστές στην ανάκτηση του ποσού και σε εξουσιοδότηση για καταχώρηση αγωγής στο όνομά τους, δεν ενσωματώνει εκχώρηση. Στην απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας προς αυτή την κατεύθυνση, η αναφορά της πρωτόδικης απόφασης σε εκχώρηση είναι λανθασμένη.

Υπάρχει όμως νομολογία πως, παρόλο τούτο, υπάρχει νομιμοποίηση ενόψει των Κανονισμών 30 και 31 των περί Ναυτοδικείου της Κύπρου Κανονισμών. Πρώτα είναι η απόφαση του Μαλαχτού Δ. στην Jordan Constructing v. Selia Shipping (1985) 1 CLR 5. H αγωγή ασκήθηκε στο όνομα του ασφαλισμένου και των ασφαλιστών και υποβλήθηκε αίτηση για απόρριψη της ως προς τους δεύτερους. Η άποψη ήταν πως παρά την υποκατάσταση δεν είχαν locus standi. Η αίτηση απορρίφθηκε με αναφορά στους πιο πάνω Κανονισμούς. Ο Κανονισμός 30 αναφέρεται στη δυνατότητα να είναι διάδικος πρόσωπο που ενδιαφέρεται στην αγωγή (interested in the action) και ο Κανονισμός 31 ρητά προνοεί πως για τους σκοπούς του Κανονισμού 30 ο ασφαλιστής θα θεωρείται ότι είναι πρόσωπο ενδιαφερόμενο στην αγωγή. Η δεύτερη είναι η απόφαση του Χ"Χαμπή Δ. στην P.T. Asuransi Tokio Marine Indonesia v. Seascope Nagivation Ltd κ.α. Αγωγή αρ. 152/97 ημερομηνίας 20.3.98. Η αγωγή κινήθηκε από τους ασφαλιστές μόνο και ζητήθηκε παραμερισμός του κλητηρίου εντάλματος, μεταξύ άλλων, επειδή δεν υπήρξε εκχώρηση αλλά μόνο υποκατάσταση. Με αναφορά στη νομολογία αναγνωρίστηκε η αρχή για να υιοθετηθεί όμως στο τέλος η υπόθεση Jordan (ανωτέρω). Κρίθηκε ότι "καλώς ο ασφαλιστής εμφανίζεται ως ενάγων στην αγωγή έχοντας αγώγιμο δικαίωμα", εντοπίστηκε ως παράλειψη η μή προσθήκη ως ενάγοντος και του ασφαλισμένου και διατάχθηκε η προσθήκη του. Κατά την ανάλυση μάλιστα του θέματος, σχολιάστηκε και η πρωτόδικη απόφαση που εφεσιβάλλεται στην παρούσα διαδικασία. ΄Οπως, τελικά αναφέρθηκε, "η εξ αρχής έγερση της αγωγής στο όνομα και του ασφαλιστή και του ασφαλισμένου, όπως έγινε στην υπόθεση Jordan και στην υπόθεση Standard Fruit, είναι κατά την άποψή μου η πλέον ορθή διαδικασία".

Αυτά διέλαθαν δυστυχώς της προσοχής των διαδίκων και οι εφεσείοντες προώθησαν τα επιχειρήματά τους χωρίς αναφορά στους αναφερθέντες Κανονισμούς. Τελικά δε, πρόσφατα, η Ολομέλεια επικύρωσε ως ορθούς την ανάλυση και το χειρισμό που έγιναν. Παραθέτουμε το απόσπασμα από την απόφαση που εκδόθηκε από τον Αρτεμίδη Δ., στη σχετική Αίτηση Αναθεώρησης, ημερομηνίας 5.7.00.

"Οι δικηγόροι συμφώνησαν, και το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε, πως στους ενάγοντες δεν είχαν εκχωρηθεί (assigned) τα δικαιώματα των δικαιούχων στα εμπορεύματα. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο δεν θα εγειρόταν αμφισβήτηση στο δικαίωμα των εναγόντων ως εκδοχέων να κινήσουν μόνοι τους την αγωγή, όπως καθόρισε η νομολογία μας στην Chrysostomou v. G.S. Chalkousi & Sons (1978) 1 C.L.R. 10.

΄Ομως, επισημάναμε ήδη πως οι ενάγοντες αντικατέστη- σαν τους δικαιούχους σύμφωνα με την αρχή του subroga-tion. Με αυτό ως δεδομένο, και χωρίς οποιαδήποτε νομοθετική διάταξη που να επιτρέπει κάτι τέτοιο, οι ενάγοντες δεν θα μπορούσαν να καταχωρήσουν με το όνομά τους, ως οι μόνοι ενάγοντες την αγωγή, όπως έγινε εδώ, χωρίς να συνενώνονται ως ενάγοντες και οι ασφαλιζόμενοι δικαιούχοι των εμπορευμάτων. ΄Ετσι και έκρινε στην εμπεριστατωμένη απόφασή του, ορθά κατά τη γνώμη μας, ο συνάδελφος που δίκασε πρωτόδικα την αίτηση. Μετά την πιο πάνω κατάληξη του όμως, και αυτεπάγγελτα, έδωσε την πρέπουσα θεραπεία. Διέταξε την τροποποίηση του τίτλου της αγωγής, ώστε να προστεθούν ως ενάγοντες 2 και οι ασφαλιζόμενοι δικαιούχοι στα εμπορεύματα. Η ενέργεια αυτή του Δικαστηρίου δεν ήταν αυθαίρετη. Επικλήθηκαν οι Κανονισμοί 30 και 31 των περι Ναυτοδικείου της Κύπρου Κανονισμών, οι πρόνοιες των οποίων δίδουν στο Δικαστήριο τέτοια εξουσία."

