ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 11/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ: Α. ΚΡΑΜΒΗ, Δ.
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ με το άρθρο 155(4) του Συντάγματος και το άρθρο 3 του Περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964,
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ με την αίτηση του Φαίδωνα Ανδρέου Χριστόπουλλου, από τον Π. Γερμασόγειας Λεμεσού, για άδεια καταχώρησης αίτησης για έκδοση προνομιακών διαταγμάτων τύπου certiorari
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ με την καταδικαστική απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που απαγγέλθηκε στις 9.12.1999 στην Ποινική Υπόθεση 2454/95 η οποία είναι ορισμένη στις 31.1.2000 για επιβολή ποινής.
- - - - - -
27 Ιανουαρίου, 2000
.Για τον αιτητή: κ. Χρ. Παύλου.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, κατόπιν ακροάσεως, έκρινε τον αιτητή ένοχο σε κατηγορίες κλοπής υπό διευθυντού (άρθρα 255 και 269 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154). Τα αδικήματα διαπράχθηκαν μεταξύ 5.2.1993 και 1.10.1993 και αφορούσαν ποσά που στο σύνολό τους ξεπερνούσαν τις £8000. Η απόφαση του Δικαστηρίου εκδόθηκε στις 9.12.1999 και η υπόθεση είναι ορισμένη στις 31.1.2000 για επιβολή ποινής.
Με την παρούσα αίτηση ζητείται άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος certiorari προς ακύρωση της απόφασης.
Στην αίτηση παρατίθενται στοιχεία που εκ πρώτης όψεως αποκαλύπτουν την θλιβερή πορεία που ακολούθησε η δικαστική διαδικασία από την έναρξή της, τον Γενάρη 93 μέχρι την έκδοση της απόφασης τον Δεκέμβρη 99. Μέσα σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα δόθηκαν περισσότερες από εξήντα αναβολές χωρίς εκ πρώτης όψεως να προκύπτει ότι υπήρξε ποτέ πραγματική διάθεση και αποφασιστικότητα για την εκδίκαση της υπόθεσης μέσα σε σύντομο χρόνο.
Το Δικαστήριο στην απόφασή του ασχολείται με το ζήτημα της καθυστέρησης που παρατηρήθηκε στην εκδίκαση της υπόθεσης. Παρατίθενται οι αρχές της νομολογίας που διέπουν το θέμα της γρήγορης εκδίκασης των υποθέσεων και ο Δικαστής, με αναφορά στα πρακτικά, διαπιστώνει ότι η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην εκδίκαση της υπόθεσης οφειλόταν σε "δικαιολογημένους λόγους". Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η καθυστέρηση δεν οδηγεί υπό τις περιστάσεις "σε ακυρότητα της διαδικασίας, όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος του κατηγορουμένου, αλλά αν ήθελε βρεθεί ένοχος ο κατηγορούμενος το γεγονός αυτό αποτελεί ελαφρυντικό παράγοντα".
Ο αιτητής απεκδύεται κάθε ευθύνης για την καθυστέρηση αφού όπως ισχυρίζεται δεν ζήτησε ποτέ αναβολή και θεωρεί εσφαλμένη τη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι οι λόγοι που προκάλεσαν την καθυστέρηση ήταν δικαιολογημένοι.
Ο συνήγορος του αιτητή προώθησε ως επιχείρημα προς υποστήριξη του αιτήματος ότι η υπερβολική καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης συνιστά υπό τις περιστάσεις παραβίαση του άρθρου 30.2 του Συντάγματος το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα της διεξαγωγής της δίκης εντός ευλόγου χρόνου καθώς και των σχετικών επί του θέματος αρχών της φυσικής δικαιοσύνης. Η εισήγηση είναι ότι η παραβίαση του θεμελιώδους αυτού δικαιώματος συνεπάγεται ακυρότητα της διαδικασίας ενώ οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες εκδόθηκε η απόφαση συνιστούν κατάχρηση εξουσίας και/ή ότι η απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του νόμου και του Συντάγματος.
Σε συνάρτηση με τα πιο πάνω αναφέρθηκε ότι ο Δικαστής απάγγειλε την απόφασή του στις 9.12.99 από σημειώσεις που είχε στα χέρια του χωρίς να έχει κατατεθεί υπογραμμένο κείμενο της απόφασης κατά παράβαση του άρθρου 113(1)* του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 154. Η συγκεκριμένη παράλειψη συνιστά κατά τον αιτητή νομικό λάθος συνεπαγόμενο ακυρότητα της απόφασης στο πλαίσιο ελέγχου με προνομιακό ένταλμα certiorari. Ωστόσο, ο κ. Παύλου ανέφερε ότι ο Δικαστής αμέσως μετά την απαγγελία της απόφασης πληροφόρησε τον αιτητή ότι το κείμενο της απόφασης θα εδακτυλογραφείτο από τη στενογράφο και θα μπορούσε να πάρει αντίγραφο σε μια περίπου βδομάδα. Ο δικηγόρος του αιτητή πήρε δακτυλογραφημένο αντίγραφο της απόφασης στις 22.12.99.
Ο κ. Παύλου εισηγήθηκε ότι το ζήτημα της υπερβολικής καθυστέρησης και οι εξ αυτής συνέπειες της παραβίασης των συνταγματικών δικαιωμάτων του αιτητή κλπ όσο και το ζήτημα της παράλειψης του πρωτόδικου Δικαστή να καταθέσει υπογραμμένο κείμενο της απόφασης μετά την απαγγελία της απόφασης συνιστούν ζητήματα που άπτονται της νομιμότητας της απόφασης και μπορούν να ελεγχθούν με το προνομιακό ένταλμα certiorari.
Η χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari προϋποθέτει αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης με την έννοια της συζητήσιμης υπόθεσης. Βλ. In re Kakos (1985) 1 CLR 250. Η αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης από μόνη της δεν είναι αρκετή για να δοθεί η άδεια για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος. Ο αιτητής πρέπει παράλληλα να αποδείξει ότι υπάρχουν εξαιρετικές συνθήκες. Οπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο και ειδικά το ένδικο μέσο της έφεσης το Ανώτατο Δικαστήριο πολύ σπάνια και κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις δίδει άδεια. Βλ. Ανθίμου (1991) 1 ΑΑΔ 41.
Το πεδίο που καλύπτει το προνομιακό ένταλμα certiorari σκιαγραφήθηκε από την Ολομέλεια στην Τζιεννάρο Περρέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 692 ως εξής:
"Η εμβέλεια του προνομιακού εντάλματος certiorari, όπως την αναγνώρισε τελικά η σύγχρονη αγγλική νομολογία, παρέχει δυνατότητα για άσκηση ελέγχου από ανώτερο προς κατώτερο δικαστήριο - όχι όμως αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου - με προοπτική την επέμβαση, είτε όπου το κατώτερο δικαστήριο ενήργησε εκτός της δικαιοδοσίας του ή την υπερέβη είτε όπου προκύπτει στην όψη του "πρακτικού" της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου προφανές νομικό λάθος έστω και αν αυτό δεν άπτεται της δικαιοδοσίας."
Το πρώτο ζήτημα που εγείρεται, αυτό της υπερβολικής καθυστέρησης σε συνάρτηση προς την ισχυριζόμενη παραβίαση συνταγματικού δικαιώματος και αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, δεν αποτελεί ζήτημα είτε δικαιοδοσίας είτε προφανούς νομικού λάθους στην όψη του πρακτικού αλλά ζήτημα που αφορά την ορθότητα της κρίσης του Δικαστή ύστερα από αξιολόγηση και εκτίμηση των λόγων που προκάλεσαν την καθυστέρηση και τις επιπτώσεις.
Το κατά πόσο το χρονικό διάστημα που απαιτήθηκε για τη διάγνωση της ποινικής ευθύνης έχει υπερβεί το εύλογα επιτρεπτό είναι ζήτημα εκτίμησης των περιστάσεων στη συγκεκριμένη υπόθεση. Αυτό υπογραμμίζεται σε αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Βλ.
The Wemhoff Judgment of June 1968, Series A, vol. 7, pp. 26-27, The Neumeister Judgment of June 1968, Series A, vol. 8, p. 41 και The Ringeisen Judgment 16 July 1971, Series A, vol. 13, p. 45.Σχετική επί του θέματος είναι η πιο κάτω περικοπή από την απόφαση του Δικαστή Νικολάου στην Ευθύβουλος Λιασίδης, Αίτηση αρ. 30/98, ημερ. 5.5.1998:
"Η απόφανση επί νομικού ή συνταγματικού ζητήματος στη βάση συγκεκριμένου πραγματικού βάθρου, που αποτελεί βέβαια προϋπόθεση για την εξέταση γιατί αλλιώς η εξέταση δεν θα ήταν παρά μόνο θεωρητική και ως εκ τούτου απαράδεκτη, πρέπει να διακριθεί από την κρίση ως απόληξη της εκτίμησης πραγματικών θεμάτων για την υπαγωγή της περίπτωσης σε νομική ή συνταγματική διάταξη. Στο δεύτερο εγχείρημα, αντίθετα με το πρώτο
Καθόσον αφορά το δεύτερο ζήτημα που εγείρεται, αυτό της παράλειψης κατάθεσης υπογραμμένου κειμένου της απόφασης συνοπτικά αποφαίνομαι πως τούτο στερείται ερείσματος. Ο Δικαστής έδωσε την απόφαση από σημειώσεις που είχε στα χέρια του κατά την ώρα της απαγγελίας της απόφασης και προφανώς οι σημειώσεις παρέμειναν στην κατοχή του Δικαστή για να χρησιμοποιηθούν κατά τη σύνταξη ή την υπαγόρευση του πλήρους κειμένου της απόφασης. Δακτυλογραφημένο κείμενο της απόφασης κατατέθηκε στο φάκελο και αντίγραφο τούτου πήρε ο αιτητής. Πιστό αντίγραφο της απόφασης επισυνάπτεται στην αίτηση. Δεν διαπιστώνω την ύπαρξη οποιουδήποτε νομικού λάθους που θα μπορούσε να ελεγχθεί με προνομιακό ένταλμα certiorari.
Κατόπιν των ανωτέρω αποφαίνομαι πως τα ζητήματα που εγείρονται δεν βρίσκονται στο πεδίο που καλύπτει το ένταλμα certiorari.
Η αίτηση απορρίπτεται.
B>
Α. Κραμβής,9;Δ.
ΣΦ.