ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 1 ΑΑΔ 157

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10424

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΗΛΙΑΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, ΔΔ.

Μεταξύ:

Χριστόδουλου Κ. Θεμιστοκλέους

Εφεσείοντα

και

Χρ. Γεωργιάδης Λτδ

Εφεσίβλητων

------------------------------

21 Φεβρουαρίου 2000

Για τον Εφεσείοντα: κ. Ε. Μυριανθέας.

Για τους Εφεσίβλητους: κ. Σπ. Σπυριδάκης.

-------------

Πικής, Π. Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Χατζηχαμπής, Δ.: Η έφεση αφορά ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων με την οποία διετάχθη ο εφεσείων, καθ΄ου η αίτηση στην κυρίως διαδικασία ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου, να παρέχει περαιτέρω λεπτομέρειες αναφορικά με ισχυρισμούς στο δικόγραφο του. Συγκεκριμένα, με την Αίτηση της η εφεσίβλητη εταιρεία ζητούσε κατ΄ισχυρισμό οφειλόμενα ενοίκια και κοινόχρηστα έξοδα. Στην Απάντηση του ο εφεσείων ισχυρίσθηκε ότι είχε συμφωνήσει να παραδώσει την κατοχή του ακινήτου στην εφεσίβλητη λόγω του ότι αυτή του παρέστησε ότι το εχρειάζετο για να προβεί σε ουσιώδεις αλλαγές, ότι το ακίνητο δεν θα επανενοικιάζετο και ότι ο εφεσείων δεν θα κατέβαλλε οποιαδήποτε ενοίκια και κοινόχρηστα για την περίοδο των 18 μηνών που θα προηγείτο της παράδοσης. Η εφεσίβλητη ζήτησε τότε περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες αναφορικά με το ποιο συγκεκριμένα ήταν το φυσικό πρόσωπο το οποίο, ενεργώντας εκ μέρους της εταιρείας, είχε παραστήσει στον εφεσείοντα ότι εζητείτο η παράδοση της κατοχής και είχε συμφωνήσει με τον εφεσείοντα τα ισχυριζόμενα. Υπήρξε ένσταση εκ μέρους του εφεσείοντα στο αίτημα αυτό και, μετά από ακρόαση, το δικαστήριο ενέκρινε την αίτηση και διέταξε την παροχή των αιτηθεισών λεπτομερειών. Στην απόφαση του το δικαστήριο προχώρησε στη βάση ότι, μέσω του Κανονισμού 11(α) του περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικού Κανονισμού, είχε εφαρμογή η Δ.10 θ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Αναφερθέν δε στην αντίστοιχη σχετική νομολογία και τις προκύπτουσες αρχές, έκρινε ότι, δοθέντος ότι η εφεσίβλητη θα παρουσίαζε πρώτη τους μάρτυρες της, θα μπορούσε να βρεθεί σε δύσκολη θέση και να καταληφθεί εξ απίνης καθ΄όσον δεν θα γνώριζε σε ποιους θα αναφέρετο ο εφεσείων στη δική του μαρτυρία που θα ακολουθούσε, ώστε να ήταν σε θέση να καλέσει αυτούς ως μάρτυρες και όχι άλλους για να δώσουν ουσιαστικά αρνητική μαρτυρία ότι δεν προέβησαν στην ισχυριζόμενη από τον εφεσείοντα συμφωνία. Ακόλουθα, ενέκρινε την αίτηση.

Αυτή είναι και η βασική θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου για την εφεσίβλητη στη γραπτή αγόρευση του, στην οποία επιχειρηματολογεί ότι το όνομα του προσώπου του οποίου ζητείται η αποκάλυψη συνιστά πραγματικό γεγονός και όχι μαρτυρία, επικαλούμενος και το διερευνητικό χαρακτήρα του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων ως συνηγορούντα υπέρ της ευρείας αντίκρισης της σχετικής εξουσίας του. Αντίθετη είναι η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον εφεσείοντα στη δική του γραπτή αγόρευση στην οποία υποστηρίζει ότι η εφεσίβλητη ζητά ουσιαστικά την αποκάλυψη και εκμαίευση μαρτυρίας και όχι λεπτομερειών. Ο κ. Μυριανθεύς εγείρει και πρόσθετο θέμα καθυστέρησης στην υποβολή της αίτησης για λεπτομέρειες, παρατηρώντας ότι από της καταχώρισης, πανομοιότυπης προς την Απάντηση, Υπεράσπισης σε προηγηθείσα, πανομοιότυπη προς την κυρίως Αίτηση, αγωγή με αριθμό 1589/95, δεν εζητήθησαν λεπτομέρειες παρά μόνο προφορικά κατά την ημέρα που η κυρίως Αίτηση ήταν ορισμένη για ακρόαση. Ο κ. Σπυριδάκης απαντά σε αυτό λέγοντας ότι η αίτηση για λεπτομέρειες δεν έγινε στα πλαίσια κλήσεως για οδηγίες ώστε να ετίθετο θέμα προθεσμίας.

Δεν αμφισβητείται από τον εφεσείοντα ότι ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέλαβε ως βάση της εξέτασης της αίτησης τη Δ.19 θ.6, θέση με την οποία και συμφωνούμε. Η Δ.19 θ.6 είναι πανομοιότυπη προς την παλαιά Αγγλική Δ.19 θ.7 και προνοεί:

"6. A further and better statement of the nature of the claim or defence, or further and better particulars of any matter stated in any pleading, notice, or written proceeding requiring particulars, may in all cases be ordered, upon such terms, as to costs and otherwise, as may be just."

 

Η Δ.19 θ.6 πρέπει βέβαια να αντικρισθεί υπό το πρίσμα της Δ.19 θ.4 η οποία προνοεί:

"4. Every pleading shall contain, and contain only, a statement in a summary form of the material facts on which the party pleading relies for his claim or defence, as the case may be, but not the evidence by which they are to be proved, and shall, when necessary, be divided into paragraphs, numbered consecutively. Dates, sums, and numbers shall be expressed in figures and not in words. The pleadings shall be signed by the advocate, or by the party, if he sues or defends in person."

 

Από το συνδυασμένο αποτέλεσμα των πιο πάνω ακολουθεί και η αρχή, που εκφράζεται ως βασική αρχή στη νομολογία, ότι περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες μπορούν να δοθούν μόνο αναφορικά με τα ουσιώδη γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται το δικόγραφο και όχι αναφορικά με τη μαρτυρία που θα προσκομισθεί προς απόδειξη τους. Δίδονται δε ώστε ο αντίδικος να γνωρίζει ποια υπόθεση μπορεί να αναμένει να παρουσιασθεί στη δίκη και να μην καταληφθεί εξ απίνης. Οι λεπτομέρειες έχουν σκοπό να διευκρινίσουν και εξειδικεύσουν τα ισχυριζόμενα ουσιαστικά γεγονότα, αλλά κατ΄ουδένα λόγο να εκμαιεύσουν ή να αποκαλύψουν την ίδια τη μαρτυρία με την οποία αυτά θα αποδειχθούν.

Αίτημα για λεπτομέρειες ως προς το όνομα προσώπου σχετιζομένου προς τα γεγονότα που εκτίθενται στο δικόγραφο είναι φυσικό να δημιουργεί δυσκολίες. Από μια άποψη, όπως ήταν και η άποψη του πρωτόδικου δικαστηρίου, η μη παροχή διευκρινίσεων ως προς το ποιο πρόσωπο ενήργησε εκ μέρους της εταιρείας όπως ισχυρίζεται ο εφεσείων θα άφηνε την εφεσίβλητη στο σκοτάδι για το τι μπορούσε να αναμένει στη δίκη, και μάλιστα αφού η ίδια, ως ενάγουσα, δεν θα ήταν σε θέση να γνωρίζει ποιο μάρτυρα θα αναμένετο έτσι να παρουσιάσει για να αντικρούσει την υπεράσπιση. Από μια άλλη άποψη, η διευκρίνιση του ονόματος θα αναφέρετο στη μαρτυρία η οποία θα στοιχειοθετούσε τον ισχυρισμό του εφεσείοντα. Όσον αφορά τη νομολογία, η απόφαση The National Supply Corp. of the Libyan Arab Republic v. Achaia Shipping Ltd (1975) 1 CLR 427, στην οποία μας παρέπεμψε ο κ. Σπυριδάκης, δεν είναι ευθέως σχετική. Το πράγμα έχει όμως εξετασθεί στην Αγγλική νομολογία. Το πιο πάνω είναι ακριβώς το δίλημμα που είχε να αντιμετωπίσει ο Kay, J., στην υπόθεση The Briton Medical and General Life Association Ltd v. The Britannia Life Association and Whinney, 59 LT 888, σε αίτηση της ενάγουσας εταιρείας για λεπτομέρειες, μεταξύ άλλων, ως προς το ποιοι εκ των διευθυντών της ενάγουσας είχαν ενεργήσει με τον τρόπο που ισχυρίζετο η εναγομένη εταιρεία στο δικόγραφο της και με αλλότρια κίνητρα ώστε να επιφέρουν τη διάλυση της προς δικό τους όφελος. Ο Kay, J., παραθέτοντας τη γενική αρχή, εξέφρασε τη δυσκολία που παρουσίαζε η αίτηση στα πλαίσια της, τοσούτο μάλλον ως εκ της έλλειψης σχετικής νομολογίας. Παρατηρώντας ότι το δικόγραφο ήταν εσκεμμένα αόριστο, ενέκρινε την αίτηση και διέταξε την παροχή λεπτομερειών ώστε να διευκρινίζετο κατά πόσον οι διευθυντές είχαν ενεργήσει προφορικά ή γραπτά και, αν προφορικά, ποιοι είχαν έτσι ενεργήσει, και, αν γραπτά, πότε.

Σύντομα μετά, το θέμα ηγέρθη και ενώπιον του Court of Appeal στην υπόθεση Temperton ν. Russell and Others 9 TLR 319. Ο ενάγων στην αγωγή του εναντίον των εναγομένων αξιωματούχων συντεχνίας ισχυρίζετο ότι αυτοί είχαν επηρεάσει εργολάβους, με τους οποίους είχε συνάψει συμφωνίες, να τις παραβούν και τους υπαλλήλους τους να εγκαταλείψουν την εργοδότηση τους. Οι εναγόμενοι ζήτησαν και τους ενεκρίθησαν λεπτομέρειες ως προς τον τρόπο με τον οποίο, όπως ισχυρίζετο ο ενάγων, είχαν ενεργήσει και ως προς τα ονόματα των υπαλλήλων τους οποίους, όπως ισχυρίζετο ο ενάγων, είχαν έτσι επηρεάσει. Ο ενάγων έδωσε λεπτομέρειες ως προς τα ονόματα των εργολάβων στους οποίους αναφέρετο και ως προς τον τρόπο με τον οποίο οι εναγόμενοι είχαν ενεργήσει, λέγοντας ότι είχαν επηρεάσει με απειλές τους υπαλλήλους μέλη της συντεχνίας να εγκαταλείψουν την εργοδότηση τους με αποτέλεσμα οι εργολάβοι να μην μπορούν να εκτελέσουν τις συμφωνίες τους με τον ενάγοντα. Οι εναγόμενοι όμως δεν ικανοποιήθησαν και ζήτησαν περαιτέρω λεπτομέρειες ως προς το ποιος από τους εναγόμενους ενήργησε και πώς σε αναφορά με τους υπαλλήλους και ως προς τα ονόματα των εν λόγω υπαλλήλων. Ο ενάγων ενέστη ισχυριζόμενος και ότι ο ίδιος δεν γνώριζε τα στοιχεία αυτά και ότι εν πάση περιπτώσει η αποκάλυψη των ονομάτων των υπαλλήλων θα συνιστούσε αποκάλυψη της μαρτυρίας και των μαρτύρων του. Η εξέλιξη της υπόθεσης δείχνει τη διχογνωμία που μπορεί να υπάρξει σε τέτοια περίπτωση. Ο Master απέρριψε τη θέση του ενάγοντα και ενέκρινε την παροχή περαιτέρω λεπτομερειών όπως εζητούντο, ανετράπη όμως από τον Judge in Chambers, η απόφαση του οποίου ανετράπη από το Divisional Court. Στο Court of Appeal η έφεση του ενάγοντα επέτυχε και επικυρώθηκε η απόφαση του Judge in Chambers με την οποία παραμερίσθηκε το διάταγμα του Master για περαιτέρω λεπτομέρειες. Ο Lord Esher, M.R., παρατήρησε ότι οι αρχικά δοθείσες λεπτομέρειες ήσαν επαρκείς. Ο ενάγων ισχυρίζετο ότι ο κάθε ένας από τους εναγόμενους είχε ενεργήσει με τον τρόπο με τον οποίο εξήγησε και ήταν πλέον θέμα μαρτυρίας αν θα επετύγχανε εναντίον ενός εκάστου εναγόμενου, ώστε να μην ετίθετο θέμα περαιτέρω προσδιορισμού του πως ο κάθε εναγόμενος ενήργησε. Όσον αφορά τα ονόματα των υπαλλήλων, ο Lord Esher θεώρησε ότι η αποκάλυψη τους θα ήταν εντελώς έξω από τα πλαίσια των λεπτομερειών.

Σε υποθέσεις δυσφήμισης το δικαστήριο είναι διατεθειμένο να διατάξει λεπτομέρειες των ονομάτων προσώπων τα οποία εμπλέκονται από τον εναγόμενο σε αναφορά με την υπεράσπιση της αλήθειας της αναφοράς (ίδε Zierenberg v. Laboudhere (1893) 2 Q.B. 183, Wootton ν. Sievier (1913) 3 K.B. 499). Αυτό φαίνεται να συνδέεται όχι μόνο προς την ιδιαίτερη υφή, δικογραφική και άλλη, της δυσφήμισης αλλά και προς την αρχή ότι αν οι λεπτομέρειες είναι αναγκαίες για σκοπούς διευκρίνισης της θέσης του αντιδίκου, δεν μπορεί να υπάρξει άρνηση στην παραχώρηση τους μόνο και μόνο διότι θα έχουν ως επακόλουθο την αποκάλυψη των ονομάτων ενδεχόμενων μαρτύρων. Αυτός είναι και ευρύτερος κανόνας, όπως διατυπώνεται στην υπόθεση Bishop v. Bishop (1901) P.325, όπου απεφασίσθη ότι ο ισχυρισμός της συζύγου σε αγωγή διαζυγίου για σκληρότητα εκ μέρους του συζύγου της υπό τη μορφή προσβλητικής συμπεριφοράς στην παρουσία προσκεκλημένων και υπηρετών τους δικαιολογούσε την παροχή λεπτομερειών ως προς το ποιοι ήσαν οι εν λόγω προσκεκλημένοι και υπηρέτες. Τονίζοντας την ανάγκη λεπτομερούς πληρότητας σε αγωγές που αφορούν ισχυριζόμενη σκληρότητα, ο Πρόεδρος έθεσε το θέμα ως εξής στις σελίδες 327-328, ανάγοντας το στη σχετικότητα των ονομάτων των μαρτύρων προς την ουσία της υπόθεσης:

"..... when one comes to look at the principles of common law, they lay down very fairly, as I have said, that no one is bound to disclose the names of witnesses, generally speaking, for the obvious reason that people might tamper with them, and there is no reason why persons making out their defence should be entitled to know the actual names of witnesses who are to appear against them; but the common law appears to me to have laid down with equal clearness that everything material to the case intended to be set up must be stated. That is the principle applied in cases of slander, because in those cases it may be essential for the purpose of making out special damage that the slander should be known to, or uttered to, particular persons, and the publication to particular persons constitutes, in that case, the gist of the charge. Slander uttered to one person might not be actionable if uttered to another person, in that sense, therefore, it becomes essential to see to whom it is uttered, and that is part of the case which has to be stated, and which the other side is entitled to know for he purpose of meeting the charge.

The test appears to me to be: Are the names of these persons which are sought to be disclosed essential to the case, and part of the gist of the case? If, for example, the statement in this petition had merely been that the husband used violent language in the presence of the other persons, it not mattering who they were, it might well be contended that the names of the persons should not be disclosed, though they might be material witnesses. But that is not the case in this instance, because the charge is - and it is the gist of the charge - that the language of the husband was used in the presence of the servants, and also in the presence of guests, both to specific guests and in the presence of servants for the purpose of humbling and degrading the petitioner.

The gist of the matter is that it was said in the presence of servants, and obviously it is so, because a more degrading thing than using language of that sort for the purpose of humbling and degrading a mistress in the presence of the servants one can hardly imagine; and I do think in cases of this kind that the names of the servants and guests form a distinct element in considering the nature of the language used and its effect in regard to the petitioner. As a matter of principle, it appears to me that the slander cases apply, because it is felt there, as I ought to feel here, that it is essential that the other side should know what is the material character and the gist of the case alleged in the petition."

 

Μια άλλη διάσταση του πράγματος στην προκειμένη περίπτωση είναι βέβαια η αναφερόμενη από τον κ. Σπυριδάκη, δηλαδή ο διερευνητικός χαρακτήρας του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων ως παρέχων ευρύτερο πεδίο ελαστικότητας των κανόνων μαρτυρίας από ότι συμβαίνει στη συνήθη αστική διαδικασία. Όπως υπεδείχθη από το Στυλιανίδη, Δ., ως ήτο τότε, δίδοντας την απόφαση στην υπόθεση A.C.T. Textiles v. Zodhiatis (1986) 1 CLR 89, το άρθρο 5 του περί Ελέγχου Ενοικιάσεων Νόμου του 1983 προνοεί σαφώς ότι το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων κατά την ακρόαση οποιασδήποτε υπόθεσης δεν δεσμεύεται από τους κανόνες μαρτυρίας και ότι η διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου είναι συνοπτικής φύσεως αποσκοπούσα στην ταχεία και αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης. Όπως παρατήρησε ο Πικής, Δ., ως ήτο τότε, δίδοντας την απόφαση στην υπόθεση Μιχαλάκης Δ. Δράκος & Σία ν. Αργυρίδη (1989) 1 ΑΑΔ 162, στις σελίδες 167-168:

"Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων διαφέρει από τη διαδικασία ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου που κατά κανόνα διέπεται από τους θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας. Το στοιχείο της αντιπαράθεσης που αποτελεί τον άξονα της διαδικασίας στην πολιτική δίκη δεν είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων. Οι όροι της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων καθιστούν υποχρέωση του δικαστηρίου την επίλυση κάθε αναφυόμενης διαφοράς "μεθ΄όλης της λογικής ταχύτητος". Για την επίτευξη του στόχου αυτού το άρθρο 5 του Νόμου καθορίζει ότι η διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου θα είναι συνοπτική και θα διεξάγεται χωρίς δέσμευση από τους κανόνες της απόδειξης. Και οι δικονομικοί θεσμοί που ρυθμίζουν την διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων είναι κατ΄εξοχή προσαρμοσμένοι το εξεταστικό σύστημα της δίκης. ............

.................................. .................................................. ...........

Ο εξεταστικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας μεταβάλλει τα κριτήρια βάσει των οποίων ασκείται η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να επιτρέψει απόκλιση από την προκαθορισμένη πορεία της δίκης. Η ολοκλήρωση της έρευνας το συντομότερο είναι το πρωταρχικό κριτήριο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου."

 

Βέβαια και οι δύο αυτές υποθέσεις αφορούσαν τη διαδικασία κατά τη διάρκεια της δίκης και όχι το στάδιο της προδικασίας. Είναι μάλιστα σημαντικό να παρατηρηθεί ότι το σκεπτικό τους ανάγεται στο άρθρο 5, που αναφέρεται στην ακρόαση υπόθεσης ενώπιον του δικαστηρίου, όσο και στη συνοπτική μορφή της διαδικασίας με την προοπτική της ταχείας εκδίκασης, έτσι ώστε να μην καθυστερεί η ακρόαση λόγω των αυστηρών κανόνων της μαρτυρίας. Η αίτηση για λεπτομέρειες, όμως, προηγούμενη της έναρξης της ακρόασης, αντί να συντείνει στην πραγμάτωση του πιο πάνω σκοπού τείνει μάλλον στην καθυστέρηση της διαδικασίας. Ιδιαίτερα στην προκειμένη περίπτωση που, όπως παρατηρεί ο κ. Μυριανθεύς, υπήρξε καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης αφού, εν πάση περιπτώσει, από της καταχώρισης της Απαίτησης στις 2.2.1998, η αίτηση δεν υπεβλήθη παρά μόνο την ημέρα που η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση στις 24.9.1998, με αποτέλεσμα μέχρι σήμερα η υπόθεση να μην έχει ακόμα εκδικασθεί. Δεν βλέπουμε λοιπόν πως η επίκληση του διερευνητικού χαρακτήρα του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων θα μπορούσε να προσφέρει ιδιαίτερη βοήθεια στη θέση της εφεσίβλητης. Εξ άλλου, η οποιαδήποτε ιδιαιτερότητα της διαδικασίας ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου δεν θα μπορούσε να αντιστρατεύεται το συνταγματικό δικαίωμα του κάθε διαδίκου σε δίκαιη δίκη, με ιδιαίτερη αναφορά στην παρουσίαση της υπόθεσης του και την προσαγωγή της μαρτυρίας του όπως και την υποβολή των θέσεων του στους μάρτυρες της άλλης πλευράς, ή την αρχή της ισότητας των όπλων, ή την αρχή ότι το βάρος απόδειξης φέρει ο εγείρων την απαίτηση. Όσο και αν ο διερευνητικός χαρακτήρας της διαδικασίας δικαιολογεί την ελαστική προσέγγιση στους κανόνες μαρτυρίας κατά την ακρόαση, η παροχή λεπτομερειών που απολήγει σε αποκάλυψη μαρτυρίας άπτεται των πιο πάνω, και δεν είναι επιθυμητή η ισοπεδωτική προσέγγιση που εξυπακούεται στην τοποθέτηση κυριαρχικής εμβέλειας στο διερευνητικό χαρακτήρα της διαδικασίας σε θέματα όπως το προκείμενο.

Επανερχόμενοι στις αρχές που διέπουν το θέμα της παροχής λεπτομερειών, αφετηρία πρέπει να είναι το ουσιώδες γεγονός το οποίο αναφέρεται στο δικόγραφο και του οποίου ζητούνται περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες. Το γεγονός αυτό είναι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι η Εταιρεία του παρέστησε ότι επιθυμούσε την ανάκτηση κατοχής για να προβεί σε ουσιώδεις αλλαγές, ότι το ακίνητο δεν θα υπενοικιάζετο και ότι αν παρέδιδε την κατοχή δεν θα κατέβαλλε ενοίκια και κοινόχρηστα για την περίοδο των 18 μηνών που θα προηγείτο της παράδοσης, και ότι ο εφεσείων παρέδωσε το ακίνητο αφού συμφώνησε με την Εταιρεία ανάλογα. Δεν βλέπουμε πως η εφεσίβλητη μπορεί να καταληφθεί εξ απίνης στην ακρόαση αν δεν γνωρίζει εκ των προτέρων το συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο που ενήργησε όπως ισχυρίζεται ο εφεσείων. Το δικόγραφο του εφεσείοντα δεν είναι αόριστο, όπως ήταν εσκεμμένα αόριστο εκείνο της εναγόμενης στην υπόθεση Briton, ανωτέρω. Η εφεσίβλητη γνωρίζει πολύ καλά τι ισχυρίζεται ο εφεσείων και δεν ζήτησε λεπτομέρειες αναφορικά με τα όσα ο εφεσείων της αποδίδει, όπως ζητήθησαν στην υπόθεση Briton και μόνο ακόλουθα ως προς το φυσικό πρόσωπο που είχε ενεργήσει, παρά μόνο ζητά το όνομα του φυσικού προσώπου το οποίο ενήργησε εκ μέρους της. Αυτό μας φαίνεται να επιδιώκει όχι τη διευκρίνιση του ουσιώδους γεγονότος που αναφέρεται στο δικόγραφο αλλά την αποκάλυψη και εκμαίευση μαρτυρίας αυτής καθ΄αυτής. Η νομολογία δείχνει ότι η αποκάλυψη του ονόματος ενδεχόμενου μάρτυρα μπορεί να προκύψει όχι αφ΄εαυτής αλλά μόνο ως επακόλουθο παροχής αναγκαίων λεπτομερειών ως προς ουσιώδες γεγονός, όπως στην περίπτωση της υπεράσπισης της αλήθειας της αναφοράς σε αγωγή για δυσφήμιση, ή της φύσης της ισχυριζόμενης σκληρότητας σε αγωγή διαζυγίου, ή της διασαφήνισης του τρόπου με τον οποίο γίνεται ισχυρισμός ότι ενήργησε ο αντίδικος που ανεφέρθη στην υπόθεση Briton. Ο προσδιορισμός του φυσικού προσώπου που ενήργησε για την εταιρεία δεν συνιστά μέρος του ουσιώδους γεγονότος που αναφέρεται στο δικόγραφο, που είναι τα όσα αποδίδονται στην εφεσίβλητη και των οποίων δεν ζητά περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες ακόλουθα των οποίων ενδεχόμενα να αποκαλύπτετο και το φυσικό πρόσωπο που ενήργησε εκ μέρους της. Η προκειμένη υπόθεση θεωρούμε ότι εμπίπτει στα πλαίσια της Τemperton, ανωτέρω, στην οποία η αποκάλυψη των ονομάτων των υπαλλήλων τους οποίους, όπως ισχυρίζετο ο ενάγων, είχαν επηρεάσει οι εναγόμενοι, δεν επιδιώκετο προς διευκρίνιση ισχυρισμού ουσιώδους γεγονότος επί του οποίου εβασίζετο η δικογραφική στοιχειοθέτηση του αγώγιμου δικαιώματος του ενάγοντα αλλά προφανώς προς αποκάλυψη της μαρτυρίας που θα απεδείκνυε την απαίτηση με βάση τη δικογραφία.

Ούτε μπορεί να δικαιολογηθεί η παροχή λεπτομερειών που ουσιαστικά συνιστά αποκάλυψη μαρτυρίας διότι κάτι τέτοιο θα διευκολύνει τον αντίδικο στην παρουσίαση της υπόθεσης του, όπως ουσιαστικά επιδιώκεται από την εφεσίβλητη. Η εφεσίβλητη γνωρίζει ποια υπεράσπιση προβάλλει ο εφεσείων και έγκειται σε αυτή να παρουσιάσει οποιαδήποτε μαρτυρία θεωρεί ότι μπορεί να την αντιστρατεύεται, όπως και ο εφεσείων, ισχυριζόμενος την υπεράσπιση αυτή, έχει ο ίδιος το βάρος απόδειξης της. Οι μάρτυρες που θα παρουσιασθούν στα πλαίσια αυτά δεν εμπίπτουν στα δικογραφικά αλλά στα αποδεικτικά πλαίσια της υπόθεσης.

Καταλήγουμε ότι η απόφαση του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων δεν μπορεί να ευσταθήσει. Η έφεση ως εκ τούτου επιτυγχάνει και η απόφαση παραμερίζεται.

Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης τόσο στην έφεση όσο και πρωτόδικα.

 

Π.

 

Δ.

 

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΚΧ"Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο