ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 1 ΑΑΔ 26
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 156/99
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 155.4 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, τα άρθρα 3 & 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Ν. 33/64 και το άρθρο 19 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60)
και
Αναφορικά με την ιδιωτική Ποινική υπόθεση υπ΄αρ. 26037/98 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού την οποία καταχώρησε ο Δικηγόρος Κώστας Χ"Πιέρας εναντίον του Φιλόκυπρου Ματθαίου - Κατηγορουμένου
και
Αναφορικά με την αίτηση των (1) κ. Χρίστου Σ. Χριστοφόρου, Δικηγόρου του Κατηγορουμένου, (2) Φιλόκυπρου Ματθαίου Κατηγορουμένου, για άδεια να καταχωρήσουν αίτηση για έκδοση ενταλμάτων της φύσεως Certiorari και Prohibition
και
Αναφορικά με το άρθρο 48 του περί Παραγραφής Αγωγίμων Δικαιωμάτων Νόμου (Εχθροί και Αιχμάλωτοι Πολέμου) Κεφ. 14
και
Αναφορικά με την έκδοση κλήσης μάρτυρος προς τον Δικηγόρο Χρίστο Σ. Χριστοφόρου, Δικηγόρο του Κατηγορουμένου Φιλόκυπρου Ματθαίου στην Ποινική υπόθεση υπ΄αριθμό 26037/98 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού η οποία εξεδόθην δυνάμει του άρθρου 48 του Κεφ. 14
και
Αναφορικά με την Ενδιάμεση Απόφαση και κατ΄επέκταση Διαταγή του Δικαστηρίου ημερομηνίας 9.12.1999 (της Εντίμου Δικαστού κας. Κατερίνας Σταματίου) δια της οποίας διάτασσε το Δικηγόρο του Κατηγορουμένου κ. Χρίστο Σ. Χριστοφόρου όπως καταθέσει 1ος μάρτυρας Κατηγορίας
και
Αναφορικά με το άρθρο 49 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, περί εκδόσεως κλήσης μάρτυρος
και
Αναφορικά με τους κανονισμούς 7, 8, 10, 11 και 18 των περί δεοντολογίας των Δικηγόρων κανονισμών του 1966
----------------------------
25 Ιανουαρίου 2000
Για τους Αιτητές: κ. Χρ. Χριστοφόρου προσωπικά και για τον
αιτητή αρ. 2.
Για τους Καθ΄ων η Αίτηση: κ. Χρ. Χατζηλοϊζου.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο Αιτητής 2 είναι κατηγορούμενος στην ιδιωτική ποινική υπόθεση υπ΄αριθμό 26037/98 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με κατήγορο δικηγόρο ο οποίος στο παρελθόν ενεργούσε ως δικηγόρος του. Ο Αιτητής 1 είναι ο δικηγόρος του στην εν λόγω υπόθεση, η οποία αφορά κατηγορίες σε σχέση με μη εξοφληθείσα επιταγή £1,000 την οποία ο Αιτητής 2 εξέδωσε προς τον εν λόγω πρώην δικηγόρο του για πληρωμή της δικηγορικής αμοιβής του. Η εν λόγω υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση στις 22.10.1999 και με μαρτυρική κλήση κλήθηκε ο Αιτητής 1 να καταθέσει ως μάρτυρας στην υπόθεση και να παρουσιάσει όλους τους φακέλους των υποθέσεων του Αιτητή 2 τους οποίους ο εν λόγω πρώην δικηγόρος του του είχε επιστρέψει. Κατά την ακρόαση, και αφού ο συνήγορος του κατηγόρου κάλεσε τον Αιτητή 1 ως πρώτο μάρτυρα για απόδειξη της υπόθεσης του, υπήρξε ένσταση. Το δικαστήριο, αφού άκουσε τις δύο πλευρές, απέρριψε την ένσταση και κάλεσε τον Αιτητή 1 να δώσει μαρτυρία ως μάρτυρας κατηγορίας όπως είχε κληθεί. Όπως προκύπτει από την απόφαση, το αίτημα για να δώσει μαρτυρία ο Αιτητής 1 ως μάρτυρας κατηγορίας περιορίσθηκε στην παρουσίαση των εν λόγω φακέλων ώστε να καταδειχθεί το ύψος της αμοιβής του πρώην δικηγόρου του Αιτητή 2. Το δικαστήριο, κρίνοντας ότι δεν υπήρχε κώλυμα στο νόμο
ή στη νομολογία να κληθεί ως μάρτυρας κατηγορίας ο συνήγορος κατηγορουμένου, απέρριψε τη θέση των Αιτητών ότι η παροχή μαρτυρίας από τον Αιτητή 1 και η συνεπαγόμενη αδυναμία του να εκπροσωπεί πλέον τον Αιτητή 2 θα απέληγε σε παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος του Αιτητή 2 να εκπροσωπείται από το δικηγόρο της επιλογής του. Αναγνωρίζοντας μεν το δικαίωμα αυτό, εν τούτοις θεώρησε ότι θα μπορούσε να μην ισχύσει αν υπήρχε ουσιαστικός λόγος προς τούτο, έκρινε δε ότι δεν είχε καταδειχθεί προσπάθεια παραβίασης του εν λόγω δικαιώματος του Αιτητή 2 χωρίς ουσιαστικό λόγο που να δικαιολογούσε την απόρριψη του αιτήματος του κατηγόρου να καλέσει ως μάρτυρα τον Αιτητή 1. Το δικαστήριο απέρριψε επίσης τη θέση των Αιτητών ότι η παροχή μαρτυρίας από τον Αιτητή 1 θα παραβίαζε την αρχή του απορρήτου μεταξύ δικηγόρου πελάτη και ενδεχόμενα να οδηγούσε στην παρουσίαση μη αποδεκτής μαρτυρίας, θεωρώντας ότι τα θέματα αυτά θα εκρίνοντο αν και όταν εγείροντο κατά τη διαδικασία.Τα επιχειρήματα αυτά ήγειραν και ενώπιον μου οι Αιτητές, όπως επίσης και το επιχείρημα, με το οποίο δεν ασχολήθηκε η ευπαίδευτη δικαστής, ότι η κλήση του δικηγόρου του κατηγορουμένου να δώσει μαρτυρία ως μάρτυρας κατηγορίας ουσιαστικά εξισώνεται με κλήση του κατηγορουμένου να δώσει μαρτυρία εναντίον του.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον κατήγορο στην ιδιωτική ποινική υπόθεση βασίζει τη θέση του σε στήριξη της απόφασης στο ότι η πιθανή υπεράσπιση του Αιτητή 2 θα είναι η εγειρόμενη και στην υπεράσπιση του στην αντίστοιχη πολιτική αγωγή υπ΄αριθμό 7603/98, ότι δηλαδή η εν λόγω επιταγή δεν εξεδόθη για καλό και νόμιμο αντάλλαγμα. Ως εκ τούτου, λέγει, είναι αναγκαία η παρουσίαση των φακέλων για να μπορέσει να αποδειχθεί το στοιχείο του αδικήματος που συνίσταται στην έκδοση επιταγής για καλό και νόμιμο αντάλλαγμα. Το δικαίωμα του κατηγορουμένου να εκπροσωπείται από δικηγόρο της επιλογής του, λέγει ο κ. Χατζηλοΐζου, πρέπει να υποχωρήσει στο επίσης συνταγματικό δικαίωμα του κατηγόρου να καλεί μάρτυρες σε απόδειξη της υπόθεσης του.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι δεν με παρέπεμψαν σε οποιαδήποτε ευθέως σχετική νομολογία.
Η τοποθέτηση του θέματος από τον κ. Χατζηλοΐζου όμως οδηγεί και στην απάντηση προς αυτή. Είναι καθαρό ότι το τι επιδιώκεται με την κλήση του Αιτητή 1 ως μάρτυρα κατηγορίας είναι η παρουσίαση στοιχείων που ενδεχόμενα να στηρίξουν την απόδειξη των κατηγοριών που αντιμετωπίζει ο Αιτητής 2. Τα στοιχεία αυτά, και συγκεκριμένα οι φάκελοι, κατέχονται μεν από τον Αιτητή 1, ανήκουν όμως τον Αιτητή 2, ο οποίος και του τα ενεπιστεύθη. Ουσιαστικά ο Αιτητής 2 καλείται να παρέχει στον κατήγορο μαρτυρία η οποία ενδεχόμενα να βοηθήσει στην απόδειξη της ενοχής του. Αυτό μου φαίνεται να προσκρούει προς θεμελιακές αρχές και ιδιαίτερα τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή ότι, σύμφωνα με το Άρθρο 12.4 του Συντάγματος, "Ο κατηγορούμενος δι΄αδικήμα τι θεωρείται αθώος, μέχρις ότου αποδειχθεί ένοχος συμφώνως προς τον νόμον", και την ακόλουθη αρχή ότι ο κατήγορος φέρει το βάρος αποδείξεως της ενοχής του κατηγορουμένου. Εναπόκειται στον κατήγορο να αποδείξει την υπόθεση του, και δεν είναι δυνατό να ζητείται από τον κατηγορούμενο να παρουσιάσει μαρτυρία σκοπός της οποίας είναι η τεκμηρίωση των ουσιαστικών στοιχείων της κατηγορίας. Ο κατηγορούμενος, εκτός αν ο ίδιος είναι μάρτυρας σε υπεράσπιση του, δεν μπορεί να κληθεί να αυτοενοχοποιηθεί, και
αυτό είναι που ουσιαστικά επιζητείται με την κλήση του δικηγόρου του ως μάρτυρα κατηγορίας. Κάτι τέτοιο εξ άλλου θα αντιστρατεύετο και την αρχή της ισότητας των όπλων, παρατηρώντας παράλληλα ότι το τι ουσιαστικά επιδιώκεται είναι η παροχή όπλων από την υπεράσπιση στον κατήγορο προς απόδειξης της κατηγορίας.Ούτε επηρεάζεται η άποψη αυτή από την εισήγηση ότι ο κατήγορος έχει το συνταγματικό δικαίωμα, σύμφωνα με το Άρθρο 30.3(γ) του Συντάγματος "να προσάγει ή να προκαλεί την προσαγωγήν των μέσων αποδείξεως και να εξετάζει μάρτυρες συμφώνως των νόμω". Οποιαδήποτε και αν είναι η έκταση του δικαιώματος αυτού, δεν θα μπορούσε να είναι τέτοια που να καταστρατηγεί τα πιο πάνω. Η ουσία του πράγματος είναι ότι ο δικηγόρος του κατηγορουμένου δεν καλείται ως μάρτυρας κατηγορίας σε αναφορά με κάτι που ο ίδιος γνωρίζει ή κατέχει ανεξάρτητα από τη σχέση του με τον κατηγορούμενο αλλά σε αναφορά με στοιχεία που ο ίδιος ο κατηγορούμενος του ενεπιστεύθη ως εκ της σχέσης τους και τα οποία, κατ΄ισχυρισμό του ίδιου του κατηγόρου
, χρειάζονται για να αποδειχθεί η ενοχή του κατηγορουμένου. Η πρόσκρουση της κλήσης του δικηγόρου ως μάρτυρα κατηγορίας για παρουσίαση αυτών των στοιχείων προς θεμελιακές αρχές είναι τέτοια που να αποκαλύπτει και υπέρβαση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου αλλά και προφανές νομικό λάθος ώστε να προσφέρεται ο δικαστικός έλεγχος με το προνομιακό διάταγμα certiorari (ίδε In re Τζεννάρο Περέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 692, και στην εκεί αναφερόμενη Αγγλική νομολογία).Η απόφαση In re Κωνσταντινίδης (1995) 1 ΑΑΔ 547 στην οποία με ανέφερε ο κ. Χατζηλοΐζου σαφώς δεν μπορεί να έχει εφαρμογή, αφού στην περίπτωση εκείνη το θέμα δεν ετίθετο όπως τίθεται στην προκειμένη περίπτωση αλλά επιδιώκετο μέσω του certiorari, όπως παρατηρεί ο Κωνσταντινίδης, Δ., ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης του δικαστηρίου ως προς τη δεκτότητα μαρτυρίας, θέμα που ενέπιπτε στη δικαιοδοσία του, με σκοπό την υποκατάσταση της. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν εμπίπτει στη σφαίρα του certiorari. Η προκειμένη περίπτωση όμως είναι στα πλαίσια του εφ΄όσον θίγονται ή μπορεί να θιγούν δικαιώματα, και μάλιστα θεμελιακά δικαιώματα, του κατηγορουμένου Αιτητή 2. Η διάκριση γίνεται πολύ καθαρά στην υπόθεση
In re Malikides (1980) 1 CLR 472, όπου εδόθη άδεια σε σχέση με εκείνο το μέρος της απόφασης που αρνήθηκε αίτημα για λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου, εφ΄όσον εθίγοντο τα δικαιώματα του κατηγορουμένου να υπερασπισθεί την κατηγορία δυνάμει του Άρθρου 12 του Συντάγματος και να έχει δίκαιη δίκη δυνάμει του ΄Αρθρου 30 του Συντάγματος, αλλά δεν εδόθη άδεια σε σχέση με εκείνο το μέρος της απόφασης που απέρριψε εισήγηση για επιφύλαξη νομικών ερωτημάτων για το Ανώτατο Δικαστήριο, για πολλαπλότητα κατηγοριών και για αναβολή, που ήσαν θέματα άσκησης της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου. Ομοίως, στις υποθέσεις In re Aeroporos (1988) 1 CLR 302 και In re Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993) 1 ΑΑΔ 443, δεν δικαιολογείτο η έκδοση certiorari αφού το θέμα αφορούσε τη δεκτότητα μαρτυρίας, που ενέπιπτε στον τομέα του δικαστηρίου. Η προκειμένη όμως δεν είναι τέτοια περίπτωση αλλά περίπτωση επηρεασμού συνταγματικών και θεμελιακών δικαιωμάτων του Αιτητή.Συμπληρωματικά προς τα πιο πάνω, θα έλεγα ότι η κλήση του Αιτητή 1 να δώσει μαρτυρία ως μάρτυρας κατηγορίας απολήγει και σε κατάργηση του δικαιώματος του κατηγορουμένου Αιτητή 2 να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο της επιλογής του στην εναντίον του ποινική διαδικασία, αφού πλέον δεν θα είναι δυνατό γι΄αυτόν να εμφανίζεται αφ΄ης στιγμής δώσει μαρτυρία. Και αν ακόμα το θέμα αντικρύζετο όπως αντικρίσθηκε από την ευπαίδευτο δικαστή, κατά πόσο δηλαδή το δικαίωμα αυτό μπορεί να περιορισθεί αν υπάρχει ουσιαστικός λόγος προς τούτο, δεν βλέπω πως ο επικαλούμενος λόγος θα μπορούσε να συνιστά τέτοιο καλό λόγο, εν όψει και των ανωτέρω λεχθέντων. Στην πραγματικότητα, ούτε η ευπαίδευτη δικαστής διευκρινίζει ή επισημαίνει ποίος είναι ο ουσιαστικός λόγος για τον οποίο το εν λόγω δικαίωμα του Αιτητή θα έπρεπε, όπως έκρινε, να περιορισθεί.
Η αίτηση λοιπόν επιτυγχάνει και εκδίδεται προνομιακό διάταγμα certiorari με το οποίο ακυρώνεται η απόφαση της ευπαιδεύτου δικαστή ημερομηνίας 9.12.1999 με την οποία ενέκρινε την κλήση του Αιτητή 1 να δώσει μαρτυρία ως μάρτυρας κατηγορίας στην ποινική υπόθεση υπ΄αριθμό 26037/98 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού εναντίον του Αιτητή 2 ως κατηγορουμένου.
Αναφορικά με τα έξοδα, λαμβανομένης υπ΄όψη της φύσεως του θέματος, αφορώντος ιδιαίτερα την ίδια την απόφαση του δικαστηρίου, της ελλείψεως αντίστοιχης νομολογίας επί του σημείου, και του ότι ο εμφανιζόμενος δικηγόρος είναι και ο ίδιος Αιτητής στη διαδικασία, δεν θα γίνει οποιαδήποτε διαταγή.
Δ. Χατζηχαμπής
Δ.
/ΚΧ"Π