 

 

Ενόψει των πιο πάνω, δεν είμαστε έτοιμοι να δεκτούμε πως τεκμηριώθηκε η εισήγηση σε σχέση με τη νομιμοποίηση των εφεσιβλήτων 2. Αντίθετα θα πρέπει να επιτύχει η αντέφεση, εννοείται εφόσον θα αποτύχουν και οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης.

Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στη νομιμοποίηση των ίδιων των εφεσιβλήτων 1. Οι εφεσείοντες αναφέρονται στην υπόθεση "Τhe Aliakmon" (1986) 1 Lloyd's Rep. 1 στο άρθρο 1 της Βill of Lading Act του 1855 και στην Sewell v. Burdick 10 App. Cas. 74 στην οποία αναφέρθηκε και το πρωτόδικο δικαστήριο, αλλά δεν συζήτησαν ιδιαίτερα νομικά ζητήματα. Η αντιγνωμία που εκδηλώθηκε και που συνιστά το αντικείμενο της εξέτασης στο πλαίσιο αυτού του λόγου έφεσης αφορά στο κατά πόσο από τη μαρτυρία που προσάχθηκε θεμελιώθηκε πως οι εφεσίβλητοι 1 ήταν οι ιδιοκτήτες του φορτίου και, συναφώς, νόμιμοι κάτοχοι της φορτωτικής.

Στη φορτωτική αναφέρονται ως φορτωτές η Standard Fruit Company, της Κόστα Ρίκα. Η κάποια ομοιότητα της επωνυμίας τους προς εκείνη των εφεσιβλήτων 1, είναι συμπτωματική. ΄Εχει ξεκαθαρίσει πως είναι δυο εντελώς ξεχωριστές νομικές οντότητες, ασύνδετες μεταξύ τους, και είναι η κεντρική θέση των εφεσειόντων πως, στην πραγματικότητα, ιδιοκτήτης του φορτίου είναι η Standard Fruit Company. Παρεμβάλουμε, όμως, πως κλήθηκε από τους εφεσίβλητους ως μάρτυρας ο Ε. Alvarado (ME1), διευθυντής επιχειρήσεων της Standard Fruit Company, την οποία περιέγραψε ως το μεγαλύτερο εξαγωγέα μπανανών στην Κόστα Ρίκα και δεν προκύπτει από τη μαρτυρία του διεκδίκηση προς τέτοια κατεύθυνση.

Η επιχειρηματολογία των εφεσειόντων είχε ως βασικό της στήριγμα την αντίληψη πως η φορτωτική βρισκόταν στην κατοχή του Ε. Αlvarado και, συνεπώς, της Standard Fruit Company και όχι των εφεσιβλήτων 1. Το ίδιο και άλλα έγγραφα, όπως το μανιφέστο του πλοίου και το πιστοποιητικο καλής κατάστασης των μπανανών, τα οποία αναφέρονται στην Standard Fruit Company και σε κανένα τους σημείο στους εφεσίβλητους 1. Είχαν ενστεί οι εφεσείοντες στην προσαγωγή αυτών των εγγράφων και επαναφέρουν το θέμα με το αιτιολογικό πως θα έπρεπε να απαγορευθεί η παρουσίασή τους αφού ήταν στην Standard Fruit Company που αναφέρονταν, και, πάντως, δεν περιλαμβανόταν στην ΄Εκθεση Απαίτησης ισχυρισμός ότι αυτή η εταιρεία ήταν η κάτοχος της φορτωτικής ή ότι φόρτωσε το φορτίο στο πλοίο.

Μπορούμε με συντομία να εξετάσουμε αυτά τα προκαταρκτικά ζητήματα για να επικεντρωθούμε στη συνέχεια σε όσα προβάλλονται ως η ουσία του επιχειρήματος. Οι εφεσίβλητοι 1 ισχυρίζονται στην ΄Εκθεση Απαίτησής τους πως ήταν οι ιδιοκτήτες του φορτίου, στην ανταπαίτησή τους μάλιστα προβάλλουν τον ισχυρισμό πως η εταιρεία Comafrica SRL, που αναφέρεται στη φορτωτική ως τα πρόσωπα προς τα οποία θα έπρεπε να δοθεί ειδοποίηση στο λιμάνι εκφόρτωσης, ήταν αντιπρόσωποί τους και ήταν επιτρεπτή η προσαγωγή της μαρτυρίας ως ευρύτερα σχετικής προς την ιδιοκτησία του φορτίου. Είναι στοιχειώδες πως στις έγγραφες προτάσεις δεν περιλαμβάνεται μαρτυρία και, βέβαια, το ζήτημα της αποδεικτικής αξίας της μαρτυρίας που προσάγεται, είναι διαφορετικό. Σημειώνουμε, επίσης, πως δεν βρίσκει στήριγμα στη μαρτυρία ο ισχυρισμός πως ο Ε. Αlvarado κατείχε ο ίδιος και παρουσίασε τη φορτωτική. Η φορτωτική του επεδείχθη από το δικηγόρο των εφεσιβλήτων, την αναγνώρισε και κλήθηκε να την παρουσιάσει. Θέμα δε ως προς το νομότυπο αυτού του χειρισμού δεν ετέθη.

Το πρώτο παράπονο των εφεσειόντων σε σχέση με τη διαπίστωση ότι οι εφεσίβλητοι 1 ήταν οι ιδιοκτήτες του φορτίου αφορά στο επιτρεπτό των εξηγήσεων που δόθηκαν από μάρτυρες σε σχέση με τη διασύνδεση διαφόρων εταιρειών που αναφέρθηκαν. Μετά, στην αξία αυτής της μαρτυρίας και στα συμπεράσματα τα οποία θα μπορούσαν να εξαχθούν από αυτή. Είναι γεγονός ότι οι μάρτυρες σε πολλά σημεία αναφέρθηκαν ή αφέθηκαν να αναφερθούν με τρόπο χαλαρό στις διάφορες εταιρείες που κατά τη μαρτυρία τους εμπλέκονταν. Αυτό προκάλεσε σύγχυση στην οποία αναφέρθηκε και το πρωτόδικο δικαστήριο, ενώπιόν μας δε έχουμε και ισχυρισμούς που δείχνουν ότι σε ορισμένα σημεία που έθιξαν οι εφεσείοντες εμφιλοχωρεί σφάλμα σε σχέση με τη διασύνδεση των εταιρειών. Εκείνο όμως που είναι κρίσιμο για τους σκοπούς του θέματος που εγείρεται στην έφεση είναι η αιτιολόγηση της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου πως πράγματι οι εφεσίβλητοι 1 ήταν οι ιδιοκτήτες του φορτίου και συνακολούθως ότι νομοτύπως κατείχαν τη φορτωτική. Το πρωτόδικο δικαστήριο, όπως σημειώσαμε, έκρινε πλήρως αξιόπιστους τους μάρτυρες που κάλεσαν οι εφεσίβλητοι και το βασικό θέμα είναι εάν από αυτή τη μαρτυρία ήταν νομικά επιτρεπτό να είχε αχθεί στο πιο πάνω συμπέρασμα. Συζητήθηκαν συναφώς σειρά λεπτομερειών σε σχέση με το κατά πόσο οι μάρτυρες ήταν σε θέση να αναφερθούν σε ορισμένα θέματα ενώ, όπως υποδεικνύουν οι εφεσίβλητοι, κατά το πλείστο αυτά προέκυψαν κατά την αντεξέτασή τους.

΄Εχουμε μελετήσει τα δεδομένα και δεν νομίζουμε ότι δικαιολογείται να εμπλακούμε σε λεπτομέρειες. Ο Chris Larkin (ME7), ήταν το 1989 Διευθυντής Επιχειρήσεων της Transimar Limited που εδρεύει στο Λονδίνο η οποία, μεταξύ άλλων, ήταν οι "διευθύνοντες πράκτορες" των εφεσιβλήτων 1 και ήταν η μαρτυρία του πως ο ίδιος έδωσε σ΄αυτούς την παραγγελία για το επίδικο φορτίο. Αναφέρθηκε στην πρακτική που ακολουθείται σ΄αυτές τις περιπτώσεις, να διακινούνται οι μπανάνες με τηλεφωνικές παραγγελίες, και βεβαίωσε πως μετά την πυρκαϊά, την οποία πληροφορήθηκε την επομένη της έκρηξής της, οι εφεσίβλητοι 1, μετά από δικό τους αίτημα, αντικατέστησαν μερικώς το φορτίο,με άλλο. Η J. Dodds (ΜΕ5) βεβαίωσε πως η ίδια προσωπικά πλήρωσε για λογαριασμό των εφεσιβλήτων 1, που είχαν αγοράσει το επίδικο φορτίο, την αξία του και το ναύλο για τη μεταφορά του με το πλοίο KASTORA. Το 1989 εργαζόταν στην Dole Fresh Fruit Company, η οποία πωλούσε μπανάνες στους εφεσίβλητους 1. Η Dole αγόρασε το επίδικο φορτίο από τη Standard Fruit Company και στη συνέχεια το πώλησε στους εφεσίβλητους 1. ΄Ηταν σε θέση να γνωρίζει από πρώτο χέρι τα συντελεσθέντα γιατί, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο των καθηκόντων της, ήταν εξουσιοδοτημένη να τηρεί και τηρούσε, τους λογαριασμούς και τα βιβλία των εφεσιβλήτων 1. Σε σχέση με τις ενέργειές της παρουσίασε σχετικό τιμολόγιο, εξήγησε πως αυτό εκδόθηκε από την Dole προς τους εφεσίβλητους 1, οι οποίοι αναφέρονται σ΄αυτό συνοπτικά ως "Standard Fruit Bermuda". Eπρόκειτο για "αντίγραφο" αλλά οι μάρτυρες δικαιολόγησαν την αδυναμία προσαγωγής του πρωτοτύπου. Αυτά τα έγγραφα, κατά την πολιτική της εταιρείας, καταστρέφονταν αφού μεταφέρονταν σε μικροφίλμ και το τεκμήριο ήταν εκτύπωση από αυτό. Αντεξετάστηκε η μάρτυρας, μεταξύ άλλων, και για τον τρόπο πληρωμής του ποσού. Κατέθεσε πως αυτή έγινε με τηλεγραφικό έμβασμα και με πρόσκληση των εφεσειόντων παρουσίασε εκτύπωση από μικροφίλμ που περιέχει εντολή των εφεσιβλήτων 1 προς τράπεζα για πληρωμή του ποσού που αναφέρθηκε, προς την Dole. Kατά τον ίδιο τρόπο, κατατέθηκαν εκτυπώσεις τηλεγραφικών εντολών με έμβασμα σε σχέση με το ναύλο και οι εφεσείοντες θέτουν τώρα θέμα σε σχέση με τη δυνατότητα απόδειξης των πληρωμών δια μέσου αυτών των εγγράφων, κυρίως αφού δεν συνιστούν απόδειξη πληρωμής αλλά απλώς εντολές, οι οποίες μάλιστα δόθηκαν σύμφωνα με την ημερομηνία που φέρουν, μετά την καταστροφή του φορτίου.

Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι δικαιολογείται παρέμβασή μας. Η φόρτωση των μπανανών στο KASTORA για μεταφορά και η καταστροφή τους στο τέλος, είναι αδιαμφισβήτητες. Βρισκόταν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ο διευθυντής επιχειρήσεων της Standard Fruit Company στην οποία, κατά τους εφεσείοντες, ανήκε το φορτίο και δεν προκύπτει από τη μαρτυρία του οτιδήποτε που θα ήταν δυνατό να στηρίξει τέτοια εκδοχή. Κατέθεσαν μάρτυρες που είχαν προσωπική γνώση του θέματος, το πρωτόδικο δικαστήριο δέκτηκε πως κατέθεσαν την αλήθεια και δεν έχουμε κανένα λόγο για ανατροπή αυτής της κρίσης. Προέκυπτε από τη μαρτυρία η αγορά των μπανανών από τους εφεσίβλητους 1 και η πληρωμή της συμφωνηθείσας αξίας τους και του ναύλου για τη μεταφορά τους. Το γεγονός ότι οι πληρωμές έγιναν μετά την καταστροφή των μπανανών δεν μπορεί να έχει την επίπτωση που εισηγήθηκαν οι εφεσείοντες. Δεν προκύπτει πως ήταν όρος για τη συντέλεση της αγοράς και τη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας η προπληρωμή και κάποιος θα μπορούσε να σκεφτεί και το γιατί οι εφεσίβλητοι 1 θα παρεμβάλλονταν, μετά την καταστροφή του φορτίου, αν πράγματι ήταν άσχετοι προς το θέμα. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι τα έγγραφα που προσκομίστηκαν ήταν, κάτω από τις περιστάσεις, ενόψει της καταστροφής των πρωτοτύπων, η καλύτερη δυνατή μαρτυρία ως προς το ζήτημα που κάλυπταν. ΄Ομως, δεν προσκομίστηκαν ως αφ΄εαυτών αποδεικτικά των πληρωμών, πολύ λιγότερο αφού ορισμένα κατατέθηκαν με πρόσκληση των εφεσειόντων, δεν προσεγγίστηκαν ως τέτοια και καταλήγουμε πως ο λόγος έφεσης σε σχέση με την ιδιοκτησία του φορτίου και την κατοχή της φορτωτικής από τους εφεσίβλητους 1, πρέπει να απορριφθεί.

Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου πως οι εφεσείοντες παρέβησαν την υποχρέωση τους να διαθέσουν αξιόπλοο πλοίο και ότι έχουν επιδείξει αμέλεια ως μεταφορείς. Προσέχουμε ότι όσα αναπτύχθηκαν από τους εφεσείοντες στο πλαίσιο του αφορούν μόνο στο αξιόπλοο του πλοίου. Συζητούν οι εφεσείοντες αν η ευθύνη για διάθεση αξιόπλοου πλοίου είναι απόλυτη, όπως τη χαρακτήρισε το πρωτόδικο δικαστήριο και εισηγούνται πως το ορθό κριτήριο συνίσταται στο κατά πόσο οι πλοιοκτήτες επέδειξαν δέουσα επιμέλεια ώστε να είναι αξιόπλοο το πλοίο. Σχολίασαν τη νομολογία, αναφέρθηκαν στον κανόνα 2 και άρθρο ΙΙΙ των Κανόνων της Χάγης και εισηγήθηκαν πως, "απέδειξαν ότι εξάσκησαν τη δέουσα επιμέλεια για να καταστήσουν το πλοίο αξιόπλοο και ότι το πλοίο ήταν αξιόπλοο πριν και κατά την έναρξη του ταξιδιού".

