ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 1 ΑΑΔ 521

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙ ΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10249

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, ΚΡΑΜΒΗ, ΔΔ.

 

CYBARCO LTD,

Εφεσείοντε ς-εναγόμενοι,

- ν -

Γιώργου Ζένιου,

Εφεσίβλητο υ-ενάγοντα.

- - - - - -

6 Απριλίου, 2000.

Για τους εφεσείοντες: κ. Κ. Δημητριάδης.

Για τον εφεσίβλητο: κ. Δ. Παπαδόπουλος.

- - - - - -

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Δικαστής Α. Κραμβής.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Το βράδυ της 25.4.1995 ο εφεσίβλητος τραυματίστηκε σε τροχαίο δυστύχημα όταν το αυτοκίνητο που οδηγούσε συγκρούστηκε με άλλο αυτοκίνητο. Το δυστύχημα έγινε σε σημείο του δρόμου που ένωνε τον παλαιό με το νέο υπό κατασκευή δρόμο Λευκωσίας - Κοκκινοτριμιθιάς. Οι Εργολάβοι - κατασκευαστές του νέου δρόμου ήταν οι εφεσείοντες.

Ο εφεσίβλητος θεώρησε τους εφεσείοντες υπεύθυνους για το δυστύχημα και εναντίον τους κίνησε αγωγή. Η απαίτησή του ήταν για καταβολή γενικών και ειδικών αποζημιώσεων για τις σωματικές βλάβες και τις ζημιές που έπαθε συνεπεία του δυστυχήματος.

Οταν άρχισε η ακρόαση της υπόθεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο, οι συνήγοροι των διαδίκων δήλωσαν ότι ο δρόμος στο μέρος που έγινε το δυστύχημα βρισκόταν στην κατοχή και έλεγχο των εφεσειόντων. Δήλωσαν επίσης ότι οι ειδικές αποζημιωσεις είχαν συμφωνηθεί επί βάσεως πλήρους ευθύνης των εφεσειόντων στις ΛΚ1510 και εκ συμφώνου κατατέθηκε ιατρικό πιστοποιητικό για το θέμα του υπολογισμού των γενικών αποζημιώσεων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, διαπίστωσε ότι οι εφεσείοντες ήταν αποκλειστικά υπεύθυνοι για το δυστύχημα και επιδίκασε εναντίον τους και προς όφελος του εφεσίβλητου ΛΚ1510= ειδικές αποζημιώσεις, ΛΚ200= γενικές αποζημιώσεις πλέον τόκους και έξοδα.

Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης κατά το μέρος που αναφέρεται στον καταλογισμό της ευθύνης και με την έφεση επιδιώκουν την ανατροπή της.

Τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης συνοψίζονται στο ότι ο παλαιός δρόμος Λευκωσίας - Κοκκινοτριμιθιάς και ο υπό κατασκευή νέος, ήταν παράλληλοι στο σημείο του δυστυχήματος. Στο ίδιο σημείο, ο νέος δρόμος ήταν κατά ένα περίπου μέτρο πιο ψηλός από τον παλαιό και μεταξύ τους υπήρχε αυλάκι. Η τροχαία κίνηση από Λευκωσία προς Κοκκινοτριμιθιά γινόταν μέχρι ενός σημείου μέσω του νέου δρόμου και από εκεί, όπου ο δρόμος ήταν κλειστός με φωσφορούχους κώνους, η τροχαία διοχετευόταν στον παλαιό δρόμο. Η τροχαία κίνηση από Κοκκινοτριμιθιά προς Λευκωσία, γινόταν μέχρι το ίδιο σημείο μέσω του παλαιού δρόμου και από εκεί, όπου ο παλαιός δρόμος ήταν κλειστός με τους όγκους των χωμάτων κλπ, διοχετευόταν στο νέο δρόμο. Η ένωση του παλαιού και νέου δρόμου ήταν προσωρινή για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες που προέκυψαν ένεκα των έργων κατασκευής του δρόμου. Ο δρόμος που αποτελούσε την ένωση ήταν διαγώνιος και είχε πλάτος 18.80 μ.

Ο εφεσίβλητος οδηγούσε στον παλαιό δρόμο με κατεύθυνση από Κοκκινοτριμιθιά προς Λευκωσία. Ο οδηγός του άλλου ενεχόμενου στο δυστύχημα αυτοκινήτου, οδηγούσε στο νέο δρόμο με κατεύθυνση την Κοκκινοτριμιθιά. Η σύγκρουση των δυο οχημάτων έγινε στο κομμάτι του δρόμου που διαγώνια ένωνε το νέο με τον παλαιό. Προσδιορίζοντας όμως το σημείο σύγκρουσης με αναφορά τη θέση (χάραξη) του παλαιού δρόμου, τούτο τοποθετείται μέσα στον παλαιό δρόμο σε μικρή μόνο απόσταση από τη νοητή προέκταση της αριστερής του πλευράς με κατεύθυνση προς Λευκωσία επί της διαγώνιας ένωσης.

Στη δεξιά πλευρά του παλαιού δρόμου σε σχέση με την κατεύθυνση του εφεσίβλητου και σε απόσταση 300 μ. περίπου πριν από το δυστύχημα υπήρχε πινακίδα στην οποία αναγραφόταν, "προσοχή εκτελούνται οδικά έργα". Εκτός από την εν λόγω πινακίδα δεν υπήρχε άλλο σήμα, πινακίδα ή οποιαδήποτε άλλη ένδειξη ότι ο δρόμος ήταν κλειστός με τους όγκους των χωμάτων και ότι η τροχαία κίνηση διοχετευόταν αριστερά προς το νέο δρόμο αμέσως πριν τα χώματα. Οπως έχει ειπωθεί, στο νέο δρόμο, υπήρχαν φωσφορούχοι κώνοι για να υποδηλώνουν αφ΄ενός, το τέλος του δρόμου που είχε δοθεί για χρήση στην τροχαία και αφ΄ ετέρου, για να σηματοδοτούν την εκτροπή των οχημάτων αριστερά από τό νέο στον παλαιό δρόμο.

Η μαρτυρία του εφεσίβλητου καθ΄ όσον αφορά τις συνθήκες του ατυχήματος είναι ότι οδηγούσε κανονικά στην αριστερή πλευρά του παλαιού δρόμου με κατεύθυνση προς Λευκωσία. Οντας εντελώς ανυποψίαστος για την κατάσταση του δρόμου λόγω του σκότους και της έλλειψης προειδοποιητικών σημάτων, ξαφνικά είδε μπροστά του ένα αυτοκίνητο ερχόμενο από αντίθετη κατεύθυνση. Τα φώτα του εν λόγω αυτοκινήτου ήταν στη ψηλή στάση και τον τύφλωσαν. Για να αποφύγει τη σύγκρουση αμέσως εφάρμοσε τα φρένα του αυτοκινήτου του. Η σύγκρουση δεν αποφεύχθηκε. Το αυτοκίνητό του με κλειδωμένους τους τροχούς συγκρούστηκε με το άλλο αυτοκίνητο. Στο σημείο που έγινε το δυστύχημα ο δρόμος ήταν ασφαλτοστρωμένος και υπήρχε διάσπαρτο τσιακκίλι. Στο σχέδιο της σκηνής σημειώνονται ίχνη τροχοπέδησης του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου μήκους 18μ. τα οποία καταλήγουν στην τελική θέση του αυτοκινήτου όπου και το σημείο σύγκρουσης.

Εκ μέρους των εφεσειόντων κατέθεσε ο υπάλληλός τους κ. Ανδρέας Παρμάκκης. Κατέθεσε ότι ασκούσε καθήκοντα Ανώτερου Πολιτικού Μηχανικού και ήταν υπεύθυνος για τις εργασίες που εκτελούσαν οι εφεσείοντες για την κατασκευή του νέου δρόμου και υπεύθυνος για τον προγραμματισμό, συντονισμό και εκτέλεση όλων των εργασιών που αφορούσαν τα χωματουργικά και την ασφαλτόστρωση. Υπέβαλε στην αρμόδια αρχή προτεινόμενες ρυθμίσεις τροχαίας, και μέτρα για ασφαλή οδήγηση τα οποία εγκρίθηκαν και εφαρμόσθηκαν. Ζητήθηκε από το μάρτυρα να καταθέσει για τη σήμανση του δρόμου στο μέρος του δυστυχήματος και τα μέτρα που είχαν ληφθεί αναφορικά με τη ρύθμιση της τροχαίας κίνησης αλλά δεν ήταν σε θέση να δώσει συγκεκριμένη απάντηση. Ανέφερε ότι οι εργασίες στο δρόμο σταματούσαν από την Παρασκευή το απόγευμα κα άρχιζαν τη Δευτέρα το πρωί. Κατά τη διάρκεια της διακοπής δεν υπήρχε υπάλληλος ή άλλο πρόσωπο εκ μέρους των εφεσειόντων για επίβλεψη ή έλεγχο του δρόμου. Στο παρελθόν διαπιστώθηκε κλοπή διαφόρων σημάτων τροχαίας και πινακίδων που είχαν τοποθετηθεί στα κατάλληλα σημεία του δρόμου. Οι εφεσείοντες ωστόσο, δεν προέβησαν σε ενέργειες για να διαπιστώσουν κατά πόσο τα σήματα κλπ εξακολουθούσαν να βρίσκονται στις θέσεις τους μετά από κάθε διακοπή των εργασιών. Τέλος ανέφερε πως δεν γνώριζε αν υπήρχαν τη νύκτα του δυστυχήματος πινακίδες προειδοποιητικές της εκτροπής.

Το Δικαστήριο ανέλυσε τη μαρτυρία και κατόπιν προσεκτικής αξιολόγησης διαπίστωσε ότι οι συνθήκες του δρόμου κατά τον κρίσιμο χρόνο και οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες έγινε το δυστύχημα ήταν σύμφωνα με τη μαρτυρία του αστυνομικού εξεταστή της υπόθεσης και τη μαρτυρία του εφεσίβλητου. Αφού διαπιστώθηκε η πραγματική κατάσταση, το Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση του κατά πόσο οι εφεσείοντες εκπλήρωσαν το καθήκον επιμέλειας που είχαν έναντι των προσώπων που χρησιμοποιούσαν το συγκεκριμένο δρόμο.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, χωρίς λεπτομερή αναφορά στο αυτονόητο, θεώρησε πως οι εφεσείοντες είχαν υπό τις περιστάσεις καθήκον επιμέλειας έναντι των οδηγών που χρησιμοποιούσαν το δρόμο στο μέρος που έγινε το δυστύχημα. Με αυτό ως δεδομένο, προχώρησε στην εξέταση του κατά πόσο οι εφεσείοντες εκπλήρωσαν αυτό το καθήκον επιμέλειας που προσδιόρισε ότι συνίστατο στην τοποθέτηση των αναγκαίων προειδοποιητικών σημάτων καθώς και στη λήψη μέτρων προειδοποίησης των οδηγών σχετικά με την κατάσταση του δρόμου και την επικείμενη εκτροπή.

Το δικαστήριο, κατόπιν αναφοράς στην κυπριακή και αγγλική νομολογία επί του θέματος βλ. Κίκα ν. Λαζάρου (1979) 1 CLR 670, Municipality of Nicosia v. Kythreotis (1983) 1 CLR 154, Premixco v. Psyllou (1984) 1 CLR 845, Darling v. Attorney-General (1950) 2 All E.R. 793, Cork v. Kirby (1952) 2 All E.R. 402, Fisher v. Ruslip (1945) 2 All E.R. 458 και Hurst v. Taylor Q.B.D. 918, κατέληξε στο ορθό συμπέρασμα ότι η παράλειψη των εφεσειόντων να τοποθετήσουν τα κατάλληλα προειδοποιητικά σήματα στο δρόμο και η παράλειψή τους να λάβουν τα ενδεικνυόμενα υπό τις περιστάσεις μέτρα για έγκαιρη προειδοποίηση του εφεσίβλητου ότι στο δρόμο υπήρχε αμφίδρομη εκτροπή, συνιστά αμέλεια. Το δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη την αλυσίδα των πραγματικών γεγονότων, διαπίστωσε ότι μεταξύ της αμέλειας των εφεσειόντων και του ζημιογόνου γεγονότος υπήρχε αιτιώδης συνάφεια και καταλόγισε στους εφεσείοντες αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα.

Οι εφεσείοντες εισηγούνται πως η πρωτόδικη απόφαση πάσχει επειδή δεν εξηγείται επαρκώς και/ή καθόλου η διαπίστωση περί ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της αμέλειας των εφεσειόντων και του δυστυχήματος. Είναι η θέση τους πως με βάση τις διαπιστωθείσες συνθήκες του δυστυχήματος, η τύφλωση του εφεσίβλητου από τα φώτα του άλλου αυτοκινήτου σπάζει την αλυσίδα των γεγονότων (novus actus intervenience) και εισηγούνται πως αυτό ακριβώς το γεγονός της τύφλωσης, αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία ή την αφορμή για το δυστύχημα και τη ζημιά του εφεσίβλητου. Το ίδιο ζήτημα, τέθηκε ανεπιτυχώς και στο πρωτόδικο Δικαστήριο.

Η τύφλωση ήταν ένα στιγμιαίο γεγονός χωρίς ουσιώδη επίδραση στην πορεία των γεγονότων. Το πρωτεύον γεγονός ήταν η απροσδόκητη για τον εφεσίβλητο εισδοχή του άλλου αυτοκινήτου στο δρόμο που είχε ως αποτέλεσμα την αποκοπή της ελεύθερης πορείας του αντικειμενικά ανυποψίαστου και επιμελούς εφεσίβλητου ο οποίος οδηγούσε κανονικά στον αρχικό δρόμο. Η αλυσίδα των γεγονότων οδηγεί συνάμα στο συμπέρασμα πως και η οδήγηση του οδηγού του άλλου αυτοκινήτου ήταν υπό τις περιστάσεις νόμιμη. Η γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος εντοπίζεται στην παράλειψη των εφεσειόντων να τοποθετήσουν τα κατάλληλα προειδοποιητικά σήματα για σωστή και έγκαιρη προειδοποίηση των οδηγών αναφορικά με την επικείμενη εκτροπή. Ο εφεσίβλητος αν είχε τη δυνατότητα της έγκαιρης προειδοποίησης λογικά θα έπαιρνε τα κατάλληλα μέτρα οδήγησης και δεν θα εδημιουργείτο η κατάσταση που δημιουργήθηκε.

 

Οταν προκαλείται εκτροπή της τροχαίας κίνησης από τον αρχικό δρόμο λόγω εκτέλεσης οδικών έργων είναι απαραίτητη η λήψη και διατήρηση μέτρων τα οποία θα πρέπει να υπάρχουν διαρκώς μέρα και νύκτα μέχρι τη συμπλήρωση των έργων για να προειδοποιούνται οι ανυποψίαστοι και λογικά επιμελείς οδηγοί για την εκτροπή ώστε και αυτοί με τη σειρά τους να έχουν τη δυνατότητα να παίρνουν έγκαιρα τα δικά τους μέτρα ασφαλούς οδήγησης για να μην κινδυνεύουν να βρεθούν ξαφνικά έξω από τον αρχικό δρόμο στο σημείο της εκτροπής.

Αν αυτοί που έχουν την ευθύνη για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων σήμανσης του δρόμου παραλείψουν να εκτελέσουν το συγκεκριμένο καθήκον, εξυπακούεται ότι ο δρόμος μπορεί να χρησιμοποιείται με ασφάλεια.

Στην προκείμενη περίπτωση οι εφεσείοντες, που είχαν αυτή την ευθύνη, παρέλειψαν να εκτελέσουν το συγκεκριμένο καθήκον και η παράλειψή τους συνιστά αμέλεια η οποία αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία του δυστυχήματος. Οι εφεσείοντες ορθά κρίθηκαν υπό τις περιστάσεις ως οι αποκλειστικά υπεύθυνοι για το δυστύχημα.

 

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα που θα καταβάλουν οι εφεσείοντες.

 

 

Δ.

Δ.

Δ.

 

 

 

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο