ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 1 ΑΑΔ 1041
AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αίτηση αρ. 20/2000.
Σύνθεση Δικαστηρίου: ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΔΔ.
Αναφορικά με τη Διαταγή 35 Θεσμός 20 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και το άρθρο 43 του περί Δικαστηρίων Νόμου και το άρθρο 3 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 και τη Διαταγή 59 Θεσμοί 1 και 2 των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας.
Αναφορικά με την αίτηση του Ανδρέα Χριστοφόρου από τη Λευκωσία για παραχώρηση άδειας για καταχώρηση εφέσεως εναντίον της αποφάσεως ημ. 31.1.2000 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην αγωγή 4525/99 σε ενδιάμεση αίτηση ημ. 2.11.1999 λόγω λανθασμένων οδηγιών ως προς τα έξοδα.
Αναφορικά με την απόφαση ημ. 31.1.2000 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία εξέδωσε απόφαση στην ενδιάμεση αίτηση ημ. 2.11.1999 στην αγωγή αρ. 4525/99 και επεδίκασε έξοδα που περιορίζονται στα έξοδα καταχώρησης της αιτήσεως και όχι της επακολουθείσας και ολοκληρωθείσας αποδεικτικής διαδικασίας.
- - -
Hμερομηνια: 29 Ιουνίου 2000.
Για τον αιτητή: Χρ. Θεμιστοκλέους.
Για τον καθ΄ ου η αίτηση: Λ. Αστραίου (κα), εκ μέρους Τ. Παπαδόπουλου.
- - -
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.
- - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Π.: Χορηγείται άδεια προς άσκηση έφεσης κατ΄ αποφάσεως του Επαρχιακού Δικαστηρίου που σχετίζεται ή συναρτάται με τα έξοδα της δίκης εφόσον ικανοποιείται μια ή περισσότερες από τις προϋποθέσεις που θέτει η Δ.35, θ.20 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, το κείμενο της οποίας αναγράφεται πιο κάτω:
«Αn appeal fr
Η ερμηνεία και το πλαίσιο εφαρμογής της Δ.35, θ.20 αποτέλεσε το αντικείμενο πολλών δικαστικών αποφάσεων μεταξύ των οποίων Φιλίππου ν. Φιλίππου (1990)1 Α.Α.Δ. 890
. Μάριος Ρούσου κ.ά., Αίτηση αρ. 111/98 - 22.3.1999. Γιώργος Αργυρίδης, Αίτηση αρ. 65/99, 21.2.2000. Κυριακή Φιλίππου-Σάββα, κ.α., Αίτηση αρ. 118/99 - 23.2.2000.Στη Ρούσου (ανωτέρω) εξηγείται ότι δικαιολογείται η παροχή άδειας οποτεδήποτε εμφαίνεται, "it is made to appear", ότι η απόφαση ως προς τα έξοδα:
«(α) αντίκειται προς το νόμο ή διαδικαστικό κανονισμό, ή, (β) βασίζεται σε παρανόηση των γεγονότων, ή (γ) όπου διατάσσεται ο ένας διάδικος να καταβάλει τα έξοδα του άλλου χωρίς επαρκή λόγο.»
Στο στάδιο παροχής άδειας το Δικαστήριο περιορίζεται σε διαπιστώσεις που αφορούν την εμφάνιση του θέματος χωρίς να προβαίνει σε τελική θεώρηση της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου που θα αποτελέσει το αντικείμενο έφεσης εφόσον παρασχεθεί η άδεια. Το κριτήριο για την παροχή άδειας μπορεί να παραλληλισθεί προς εκείνο της θεμελίωσης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν και περιβάλλουν την απόφαση του Δικαστηρίου της οποίας επιζητείται η αναθεώρηση μέσω έφεσης είναι τα ακόλουθα.
Με κλητήριο ένταλμα, γενικά οπισθογραφημένο, ο αιτητής (ενάγων), ενήγαγε τον καθ΄ ου η αίτηση (εναγόμενο), εγείροντας αξίωση για την καταβολή αποζημιώσεων για ζημιά την οποία υπέστη σε αυτοκινητικό δυστύχημα. (Αγωγή αρ. 4525/99, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.) Η αγωγή επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 27 Απριλίου 1999. Ο τελευταίος παρέλειψε να εμφανιστεί. Στις 9 Ιουλίου 1999, υποβλήθηκε έκθεση απαιτήσεως η οποία σύμφωνα με όλες τις ενώπιον μας ενδείξεις δεν επιδόθηκε στον εναγόμενο. Στις 2 Νοεμβρίου 1999, υποβλήθηκε μονομερής αίτηση για την έκδοση απόφασης, εδραζόμενη στην παράλειψη του εναγομένου να εμφανιστεί. Ακολούθως η αγωγή ορίστηκε προς απόδειξη στην απουσία του εναγομένου. Όντως ο αιτητής προχώρησε στην προσαγωγή μαρτυρίας σε διάφορες ημερομηνίες προς θεμελίωση του αγώγιμου δικαιώματος και απόδειξη της ζημίας που υπέστη.
Ακούστηκαν συνολικά πέντε μάρτυρες. Μετά την ολοκλήρωση των καταθέσεων των μαρτύρων, το Δικαστήριο διαπίστωσε την ύπαρξη αναντιστοιχίας μεταξύ του κλητηρίου εντάλματος και της έκθεσης απαιτήσεως ως προς την κλίμακα της αγωγής. Ενώ στο κλητήριο ένταλμα η κλίμακα της αγωγής καθορίζεται ως κείμενη μεταξύ του ποσού των £10,000 έως £25,000, στην έκθεση απαιτήσεως η υλική αποτίμηση του επιδίκου θέματος καθορίζεται σε £25,000 έως £50,000.
Επί τούτου το Δικαστήριο διέταξε την επίδοση της έκθεσης απαιτήσεως στον εναγόμενο πριν ακούσει την αγόρευση του ενάγοντος. Συνάμα γνωστοποιήθηκε στον εναγόμενο η επόμενη ημερομηνία εμφανίσεως ενώπιον του Δικαστηρίου. Στο ενδιάμεσο ο εναγόμενος καταχώρισε εμφάνιση και κατά την επόμενη δικάσιμο εμφανίστηκε στο Δικαστήριο μέσω του δικηγόρου του. Το πρακτικό του Δικαστηρίου της ημέρας εκείνης (31.1.2000), καταγράφει τα διαδραματισθέντα όπως και την απόφαση του Δικαστηρίου της οποίας επιζητείται η αναθεώρηση κατ΄ έφεση εφόσον εξασφαλισθεί άδεια:
«κ. Θεμιστοκλέους: Σήμερα θα δίδετο απόφαση μετά που θα γινόταν επίδοση της τροποποιημένης Έκθεσης Απαιτήσεως. Σήμερα έλαβα σημείωμα εμφανίσεως για τον εναγόμενο. Εν όψει αυτού αντιλαμβάνομαι ότι δεν μπορεί να εκδοθεί απόφαση. Άλλαξε η κλίμακα και είναι εκτός της δικαιοδοσίας σας. Όμως πιστεύω ότι δεδομένης της ολοκλήρωσης της συνοπτικής διαδικασίας ζητούμε τα έξοδα της αίτησης. Η αύξηση της κλίμακας ουδόλως επηρεάζει το Δικαστήριο. Δικαίως ο ενάγοντας προχώρησε στην ακρόαση. Η αύξηση γίνεται με την απλή πρόσθεση χαρτοσήμων. Υποβάλω ότι δικαιούμαι εις τα έξοδα της διαδικασίας. Το θέμα της αλλαγής της κλίμακας δεν πιστεύω ότι επηρεάζει.
κ. Παπαδόπουλος: Το θέμα των εξόδων είναι στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου αλλά θα ήθελα να επισημάνω το γεγονός ότι δεν γνώριζε ο εναγόμενος την ύπαρξη της δικαστικής διαδικασίας κατά την καταχώριση της Έκθεσης Απαιτήσεως για το λόγο ότι ήταν της γνώμης ότι θα συνεχίζετο μια εξώδικη διευθέτηση και εξ απροόπτου τους ειδοποίησαν ότι είχε οριστεί για απόδειξη.»
Το αιτιολογικό της απόφασης του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα περιέχεται στην ακόλουθη καταληκτική περικοπή από την απόφασή του:
«Παραμένει το θέμα των εξόδων της αποσυρθείσας αίτησης. Είμαι της άποψης πως ο ενάγοντας δικαιούται στα έξοδα της καταχώρισης της αιτήσεως, όχι όμως στα έξοδα τα οποία έχει δαπανήσει στις δικάσιμους κατά τις οποίες παρουσίασε την υπόθεση του. Άλλωστε οι αναβολές εκείνες εδόθησαν δια εξυπηρέτηση του ιδίου για να μπορέσει να παρουσιάσει την υπόθεση του σε διαδοχικές ημερομηνίες παρουσιάζοντας τους διάφορους μάρτυρες του. Επιπλέον ο εναγόμενος, θεωρητικά έστω, μπορεί να επικαλείται ότι δεν είχε διάθεση να εμφανιστεί στην αγωγή αν αυτή ήταν περιορισμένη ως αρχικώς στις £25.000 αλλά τώρα επιθυμεί να εμφανιστεί και να αμφισβητήσει ότι ο ενάγοντας δικαιούται εις αποζημιώσεις της τάξης των £50.000.
Συνεπώς η αίτηση ημερομηνίας 2.11.99 απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του ενάγοντα και εναντίον του εναγομένου που περιορίζονται στα έξοδα της καταχώρισης της αιτήσεως αυτής.»
Εύλογα συνάγεται ότι ο πρωτόδικος Δικαστής θεώρησε την οριοθέτηση της υλικής αποτίμησης της απαίτησης ως συστατικό στοιχείο της στοιχειοθέτησης της απαίτησης, προσδιοριστικό του δικαιώματος του εναγομένου να εμφανιστεί. Η θέση αυτή δεν ανευρίσκει έρεισμα στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας. Ο καθορισμός της κλίμακας της διαφοράς δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο της απαίτησης. Όπως διασαφηνίζεται στη Βασιλειάδης κ.ά. ν. Πετρολίνα Λτδ. (1994)1 Α.Α.Δ. 16:
«Η κλίμακα της αγωγής δεν αποτελεί μέρος της γραπτής πρότασης αλλά συνέπειά της. (Βλ. Thoma v. Chambou (1986)1 C.L.R. 68).»
Στην απόφαση του Εφετείου έπεται η πρόταση η οποία αναγράφεται παρακάτω όπου διευκρινίζονται οι λόγοι πρακτικής που επιβάλλουν τον καθορισμό της κλίμακας:
«Με γνωστή την αξίωση των εφεσειόντων η κλίμακα θα προκύψει ως ζήτημα αριθμητικού υπολογισμού και θα εναπόκειται στους εφεσείοντες αλλά και στο Πρωτοκολλητείο να βεβαιωθούν ότι θα έχουν καταβληθεί τα προβλεπόμενα τέλη.»
(Απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου που δόθηκε από τον Κωνσταντινίδη, Δ.)
Ο άλλος λόγος ο οποίος δικαιολογεί την πρακτική καθορισμού της κλίμακας της αγωγής συναρτάται με τις πρόνοιες του Άρθρο 22 του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (Ν.14/60), και ειδικά την πολιτική δικαιοδοσία των Δικαστών του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Συναφείς είναι επίσης και οι πρόνοιες των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που διέπουν τον καθορισμό της δικηγορικής αμοιβής. (Βλ. Δ.59
.)Ο κ. Θεμιστοκλέους υπέβαλε ότι η αμφισβητούμενη απόφαση του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα προσκρούει στις διατάξεις της Δ.16, θ. 7, που προβλέπουν:
«Α
Κατά δεύτερο λόγο ο κ. Θεμιστοκλέους υπέβαλε ότι οι λόγοι οι οποίοι παρέχονται στην απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι επαρκείς για την αποστέρηση των εξόδων του αιτητή.
Η κα. Αστραίου για τον καθ΄ ου η αίτηση υποστήριξε ότι η απόφαση της οποίας επιδιώκεται η θεώρηση κατ΄ έφεση δεν είναι εφέσιμη. Έρεισμα για τη θέση αυτή αντλείται από τις αποφάσεις στις Apak Agro v. Union des Cooperatives (Αρ. 1) (1992)1 Α.Α.Δ. 1166
. Χάσικος κ.α., ν. Χαραλαμπίδη (1990)1 Α.Α.Δ. 389. Φιλίππου ν. Φιλίππου (1990)1 Α.Α.Δ. 890. Άποψή της είναι ότι μόνο τελικές αποφάσεις υπόκεινται σε έφεση. Αυτό αποτελεί σφάλμα. και ενδιάμεσες αποφάσεις υπόκεινται σε έφεση εφόσον ενέχουν συνέπειες και είναι καθοριστικές για τα δικαιώματα διαδίκου. όπως είναι η απόφαση στην προκείμενη υπόθεση. Η απόφαση είναι καθοριστική ως προς τα έξοδα της ανατραπείσας με την εμφάνιση του εναγομένου διαδικασίας. είναι δε τελική εφόσο δεν υπόκειται σε επαναθεώρηση σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας.Η απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου εμπεριέχει στοιχείο αντινομίας σε τούτο
. εάν ήταν επιβεβλημένη η επίδοση της έκθεσης απαιτήσεως λόγω της μεταβολής της κλίμακας του επιδίκου θέματος το αίτημα για την απόδειξη της υπόθεσης άνευ ετέρου στην απουσία του εναγομένου θα ήταν εξαρχής ανυπόστατο. Επομένως δεν θα ήταν παραδεκτή ούτε η επιδίκαση υπέρ του αιτητή-ενάγοντος, των εξόδων της δαπάνης για την υποβολή της αίτησης.Εμφαίνεται, ως είναι η κατάληξή μας, ότι η απόφαση του Δικαστηρίου έρχεται σε αντίθεση με τις πρόνοιες της Δ.16, θ.7. Εξίσου εμφανής είναι η απουσία επαρκών λόγων προς στέρηση των εξόδων της διαδικασίας απόδειξης την οποία ο αιτητής είχε το δικαίωμα να υποβάλει μονομερώς. (Βλ. Δ.16, θ.7 και Δ.48, θ.8(s).
)Παρέχεται άδεια στον αιτητή να εφεσιβάλει την απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου της 31ης Ιανουαρίου 2000. Η έφεση θα υποβληθεί μέσα σε επτά μέρες από σήμερα. Τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της έφεσης.
Πικής, Π.
Ηλιάδης, Δ.
ΧατζηΧαμπής, Δ.
/ΑυΦ.