Δεν έχουν αμφισβητήσει οι εφεσείοντες πως η ύπαρξη φλάντζας αποσυνδεδεμένης, όπως αυτή που εντοπίστηκε, καθιστούσε το πλοίο αναξιόπλοο. Αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα της επιχειρηματο- λογίας τους η αντίληψη πως η αποσύνδεση της φλάντζας έγινε από το ίδιο το πλήρωμα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Επομένως, όπως εισηγούνται, δεν θα μπορούσαν να είναι υπόλογοι γι΄αυτήν αφού η υποχρέωση για εύλογη επιμέλεια ώστε να είναι αξιόπλοο το πλοίο υφίσταται πριν από και κατά την έναρξη του ταξιδιού. ΄Ομως οι εφεσείοντες δεν προσήγαγαν μαρτυρία αναφορικά με τα πράγματι διατρέξαντα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Ο J.G. Αtherton αναφέρθηκε σε πληροφορίες που πήρε και σε πιθανότητα να είχε αποσυνδεθεί η φλάντζα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού αλλά δεν ήταν αυτή μαρτυρία που να θεμελιώνει τέτοιο γεγονός. Οι εφεσείοντες επικαλέστηκαν ένα ακόμα σημείο της μαρτυρίας του J.G. Atherton. O μάρτυρας εξέφρασε τη γνώμη πως η πυρκαϊά ήταν τυχαία και, κατά την εισήγησή τους, αυτό προωθούσε τη θέση τους. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Αυτή η πτυχή της μαρτυρίας είναι εντελώς ουδέτερη σε σχέση με το ζήτημα που εξετάζουμε. Ο μάρτυρας αναφέρθηκε στο τυχαίο της πυρκαϊάς για να το αντιδιαστείλει προς το εσκεμμένο. Εννοούσε πως δεν τέθηκε σκόπιμα η πυρκαϊά. Επιπλέον, οι εφεσείοντες επικαλούνται τη μαρτυρία του τελευταίου από τους μάρτυρες που κάλεσαν, εκείνη του Νικολαΐδη, Τεχνικού Μηχανικού Πλοίων. Πρόκειται για το πρόσωπο στο οποίο αποδόθηκε η απαγόρευση, εκ μέρους των πλοιοκτητών, της εισόδου των εμπειρογνωμόνων που απέστειλαν οι ασφαλιστές στο μηχανοστάσιο του πλοίου για διεξαγωγή ελέγχου. Κατέθεσε πως το πλοίο, με βάση πιστοποιητικά των Lloyds διατηρούσε τη κλάση του και πως λίγες μέρες πριν την εκδήλωσή της πυρκαϊάς διενήργησε σ΄αυτό επιθεώρηση ρουτίνας. Κατέθεσε συναφώς έκθεση που φέρει ημερομηνία 14.4.89 στην οποία βεβαιώνει πως το πλοίο ήταν καλό, καλά συντηρημένο και με καλή εμφάνιση. Δεν αναφέρεται στη φλάντζα που βρέθηκε αποσυνδεδεμένη και, κατά την αντεξέτασή του, αναγνώρισε πως δεν είχε αντιληφθεί την προσθήκη σε άλλο σημείο, πλαστικής σωλήνας. Σημειώνει το πρωτόδικο δικαστήριο πως αντεξεταζόμενος ισχυρίστηκε πως δεν γνώριζε πού βρισκόταν το Commercial Court της Αγγλίας για να παραδεχθεί στη συνέχεια πως είχε καταθέσει ως μάρτυρας ενώπιόν του. Είχε δια μέσου της μαρτυρίας του επιχειρηθεί να αποδειχθεί το ύψος του ποσού που κατ΄ ισχυρισμό δαπάνησαν οι εφεσείοντες για τη ρίψη των μπανανών στη θάλασσα και σημείωσε το πρωτόδικο δικαστήριο τη μή αναφορά του σε οποιοδήποτε στοιχείο ή στον τρόπο υπολογισμού του. Αυτή η μαρτυρία απορρίφθηκε στο σύνολό της ως εντελώς αναξιόπιστη. Διατυπώθηκε γι΄αυτό ξεχωριστός λόγος έφεσης και θα τον εξετάσουμε αλλά, για τους λόγους που θα εξηγήσουμε, ως προς το αξιόπλοο του σκάφους, όσα συζητήθηκαν δεν μπορούσαν να έχουν προοπτική σε σχέση με την κατάληξη αυτού του λόγου έφεσης. Σημειώνουμε τώρα πως και άλλα επιχειρήματα, στο πλαίσιο του ίδιου λόγου έφεσης, στηρίχτηκαν στη μαρτυρία του Νικολαΐδη. Το πρωτόδικο δικαστήριο δέκτηκε πως το πλήρωμα δεν ήταν ικανό να χειριστεί θέματα πυρκαϊάς και πως τα συστήματα συναγερμού και καπνού δεν λειτουργούσαν. Δεν προσβάλλονται αυτές οι διαπιστώσεις αλλά υποστηρίζεται πως δεν ήταν επιτρεπτό να εξαχθεί πως το πλοίο ήταν αναξιόπλοο, εξ αιτίας τους. ΄Εγινε, λοιπόν, αναφορά στη μαρτυρία του Νικολαΐδη σε σχέση με τις προϋποθέσεις πρόσληψης προσωπικού και, περαιτέρω, προωθήθηκε η άποψη πως αυτά ήταν ασύνδετα προς την αιτία της ζημιάς. Ως προς το τελευταίο παραγνωρίζεται πως δεν επήλθε όλη η ζημιά δια μιας και υποστηρίζεται πως αφού αυτές οι αδυναμίες ή ελλείψεις δεν ήταν συντελεστικές στην έκρηξη της πυρκαϊάς, είναι άσχετες. Είναι δε καθαρό πως το πρωτόδικο δικαστήριο δεν τις θεώρησε ως σχετικές προς την έκρηξη της πυρκαϊάς αλλά προς την εξάπλωσή της.

Ως προς την απόρριψη τώρα της μαρτυρίας του Νικολαΐδη. Είναι πάγια νομολογημένο πως η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί κατ΄εξοχήν έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου που έχει την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες. Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στη μαρτυρία του Νικολαΐδη, σχολίασε τις διάφορες πτυχές της και ήταν η συνολική του εκτίμηση πως ήταν μάρτυρας που κυρίως ήθελε να βοηθήσει την υπόθεση των εφεσειόντων. Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για παρέμβαση μας στο θέμα αυτό.

Παρά τα πιο πάνω, θα εξηγήσουμε την αντίληψή μας πως ο τρίτος λόγος, δεν θα είχε, εν πάση περιπτώσει, προοπτική. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε υπόλογους τους εφεσείοντες πάνω σε τρεις αυτοτελείς βάσεις. Κατά την πρώτη, οι εφεσείοντες παρέβησαν το συμβατικό τους καθήκον για παράδοση του φορτίου, κατά τη δεύτερη ήταν αμελείς ως μεταφορείς και κατά την τρίτη το πλοίο ήταν αναξιόπλοο. Σε σχέση με την πρώτη, συζητήθηκε το ζήτημα της ιδιοκτησίας του φορτίου και εκείνο της κατοχής της φορτωτικής. Λόγος έφεσης σε σχέση με το νομικό αποτέλεσμα της κρίσης πάνω σ΄αυτά τα θέματα, την οποία έχουμε ήδη επικυρώσει, δεν έχει διατυπωθεί. Δεν έχει αμφισβητηθεί, δηλαδή, πως οι διαπιστώσεις που έγιναν ως προς τα γεγονότα επάγονται συμβατική σχέση από την οποία προέκυπτε το καθήκον της παράδοσης του φορτίου. Επίσης δεν έχει διατυπωθεί λόγος έφεσης αναφορικά με την κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς την προϋπόθεση απαλλαγής των εφεσειόντων, κοινή για όλες τις βάσεις που αναφέρθηκαν. Εξήγησε το πρωτόδικο δικαστήριο πως, σε κάθε περίπτωση, για να τίθεται θέμα απαλλαγής των εφεσειόντων, θα έπρεπε εκείνοι να αποδείξουν πως το ζημιογόνο γεγονός δεν οφειλόταν σε δικό τους πραγματικό σφάλμα ή συμμετοχή (actual fault or privity), με αναφορά στο άρθρο 502 της Merchant Shipping Act του 1894, και δεν έχει αμφισβητηθεί η ορθότητα αυτής της τοποθέτησης.

Κάτω από αυτά τα δεδομένα και επιτυχία των εφεσειόντων ως προς το ζήτημα της βάσης που συζήτησαν, εκείνο του αξιόπλοου του πλοίου ή έστω και της αμέλειας, θα άφηνε άθικτη την πρώτη βάση, εκείνη της συμβατικής ευθύνης σε σχέση με την οποία προβλήθηκαν ισχυρισμοί μόνο ως προς τα πραγματικά γεγονότα, τους οποίους και απορρίψαμε. Είναι γι΄αυτό που σε προγενέστερο σημείο προϊδεάσαμε πως στην ουσία, από αυτή την άποψη, κρίσιμο είναι το ζήτημα του "σφάλματος ή συμμετοχής".

Προχωρούμε, λοιπόν, στην εξέταση του τέταρτου λόγου έφεσης που αναφέρεται ακριβώς σ΄αυτό. Οι εφεσείοντες δεν αμφισβητούν τη θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου πως εκείνοι είχαν το βάρος της απόδειξης. Αντίθετα, το δέχονται ρητά. Στο περίγραμμα αγόρευσής τους θέτουν το θέμα που εγείρουν ως εξής:

"Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε (στην σ.24 της απόφασης) ότι οι Εναγόμενοι δεν έχουν αποσείσει το βάρος της απόδειξης που απαιτείται ώστε να πείσουν ότι η συγκεκριμένη πυρκαγιά δεν οφείλεται σε σφάλμα ή συμμετοχή τους (actual fault or privity) και κατά συνέπεια ότι δεν απαλλάττονται ευθύνης σύμφωνα με τις πρόνοιες του ΄Αρθρου 502 του περί Εμπορικής Ναυτιλίας Νόμου 1894 της Αγγλίας ο οποίος εφαρμόζεται στην Κύπρο βάση των προνοιών του άρθρου 29(2)(α) του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960. Το πιο άνω εύρημα του Δικαστηρίου αντίκειται τόσο στις αποφάσεις των Αγγλικών Δικαστηρίων ερμηνευτικές του άρθρου 502 όσο και στη μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου".

 

 

Συζητούν το θέμα με αναφορά στις Asiatic Petroleum Co Ltd v. Leonard's Carrying Co. Ltd (1914) 1 K.B. 419 που επιβεβαιώθηκε στη Leonard's Carrying Co v. Assiatic Petroleum Co (1915) AC, 705 HL, Paterson Steamship Ltd v. Robin Hood Mills Ltd (1937) 58 Ll. L.R. 3, The Eurysthenes (ανωτέρω). Κυρίως για να αντιδιαστείλουν το απαιτούμενο προσωπικό σφάλμα ή συμμετοχή του πλοιοκτήτη από εκείνα υπηρετών ή αντιπροσώπων του, που δεν αρκούν. Προέβησαν περαιτέρω σε εκτεταμένη αναφορά στην Τhe Star Sea (1997) 1 Lloyd's Rep. 360 η οποία όμως αφορούσε στο κατά πόσο οι ασφαλιστές απέδειξαν ύπαρξη σφάλματος ή συμμετοχής των αντιδίκων τους πλοιοκτητών.

Δεν νομίζουμε ότι τα δεδομένα δικαιολογούν να επεκταθούμε σε συζήτηση ως προς την θεωρία του πράγματος. ΄Εχουμε δει πως οι εφεσείοντες δεν προσκόμισαν οποιαδήποτε μαρτυρία αναφορικά με τα πράγματι διατρέξαντα σε σχέση με την φλάντζα και την πυρκαϊά που εκδηλώθηκε λόγω της αποσύνδεσής της. Στηρίκτηκαν και επί του προκειμένου στην αντίληψη πως η αποσύνδεση έγινε από μέρος του πληρώματος κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Επομένως, λέγουν, δεν ήταν δυνατό να έχουν οι ίδιοι προσωπική ευθύνη ή συμμετοχή. Το έχουμε ήδη υποδείξει πως αυτή η αντίληψη δεν βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία που προσκομίστηκε και δεν χρειάζεται να επανέλθουμε. Το συμπληρωματικό τους στήριγμα, δηλαδή η μαρτυρία του Νικολαΐδη απορρίφθηκε, ο λόγος έφεσης γι΄αυτό δεν ευσταθεί και ο ισχυρισμός για απόσειση του βάρους απόδειξης που δέχονται οι εφεσείοντες ότι υπείχαν, παρέμεινε εντελώς ατεκμηρίωτος.

Ως προς την έφεση, απομένει για εξέταση ο πέμπτος λόγος της. Κατά το πρώτο του σκέλος, το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε πως οι μπανάνες δεν είχαν εξ αρχής τη "φυτική ασθένεια Black Sigatoga ή οιανδήποτε άλλη ασθένεια που να το καθιστά ελαττωματικό".

Δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει το ζήτημα της σημασίας αυτού του θέματος στο πλαίσιο της αντιδικίας όπως την προσδιορίζουν οι λόγοι έφεσης, ενόψει και των συμπερασμάτων στα οποία έχουμε ως τώρα καταλήξει. Η εκτίμηση του πρωτόδικου δικαστηρίου πως "το φορτίο δεν είχε οιανδήποτε ελαττωματικότητα", δικαιολογείται απόλυτα από την προσαχθείσα μαρτυρία. Αυτή, ως προς αυτό το ζήτημα, προερχόταν από την πλευρά των εφεσιβλήτων και κάθε άλλο παρά οδηγούσε προς την κατεύθυνση που εισηγούνται οι εφεσείοντες. Δεν υπήρχε τίποτε που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη διαπίστωση που εισηγούνται και, μάλιστα, όπως εξηγήθηκε από τον ειδικό J. Dement (ME3) αλλά και τον L. Zvniga (ΜΕ4) η ασθένεια "black sigatoga" ποτέ δεν επηρεάζει τον ίδιο τον καρπό. Είναι το φυτό που επηρεάζεται, εξ ου και η ανησυχία των Αρχών της Ιαμαϊκής.

