ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 1 ΑΑΔ 882

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10503

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΗΛΙΑΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ/στών

Μεταξύ:

΄Αννας Ανδρέα Χαραλαμπίδου, από το Πέρα Χωρίο Νήσου

και τώρα στην Πάφο,

Εφεσείουσας-Εναγόμενης

- και -

Μύριας Πέτρου Λοΐζου, από τη Λεμεσό και τώρα στον Καναδά,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας

------------------------

9 Ιουνίου, 2000

Για την Εφεσείουσα: Λ. Κληρίδης.

Για την Εφεσίβλητη: Π. Ευσταθίου.

------------------------

Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.

------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΙΚΗΣ, Π.: Βάσει γραπτής σύμβασης, (1/9/92), η εφεσίβλητη συμφώνησε να πωλήσει στην εφεσείουσα το ½ του μεριδίου της σε οικόπεδο στη Λεμεσό, έναντι του ποσού των £13.000,00, με την επιφύλαξη ότι τα μεταβιβαστικά θα καταβάλλονταν από την εφεσίβλητη (πωλήτρια) και όχι από την εφεσείουσα, ως διαλαμβάνει ο νόμος - (Πίνακας (΄Αρθρο 3) παράγραφος 3 του περί Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος (Τέλη και Δικαιώματα) Νόμου, ΚΕΦ. 219, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 66/79). Το τίμημα θα καταβαλλόταν σε τρεις δόσεις:-

(α) £4.000,00 με την υπογραφή της συμφωνίας.

(β) £4.000,00 κατά τη μεταβίβαση. και

(γ) Το υπόλοιπο - £5.000,00 - σε δύο ίσες μηνιαίες δόσεις μετά τη μεταβίβαση.

Η μεταβίβαση έγινε στις 29 Σεπτεμβρίου, 1992.

Δύο, περίπου, χρόνια αργότερα, η εφεσίβλητη ενήγαγε την εφεσείουσα, αξιώνοντας:-

(α) Την ακύρωση της συμφωνίας της 1ης Σεπτεμβρίου, 1992, και, συνακόλουθα, την ακύρωση της μεταβίβασης. διαζευκτικά,

(β) £9.000,00, υπόλοιπο του τιμήματος αγοράς του κτήμα-τος, το οποίο παρέμεινε ανεξόφλητο.

Η εφεσείουσα πρόβαλε υπεράσπιση ότι εξόφλησε το χρέος, καταβάλλοντας στην εφεσίβλητη σε μετρητά το μεγαλύτερο μέρος του τιμήματος πριν τη μεταβίβαση του κτήματος και το υπόλοιπο, ανερχόμενο σε περίπου £2.200,00, με επιταγές, που εξέδωσε ο σύζυγός της (τότε αρραβωνιαστικός της) υπέρ της πωλήτριας.

Κατά την ακρόαση, ήρθε σε φως ότι, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, η εφεσίβλητη δήλωσε στις κτηματολογικές αρχές ότι παρέλαβε ολόκληρο το τίμημα πωλήσεως. Παράλληλα, της χορηγήθηκε πιστοποιητικό από το Κτηματολογικό και Χωρομετρικό Τμήμα, το οποίο υπογράφηκε και από τα δύο μέρη, απευθυνόμενο στην αρμόδια τραπεζική αρχή, όπως δεχθεί το προϊόν της πώλησης του κτήματος, ανερχόμενο σε £13.000,00, σε δεσμευμένο λογαριασμό επ' ονόματι της δικαιοπαρόχου, δηλαδή της εφεσίβλητης, ώστε να καταστεί δυνατή η μεταφορά του στον Καναδά, όπου, ως φαίνεται, είχε κατά το χρόνο εκείνο τη μόνιμη κατοικία της η εφεσίβλητη.

Αντεξεταζόμενη, η εφεσίβλητη παραδέχτηκε ότι παρέλαβε, κατά την ημέρα της μεταβίβασης, επιταγές και ορισμένο χρηματικό ποσό. Κατέθεσε:-

«Α. Μου είχε δώσει μερικές επιταγές την ημέρα που είχαμε πάει για να μεταβιβάσουμε, μου είχε δώσει μερικά λεφτά και μερικές επιταγές.»

Βέβαιο είναι ότι, μεταξύ των ποσών που καταβλήθηκαν από την εφεσείουσα προς όφελος και για λογαριασμό της εφεσίβλητης, προς εκπλήρωση της συμβατικής υποχρέωσής της, είναι και τα μεταβιβαστικά.

Η εκδοχή της εφεσείουσας, ως επιμαρτυρείται από την ίδια και το σύζυγό της, είναι ότι, με την εξαίρεση ποσού £2.200,00, κατέβαλε σε διάφορες ημερομηνίες πριν τη μεταβίβαση την οφειλή της προς την εφεσίβλητη. Το υπόλοιπο (περίπου £2.200,00) καταβλήθηκε στην εφεσίβλητη την ημέρα της μεταβίβασης με επιταγές του συζύγου της. Η θέση της εφεσείουσας συνάδει πλήρως με τη δήλωση της εφεσίβλητης στις κτηματολογικές αρχές - ότι της καταβλήθηκε το τίμημα αγοράς - καθώς και με το αίτημά της για την κατάθεση του εισπραχθέντος ποσού σε ειδικό λογαριασμό, ώστε να είναι δυνατή η μετατροπή του σε ξένο συνάλλαγμα και η εξαγωγή του στο εξωτερικό.

Η εκδοχή της (εφεσείουσας) υποστηρίζεται και από δύο άλλους μάρτυρες, που κατέθεσαν για την υπεράσπιση, τραπεζικούς υπαλλήλους, οι οποίοι υπηρετούσαν στα υποκαταστήματα της Ελληνικής Τράπεζας στη Λευκωσία (υποκατάστημα Προδρόμου) και στο Δάλι, όπου ο σύζυγος της εφεσείουσας διατηρούσε λογαριασμούς. Ο πρώτος από αυτούς (Μιχάλης Γεωργούδης) κατέθεσε ότι, σε ημερομηνία, την οποία δεν μπορούσε να ανακαλέσει στη μνήμη του με βεβαιότητα, πολλά χρόνια πριν από την ημέρα που έδωσε μαρτυρία, ο σύζυγος της εφεσείουσας κατέβαλε σε μετρητά στην εφεσίβλητη, στο γραφείο του, ποσό £3.000,00 - £4.000,00.

Ο δεύτερος τραπεζικός (Πετράκης Ζωνιάς) ανέφερε ότι, σε χρόνο που δεν μπορούσε να καθορίσει με βεβαιότητα, χρόνια πριν την ημερομηνία που κατέθεσε, επισκέφθηκε το υποκατάστημα της τράπεζας η εφεσίβλητη μαζί με το σύζυγο της εφεσείουσας, ο οποίος εξαργύρωσε επιταγές πελατών του.

Η μαρτυρία των δύο υπαλλήλων της τράπεζας σκοπούσε να ενισχύσει τη θέση της εφεσείουσας, ότι, εκτός από το ποσό της προκαταβολής, κατέβαλε η ίδια ή ο σύζυγός της σημαντικά χρηματικά ποσά στην εφεσίβλητη, έναντι του χρέους της, πριν την ημερομηνία μεταβίβασης.

Το Δικαστήριο αποδέχτηκε, άνευ όρων, ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και σ' αυτή βασίστηκε για να εκδώσει απόφαση υπέρ της για ποσό £9.000,00. Σημείωσε (το Δικαστήριο) τις αντιφάσεις της εφεσίβλητης, αναφορικά με τα διαδραματισθέντα κατά την ημέρα της μεταβίβασης. Αναφέρει επί του θέματος:-

«Προς το τέλος της αντεξέτασης της απήντησε σε σχετικές ερωτήσεις αναφορικά κατά πόσο την ημέρα της μεταβίβασης του ακινήτου πληρώθηκε οιαδήποτε ποσά και οι απαντήσεις της ήτο αντίθετες. Ητοι αφ' ενός ισχυρίσθηκε ότι δεν πληρώθηκε ενώ αφ' ετέρου ότι πληρώθηκε. Ενδεχομένως οι απαντήσεις αυτές να ωθούσαν κάποιο να πρόβαλε* την θέση ότι η Ενάγουσα είναι ανειλικρινής και αναξιόπιστη. ΄Ομως προσεκτική εξέταση των δύο εκδοχών που τέθησαν ενώπιον του Δικαστηρίου από τους διάδικους και μάρτυρες της Εναγομένης αποκαλύπτει ότι αυτή (Ενάγουσα) δεν ψεύδεται. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.»

Οι λόγοι, τους οποίους παραθέτει (το Δικαστήριο), συνοψίζονται στους ακόλουθους:-

(α) Το πωλητήριο έγγραφο προνοούσε πληρωμή της προ-καταβολής κατά την υπογραφή του συμβολαίου. Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός της εφεσείουσας - ότι η προκαταβολή, ουσιαστικά, καταβλήθηκε πριν την υπογραφή του συμβολαίου - είναι αντιφατικός προς τις πρόνοιες της συμφωνίας. Από το γεγονός αυτό, το Δικαστήριο διαπίστωσε αντίφαση στη θέση της εφεσείουσας.

Το γεγονός ότι η προκαταβολή καταβλήθηκε, είναι ένα από τα ολίγα μη αμφισβητηθέντα γεγονότα. Δυσκολευόμεθα να κατανοήσουμε τους λόγους, για τους οποίους αποδόθηκε τόση σημασία στη φαινομενική αυτή αντίφαση, όλως ιδιαίτερα, ενόψει του υποβιβασμού της σημασίας αντιφάσεων στη θέση της εφεσίβλητης σε αμφισβητούμενα θέματα, όπως εκείνα που σχετίζονται με την εξόφληση της οφειλής της εφεσείουσας.

(β) Η ουδετερότητα, όπως χαρακτηρίζεται, της μαρτυρίας των δύο τραπεζικών υπαλλήλων. Δε διατυπώνονται όμως ερωτηματικά αναφορικά με την αξιοπιστία τους.

Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου:-

«..., εν όψει της αδυναμίας της μαρτυρίας των αναφορικά με το χρόνο που έγιναν οι ισχυριζόμενες πληρωμές εις τα υποκαταστήματα των και μη επακριβή καθορισμό των πληρωθέντων ποσών είναι ουδέτερες και δεν επιβεβαιώνουν, ούτε διαψεύδουν τις εκδοχές των διαδίκων. Πέραν τούτων ειδικά δε ο Μ.Υ.3 πιστεύω ότι δεν θυμόταν και προέβαινε σε εικασίες. Η Ενάγουσα σχετικά ισχυρίσθηκε ότι πράγματι επισκέφθηκε τα δύο ως άνω παραρτήματα όμως διά διακανονισμό επιταγών του Μ.Υ.1 που της δόθησαν διά την προκαταβολή.»

Η μαρτυρία των δύο τραπεζικών υπαλλήλων, ιδιαίτερα του Μ.Υ.2 - Μιχάλη Γεωργούδη - δεν μπορούσε, με κανένα μέτρο, να χαρακτηριστεί ως ουδέτερη. ΄Ετεινε να υποστηρίξει άμεσα τη θέση της εφεσείουσας ότι καταβλήθηκαν στην εφεσίβλητη μεγάλα χρηματικά ποσά, εκτός από την προκαταβολή. Η πάροδος του χρόνου δεν εξουδετερώνει, εξ αντικειμένου, τη μνήμη. Στο βαθμό που η μνήμη είχε ατονήσει και ο μάρτυρας δεν μπορούσε να ανακαλέσει με ακρίβεια γεγονότα, όπως η ημερομηνία του συμβάντος, το ανέφερε ο ίδιος στο Δικαστήριο.

Η εφεσείουσα προσβάλλει την απόφαση, με αναφορά στα πρωτογενή ευρήματα του Δικαστηρίου, τα οποία, κατά τον ισχυρισμό της, αποκαλύπτονται ως ακροσφαλή, υπό το πρίσμα των αντιφάσεων, στις οποίες περιέπεσε η εφεσίβλητη, και γεγονότων υποκείμενων σε αντικειμενική επαλήθευση, που τείνουν να καταρρίψουν την εκδοχή της.

Μετά τη θεώρηση της προσαχθείσας μαρτυρίας και την αποτίμησή της, ως έχουμε αναφέρει, το Δικαστήριο προέβη στα ακόλουθα ευρήματα, ως προς τα διαδραματισθέντα κατά την ημέρα της μεταβίβασης της περιουσίας:-

«Επανερχόμενος εις το αρχικό θέμα που ανέφερα διά την αξιοπιστία της Εναγούσης με τις δύο 'αντικρουόμενες' απαντήσεις της, εκείνο που συνέβη κατά τη γνώμη μου κατά την ημέρα της μεταβίβασης ήτο τ' ακόλουθο. Αφού προηγήθηκε η νέα συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, ως η εκδοχή της Εναγούσης δι' αποπληρωμή ολοκλήρου του υπολοίπου ποσού από £9.000 εντός δύο μηνών από της μεταβιβάσεως του ακινήτου, ο Μ.Υ.1 κατά την ημέρα μεταβίβασης πλήρωσε την Ενάγουσα με μεταχρονολογημένες επιταγές. Αυτός ήτο ένας λόγος που η Ενάγουσα δήλωσε εις τον υπάλληλο του Κτηματολογίου ότι πληρώθηκε το τίμημα, ο άλλος ήτο λόγω της συμπεριφοράς της Εναγούσης.»

Εξ' όσων συνάγεται, καμιά αναφορά δεν έγινε στο Κτηματολόγιο για οποιαδήποτε τροποποίηση της αρχικής συμφωνίας. Εάν, όντως, εξοφλήθηκε το υπόλοιπο της οφειλής, με την έκδοση επιταγών, τότε η δήλωση της εφεσίβλητης στο Κτηματολόγιο - ότι παρέλαβε ολόκληρο το τίμημα πωλήσεως - θα μπορούσε ίσως να χαρακτηριστεί ως νομικά ορθή. Η μαρτυρία συγκλίνει ότι οι επιταγές, που της δόθηκαν την ημέρα εκείνη, εκδόθηκαν από το σύζυγο της εφεσείουσας, προς εξόφληση του χρέους της προς την εφεσίβλητη. Η μη τίμηση των επιταγών παρείχε ξεχωριστό αγώγιμο δικαίωμα στην εφεσίβλητη να διεκδικήσει το ποσό, το οποίο αντιπροσώπευαν, από τον εκδότη τους. Πόσες ήταν οι επιταγές, τι ποσό αντιπροσώπευαν και ποία η εξέλιξη ως προς αυτές, η μαρτυρία δεν το αποκάλυψε. Καθ' όλα ασαφής υπήρξε η μαρτυρία επί του θέματος.

Υπάρχει, όμως, και μια άλλη διάσταση του ιδίου θέματος, η οποία άπτεται της αξιοπιστίας των διαδίκων, την οποία παρείδε ολοσχερώς το Δικαστήριο. Το γεγονός ότι είναι η εφεσείουσα που αποκάλυψε στο δικόγραφό της (Υπεράσπιση) ότι το υπόλοιπο της οφειλής της προς την εφεσίβλητη εξοφλήθηκε κατά την ημέρα της μεταβίβασης, με την καταβολή χρηματικού ποσού και τη χορήγηση επιταγών.

Η βασική πλοκή των γεγονότων, ως διαγράφεται από τα ευρήματα του Δικαστηρίου, εμφαίνεται ως εγγύτερη προς την εκδοχή της εφεσείουσας, σε σύγκριση με εκείνη της εφεσίβλητης.

Η διαπίστωση των πρωτογενών γεγονότων αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του δικάζοντος την υπόθεση δικαστηρίου. ΄Οπως υποδείξαμε στην Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321, το πρωτόδικο δικαστήριο είναι σε εξέχουσα θέση να εκτιμήσει την αξιοπιστία των μαρτύρων. Δικαιολογείται η επέμβαση του εφετείου, μόνο εφόσον, εξ αντικειμένου, τα πρωτογενή ευρήματα καταφαίνονται ως ανυπόστατα - (βλ., μεταξύ άλλων, Καννάουρου κ.α. ν. Σταδιώτη κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35,39).

Καθώς επισημάναμε στην πρόσφατη απόφασή μας - Interamerican Life Insurance Company Ltd. v. Σπύρου κ.ά., Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 10483, 31/3/2000 - όπου τα πρωτογενή ευρήματα του δικάζοντος δικαστηρίου κρίνονται επισφαλή, το εφετείο δεν υποκαθιστά το πρωτόδικο δικαστήριο στη διαπίστωσή τους. Διαπιστώσεις από το εφετείο για το αναξιόπιστο μαρτυρίας μπορεί να γίνουν, μόνο στην περίπτωση που η αναξιοπιστία μάρτυρα είναι τέτοιας υφής, που κανένα δικαστήριο δε θα μπορούσε να αποδώσει πίστη στη μαρτυρία του.

Υπό το πρίσμα των διαπιστώσεων μας, ως προς τη θεώρηση της μαρτυρίας από το δικάζον Δικαστήριο, κρίνουμε ότι τα πρωτογενή ευρήματά του είναι επισφαλή, όπως και η πιθανολόγηση των λογικών τους προεκτάσεων. Καταρρίπτεται, επομένως, το βάθρο της απόφασης του Δικαστηρίου, καθιστώντας την αναδίκαση (επανεκδίκαση) της υπόθεσης αναπόφευκτη.

Δεν αποτελεί λόγο έφεσης η ορθότητα της απόφασης του Δικαστηρίου, υπό το φως αυτών τούτων των ευρημάτων του. Ως εκ τούτου, δε θα επεκταθούμε στην εξέταση του καθαρά νομικού θέματος - κατά πόσο τα ευρήματα του Δικαστηρίου τείνουν να καταδείξουν την εξόφληση του χρέους*. ΄Αλλωστε, με τον παραμερισμό των ευρημάτων του Δικαστηρίου, αφήνεται κενό ως προς τα κρίσιμα γεγονότα που άπτονται της διαφοράς.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Διατάσσεται η αναδίκαση (επανεκδίκαση) της υπόθεσης από άλλο μέλος του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Τα έξοδα της πρώτης θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της δεύτερης δίκης.

 

 

 

 

Π.

 

 

 

Δ.

 

 

 

Δ.

 

 

 

 

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο