ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 1 ΑΑΔ 656
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
Νομικά Ερωτήματα αρ.330 και 332
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΠΙΚΗ,Π.,ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΑΡΤΕΜΗ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, ΗΛΙΑΔΗ, ΚΡΑΜΒΗ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.Δ.Νομικό Ερώτημα αρ.330
Ντίνα Παπαϊωάννου, από τη Λευκωσία
αιτήτρια
- και -
Γιάννη Παπαϊωάννου, από τη Λευκωσία
καθ΄ου η αίτηση
----------------------
Νομικό Ερώτημα αρ.332
Χλόη Κολαρίδου, από την ΄Εγκωμη
FONT>αιτήτρια
- και -
Ευγένιου Κολαρίδη, από την ΄Εγκωμη
καθ΄ου η αίτηση
---------------------
11 Μαϊου, 2000
Για τις αιτήτριες και στις δυο υποθέσεις: κ.Μ.Τριανταφυλλίδης με τον κ.Δ.Παπαχρυσοστόμου και την κα.Ν.Κλεάνθους
Για τον καθ΄ου η αίτηση στο Νομικό Ερώτημα αρ.330: κ.Κ.Ταλαρίδης
Για τον καθ΄ου η αίτηση στο Νομικό Ερώτημα αρ.332: κ.Κ.Αδαμίδης
---------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Συμφωνώ με την απόφαση του αδελφού δικαστή Κωνσταντινίδη. Τα ζητήματα μας απασχόλησαν σε βάθος και για πολύ. Χρήσιμες ήσαν οι απόψεις που εκφράστηκαν από όλους τους συναδέλφους δικαστές. Γι΄αυτό και θεώρησα επιθυμητό να προσθέσω τις σκέψεις που ακολουθούν, και αναφέρονται μόνο στο ζήτημα της χρηστής δίκης.
Οι πρόνοιες του άρθρου 14 και 14Α του Νόμου είναι, στη δική μου αντίληψη, όχι μόνο συνταγματικές, αλλά επιπλέον συνάδουν με την ορθή ερμηνεία της αρχής, και αναφέρομαι συγκεκριμένα σ΄αυτή στο άρθρο 30, όπως έχει υιοθετηθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για την εφαρμογή του αντίστοιχου άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που κυρώθηκε από τη Βουλή μας με τον Ν.39/62. Ο πυρήνας της φιλοσοφίας της παραγράφου 2 του άρθρου 30 είναι η εφαρμογή του γνωστού αξιώματος «όπου βλάβη και θεραπεία» «Ubi jus ibi remedium». Η παράγραφος 2 του άρθρου προβλέπει
:
«2. ΄Εκαστος, κατά την διάγνωσιν των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οιασδήποτε κατ΄αυτού ποινικής κατηγορίας, δικαιούται ανεπηρεάστου, δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου, ενώπιον ανεξαρτήτου, αμερολήπτου και αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου δια νόμου».
Οι πιο πάνω διατάξεις ερμηνεύονται διασταλτικά και φιλελεύθερα ώστε τα Δικαστήρια να παρέχουν προστασία και θεραπεία όπου ο διάδικος έχει υποστεί βλάβη. Και μολονότι οι πολίτες επικαλούνται κατά κανόνα και διεκδικούν δυναμικά τα δικαιώματα τους, αποφεύγουν και δυστροπούν να αναλάβουν τις υποχρεώσεις τους έναντι τρίτων. Η πιο πάνω παράγραφος του άρθρου ρητά αναφέρεται σε δικαιώματα και υποχρεώσεις. Τα υπό συζήτηση άρθρα 14 και 14(Α) του Νόμου, ρυθμίζουν, κατά τη ταπεινή μου άποψη, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συζύγων μετά τη λύση του γάμου, έχω δε τη γνώμη πως το άρθρο 14 υιοθετεί τις σύγχρονες αντιλήψεις αναπτυγμένων κοινωνιών στο θέμα. Αποδίδει στον, ή την σύζυγο, μετά τη λύση του γάμου, ποσοστό της περιουσίας που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του, ανάλογα με τη συνεισφορά του καθενός στην αύξηση της. Η συνεισφορά αυτή δεν περιορίζεται στην ενδεχομένως πραγματική πληρωμή για την αγορά συγκεκριμένων αντικειμένων π.χ. σπίτι ή αυτοκίνητο, αλλά υπολογίζεται στη βάση της εν γένει συμπεριφοράς των συζύγων απέναντι στον άλλο κατά τη διάρκεια του γάμου. Ο νομοθέτης έκρινε πως ανάλογα με αυτή τη συμπεριφορά δημιουργείται και η συνεισφορά στην αύξηση της περιουσίας του ενός των συζύγων. Γι΄αυτό και στο άρθρο 17 του Νόμου απαριθμούνται συγκεκριμένες περιπτώσεις, τις οποίες το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη για να μην επιδικάσει ή να μειώσει το ποσό που ο ενάγων θα εδικαιούτο. Ενδεικτικής σημασίας για την αστική φύση της αξίωσης είναι και οι διατάξεις του άρθρου 15, που προβλέπουν ότι αυτή παραγράφεται δύο χρόνια μετά τη λύση του γάμου, δε γεννιέται σε περίπτωση θανάτου στο πρόσωπο των κληρονόμων του συζύγου που πέθανε και δεν εκχωρείται ούτε κληρονομείται, εκτός αν έχει αναγνωριστεί συμβατικά ή αν έχει επιδοθεί αγωγή. Είναι δηλαδή προσωποπαγές αστικό δικαίωμα.
΄Ενα παράδειγμα βοηθά στην αντίληψη της ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 14: Ο σύζυγος είναι επιτυχημένος επαγγελματίας. Αφιερώνει πολύ χρόνο και επιδεικνύει αφοσίωση στην εργασία του, με ανάλογη ανέλιξη στη σταδιοδρομία του. Η σύζυγος έχει τη φροντίδα των παιδιών, με την καλή της συντροφιά προσφέρει στο σύζυγο πνευματική και ψυχική ηρεμία, στοιχεία που συντελούν στην επαγγελματική καταξίωση του συζύγου. Με τη λύση του γάμου η σύζυγος θα υποστεί βλάβη, αν δεν υπολογιστεί σε χρηματικό ποσό, ανάλογα με τα κριτήρια που θέτει ο Νόμος, το ποσοστό συνεισφοράς της στην περιουσία που κατέχει ο σύζυγος και που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου. Το παράδειγμα βέβαια λειτουργεί και αντίστροφα υπέρ του συζύγου. Η βλάβη που υφίσταται ο σύζυγος ή η σύζυγος από τη λύση του γάμου, σε ότι αφορά την οικονομική κατάσταση είχε, νομίζω, υποχρέωση, σύμφωνα με το άρθρο 30 του Συντάγματος, να θεραπεύσει ο νομοθέτης. Και αυτό έπραξε.
Το άρθρο 14Ε δίδει μια πρόσθετη εξουσία στο Δικαστήριο, την εμβέλεια της οποίας εξηγεί σε έκταση στην απόφαση του ο αδελφός Δικαστής Κωνσταντινίδης. Οι διατάξεις του Νόμου που εξετάζουμε, όπως εξηγείται στην απόφαση, αναπαράγουν ουσιαστικά αντίστοιχα άρθρα του Ελληνικού Αστικού Κώδικα, και οι όροι που χρησιμοποιούνται στο δικό μας Νόμο πρέπει, επομένως, να ερμηνεύονται ανάλογα. (Δες: Δαδακαρίδης ν. Δαδακαρίδου (1990) 1 Α.Α.Δ. 566).
Οι διατάξεις του άρθρου 14(Α), είναι μεν δικονομικής αλλά ουσιαστικής φύσης, για αποτελεσματική εφαρμογή του άρθρου 14. Αποσκοπούν στη διασφάλιση του δικαιώματος σε προσωρινή δικαστική προστασία, και σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου τέτοια προστασία πρέπει να προβλέπεται από τον εθνικό νόμο, ώστε ο δικαστής να την παρέχει, όπου τα γεγονότα της υπόθεσης το δικαιολογούν. Αναφέρομαι στις υποθέσεις Simmenthal Δ.Ε.Κ. 9.3.78 (υπόθεση 106/77) και
Factortame 19.6.90 C.213/89. Για μια πλήρη ανάλυση των αρχών, που πολύ συνοπτικά αναφέρω πιο πάνω, παραπέμπω στην εργασία της Σοφίας Κουκουλή-Σπηλιωτοπούλου «Δικαστική προστασία και κυρώσεις για τις παραβάσεις του Κοινοτικου Δικαίου» στο περιοδικό «Ελληνική Δικαιοσύνη», τόμος 38ος, τεύχος 2ο, 1997, από όπου δανείστηκα τα πιο πάνω στοιχεία.Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στο σύγγραμμα του J.E.S.Fawcett «The Application of the European Convention on Human Rights», όπου στη σελίδα 154 σχολιάζεται πως το αξίωμα της «χρηστής δίκης» και της «ισότητας των όπλων» ρυθμίζεται από το εθνικό δίκαιο, και ζήτημα εγείρεται μόνο αν οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις δεν συνάδουν με το άρθρο 6 της Σύμβασης. Στη σελίδα 83 του ιδίου συγγράμματος αναφέρεται πως η άρνηση προσώπου να κάνει ένορκη δήλωση που επιβάλλει ο νόμος, αναφορικά με την κατοχή από αυτόν υλικών αγαθών, θεωρείται ως μη συμμόρφωση με υποχρέωση και επομένως η
στέρηση της ελευθερίας του, ως μέσο επιβολής της, δικαιολογείται με το
άρθρο 5(1)β της Σύμβασης. Στις υποσημειώσεις του βιβλίου αναφέρονται οι σχετικές αποφάσεις της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Χρ. Αρτεμίδης, Δ.
/ΜΑΑ