ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
Αίτηση Αρ. 71/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.
Επί τοις αφορώσι την αίτηση της Shipon Ltd εκ Λεμεσού
Εναγομένης στην αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου
Λεμεσού 3154/2000 διά
ΑΔΕΙΑ καταχώρισης αίτησης για διάταγμα CERTIORARI
- και -
Επί τοις αφορώσι το προσωρινό διάταγμα του Επαρχιακού
Δικαστηρίου Λεμεσού που εκδόθηκε στις 19/5/2000
στην αγωγή 3154/2000 και έγινε απόλυτο στις 25/5/2000
- και -
Επί τοις αφορώσι τους Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς
Δ.51 Δ.48 τον Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο άρθρο 9 και
τον Περί Δικαστηρίων Νόμο άρθρα 19 και 30
Επί τοις αφορώσι τα Άρθρα 155.4, 19 και 30 του Συντάγματος
της Δημοκρατίας και τα άρθρα 3 και 9 του
Περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου 1964
---------------------------
15 Ιουνίου 2000
Για τους αιτητές: Στ. Βασιλείου για Α. Θεοφίλου.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι αιτητές, ως εναγόμενοι στην Αγωγή αρ. 3154/2000 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, αποτείνονται για άδεια να καταχωρίσουν αίτηση προς έκδοση εντάλματος certiorari. Η περίπτωση αφορά προσωρινό διάταγμα το οποίο εκδόθηκε προς όφελος των εναγόντων και το οποίο στις 25 Μαΐου 2000 κατέστη οριστικό μέχρι περάτωσης της αγωγής ή μέχρι νεώτερης διαταγής.
Τα απλά στοιχεία που συνθέτουν την περίπτωση είναι τα εξής. Το διάταγμα εκδόθηκε στις 19 Μαΐου 2000 σε μονομερή αίτηση των εναγόντων ημερ. 18 Μαΐου και ορίστηκε επιστρεπτέο στις 25 Μαΐου η ώρα 8.30 π.μ. Η επίδοση έγινε στις 24 Μαΐου στο εγγεγραμμένο γραφείο των εναγομένων. Αυτό βεβαιώνεται από την ένορκη δήλωση του επιδότη. Οι εναγόμενοι πρόσθεσαν πως η επίδοση έγινε κατά το απόγευμα εκείνης της ημερομηνίας. Στις 25 Μαΐου δεν υπήρξε εμφάνιση εκ μέρους των εναγομένων. Το δικαστήριο προχώρησε τότε και κατέστησε το διάταγμα οριστικό.
Οι αιτητές παραπονούνται ότι δεν τους παρασχέθηκε ο προβλεπόμενος από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας χρόνος των τεσσάρων ημερών και ότι ως εκ τούτου στερήθηκαν του δικαιώματος ακρόασης. Σύμφωνα με τη Δ.51 θ. 3 την οποία επικαλέστηκαν:
"Every document calling upon a person to appear before the Court, or giving any person notice of any proceeding proposed to be had or taken before the Court, shall, save where it is otherwise provided by these rules, be served on such person at least four days prior to the day on which he is required to appear, or on which the proceeding whereof notice is given is to be had or taken."
Πρόνοια άλλη, για βραχύτερο χρόνο, δεν υπάρχει επί του προκειμένου
· ούτε και φαίνεται να διατάχθηκε σύντμηση χρόνου, βάσει του θ. 4 της Δ.51.Πάντως, αν οι εναγόμενοι εμφανίζονταν κατά την ορισθείσα ημερομηνία, θα μπορούσαν να υποδείξουν το πρόβλημα εξ αιτίας του οποίου δεν ήταν έτοιμοι για την ακρόαση του ζητήματος οπότε θα επιλύετο το πρόβλημα με αναβολή ώστε να τους παρασχεθεί ο αναγκαίος χρόνος. Εξήγησαν ωστόσο τις πρακτικές δυσκολίες ανάθεσης της υπόθεσης σε δικηγόρο σε τόσο σύντομο διάστημα μεταξύ του απογεύματος της μιας ημέρας και του πρωϊνού της επομένης. Από την άλλη μεριά μπορεί να λεχθεί ότι αν οι εναγόμενοι επικοινωνούσαν με τον Πρωτοκολλητή, ώστε αυτός να φέρει το πρόβλημα σε γνώση του Δικαστηρίου, θα αποτρεπόταν η εξέλιξη για την οποία γίνεται τώρα λόγος.
Τις αρχές που διέπουν τη χορήγηση άδειας για καταχώριση αιτήσεων προς έκδοση προνομιακών ενταλμάτων, τις συνόψισα πρόσφατα στην Αίτηση Κώστα Σμυρνιού Αρ. 6/2000, ημερ. 28 Ιανουαρίου 2000:
"Απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας είναι η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης με την έννοια της συζητήσιμης υπόθεσης, χωρίς αναφορά προς ο,τιδήποτε θα μπορούσε να αντιταχθεί: βλ.
"Και αν ακόμα ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως ή/και συζητήσιμο ζήτημα, αυτό δεν είναι αρκετό από μόνο του για να του δοθεί η αναγκαία άδεια. Πρέπει, επίσης, να αποδείξει ότι υπάρχουν εξαιρετικές συνθήκες. Όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο και, ειδικά, διαδικασία έφεσης, το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις, δίδει άδεια.
Στην υπόθεση
R. v. Epping and Harlow General Commissioners (1983) 3 All E.R. 257, στη σελ. 262 ειπώθηκε:-"But it is a cardinal principle that, save in the most exceptional circumstances, that jurisdiction will not be exercised where other remedies were available and have not been used."
Το απόφθεγμα αυτό υιοθετήθηκε στην υπόθεση
R. v. Chief Constable of Merseyside [1986] 1 All E.R. 257. Στην μεταγενέστερη υπόθεση R. v. Secretary of State [1986] 1 All E.R. 717, o Sir John Donaldson, MR., είπε στις σελ. 723-724:-"However, the matter does not stop there, because it is well established that, in giving or refusing leave to apply for judicial review, account must be taken of alternative remedies available to the applicant. This aspect was considered by this court very recently in R. v. Chief Constable of Merseyside Police, ex p Calveley [1986] 1 All E.R. 257, [1986] 2 WLR 144 and it was held that the jurisdiction would not be exercised where there was an alternative remedy by way of appeal, save in exceptional circumstances. By definition, exceptional circumstances defy definition, but, where Parliament provides an appeal procedure, judicial review will have no place unless the applicant can distinguish his case from the type of case for which the appeal procedure was provided."
Θα έλεγα πως στην παρούσα περίπτωση, παρά την κάποια δυνατότητα που νομίζω είχαν οι αιτητές για να ενεργήσουν ώστε να αποτρέψουν την οριστικοποίηση του προσωρινού διατάγματος στις 25 Μαΐου 2000, αποκαλύπτεται συζητήσιμη υπόθεση. Δεν είμαι όμως διατεθειμένος να παράσχω την αιτούμενη άδεια διότι οι αιτητές είχαν στη διάθεση τους άλλο ικανοποιητικό ένδικο μέσο, ήτοι, την έφεση. Δεν προτάθηκε και δεν διακρίνω καμιά εξαιρετική περίσταση για παράκαμψη εκείνου τον ένδικου μέσου. Η δικαιοδοσία των προνομιακών ενταλμάτων προσφέρεται για να καλύψει κενά και για να αντιμετωπίσει αδυναμίες
· όχι για να υποκαταστήσει.Η αίτηση απορρίπτεται.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