΄Ηταν αναντίλεκτο πως οι αρχές της Ιαμαϊκής απαγόρευσαν την εκφόρτωση των μπανανών στο Kingston. Eίναι και η Ιαμαϊκή παραγωγός μπανανών και φοβούνταν μήπως το φορτίο, όχι οι μπανάνες οι ίδιες, έφεραν το μικρόβιο της ασθένειας. Ο σπόρος της ασθένειας ήταν δυνατό να βρισκόταν στα κλαδιά των μπανανών ή ακόμα και στα κιβώτια μέσα στα οποία ήταν συσκευασμένες και δεν ήταν διατεθειμένες να αναλάβουν τέτοιο κίνδυνο. Δεν υπήρχε, βέβαια, θετική ένδειξη για κάτι τέτοιο αλλά γνώριζαν πως εκείνη η ασθένεια ήταν ξαπλωμένη στην Κόστα Ρίκα. Ούτως ή άλλως, σύμφωνα με την εισήγηση των εφεσειόντων, το πλοίο αναμφιβόλως τέθηκε υπό καραντίνα και, συνεπώς, σύμφωνα με το δεύτερο σκέλος του πέμπτου λόγου έφεσης, οι εφεσείοντες απαλλάσσονταν ευθύνης για τη ζημιά που δεν είχε προκληθεί ως εκείνο το χρονικό σημείο, με βάση την παράγραφο 18 της φορτωτικής και το άρθρο ΙV παρ. 2 των Κανόνων της Χάγης.

Και τα δυο αναφέρονται σε ζημιά που πηγάζει ή προκύπτει από, μεταξύ άλλων, περιορισμούς καραντίνας ή, όπως αποδόθηκε, σε "σύλληψη ή κράτηση πριγκίπων" (arrest or restraint of princes). Έγινε συναφώς αναφορά από τους εφεσείοντες στον Carver (ανωτέρω) Τόμος Ι σελ. 249 § 285 (βλ. και σελίδα 175 της 13ης έκδοσης), στην Miller v. Law Accident Insurance Company (1903) 1 K.B. 712 και στο άρθρο 73(1) του περι Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149, αναφορικά με την ανάγκη να είναι η ζημιά το φυσιολογικό αποτέλεσμα της παράβασης, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων.

Τίποτε από αυτά δεν μπορεί να στηρίξει την άποψη πως, κάτω από τις συνθήκες, ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις της απαλλαγής, έστω και αν η απαγόρευση εθεωρείτο ως περιορισμός καραντίνας ή ακόμα "σύλληψη ή κράτηση πριγκίπων". Το θέτουμε έτσι γιατί είναι ορθή η εισήγηση των εφεσιβλήτων πως το δεύτερο δεν είχε εγερθεί πρωτοδίκως ούτε η αγόρευση γι΄αυτό καλύπτεται από λόγο έφεσης. Η άφιξη του πλοίου στο Kingston ήταν συμπτωματική, στην προσπάθεια αντιμετώπισης των κινδύνων από την πυρκαϊά που εξερράγη. Δεν ήταν το λιμάνι αυτό ο προορισμός του πλοίου σε καμιά περίπτωση και δεν μπορούμε να δεκτούμε ότι αυτή η αναγκαστική εξέλιξη αποσυνδέει τη ζημιά από την πυρκαϊά που προηγήθηκε και την, εξ αιτίας της, καταστροφή του συστήματος ψύξης του πλοίου. Αυτά ήταν η αιτία της ζημιάς και το γεγονός ότι, στην προσπάθεια αντιμετώπισης της κατάστασης, προσφερόταν το Kingston της Ιαμαΐκής, όπου γινόταν παραγωγή μπανανών, δεν δικαιολογεί τέτοια αιτιώδη σύνδεση της ζημιάς προς την απαγόρευση που τέθηκε ώστε να ικανοποιείται ο όρος να πηγάζει ή να προκύπτει από τον περιορισμό ή την απαγόρευση που αναφέρθηκε. Και ο πέμπτος λόγος είναι αβάσιμος.

Μένουν τα ζητήματα της αντέφεσης. Η κατάληξη του πρώτου από αυτά έχει προδιαγραφεί. Η αποζημίωση θα πρέπει να επιδικαστεί υπέρ και των εφεσιβλήτων 1 και η πρωτόδικη απόφαση θα διαφοροποιηθεί αναλόγως.

Το δεύτερο ζήτημα αφορά στο ύψος της αποζημίωσης. Υποστηρίζεται πως θα έπρεπε να είχε επιδικαστεί ποσό ίσο προς την αξία των μπανανών κατά το χρόνο και τον τόπο της παράδοσής τους. Θεωρείται πως ενυπάρχει αντίφαση στην προσέγγιση του ζητήματος αυτού από το πρωτόδικο δικαστήριο. Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε παραπέμψει σε απόσπασμα από τον Carver (ανωτέρω) Δεύτερος Τόμος σελ. 1227 και η εισήγηση είναι πως, πάνω σ΄αυτή τη βάση, ως θέμα γενικής αρχής, θα έπρεπε να είχε επιδικαστεί το ψηλότερο ποσό. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε πως αναδύεται από το απόσπασμα που αναφέρθηκε τέτοια απόλυτη αρχή. Το παραθέτουμε:

"Value to be estimated as at the time and place of delivery. It remains to consider cases in which the carrier has wholly failed to deliver the goods; or has delivered them damaged.

Apart from special circumstances, which may affect the case in such ways as we have been considering, the value of the goods for which compensation must be made, when they have been lost or damaged, is that which they would have had at the time and place at which they ought to have been delivered." (Brandt v. Bowlby (1831) 2 B. & Ad. 932, Rice v. Baxendale (1861) 7 H. & N., 96, The Thyatira (1883) 8 P.D. 155).

... The value is ordinarily estimated by reference to the market price at the place."

 

 

To πρωτόδικο δικαστήριο ακριβώς προέκρινε διαφορετική λύση με αναφορά στα ιδιαίτερα περιστατικά της περίπτωσης. Αναφέρθηκε στο γεγονός ότι "το επίδικο φορτίο αντικαταστάθηκε από άλλο και κατά συνέπεια οι ενάγοντες δεν στερήθηκαν του κέρδους τους" και αμφισβήτηση αυτής της διαπίστωσης ή της διασύνδεσης της, ως ειδικής περίστασης, προς αυτό το θέμα, δεν διατυπώθηκε. Συναφώς

το πρωτόδικο δικαστήριο επισήμανε πως

"ο συνήγορος των εναγόντων παραδέχθηκε στην αγόρευσή του ότι η απαίτηση θα έπρεπε να περιοριστεί στη τιμή κτήσεως του φορτίου πλέον βέβαια του ναύλου το οποίο ποτέ δεν κερδήθηκε."

 

 

Αυτό ήταν το λιγότερο που θα μπορούσε να λεχθεί. Πρωτοδίκως οι εφεσείοντες εισηγήθηκαν πως από τη δήλωση του δικηγόρου των εφεσιβλήτων προέκυπτε εγκατάλειψη της αξίωσης για το ψηλότερο ποσό και περιορισμός της στο ποσό που επιδικάστηκε και αντίλογο επ' αυτού δεν είδαμε στα πρακτικά. Παραθέτουμε τη δήλωση από τη σελίδα 224 των πρακτικών:

"Με όλη την ειλικρίνεια, δεν μπορώ να μήν δεχθώ ότι ο κ. Μοντάνιος σε αυτό το σημείο έχει δίκαιο. Το Δικαστήριο θα αποδώσει δικαιοσύνη και στους ενάγοντες και στον εναγόμενο. Και το ερώτημα, ποιά είναι η υποχρέωση του μεταφορέα, ίσως πού θα τραβήξουμε τη γραμμή. Είμαι υποχρεωμένος να πω ότι η γραμμή είναι στο 3.635.000,00, αλλά από την άλλη δέχομαι τον κανόνα ότι δικαιοσύνη πρέπει να αποδίδεται και στον ενάγοντα και στον εναγόμενο και η βάση της ζημιάς του ιδιοκτήτη στην τιμή κτήσεως, δηλαδή η ζημιά του είναι εκείνη που βγήκε από την τσέπη του και όχι ίσως εκείνα που θα κέρδιζε. Δηλαδή το expectation of profit.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Και το θέμα του ναύλου;

κ. Λεμονάρης: Το δικαιούται σίγουρα. Πλήρωσε το ναύλο και τον πήραν οι εναγόμενοι. Είναι πραγματική ζημιά. Είναι actual loss, ας το πούμε. Βεβαίως η υποχρέωση των ασφαλιστών έναντι των εναγόντων 1 ήταν να πληρώσουν εκείνο που συμφώνησαν."

 

Διαφαίνεται ως μόνο κατά τύπο διατήρηση της αξίωσης και πάντως αναγνώριση πως η αποζημίωση θα έπρεπε να καθοριστεί στη βάση της τιμής κτήσης. Στο πλαίσιο των δεδομένων και ενόψει των παρατηρήσεών μας σε σχέση με όσα υποστήριξαν οι εφεσίβλητοι ενώπιόν μας, δεν στοιχειοθετείται λόγος για ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.

Κατά τη συζήτηση οι εφεσείοντες υποστήριξαν πως θα έπρεπε να μειωθεί ακόμα περισσότερο η αποζημίωση. Το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε και το ναύλο και τέτοια αξίωση δεν υπήρχε στην έκθεση απαίτησης. Παρατηρούμε πως τέτοιος λόγος έφεσης δεν διατυπώθηκε και τέτοιο θέμα θα ήταν εκτός συζήτησης. Εν πάση περιπτώσει, η εισήγηση παραγνωρίζει πως οι εφεσίβλητοι αξίωσαν το μεγαλύτερο ποσό κατ΄επίκληση αρχής η οποία αν εφαρμοζόταν, θα περιέκλειε ή ίσως καλύτερα θα υπερκάλυπτε τη δαπάνη για το ναύλο. Η υιοθέτηση άλλης βάσης, εκείνης της τιμής της κτήσης, όπως ήταν και η εισήγηση των ίδιων των εφεσιβλήτων, εξυπακούει επιδίκαση του μικρότερου ποσού που θα περιλάμβανε και το ναύλο. Στην πραγματικότητα, η επιδίκαση αποζημίωσης με βάση τη τιμή κτήσης και το ναύλο ήταν η συνολική υπαλλακτική λύση εφόσον πετύγχαινε η εισήγηση των ίδιων των εφεσειόντων πως η αποζημίωση δεν έπρεπε να καθοριστεί με βάση την αξία του φορτίου κατά το χρόνο και στον τόπο της παράδοσής του.

Καταλήγουμε ως εξής: Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα. Η αντέφεση επιτυγχάνει εν μέρει. Η απόφαση για απόρριψη της αγωγής των εφεσιβλήτων 1 παραμερίζεται και εκδίδεται υπέρ και αυτών, από κοινού και χωριστά, απόφαση για το ποσό που επιδικάστηκε υπέρ των εφεσιβλήτων 2, πλέον τόκους και έξοδα. Το δεύτερο σκέλος της έφεσης, ως προς το ύψος των αποζημιώσεων, απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα σε σχέση με την αντέφεση.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.

 

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.

 

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.

 

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.

 

 

 

 

 

 

/Mσι.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο