ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 1 ΑΑΔ 364

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10515.

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, Δ.Δ.

Μεταξύ:

Ανδρέα Λυσιώτη,

Εφεσείοντα

και

Κυπριακής Δημοκρατίας,

Εφεσίβλητης

_________________

22 Μαρτίου, 2000.

Για τον εφεσείοντα: Αντ. Ανδρέου.

Για την εφεσίβλητη: Α. Πογιατζής.

__________________

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η απόφαση της πλειοψηφίας (Νικήτας, Δ., Καλλής, Δ.)

θα δοθεί από το Δικαστή Π. Καλλή.

__________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: ΄Εχουμε κληθεί να ανατρέψουμε απόφαση Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του εφεσείοντα για παράταση του χρόνου καταχώρισης αίτησης παραμερισμού απόφασης που είχε εκδοθεί στην απουσία του εφεσείοντα.

Η πορεία της διαδικασίας, όπως αυτή εκτίθεται στο φάκελο της υπόθεσης, έχει ως εξής:

Ο εφεσείων ήταν ιδιοκτήτης κτήματος στο χωριό Γερμασόγεια. Μέρος του κτήματος, έκτασης 1719 τ.μ., απαλλοτριώθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία στις 24.3.77 και άλλο μέρος, έκτασης 79 τ.μ., απαλλοτριώθηκε στις 9.1.1981. Την 4.9.1987 η Δημοκρατία καταχώρισε την Παραπομπή 29/87 για τον καθορισμό της πληρωτέας για την απαλλοτρίωση αποζημίωσης από το αρμόδιο Δικαστήριο. Η ειδοποίηση παραπομπής επιδόθηκε στον εφεσείοντα στις 14.10.1987. Ο τελευταίος καταχώρισε "σημείωμα εμφανίσεως" μέσω του δικηγόρου Γεώργιου Α. Γεωργίου στις 20.11.1987. Η έκθεση εκτίμησης της Δημοκρατίας καταχωρήθηκε στις 26.8.89. Η έκθεση εκτίμησης του εμπειρογνώμονα του εφεσείοντα καταχωρήθηκε στις 26.2.91. Είχε προηγηθεί - στις 13.11.90 - αίτηση της Δημοκρατίας για οδηγίες όπως καταχωριθούν οι απαιτήσεις-εκτιμήσεις.

Στις 27.9.91 η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 20.12.91. Για τον εφεσείοντα εμφανίσθηκε ο δικηγόρος κ. Γεωργίου. Στις 20.12.91 ουδείς εμφανίσθηκε για τον εφεσείοντα και το δικαστήριο όρισε την υπόθεση στις 28.2.1992 για απόδειξη. Στις 28.2.92 "κατόπιν αποδείξεως και χωρίς να εμφανισθεί ο εφεσείων η οποιοσδήποτε γι΄ αυτόν, εκδόθηκε απόφαση υπέρ του για το ποσό των £3,880 πλέον τόκοι".

Η επίδικη αίτηση για παράταση της προθεσμίας καταχωρήθηκε μετά την παρέλευση 6 ετών και 7 μηνών - στις 29.9.1998.

Η αίτηση συνοδευόταν από ένορκη δήλωση του εφεσείοντα. Παραθέτουμε το περιεχόμενο της:

Μετά την καταχώριση της παραπομπής το Κτηματολόγιο με επιστολή του ημερ. 28.9.88 πληροφόρησε τον εφεσείοντα ότι το ποσόν της αποζημίωσης που προσέφεραν αυξάνετο από £4.200 σε £21.240, ποσό το οποίο απεδέχθη. Με επιστολή ημερ. 18.11.89 το Κτηματολόγιο τον πληροφόρησε ότι απέσυρε την πιο πάνω προσφορά του δια £21.420. Από τις πιο πάνω επιστολές παραπλανήθηκε. Θεώρησε ότι η παραπομπή "δεν συνέχιζεν να εκδικάζεται και δεν ίσχυεν" και ως εκ τούτου δεν την προώθησε περαιτέρω αναμένοντας τις εξελίξεις. Προς τον σκοπόν ελέγχου των εξελίξεων όρισε πλέον νέον δικηγόρο, τον Βύρωνα Βασιλειάδη, ο οποίος εις την παρουσία του εφεσείοντα προέβη εις έρευνα στο Δικαστήριο Λεμεσού και τους βεβαίωσαν ότι η παραπομπή δεν είχε οριστεί και ανέμενε ως αποτέλεσμα νέα παραπομπή και/ή νέα κλήση. Μετά παρέλευση 3 ετών περίπου διαπίστωσε ότι στις 28.2.92 στην απουσία του εξεδόθη απόφαση για το ποσό των £3.880 πλέον τόκοι ως αποζημιώσεις δια την απαλλοτρίωση. Το ποσό το θεωρεί απαράδεκτο ως υπερβολικά χαμηλόν όπως επιβεβαιώνεται και από την προσφορά του Κτηματολογίου ημερ. 28.9.88 δια £21.240, έχει καλή υπόθεση, αδικήθηκε και παραπλανήθηκε από το Κτηματολόγιο.

Οι βασικοί ισχυρισμοί του εφεσείοντα φαίνονται στην παραγ. 10 της ένορκης δήλωσης του την οποία μεταφέρουμε αυτούσια:

"10. Από έρευναν που έγινεν στο Δικαστήριον διεπίστωσα ότι η μη παρουσία μου την 28.2.1992 οφείλεται στα ακόλουθα γεγονότα:

α. Ο Δικηγόρος που αρχικά διόρισα ονομάζεται Γ. Γεωργίου από την Λάρνακα.

β. Για τους καθ΄ ων η αίτηση 3, 11 γ, δ, ε, στ και/ή άλλους εμφανίζετο ο Δικηγόρος Γ. Γεωργίου από την Λεμεσό.

γ. Την 27.9.1991 φαίνεται ότι λόγω παραδρομής και/ή παραπλάνησις και/ή λόγω της συνωνυμίας των Δικηγόρων ο τότε δικηγόρος μου Γ. Γεωργίου από την Λάρνακα δεν εμφανίστηκε.

δ. Στο πρακτικό του Δικαστηρίου φαίνεται ότι την 27.9.1991 εμφανίστηκε για τους απαιτητές 3, 11 γ, δ, ε, στ και για εμένα που είμαι ο απαιτητής 6 ο Δικηγόρος Γ. Γεωργίου από την Λεμεσό ο οποίος δεν ήταν δικηγόρος μου και ουδέποτε ενέργησε για λογαριασμό μου.

ε. Φαίνεται ότι λόγω της συνωνυμίας των δικηγόρων και παρά την μη εμφάνιση του Δικηγόρου μου την 27.9.1991 φαίνεται στο πρακτικό ότι εκπροσωπήθηκα από Δικηγόρον.

ζ. Ως εκ των ανωτέρω η ημερομηνία της ακρόασης την 20.12.1991 ουδέποτε περιήλθε στην γνώσιν την δική μου και/ή του τότε δικηγόρου μου με αποτέλεσμα να θεωρηθή από το Δικαστήριον ότι δεν παρουσιάστηκα αδικαιολόγητα και να οριστή η παραπομπή για απόδειξιν στην απουσίαν μου."

Συνεχίζουμε με την παράθεση του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης του εφεσείοντα:

Μόλις ο εφεσείων πληροφορήθηκε τα πιο πάνω διόρισε δικηγόρο και καταχώρισε προσφυγή στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Η προσφυγή εκείνη απορρίφθηκε με το αιτιολογικό ότι ο εφεσείων δεν εξάντλησε όλα τα μέσα που είχε εις την διάθεση του το Δίκαιο της Κύπρου και συγκεκριμένα ότι δεν καταχώρισε αίτηση δια παραμερισμό της απόφασης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο κατόπιν επιστολής του εξέτασε το θέμα και τον πληροφόρησε ότι αυτό είναι Δικαστικό και μπορεί να εγερθεί εις το πλαίσιο της Δικαστικής Διαδικασίας. Ως αποτέλεσμα αμέσως διόρισε δικηγόρο και απεφάσισαν να καταχωρίσουν την παρούσαν αίτηση. Η καθυστέρηση εις την καταχώριση της παρούσας αίτησης δεν οφείλεται σε αδιαφορία αλλά εις την παραπλάνηση και προσπάθειες που κατέβαλε δια να δικαιωθεί.

Η Δημοκρατία καταχώρισε ένσταση. Ωστόσο ο δικηγόρος που την εκπροσωπούσε δεν εμφανίσθηκε κατά την ημέρα της ακρόασης. Για το λόγο αυτό οι θέσεις που πρόβαλε με την ένσταση δεν απασχόλησαν το πρωτόδικο δικαστήριο.

Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε ένα προς ένα τους πιο πάνω ισχυρισμούς του εφεσείοντα.

Σε σχέση με τον ισχυρισμό του ότι παραπλανήθηκε από τις πιο πάνω επιστολές προσφοράς και ακύρωσης προσφοράς του Κτηματολογίου το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν ευσταθεί. Παρατήρησε ότι μετά τη λήψη της τελευταίας επιστολής - ημερ. 18.11.89 - στις 21.12.90 και 22.2.91 εμφανίσθηκε δικηγόρος εκ μέρους του εφεσείοντα και έλαβε μέρος στη διαδικασία. Περαιτέρω στις 26.2.91 ο εφεσείων καταχώρισε έκθεση απαίτησης μέσω του δικηγόρου του κ. Γεώργιου Α. Γεωργίου.

΄Οσο αφορά τον ισχυρισμό του εφεσείοντα για διορισμό του δικηγόρου Βύρωνα Βασιλειάδη το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι αυτός δεν υποστηρίζεται από το φάκελο της διαδικασίας. Πουθενά "δεν φαίνεται εμφάνιση ή γνωστοποίηση ή οτιδήποτε άλλο δια ανάμειξη του πιο πάνω δικηγόρου στη διαδικασία".

Αυτό που διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ότι στις 27.9.91 εμφανίστηκε για τον εφεσείοντα δικηγόρος και έλαβε γνώση της περαιτέρω διαδικασίας "και συγκεκριμένα της νέας ημερομηνίας ορισμού της υπόθεσης για ακρόαση στις 20.12.91". Αφού παρέθεσε το χειρόγραφο πρακτικό του Δικαστηρίου υπέδειξε ότι οι σημειώσεις του Δικαστή αποτελούν το μόνο κείμενο για την στοιχειοθέτηση των διαδραματισθέντων κατά τη δίκη. Με βάση λοιπόν το πρακτικό του δικαστηρίου το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε τις δικαιολογίες που είχαν προβληθεί από τον εφεσείοντα στην παράγραφο 10 της ένορκης του δήλωσης (παρατίθεται στη σελ. 3, πιο πάνω) ατεκμηρίωτες και χωρίς αξία. ΄Οπως το έθεσε το πρωτόδικο δικαστήριο "οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα έμειναν μετέωροι, απλές εικασίες ή υποθέσεις αντίθετες με το πρακτικό του δικαστηρίου, ημερ. 27.9.91". Πουθενά εις το πρακτικό - κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο - "δεν καθορίζεται ο δικηγόρος Γ. Γεωργίου αν προέρχεται από Λεμεσό ή Λάρνακα".

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση με το εξής σκεπτικό:

"Εις την παράγραφο 7 της ενόρκου δηλώσεως του αιτητή προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι αυτός πληροφορήθηκε το αποτέλεσμα της παραπομπής που ήτο η έκδοση της αποφάσεως ημερ. 28.2.92 μετά από 3 έτη. Ο αιτητής ουδόλως δικαιολογεί την πάροδο τόσο μακράς περιόδου χωρίς καμιά ενέργεια εκ μέρους του. Γνώριζε ότι εκκρεμούσε η παραπομπή και όμως δια 3 έτη δεν έπραξε απολύτως τίποτε απ΄ ότι προκύπτει από την ένορκο δήλωση του. Αφού παρήλθαν αυτά τα 3 έτη απραξίας προσέφυγε ως αναφέρει εις την παράγραφο 11 της ενόρκου δηλώσεως του στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Παρόλο που ασφαλώς γνώριζε πότε προσέφυγε εις το όργανο αυτό και πότε απερρίφθη η αίτηση του δεν αναφέρει οτιδήποτε δια τους χρόνους αυτούς. Το ίδιο πράττει και δια την επιστολήν του (αναφορικά με το χρόνο) που αναφέρει στην παράγραφο 13 της ενόρκου δηλώσεως ότι απέστειλε στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Νέος χρονικός προσδιορισμός γίνεται με αναφορά εις την απάντηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημ. 21.7.98 (Τεκμ. Δ εις την ένορκη δήλωση) και η καταχώρηση της υπό εξέταση αιτήσεως περίπου 2 μήνες αργότερα (στις 29.9.98). Δεν διαφεύγει του Δικαστηρίου ότι η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση φέρει ημερ. 22.9.98.

΄Εχοντας υπ΄ όψιν όλα τα πιο πάνω είμαι της γνώμης ότι ο αιτητής δεν παραπλανήθηκε δια την εκκρεμότητα της διαδικασίας, γνώριζε ότι αυτή εκκρεμούσε ενώπιον του Δικαστηρίου, απέτυχε κατά τη γνώμη μου να καταδείξει δικαιολογημένη άγνοια της εξέλιξης της αλλά απεναντίας αδικαιολόγητα άφησε την διαδικασία να προχωρήσει χωρίς ενδιαφέρον μέχρι την έκδοση αποφάσεως στις 29.2.92. Εν συνεχεία δια 3 έτη δεν έπραξε οτιδήποτε αδιαφορώντας πλήρως δια την υπόθεση του και εν συνεχεία άρχισε τα διαβήματα του εις το Συμβούλιο της Ευρώπης χωρίς τον ακριβή καθορισμό των χρονικών πλαισίων δια να δύναται το Δικαστήριο να εκτιμήσει το χρόνο αυτό. Το ίδιο ισχύει και δια την επιστολή του εις το Ανώτατο Δικαστήριο. Ακόμη και μετά την επιστολή - απάντηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου χρειάστηκαν 2 μήνες περίπου εκ μέρους του αιτητή να καταχωρήσει την παρούσα αίτηση. Συνολικά μετά την έκδοση της αποφάσεως στις 28.2.92 πέρασαν μέχρι την καταχώρηση της υπό εξέταση αιτήσεως 6 1/2 έτη.

Είμαι την γνώμης ότι τα γεγονότα της παρούσης υποθέσεως ως τα εξέθεσα, είναι τέτοια που δεν δικαιολογούν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ του Αιτητή.

Δια όλους τους πιο πάνω λόγους, κρίνω ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου πρέπει ν΄ ασκηθεί εναντίον του αιτήματος του αιτητή και συνεπώς η αίτηση του απορρίπτεται."

Το θέμα της παράτασης της προθεσμίας στην κρινόμενη περίπτωση διέπεται από την Δ.57 θ.2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Ο θεσμός αυτός παρέχει εξουσία στο δικαστήριο να χορηγήσει παράταση της προθεσμίας που προβλέπεται από τους θεσμούς. ΄Εχει επανειλημμένα εξεταστεί από τη νομολογία μας.

Από την επισκόπηση της σχετικής νομολογίας προκύπτουν οι πιο κάτω αρχές:

1. Η προεξάρχουσα αρχή είναι ότι η σχετική εξουσία του δικαστηρίου αποτελεί ζήτημα διακριτικής ευχέρειας (Loizou v. Konteatis (1968) 1 C.L.R. 291, 293 και Schafer v. Blyth (1920) 3 K.B. 143). Η εξουσία αυτή πρέπει να ασκείται δικαστικά και να λαμβάνονται υπόψη όλα τα ουσιώδη περιστατικά της υπόθεσης. Ανάμεσα στα περιστατικά πρωτεύουσα θέση κατέχει η ύπαρξη ή όχι ικανοποιητικής δικαιολογίας για την παράλειψη του αιτητή να κάμει μέσα στις καθορισμένες προθεσμίες αυτό που τώρα επιζητεί να κάμει (Λυρατζής ν. Χαραλάμπους κ.α. (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ., 193, Loizou (πιο πάνω), Cyprian Seaway Agencies v. Republic (1981) 3 C.L.R. 271).

2. Οι τασσόμενες προθεσμίες αποτελούν βασικό υποστήριγμα του νομικού μας συστήματος για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης

(Μιχαηλίδης Χρίστου, Πολιτική ΄Εφεση 9626/25.11.96, Κληρίδη ν. Σταυρίδη, Πολιτικές Εφέσεις 8918 και 9064/21.10.97, και Βαρδιάνου ν. Richards, Πολιτική ΄Εφεση 9112/14.4.98).

΄Οπου ο νομοθέτης θέτει προθεσμίες για τη λήψη διαδικαστικών μέτρων οι πρόνοιες αναφορικά με τις προθεσμίες πρέπει να εφαρμόζονται αυστηρά. Η τήρηση τους εξυπηρετεί άμεσα τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. Πρόκειται για ζήτημα που συνδέεται με το δημόσιο συμφέρο για την τελεσιδικία και επηρεάζει άμεσα τα συμφέροντα των διαδίκων. Από τη συμμόρφωση προς τα χρονοδιαγράμματα που τάσσονται από τους θεσμούς εξαρτάται η απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης. Διαφορετική αντιμετώπιση θα δημιουργούσε επικίνδυνα ρήγματα στην απονομή της δικαιοσύνης (Χόππης ν. Παναγή (1993) Α.Α.Δ. 140, Βαρδιάνου (πιο πάνω) και Cyprus Import Corporation Ltd v. Κώστας, Πολιτική ΄Εφεση 9359/22.5.98).

3. Ειδικές περιστάσεις όπως υπερβολική αργοπορία δυνατόν να πείσουν το

δικαστήριο να αρνηθεί την παράταση της προθεσμίας (Eaton v. Storer 22 Ch. D. 92, C.A. και Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 904).

4. Το συμφέρον της δικαιοσύνης αποτελεί αποκλειστικό οδηγό για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου για την παράταση της προθεσμίας (Χόππης (πιο πάνω), σελ. 143. Βλ. και Ιωάννου ν. Θεοδούλου κ.α., Πολιτική ΄Εφεση 10232/11.1.2000 στην οποία έχουν επισημανθεί τα εξής: "Ο προσδιορισμός των συμφερόντων της δικαιοσύνης σε κάθε περίπτωση, είναι έργο σύνθετο. Αντισταθμίζονται, αφενός, οι συνέπειες της παρεκτροπής από τα θέσμια, τα επακόλουθα τους στα δικαιώματα του αντιδίκου και, αφετέρου, οι συνέπειες άρνησης του αιτήματος στα συμφέροντα του αιτητή. ΄Οπως εξηγείται στη Χοππής, σελ. 143: "Το συμφέρον της δικαιοσύνης είναι έννοια σύνθετη και πολυδιάστατη, συνυφασμένη με το σύνολό των αρχών του δικαίου και τα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε υπόθεσης" (Βλ. επίσης Δημοκρατίας ν. Χριστοδούλου, Α.Ε. 2207-2208/20.6.97 και Πισσούριου ν. Golden Hand Co. Ltd, Πολιτική ΄Εφεση 10272/26.2.99).

Την έγκριση της παρούσας αίτησης θα ακολουθήσει αίτημα για παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε στην απουσία του εφεσείοντα. Θεωρούμε, επομένως, πως τυγχάνουν εφαρμογής τα νομολογηθέντα σε παρόμοιες διαδικασίες αναφορικά με την αργοπορία.

Η θεμελιακή απόφαση είναι η Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204. Το θέμα τέθηκε ως εξής στη σελ. 210:

"Κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, το Δικαστήριο πρέπει να επιδιώκει την εξισορρόπιση δύο παραγόντων, θεμελιακών για την απονομή της δικαιοσύνης: Την ανάγκη να διασφαλίσει, αφενός, αποτελεσματικά το δικαίωμα του διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεση του και, αφετέρου, την ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών υποθέσεων. Η ταχεία απονομή της δικαιοσύνης δεν αποτελει απλώς ζήτημα ευκολίας, αλλά υψίστης σημασίας παράγοντα για την αποτελεσματική διεκδίκηση των δικαιωμάτων του πολίτη. Η αρχή αυτή είναι στενά συνυφασμένη και με ένα άλλο λόγο, επίσης σημαντικό για την απονομή της δικαιοσύνης, την ανάγκη διασφάλισης της τελεσιδικίας.

.................................. .................................................. ......

Το απαύγασμα της νομολογίας κατατείνει στο ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να επιδεικνύει υπέρμετρο ζήλο στην αποστέρηση του δικαιώματος του διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεσή του, νοουμένου ότι αποκαλύπτει υπεράσπιση. Εντούτοις, το Δικαστήριο μπορεί, παρά ταύτα, να αρνηθεί να επανανοίξει την υπόθεση, εάν η διαγωγή του είναι τέτοια, ώστε να πλήττει το θεμέλιο της απονομής της δικαιοσύνης. ΄Οπου η διαγωγή του διαδίκου, ο οποίος εξαιτείται τον παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης, είναι ασυγχώρητη, περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου, το Δικαστήριο δύναται, ενασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να αρνηθεί να παραμερίσει την απόφαση."

Παρόμοια προσέγγιση υιοθετήθηκε και στην Mine & Quarry Services Ltd v. Γεωργίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 26. ΄Εχει επισημανθεί ότι η ανεξήγητη αργοπορία είναι παράγων που ασκεί έντονα αρνητική επίδραση κατά του διαδίκου που παρέλειψε να κινηθεί με την πρώτη δυνατή ευκαιρία για να διεκδικήσει το δικαίωμα να ξανανοίξει την υπόθεση του. Το γεγονός πως ένας αιτητής δίνει απλώς κάποια εξήγηση, δεν συνιστά δικαιολογία. Ο αιτητής έχει το βάρος να αποδείξει ότι δικαιολογημένα καθυστέρησε να αποταθεί (Βλ. και Milouca Motor Trading Ltd ν. Κούρτης, Πολιτική ΄Εφεση 9686/8.8.97).

Στη Μουγής ν. Σπανούδη, Πολιτική ΄Εφεση 8942/25.9.96 ο εφεσείων είχε αποταθεί για παραμερισμό της απόφασης 38 μήνες μετά την έκδοση της. Το σχετικό αίτημα είχε εξεταστεί και από τη σκοπιά του άρθρου 30.2 του Συντάγματος. Μετά την παράθεση του πιο πάνω αποσπάσματος από τη Phylactou (πιο πάνω) το Δικαστήριο συνέχισε ως εξής:

"Ο παράγοντας της ταχείας απονομής της δικαιοσύνης που μνημονεύεται στη Phylactou (πιο πάνω) πηγάζει από ρητή συνταγματική επιταγή. Το άρθρο 30.2 του Συντάγματος το οποίο ορίζει ότι 'έκαστος, κατά την διάγνωσιν των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ... δικαιούται ανεπηρεάστου δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου ...'. ΄Εχει δε νομολογηθεί ότι το καθήκον για την εξασφάλιση του δικαιώματος που κατοχυρώνεται από το άρθρο 30.2 βαρύνει τις δικαστικές αρχές (Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203, 222, Αγαπίου ν. Παναγιώτου (1988) 1 Α.Α.Δ. 257, Re Μαγκάκης, Αίτηση 161/90, 6.12.90, Re Παπανικολάου (1991) 1 Α.Α.Δ. 152).

Το δικαίωμα του εφεσείοντα να ακουσθεί - το οποίο επικαλείται - διασφαλίζεται από το άρθρο 30.3 (β) και (γ) του Συντάγματος. Ωστόσο αυτό το δικαίωμα πρέπει να συμβαδίζει με το δικαίωμα της ακρόασης μέσα σε εύλογο χρόνο. Έχει δε νομολογηθεί ότι η απονομή της δικαιοσύνης μέσα σε εύλογο χρόνο, η οποία διασφαλίζεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος, συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου και συγχρόνως εχέγγυο για τη διασφάλιση της λειτουργικότητας της δικαστικής εξουσίας (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988).

Στον τομέα αυτό η νομολογία μας είναι ταυτόσιμη με εκείνη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων η οποία έχει διαμορφωθεί κατά την ερμηνεία του άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το οποίο αντιστοιχεί με το άρθρο 30.2 του Συντάγματος.

Σύμφωνα λοιπόν με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ο σκοπός της σχετικής διασφάλισης είναι να προστατεύσει τους διαδίκους από υπερβολικές διαδικαστικές καθυστερήσεις (Stogmuller v. Austria, Series A, Publications of the European Court of Human Rights, 1969, σελ. 40). Η διασφάλιση υπογραμμίζει την σπουδαιότητα απονομής της δικαιοσύνης χωρίς καθυστερήσεις οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία της (H. v. France, Series A, 162-A, Publications of the European Court of Human Rights, παραγ. 58 (1989)). Παρόλο ότι μπορεί να λεχθεί ότι υπεύθυνοι για την πρόοδο της πολιτικής διαδικασίας είναι οι διάδικοι αυτό δεν απαλλάσσει τα δικαστήρια από την ευθύνη να διασφαλίσουν συμμόρφωση με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Union Alimentaria Sanders SA v. Spain, Series A, 157, Publications of the European Court of Human Rights, παραγ. 35 (1989)).

.................................. .................................................. ............

Περαιτέρω, ο εφεσείων δεν έχει εξηγήσει με οποιοδήποτε τρόπο την καθυστέρηση του και την αδράνεια του, παρά τα διαβήματα που είχε λάβει ο εφεσίβλητος για την είσπραξη του εξ αποφάσεως χρέους. Θεωρούμε ότι η διαγωγή του εφεσείοντα, λεπτομέρειες της οποίας φαίνονται πιο πάνω, αποτελεί κατάφωρη περιφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντιδίκου. Επανάνοιγμα της υπόθεσης λαμβανομένης υπόψη της καθυστέρησης στην καταχώρηση της αιτήσεως και της όλης διαγωγής του εφεσείοντα, θα αποτελούσε μέτρο υπονόμευσης της απονομής της δικαιοσύνης και της ανάγκης για ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών υποθέσεων. Περαιτέρω, θα παραβίαζε το συνταγματικό δικαίωμα του αντιδίκου για εκδίκαση της υπόθεσης του μέσα σε εύλογο χρόνο, θα έθετε σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία των θεσμών της απονομής της δικαιοσύνης και θα τους εξέθετε σε χλευασμό. Δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε σφάλμα στον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου και η έφεση πρέπει να απορριφθεί."

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης αμφισβητείται το εύρημα του δικαστηρίου ότι στις 27.9.91 εμφανίσθηκε για τον εφεσείοντα ο δικηγόρος Γ.Α. Γεωργίου από τη Λάρνακα. Υποστηρίχθηκε ότι το σχετικό εύρημα του δικαστηρίου στο οποίο στήριξε την απόφαση του είναι λανθασμένο. Είναι φανερό από το πρακτικό - συνεχίζει η εισήγηση - ότι ο Γ. Γεωργίου που εμφανίστηκε είναι ο δικηγόρος των απαιτητών 11 (γ) (δ) (ε) και (στ) και όχι ο Γ.Α. Γεωργίου δικηγόρος του εφεσείοντα από τη Λάρνακα. Το όλο θέμα προέκυψε λόγω συνωνυμίας.

Παρατηρούμε: Ο σχετικός λόγος της έφεσης φέρει το πρωτόδικο δικαστήριο να έχει αποφασίσει ότι στις 27.9.91 εμφανίσθηκε για τον εφεσείοντα ο δικηγόρος Γ. Γεωργίου από τη Λάρνακα. Ωστόσο το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έχει κάμει τέτοιο εύρημα. Αυτό που απλώς διαπίστωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, με βάση το πρακτικό, είναι ότι στις 27.9.91 εμφανίσθηκε για τον εφεσείοντα δικηγόρος και έλαβε γνώση της περαιτέρω διαδικασίας. Τόνισε μάλιστα ότι "πουθενά στο πρακτικό δεν καθορίζεται ο δικηγόρος Γ. Γεωργίου αν προέρχεται από Λεμεσό ή Λάρνακα". ΄Εχουμε λοιπόν την άποψη πως το σχετικό εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου βρίσκει έρεισμα στο ενώπιον του υλικό. Το πρωτόδικο δικαστήριο ανέλυσε με σαφήνεια και πειστικότητα τους λόγους που το οδήγησαν στη σχετική κατάληξη του και δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης μας.

Με το δεύτερο λόγο της έφεσης υποστηρίχθηκε ότι ο τρόπος άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι λανθασμένος και ότι η διακριτική του ευχέρεια δεν έχει ασκηθεί δικαστικά. Υποστηρίχθηκε, με αναφορά στην Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ κ.α. ν. Χάπυ Στρήτ Ντίσκο Λτδ, Πολιτική ΄Εφεση 9400/14.1.97, ότι πρόσφατα η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο θέμα της αργοπορίας για υποβολή αίτησης για παραμερισμό έχει διαφοροποιηθεί και έγινε ελαστικότερη με αποτέλεσμα η αργοπορία να μην ασκεί τόση μεγάλη επίδραση στην απόφαση του Δικαστηρίου και μόνο εάν μπορεί να εξομοιωθεί με περιφρόνηση του Δικαστηρίου να στερεί το διάδικο του δικαιώματος να ακουστεί στην ουσία.

Διαφωνούμε με την πιο πάνω εισήγηση. Η υπόθεση στην Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ έχει αποφασιστεί με βάση τα δικά της δεδομένα. Στην υπόθεση εκείνη επρόκειτο για αργοπορία 3 μηνών. Η σημασία του παράγοντα της αργοπορίας έχει τονιστεί σε μεταγενέστερες αποφάσεις (βλ. Μουγής, πιο πάνω, Κουμουλή ν. Yasmingh κ.α., Πολιτική ΄Εφεση 10254/16.3.99, Χριστοφόρου κ.α. ν. Κυπριακής Λαϊκής Τράπεζας, Πολιτική ΄Εφεση 10531/2.2.2000 και Milouca Trading Ltd, πιο πάνω). Στην τελευταία υπόθεση επιβεβαιώνεται η προηγούμενη νομολογία και υποδεικνύεται ότι στην Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά στην προηγούμενη κυπριακή νομολογία.

Πρόκειται για απόφαση που απορρέει από την άσκηση διακριτικής ευχέρειας. Επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται,

(α) ΄Οπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το

πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι

υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες.

(β) ΄Οπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία,

όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα

δικαστήριο (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, 989, Σιακόλας

ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 Α.Α.Δ. 710).

(γ) ΄Οπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή

λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη

υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Donald Campbell & Co. Ltd v. Pollak (1927) A.C. 732, Evans v. Bartlam (1937) A.C. 473, Young v. Thomas (1892) 2 Ch. 234 και

Egerton v. Jones (1939) 3 All E.R. 892).

΄Εχουμε παραθέσει το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης (βλ. σελ. 5, πιο πάνω). ΄Εχουμε την άποψη πως η σχετική διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε μέσα στα πλαίσια που παρέχονται από το Νόμο. Οι παράγοντες που έλαβε υπόψη το πρωτόδικο δικαστήριο δικαιολογούν την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας με τον τρόπο που έχει ασκηθεί. Η μεγάλη αργοπορία - 6 έτη και 7 μήνες - στην προώθηση οποιουδήποτε μέτρου και η μη ικανοποιητική επεξήγηση της αργοπορίας καθώς και οι άλλοι παράγοντες που έλαβε υπόψη το πρωτόδικο δικαστήριο αποτελούν ασφαλές έρεισμα για την εκκαλούμενη απόφαση. Δεν έχουμε διαπιστώσει οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς τα στοιχεία που διείπαν την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. ΄Επεται πως η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

Δ.

 

 

 

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο