ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2000) 1 ΑΑΔ 1006
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική έφεση αρ.10545
ΕΝΩΠΙΟΝ
: NIKHTA, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, , Δ/στων1. Χριστάκη Κυπριανού, από την Ανθούπολη
2. Ανδρέα Κ.Κασάπη, από το Καϊμακλί
εφεσείοντες-τριτοδιάδικοι
- και -
Γεώργιου Θεοδώρου ως διαχειριστού της περιουσίας του
αποβιώσαντος Ελισσαίου Θεοδώρου τέως εξ Ανθούπολης δυνάμει διαχειριστικού διατάγματος αρ.142/86
Επαρχιακού ΔικαστηρίουΛευκωσίας
εφεσίβλητοι-ενάγοντες
- και -
Σώζου Πατή
εφεσίβλητος-εναγόμενος
........................
26 Ιουνίου, 2000
Για τους εφεσείοντες: κ.Χρ.Κληρίδης
Για τον εφεσίβλητο-ενάγοντα: κ.Π.Αγγελίδης
Για τον εφεσίβλητο-εναγόμενο: κ.Π.Πολυβίου
........................
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ
.: Την απόφαση του Δικαστηρίουθα δώσει ο Δικαστής Χρ. Αρτεμίδης.
........................
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Στις 6.12.86 ο Γεώργιος Θεοδώρου - εφεσίβλητος, ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντα Ελισσαίου Θεοδώρου, καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον του εφεσίβλητου - εναγόμενου για αποζημιώσεις δυνάμει του άρθρου 34 του περί Διαχειρίσεως Περιουσιών Νόμου, Κεφ.189, και του άρθρου 58 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148, για τις ζημιες που υπέστησαν οι δικαιούχοι του Ελιασσαίου από το θάνατο του, που επεσυνέβη την 1.2.86 σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα.
Παρακολουθώντας τη δικαστική πορεία της υπόθεσης, που με λεπτομέρεια παραθέτει ο δικαστής στην υπό έφεση απόφαση, μας πιάνει κατάθλιψη. Η αγωγή, που καταχωρίστηκε όπως είπαμε στις 6.12.86 και αφορούσε σε θανατηφόρο δυστύχημα που έγινε την 1 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους, βρίσκεται ακόμα σε ενδιάμεσα διαδικαστικά στάδια. Δεν είναι του παρόντος να αποδοθούν ευθύνες για την απαράδεκτη αυτή κατάσταση. Τις επιμερίζονται όλοι οι εμπλεκόμενοι στην απονομή της δικαιοσύνης.
Να επιστρέψουμε όμως στο θέμα που συζητούμε. Στις 19.12.88 οι δικηγόροι του εφεσίβλητου - εναγόμενου υπέβαλαν αίτηση για να τους δοθεί άδεια έκδοσης ειδοποίησης προς τριτοδιάδικους, τους εφεσείοντες. Προηγούμενη παρόμοια αίτηση τους, ημερ. 26.5.1987, αποσύρθηκε στις 31.10.88. Στις 29.2.89 οι δικηγόροι των εφεσειόντων καταχώρισαν αίτηση με την οποία ζητούσαν να τους επιτραπεί να καταχωρήσουν εμφάνιση υπό αίρεση, για να προχωρήσουν με διάβημα ακύρωσης της επίδοσης προς αυτούς της ειδοποίησης τριτοδιάδικου. Και τούτο γιατί ισχυρίζονταν πως το αγώγιμο δικαίωμα του εφεσίβλητου - εναγόμενου εναντίον τους έχει παραγραφεί.
Στις 27.4.89 μετά που τους δόθηκε η σχετική άδεια, προχώρησαν με αυτό το διάβημα. Ακολούθησε, μετά την καταχώριση της ένστασης των δικηγόρων των εφεσιβλήτων, η ακρόαση της πιο πάνω αίτησης, η οποία απορρίφθηκε στις 9.7.90. Ο λόγος της απόρριψης ήταν γιατί σ΄αυτή δεν αναφερόταν ο Κανονισμός στον οποίο βασιζόταν. Το Δικαστήριο δεν προχώρησε να εξετάσει την ουσία της αίτησης. Καταχωρίστηκε έφεση εναντίον της πιο πάνω απόφασης, στις 19.7.90. Τέσσερα χρόνια περίπου αργότερα, στις 17.3.94, η έφεση αποσύρθηκε. ΄Ενα χρόνο όμως μετά, στις 17.9.95, επανακαταχωρίστηκε η αίτηση των εφεσειόντων για ακύρωση της προς αυτούς ειδοποίησης τριτοδιάδικου, η οποία και προχώρησε στην ακρόαση, αφού βεβαίως οι δικηγόροι του εφεσίβλητου-εναγόμενου ενίσταντο σ΄αυτήν. Η απόφαση, εναντίον της οποίας στρέφεται η παρούσα έφεση, εκδόθηκε στις 23.3.99. Ο πρωτόδικος δικαστής, στην πολυσέλιδη και εμπεριστατωμένη απόφαση του, απέρριψε την αίτηση για τρεις βασικά λόγους. ΄Εκρινε πως:
(α) Ο όρος «αγωγή», όπως ερμηνεύεται στο άρθρο 2(2)του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148, δεν περιλαμβάνει και τη διαδικασία τριτοδιάδικου για σκοπούς παραγραφής του δικαιώματος εναγόμενου εναντίον τριτοδιάδικου.
(β) Μολονότι το δικαίωμα καταχώρισης αγωγής για αποζημιώσεις, συνεπεία θανατηφόρου δυστυχήματος, πρέπει να ασκηθεί, στην περίπτωση θανάτου που επεσυνέβη μετά την 1.1.86, (ημερομηνία που τέθηκε σε ισχύ ο Ν.156/85) μέσα σε δυο χρόνια από το θάνατο, τα υπόλοιπα δικαιώματα, όπως αυτό της προσεπίκλησης τριτοδιάδικου, δεν παραγράφονται.
(γ) Υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση από την ημερομηνία απόσυρσης της έφεσης μέχρι της υποβολής της υπό συζήτηση αίτησης από τους εφεσείοντες.
Θα θέσουμε το επίμαχο θέμα με αναφορά στη σχετική νομοθετική διάταξη, στην οποία και βασίζεται η επιχειρηματολογία του δικηγόρου των εφεσειόντων. Το άρθρο 58(20) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148, όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 3 του Ν.156/85, προβλέπει πως η αγωγή που εγείρεται για θανάτωση προσώπου συνεπεία αστικού αδικήματος (παράγρ.1 του άρθρου) «πρέπει να εγείρεται εντός 2 ετών από το θάνατο του αποβιώσαντος». Στην υπόθεση που εξετάζουμε η αγωγή του διαχειριστή εναντίον του εφεσίβλητου-εναγόμενου καταχωρίστηκε μέσα στην πιο πάνω περίοδο. Η προσεπίκληση όμως των εφεσειόντων - τριτοδιαδίκων από τον εφεσίβλητο-εναγόμενο έγινε μετά την πάροδο της πιο πάνω χρονικής περιόδου.
Οι δικηγόροι των εφεσειόντων εισηγούνται πως ο όρος «αγωγή» στο άρθρο 58(20) του Κεφ.148 περιλαμβάνει κάθε διαδικασία πολιτικής φύσης και επομένως και τη διαδικασία τριτοδιάδικου. Ο ίδιος, ο εφεσίβλητος-ενάγων διαχειριστής δεν μπορούσε, όταν καταχωρίστηκε η διαδικασία τριτοδιάδικου, να προχωρήσει με αγωγή εναντίον του τριτοδιάδικου, εφόσον παρήλθε η περίοδος των 2 ετών. Συνεπώς, συνεχίζει η εισήγηση, ούτε ο εναγόμενος μπορεί να το κάνει, με τη διαδικασία τριτοδιάδικου. Οι δικηγόροι των εφεσειόντων αναφέρθηκαν και στο άρθρο 64(1) του Κεφ
.148, για να υποστηρίξουν πως, εφόσον παραγράφηκε το δικαίωμα του ενάγοντος εναντίον του κατ΄ισχυρισμό συναδικοπραγήσαντα τριτοδιάδικου, ο εναγόμενος δεν μπορεί να ζητά από τον τελευταίο συνεισφορά με τη διαδικασία προσεπίκλησης του.Διαφορετικές είναι οι προτάσεις των δικηγόρων των εφεσιβλήτων. Δέχονται πως η διαδικασία που ακολουθείται στη διαφορά εναγόμενου και τριτοδιάδικου είναι αστικής φύσης σύμφωνα με το άρθρο 2(2) του Κεφ.148, αλλά στον όρο «αγωγή», που απαντά στο άρθρο 58(20) του Κεφ.148 δίδεται
από τον ίδιο το Νόμο ειδική και ξεχωριστή έννοια. Εισηγούνται πως ο όρος «αγωγή», όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 58(20) του Κεφ.148, δεν περιλαμβάνει διαδικασία τριτοδιάδικου.Η εισήγηση των δικηγόρων των εφεσειόντων βρίσκει έρεισμα, κατά την άποψη τους, στην υπόθεση
Merlihan v. A.C. Pope, Ltd., and J.W.Hibbert (John Pagnello, third party) 2 All E.R. p.449. Στην υπόθεση αυτή ο δικαστής Birkett, ερμηνεύοντας το άρθρο 6(1)(c) του Law Reform (Married Women and Tortfeasors) Act 1935, έκρινε πως το αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του τριτοδιάδικου γεννήθηκε στις 15.3.1943, όταν έγινε το δυστύχημα στο οποίο τραυματίστηκε ο ενάγων. Η εναγόμενη αξίωσε συνεισφορά από τον τριτοδιάδικο, βάσει των διατάξεων της πιο πάνω νομοθεσίας. Η αξίωση όμως εναντίον των τριτοδιαδίκων είχε παραγραφεί σύμφωνα με το Limitation Act του 1939, γιατί κατά τον επίδικο χρόνο του δυστυχήματος είχαν την ιδιότητα της δημόσιας αρχής. Η κατάληξη του Δικαστή, να απορρίψει την αξίωση των εναγομένων για συνεισφορά εναντίον του τριτοδιάδικου, βασίστηκε στη σκέψη πως το δικαίωμα τους εναντίον του τριτοδιάδικου δημιουργήθηκε την ημερομηνία του δυστυχήματος, για το οποίο ο ενάγων καταχώρισε την αγωγή εναντίον των εναγομένων. Το θέμα είχε εγερθεί και συζητήθηκε για πρώτη φορά, όπως ο ίδιος ο Δικαστής αναφέρει στην απόφαση του.Ολωσδιόλου διαφορετική όμως ήταν η προσέγγιση του δικαστή Cassels στην υπόθεση Ηordern Richmond Ltd v. Duncan (1947)1 All E.R.p.427, ο οποίος αναφέρθηκε στην υπόθεση Μerlihan και διαφώνησε με το σκεπτικό της. Εξέφρασε την άποψη πως η διαδικασία εναγόμενου εναντίον τριτοδιάδικου είναι ανεξάρτητη και ξεχωριστή από τη διαδικασία του ενάγοντα εναντίον εναγομένου, και πως ο χρόνος παραγραφής που προβλέπεται στο Limitation Act του 1939 αρχίζει να μετρά υπέρ του τριτοδιάδικου όταν και εφόσον το Δικαστήριο αποφασίσει πως ο εναγόμενος έχει ευθύνη έναντι του ενάγοντα. Το σκεπτικό του δικαστή Cassels επικροτήθηκε από το Εφετείο, και στη συνέχεια από το Δικαστήριο των Λόρδων στην υπόθεση
George Wimpey & Co., Ltd., v. British Overseas Airways Corporation (1954) 3 Αll E.R. p.668, όπου ο Λόρδος Porter λέει τα εξής, στη σελίδα 667:«Cassels, J., in Hordern-Richmond, Ltd. v. Duncan disagreed with this view, as did Donovan, J., in Morgan v. Ashmore, Benson, Pease & Co., Ltd. Parker, J., and all the members of the Court of Appeal in the present case appear to agree in this dissent. Substantially, their view was that Wimpeys were under no liablility until judgment was given against them that their cause of action arose then and not until then, and, accordingly, their cause of action against B.O.A.C. arose at that date. I need not, I think set out the authorities and reasoning on which these opinions are founded except to refer to such cases as Wolmershausen v. Gullick, and Robinson v. Harkin, both of which were claims to contribution between co-sureties and M'Gillivray v. Hope, which was a claim involving the right of present and former employers to contribution inter se in respect of damages awarded to a workman employed by them consecutively.»
O δε Λόρδος Reid είπε τα πιο κάτω (σελ.669):
«I agree with your Lordships that the word «liable» in this context must necessarily mean held liable by judgment, and, so reading the word, s.6(1)(c) in my judgment first requires an answer to the question whether that other tortfeasor has already been held liable in respect of that damage. If he has, and if the other conditions of the section are satisfied, then the Act gives a right to contribution. But if he has not, a second question must be asked: Would that other tortfeasor, if sued, have been held liable in respect of that damage? I do not think that it is disputed that this must mean if sued by the person who suffered the damage.»
H πρόνοια της νομοθεσίας που εξέταζαν τα Αγγλικά Δικαστήρια, είναι παρόμοια μ΄αυτή του άρθρου 64(1) του Κεφ.148.
Η παραπάνω συζήτηση έγινε για να επιληφθούμε όλων των νομικών ζητημάτων, όπως παρουσιάστηκαν στις μελετημένες γραπτές αγορεύσεις των δικηγόρων. Το νομικό σημείο επιλύεται όμως και με απλή ανάγνωση του άρθρου 58(20) Κεφ.148, που προβλέπει την παραγραφή της αγωγής, αν δεν εγερθεί μέσα σε δυο χρόνια από το θάνατο του αποβιώσαντα. Ο όρος «αγωγή» στην παραγρ.20 του άρθρου, όταν διαβαστούν και οι υπόλοιπες διατάξεις του, θα διακριβωθεί αναντίρρητα πως αναφέρεται μόνο στην αγωγή που εγείρει ο διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντα εναντίον του εναγομένου, και σε καμιά άλλη διαδικασία. Το δικαίωμα αγωγής, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου
58, εγείρεται, βάσει της παραγρ.2, προς όφελος των εξαρτωμένων του αποβιώσαντα, οι οποίοι καθορίζονται και απαριθμούνται στις επόμενες παραγράφους, 3, 4 και 5. Και οι παράγραφοι 7 και 8 εισάγουν την αξίωση για αποζημιώσεις λόγω απώλειας προς όφελος της συζύγου του αποβιώσαντα, και των άλλων προσώπων που αναφέρονται στις υποπαραγράφους I και II της παραγράφου Β. Η παράγραφος 11 και οι πρόνοιες της είναι καταλυτικές για το θέμα που μας απασχολεί. Ορίζει πως: «η αγωγή εγείρεται από και στο όνομα του εκτελεστή ή του διαχειριστή του αποβιώσαντος». ΄Οπου δε, στα επόμενα, απαντά η λέξη «αγωγή», περιλαμβανομένης και της υπό κρίση παραγράφου 20, αναφέρεται σ΄αυτή την αγωγή.Η πρόθεση επομένως του νομοθέτη είναι σαφής. Η πρόνοια για την παραγραφή αφορά μόνο στην αγωγή του διαχειριστή εναντίον του εναγόμενου. Επιπλέον, και σύμφωνα με όσα έχουν λεχθεί στις αγγλικές αποφάσεις που αναφέρουμε πιο πάνω, και είναι καλά γνωστή νομική αρχή, ο ενάγων δεν δικαιούται σε απόφαση εναντίον του τριτοδιάδικου. Είναι ο εναγόμενος που δικαιούται σε απόφαση εναντίον του τριτοδιάδικου για συνεισφορά. Και τούτο τότε μόνο, και εφόσον, βρεθεί ο ίδιος υπεύθυνος έναντι του ενάγοντα.
Ενόψει των ανωτέρω η πρωτόδικη απόφαση κρίνεται ως ορθή. Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Δ.
Δ.
Δ.
/MAA