ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 1 ΑΑΔ 1020
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική έφεση αρ.10467
ΕΝΩΠΙΟΝ
: NIKHTA, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, , Δ/στωνΚυπριακή Δημοκρατία
(μέσω Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας)
εφεσείουσα-αποζημιώνουσα αρχή
- και -
Ηρόδοτου (Ρωτή) Αριστοδήμου Αγιώτου
από το Λυθροδόντα
εφεσίβλητος-ενάγων
........................
26 Ιουνίου, 2000
Για την εφεσείουσα: κ.Μ.Μοντάνιος για το Γενικό Εισαγγελέα
Για τον εφεσίβλητο: κ.Κρ.Παπαλοϊζου
.........................
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Διιστάμενη)
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Η προσέγγιση μου, της νομικής πτυχής της υπόθεσης που μας απασχόλησε, είναι διαφορετική από αυτή των συναδέλφων μου. Με οδηγεί δε και στο αντίθετο αποτέλεσμα.
Στις 10.12.93 δημοσιεύθηκε διάταγμα απαλλοτρίωσης που επηρέαζε μέρος του κτήματος (τεμάχιο 47/2 Φ.Σχ.XXX1Χ/28) του αιτητή στο χωριό Λυθροδόντας, το συνολικό εμβαδό του οποίου είναι 23 δεκάρια και 858τ.μ. Το διάταγμα απαλλοτρίωσης επηρέαζε 1 δεκάριο και 108 τ.μ.
Η εφεσείουσα, απαλλοτριώνουσα αρχή, πρόσφερε στον εφεσίβλητο ως εύλογη αποζημίωση το συμβολικό ποσό Λ.Κ.50. Δεν το αποδέχθηκε και στις 11.3.94 καταχώρισε παραπομπή, η οποία εκδικάστηκε από δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
Το μοναδικό ζήτημα στο οποίο οι εμπειρογνώμονες των μερών διαφώνησαν αρχικά κατά πόσο επήλθε επαύξηση στην αξία του υπόλοιπου κτήματος του εφεσίβλητου, ως συνέπεια της γνωστοποίησης του έργου της απαλλοτρίωσης. Η εμπειρογνώμονας για την απαλλοτριώνουσα αρχή υποστήριξε στη σχετική έκθεση που κατέθεσε στο Δικαστήριο και στη μαρτυρία της πως επήλθε τέτοια επαύξηση, την οποία καθόρισε σε 10%, με αποτέλεσμα η κατά δεκάριο συμφωνηθείσα τιμή του κτήματος στην ελεύθερη αγορά να μηδενίζει το ποσό που θα καταβαλλόταν για το μέρος του κτήματος που απαλλοτριώθηκε.
Ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν η διαπλάτυνση, ευθυγράμμιση και ασφαλτόστρωση του δρόμου Λυθροδόντα-Καταλυόντα, επαρχία Λευκωσίας. Από την απαλλοτρίωση μικρό μέρος του κτήματος του εφεσίβλητου χωρίστηκε από το υπόλοιπο. Για τούτο το μέρος η εμειρογνώμονας της απαλλοτριώνουσας αρχής παραχώρησε επιβλαβή επίδραση 70%, για την αξία του οποίου έγινε διευθέτηση με τον εφεσίβλητο. Ανταλλάγηκε με χαλίτικη γη που του έδωσε η εφεσείουσα, Δημοκρατία. Συνεπώς, είχε απομείνει για εκδίκαση μόνο η απαίτηση του εφεσίβλητου για ποσό Λ.Κ.1.330. Η επίμαχη διαφορά ήταν, όπως είπα, κατά πόσο η γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης είχε επιφέρει οποιαδήποτε επαύξηση στην αξία του υπόλοιπου κτήματος. Είναι έκδηλο από τα πρακτικά πως διέλαθε της προσοχής της δικαστού η πιο πάνω διευθέτηση, γιατί συμπεριέλαβε στην επιδίκαση της αποζημίωσης και το ποσό που αφορούσε στην επιβλαβή επίδραση. Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου επιβεβαίωσε στο περίγραμμα αγόρευσης του και δήλωσε ενώπιον μας πως ουδέποτε είχε απαίτηση για το ποσό αυτό.
Στη συζήτηση της υπόθεσης στο πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσαν μαρτυρία οι δυο εμπειρογνώμονες, οι οποίοι και υιοθέτησαν την έκθεση που καταχώρησαν. Η εμπειρογνώμονας της εφεσείουσας υποστήριξε πως επήλθε επαύξηση της αξίας στο υπόλοιπο του κτήματος, που δεν απαλλοτριώθηκε, κατά 10%, για τους λόγους που ακολουθούν: Το έργο της απαλλοτρίωσης, δηλαδή η διαπλάτυνση ευθυγράμμιση και ασφαλτόστρωση του δρόμου Λυθροδόντα-Καταλυόντα δημιουργεί, ως είναι φυσικό, ευχερέστερη πρόσβαση στα κτήματα της περιοχής. Το επίδικο, μολονότι
χωράφι, εμπίπτει στη ζώνη Γ3 όπου επιτρέπεται η ανέγερση οικοδομών σε δυο ορόφους με συντελεστή δόμησης και κάλυψης 10%. Η διαπλάτυνση και ευθυγράμμιση του δρόμου είχε μεν γίνει πριν 60 χρόνια και η ασφαλτόστρωση πριν 5, ο δρόμος όμως δεν ήταν νόμιμα καταχωρισμένος στα αρχεία του κτηματολογίου. Είχε δημιουργηθεί χωρίς τη συναίνεση των ιδιοκτητών. Απλά ήταν παράνομος. Η νομιμοποίηση του επιτεύχθηκε με την επίδικη απαλλοτρίωση. Η εμπειρογνώμονας είπε επίσης πως, με βάση τα στοιχεία που τηρούνται στο κτηματολόγιο για τις αξίες κτημάτων σε εκείνη την περιοχή υπολογίζεται το 10% ως ελάχιστο ποσοστό επαύξησης σε περίπτωση απαλλοτρίωσης.Ο εμπειρογνώμονας του εφεσίβλητου είχε αντίθετη άποψη. Είπε πως δεν υπήρξε οποιαδήποτε επαύξηση γιατί ο δρόμος υπήρχε κατά τη γνωστοποίηση της απαλλοτρίωσης και, εν πάση περιπτώσει, δεν εξυπηρετεί και πολύ τα κτήματα, τα οποία είναι ουσιαστικά αγροτικά. Κατά την αντεξέταση όμως δέκτηκε πως μπορεί να παρατηρήθηκε κάποια επαύξηση, όχι όμως ύψους 10%, «ίσως 1 ως 2%» όπως χαρακτηριστικά είπε.
Η πρωτόδικος δικαστής έκρινε πως πράγματι επήλθε επαύξηση στην αξία του υπόλοιπου κτήματος του εφεσίβλητου, λόγω της δημοσίευσης της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης. ΄Εκρινε όμως τελικά πως δεν τέθηκαν ενώπιον της επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για να καταλήξει σε ποιό ποσοστό ήταν η επαύξηση. Μετά απ΄αυτή τη διαπίστωση προχώρησε και εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου για ολόκληρο το ποσό που απαιτούσε, δηλαδή £1.800 με τόκο 9% από 19.3.93.
΄Εχω τη γνώμη πως οι σκέψεις της πρωτόδικης δικαστού πάνω στο μοναδικό ζήτημα στην υπόθεση ήσαν νομικά εσφαλμένες. Ενώπιον της κατατέθηκαν οι εκθέσεις των εμπειρογνωμόνων, οι οποίοι και έδωσαν προφορική μαρτυρία. Δεν ήταν υπόχρεη, καθώς η νομολογία ορίζει, να δεχθεί οποιαδήποτε από τις δυο θέσεις που προβλήθηκαν. Μπορούσε να προχωρήσει, και είχε καθήκον, με βάση το υλικό πο είχε ενώπιον της, για να καθορίσει την εύλογη και πληρωτέα αποζημίωση στον εφεσίβλητο, όπως επιβάλλει το άρθρο 23.4(γ) του Συντάγματος. Είχε διαπιστώσει η Δικαστής πως επήλθε επαύξηση στην αξία του υπόλοιπου κτήματος. Ο υπολογισμός της επαύξησης, εκφραζόμενος σε ποσοστό, αποτελούσε ακριβώς θέμα γνώμης των ειδημόνων, η οποία βεβαίως πρέπει να τεκμηριώνεται με στοιχεία που τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου. Η γνώμη αυτή μπορεί να διαφέρει, όπως εδώ. Η εμπειρογνώμονας της απαλλοτριώνουσας αρχής καθόρισε το ποσοστό της επαύξησης σε 10%, ενώ του εφεσίβλητου σε 1 ως 2%, το πολύ.
Είναι η άποψη μου πως όφειλε η πρωτόδικος δικαστής να κρίνει η ίδια ποιό ήταν το ποσοστό της επαύξησης, ώστε να καταλήξει στο ποσό της εύλογης και πληρωτέας αποζημίωσης. ΄Οτι υπήρξε επαύξηση ήταν δικό της εύρημα, και, κατά τη γνώμη μου, απόλυτα δικαιολογημένο. Η δημιουργία, και ιδιαίτερα η νομιμοποίηση του δρόμου, που έγινε με την επίδικη απαλλοτρίωση, είναι στοιχεία που από μόνα
τους επιφέρουν αύξηση στην αξία του επίδικου κτήματος, το οποίο εφάπτεται του δρόμου. Τούτο αποφασίστηκε στην υπόθεση Σωτηρίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, (1988) 1 Α.Α.Δ. 589 και επιβεβαιώθηκε πρόσφατα στην Σωτήρης Γέριμου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, πολιτική έφεση 10041, 7.6.1999.Είναι γεγονός πως το μοναδικό στοιχείο που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, για το θέμα της επαύξησης, ήταν η διαπλάτυνση, διεύρυνση και ασφαλτόστρωση του δρόμου, αλλά, και κυρίως τούτο, η νομιμοποίηση του με την επίδικη απαλλοτρίωση. Η αναφορά της εμπειρογνώμονος της εφεσείουσας στην πρακτική που τηρείται από το κτηματολόγιο, να υιοθετείται δηλαδή σε παρόμοιες περιπτώσεις στην περιοχή ποσοστό επαύξησης 10%, χωρίς άλλη τεκμηρίωση που να βασίζεται σε στοιχεία, δεν πρόσθεσε κύρος στη γνώμη της.
Πρέπει να σημειώσω όμως πως τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για να κριθεί κατά πόσο επήλθε επαύξηση στην αξία ακινήτου ή ζημιά λόγω της απαλλοτρίωσης μέρους του, δεν προέρχονται μόνο από συγκριτικές πωλήσεις στην περιοχή, που δυνατό να μην υπάρχουν κατά την ημέρα της συζήτησης ενώπιον του Δικαστηρίου. Αλλά, και όπου υπάρχουν τέτοιες συγκριτικές πωλήσεις, γίνονται οι αναγκαίες προσαρμογές στις τιμές πώλησης για να αποδοθεί η τυχόν αυξημένη ή χαμηλή τιμή απ΄ευθείας στο έργο της απαλλοτρίωσης, όπως τούτο γνωστοποιήθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
Στην περίπτωση που εξετάζουμε υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία, αυτά που ανέφερα πιο πάνω, και τα οποία η δικαστής ορθά έλαβε υπόψη για να αποφανθεί πως επήλθε πράγματι επαύξηση στην αξία του υπόλοιπου κτήματος του εφεσίβλητου, που δεν επηρεαζόταν από την απαλλοτρίωση. Είχε όμως και καθήκον να καθορίσει αυτή την επαύξηση, ώστε να την αφαιρέσει από την πληρωτέα αποζημίωση, για να καταστεί εύλογη, όπως προβλέπεται στο σχετικό άρθρο του Συντάγματος, που αναφέρω στα προηγούμενα. Εξάλλου η διαφορά των εμπειρογνωμόνων περιορίστηκε στο τέλος στο ποσοστό επαύξησης, ο ένας να υποστηρίζει 10% και ο άλλος μέχρι 2%.
Η διαδικασία παραπομπής, όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, έχει εξεταστικό χαρακτήρα. Το Δικαστήριο διερευνά την υπόθεση χωρίς τις δεσμεύσεις που προβλέπονται στους κανόνες για προσαγωγή μαρτυρίας στη συνήθη δίκη. Και τούτο για να επιτελέσει το Δικαστήριο το έργο που επωμίζεται, να καθορίσει δηλαδή την υποχρέωση της Δημοκρατίας προς το δικαιούχο. Στην Πολιτική έφεση 9284 Δημοκρατία ν. Ανδρέα Ιωάννου Πέτσα, 18.12.1996 ο Δικαστής Γ.Νικολάου συνοψίζει ωραία την αρχή, στην παράγραφο που ακολουθεί:
«Στη διαδικασία παραπομπής για τον καθορισμό αποζημιώσεων σε απαλλοτριώσεις, ενώ παρέχονται σημαντικά περιθώρια πρωτοβουλίας στα μέρη τόσο για τοποθέτηση τους όσο και για προσκόμιση μαρτυρίας, εντούτοις το δικαστήριο διατηρεί θεσμοθετημένες δυνατότητες διερεύνησης οι οποίες καταδεικνύουν τον τουλάχιστον εν μέρει εξεταστικό χαρακτήρα της διαδικασίας: βλ.τον Καν.7(
Για την ορθότητα της προσέγγισης της νομολογίας να φέρω ως παράδειγμα την περίπτωση όπου αιτητής απαιτεί αύξηση του ποσού της αποζημίωσης που προσφέρεται για μέρος κτήματος του που απαλλοτριώθηκε, επειδή υπήρξε επιβλαβής επίδραση σ΄αυτό που απέμεινε, και δεν επηρεάστηκε από την απαλλοτρίωση. Απαίτηση που απορρίπτει η απαλλοτριώνουσα αρχή. Στην περίπτωση αυτή ο αιτητής μπορεί να θέσει την απαίτηση του ενώπιον του Δικαστηρίου, και μάλιστα χωρίς να την υποστηρίξει με μαρτυρία πραγματογνώμονα. Το Δικαστήριο, εντούτοις, οφείλει να την εξετάσει και να αποφασίσει επ αυτής, με βάση τα στοιχεία που έχει ενώπιον του, και τα οποία υπάρχουν στο φάκελο της υπόθεσης που προσκομίζει η απαλλοτριώνουσα αρχή και τη μαρτυρία του πραγματογνώμονα της. Είναι δε ενδεχόμενο να κρίνει πως ο αιτητής έχει δίκαιο.
Με τις πιο πάνω σκέψεις θα αποδεχόμουν την έφεση. Επειδή δε το Εφετείο βρίσκεται στην ίδια θέση με το πρωτόδικο Δικαστήριο, να αξιολογήσει δηλαδή τα παραδεκτά στοιχεία, θα καθόριζα ο ίδιος σε ποσοστό την επαύξηση στην αξία του κτήματος του εφεσίβλητου, που δεν επηρεάστηκε από την απαλλοτρίωση, όπως προβλέπεται στον περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμο του 1962 Ν.15/62
, άρθρο 10(στ) (ζ) για να καταστεί η αποζημίωση εύλογη, καθώς ορίζει το Σύνταγμα. Μετην απόφαση όμως της πλειοψηφίας και το αποτέλεσμα της, παρέλκει να κάνω κάτι τέτοιο.
Χρ. Αρτεμίδης, Δ.
/ΜΑΑ