ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1999) 1 ΑΑΔ 2101

17 Δεκεμβρίου, 1999

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΠΑΜΠΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛOI,

Ενάγοντες,

v.

ΤΟΥ ΠΛΟΙΟY S.S. SAPPHIRE SEAS (AΡ. 2),

Εναγομένου.

(Αίτηση για Αναθεώρηση στην Αγωγή Ναυτοδικείου Aρ. 135/96)

 

Ναυτοδικείο — Δικαιοδοσία Ναυτοδικείου — Έκδοση διατάγματος με το οποίο καθορίσθηκαν οι προτεραιότητες των απαιτήσεων κατά του εκπλειστηριάσματος πλοίου — Εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να επιληφθεί διαδικασίας αναθεώρησης του, σύμφωνα με τον Κανονισμό 165 των Κυπριακών Θεσμών Ναυτοδικείου.

Λέξεις και Φράσεις — "Any party" — Στον Κανονισμό 165 των Κυπριακών Θεσμών Ναυτοδικείου.

Λέξεις και Φράσεις — "Final order or judgment disposing of the claim in the action" — Στον Κανονισμό 165 των Κυπριακών Θεσμών Ναυτοδικείου.

Η Αίτηση για Αναθεώρηση αφορά την απόφαση Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία αποφασίστηκε ότι οι Καθ' ων η Αίτηση για Αναθεώρηση, στη συνέχεια αναφερόμενη ως "η Τράπεζα" η οποία ήταν ενυπόθηκος δανειστής και είχε εξασφαλίσει εκ συμφώνου απόφαση για το οφειλόμενο προς αυτή χρέος, είχε προτεραιότητα πληρωμής από το εκπλειστηρίασμα, έναντι της αιτήτριας στην Αίτηση για Αναθεώρηση, στη συνέχεια αναφερόμενη ως "η Εταιρεία", η οποία είχε εξασφαλίσει απόφαση για παράβαση ναυλοσυμφώνου.

Κατά την ακρόαση της Αίτησης για Αναθεώρηση ηγέρθη θέμα δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να επιληφθεί της πρωτόδικης απόφασης με την Αίτηση για Αναθεώρηση και επίσης θέμα παράλληλων διαδικασιών, δεδομένου ότι η Εταιρεία, είχε καταχωρήσει και έφεση κατά της εν λόγω απόφασης.

Ο συνήγορος της Τράπεζας εισηγήθηκε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Κανονισμού 165 του Cyprus Admiralty Jurisdiction Order 1893 για να καθίσταται δυνατή η ανάληψη δικαιοδοσίας από το Δικαστήριο.  Υποστήριξε, συγκεκριμένα, ότι η Αίτηση για Αναθεώρηση δεν γίνεται από "party", ούτε αφορά " . any order . not being a final order of judgment disposing of the claim in the action", όπως προβλέπει ο εν λόγω Κανονισμός.  Διότι αναφορικά με το πρώτο σημείο, η Εταιρεία δεν είναι διάδικος στην αγωγή, παραπέμποντας στην υπόθεση G. Kirzis & Co Ltd v. Kothari Trading Co., και αναφορικά με το δεύτερο σημείο, η πρωτόδικη απόφαση είναι τελεσίδικη και όχι ενδιάμεση απόφαση, παραπέμποντας στην υπόθεση Williams & Glyn's Bank PLC v. Couloumbis v. The Ship "MARIA".

Ο συνήγορος για την Εταιρεία ερμήνευσε διαφορετικά την υπόθεση Kirzis ώστε να περιλαμβάνει στο όρο "party" πρόσωπα παρόντα στην έκδοση της απόφασης, όπως ήταν η Εταιρεία, στην κρινόμενη περίπτωση, που μάλιστα είχε καταχωρήσει ένσταση στην αίτηση για καθορισμό των προτεραιοτήτων και λάβει μέρος στη διαδικασία εκείνη, καθιστάμενη έτσι διάδικος.

Αποφασίστηκε κατά πλειοψηφία ότι το διάταγμα στην προκείμενη υπόθεση εμπίπτει στα πλαίσια του Κανονισμού 165, ώστε η παρούσα Αίτηση για Αναθεώρηση και όχι η έφεση να προσφέρεται ως η ορθή διαδικασία.

Α. Υπό Χατζηχαμπή, Δ., συμφωνούντων και των Νικήτα, Δ., Καλλή, Δ. και Ηλιάδη, Δ.:

1.  Η απόφαση στην Kirzis, δεν αποφασίζει ότι μόνον οι διάδικοι στην αγωγή μπορούν να καταχωρήσουν Αίτηση για Αναθεώρηση. Απεναντίας, η απόφαση εισηγείται ότι, αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά, θα υπήρχε πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού 165.

2.  Σε εξυπακουόμενη συμφωνία με την άποψη αυτή είναι και η υπόθεση Williams & Glyn's Bank ανωτέρω.

3.  Τόσο οι Κανονισμοί που αφορούν εκτέλεση απόφασης όσο και ιδιαίτερα οι κανονισμοί που αφορούν Αιτήσεις είναι διατυπωμένοι έτσι ώστε να μην περιορίζονται στους διαδίκους στην αγωγή.

4.           Το θέμα ως προς το κατά πόσο το επίδικο διάταγμα δεν ήταν "final order or judgment disposing of the claim in the action", ώστε να τυγχάνει εφαρμογής ο Κανονισμός 165, τίθεται ευθέως ως θέμα ερμηνείας του Κανονισμού.  Η γραμματική ερμηνεία οδηγά στο συμπέρασμα του ενιαίου της πρόνοιας του Κανονισμού, ότι δηλαδή το τελεσίδικο του διατάγματος ή της απόφασης σε σχέση με την κρίση επί της απαίτησης στην αγωγή είναι το κριτήριο της εμβέλειας του Κανονισμού. Η δε γραμματική ερμηνεία συνάδει και με το σκοπό του Κανονισμού ως μέτρου προσφερομένου ιδιαίτερα "for a quick review of matters which, as of their very nature, so demand" αφού τοποθετεί εντός του Κανονισμού όλα τα θέματα που δεν αφορούν την ουσιαστική κρίση επί της αγωγής υπό τη μορφή είτε τελικής απόφασης είτε τελικού διατάγματος.

5.  Ενόψει των αρχών που διαμορφώθηκαν από τη σχετική νομολογία, αναφορικά με την εφαρμογή του Κανονισμού 165, το συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι το διάταγμα στην προκειμένη υπόθεση εμπίπτει στα πλαίσια του Κανονισμού 165, ώστε η παρούσα Αίτηση για Αναθεώρηση να προσφέρεται ως η ορθή διαδικασία. Ενόψει και της προσέγγισης στις υποθέσεις Williams & Glyn's Bank και Kirzis, ανάλογη θα είναι η αντίκρυση της παράλληλης διαδικασίας της έφεσης.

Β. Υπό Νικολάου, Δ.:

1.  Διάδικος εντός της έννοιας του Καν. 165 των Κανονισμών Ναυτοδικείου, είναι, όχι μόνο το κάθε μέρος σε αγωγή αλλά και το κάθε μέρος σε διαδικασία για τον καθορισμό προτεραιοτήτων για την ικανοποίηση, στο πλαίσιο της εκτέλεσης, δικαστικά καθορισμένων απαιτήσεων.  Αυτό προκύπτει από τη διττή χρήση, στους Κανονισμούς, του όρου διάδικος (party) με τον οποίο ρητά προσδιορίζονται τόσο τα μέρη στην αγωγή, όσο και τα μέρη σε άλλες διαδικασίες.

2.  Με τον όρο "judgment" στον Καν. 165, δηλώνεται ρητώς και ευθέως η κατάληξη στην αγωγή ενώ με τον όρο "order" δηλώνεται το ίδιο ρητώς και ευθέως η κατάληξη σε άλλες διαδικασίες.  Το final ως επίθετο προσδιορίζει το "order". Όχι και το "judgment".  Το οποίο είναι εξ ορισμού τελικό.  Αυτό άλλωστε προκύπτει και από την νομολογία, τόσο την Κυπριακή όσο και την Αγγλική.

3.  Η διαφορά μεταξύ "final order" και "judgment" είναι νομολογιακά εμπεδωμένη στην Αγγλία για περισσότερο από ένα αιώνα.  Και η υπό αναφορά ορολογία είναι ορολογία του Αγγλοσαξωνικού συστήματος δικαίου.  Το οποίο, σε ότι εδώ ενδιαφέρει, εφαρμόζεται και στην Κύπρο.

4.  Τόσο με βάση την Αγγλική όσο και την Κυπριακή νομολογία, διαδικασίες οι οποίες ταυτίζονται δικαιοδοτικά με την απόφαση σε αγωγή, δεν μπορεί παρά να είναι τελικές και όχι ενδιάμεσες.  Ως εκ τούτου η Αίτηση Αναθεώρησης είναι απαράδεκτη στην παρούσα υπόθεση.

Η αίτηση επιτράπηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

G. Kirzis & Co Ltd v. Kothari Trading Co (1992) 1 A.A.Δ. 11,

Williams and Glyn's Bank PLC v. Kouloumbis v. The Ship "Maria" (1984) 1 C.L.R. 569,

Williams & Glyn's Bank PLC v. Kouloumbis v. The Ship "Maria" (1984) 1 C.L.R. 674,

Williams & Glyn's Bank PLC v. Kouloumbis v. The Ship "Maria" (1986) 1 C.L.R. 627,

The Anglo-Palestine Bank Ltd v. The S.S. Arrow 14 C.L.R. 314,

Geto Trading Ltd v. Του Πλοίου Vladimir Vaslyayev (1996) 1(A) A.A.Δ. 286,

Katarina Shipping Inc v. The Cargo on Board the Ship "Poly" (1978) 1 C.L.R. 355,

Ex parte Chinery. In re Chinery [1884] 12 Q.B.D. 342,

Onslow v. Commissioners of Inland Revenue [1890] 25 Q.B.D. 465,

Pilavachi & Co. Ltd v. International Chemical Co. Ltd (1965) 1 C.L.R. 97,

Central Co-Operative Bank v. CY.E.M.S. (1984) 1 C.L.R. 435.

 

Aίτηση.

Aίτηση για αναθεώρηση από την αιτήτρια τράπεζα η οποία προέκυψε από απόφαση Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου επί αιτήσεων στα πλαίσια της Aγωγής Aρ. 135/96 για τον καθορισμό των προτεραιοτήτων των απαιτήσεων κατά του εκπλειστηριάσματος του πλοίου Sapphire Seas.

Ε. Μοντάνιος με Γρ. Λεοντίου, για τους Caspi Shipping Ltd and Natour Travel Association for Organised Tours Ltd - Aνακόπτοντες στην Aνακοπή 27/97 και Eνάγοντες στην Aγωγή 87/97.

Α. Χαβιαράς, για την Αιτήτρια Τράπεζα.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.:  Η απόφαση της πλειοψηφίας (Νικήτας, Καλλής, Ηλιάδης, Χατζηχαμπής) θα δοθεί από το Δικαστή Δ. Χατζηχαμπή.  Ο Δικαστής Νικολάου έχει διαφορετική άποψη και θα δώσει χωριστή απόφαση.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η Αίτηση για Αναθεώρηση προκύπτει από απόφαση Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί αιτήσεως η οποία κατεχωρήθη στα πλαίσια της εν λόγω αγωγής για τον καθορισμό των προτεραιοτήτων των απαιτήσεων κατά του εκπλειστηριάσματος του πλοίου Sapphire Seas, το οποίο συνελήφθη και επωλήθη στα πλαίσια της παρούσας αγωγής.  Η αίτηση είχε καταχωρηθεί από τους Καθ΄ων η Αίτηση για Αναθεώρηση, εν τοις εφεξής καλουμένους "η Τράπεζα", η οποία ήταν ενυπόθηκος δανειστής και είχε εξασφαλίσει εκ συμφώνου απόφαση στη δική της αγωγή 191/96 για το προς αυτή χρέος, είχε δε καταχωρήσει ανακοπή στην παρούσα αγωγή.  Ανακοπή στην παρούσα αγωγή είχε καταχωρήσει και η Αιτήτρια στην Αίτηση για Αναθεώρηση, εν τοις εφεξής καλουμένη "η Εταιρεία", η οποία  είχε εξασφαλίσει απόφαση στη δική της αγωγή 87/97 για παράβαση ναυλοσυμφώνου και η οποία έφερε ένσταση στην αίτηση της Τράπεζας για τον καθορισμό των προτεραιοτήτων.  Πρωτοδίκως, όσο και εδώ, ήταν κοινό έδαφος ότι πρώτη προτεραιότητα είχαν τα έξοδα του Αξιωματικού Ναυτοδικείου και δεύτερη προτεραιότητα οι απαιτήσεις του πληρώματος.  Η διαφορά μεταξύ των διαδίκων έγκειτο στο ότι η μεν Τράπεζα ισχυρίζετο ότι είχε τρίτη προτεραιότητα για το εξ αποφάσεως χρέος της στην αγωγή 191/96, ως απόφαση in rem ενυπόθηκου δανειστή, και ότι οι υπόλοιπες απαιτήσεις, περιλαμβανομένης εκείνης της Εταιρείας, αν και in rem, ακολουθούσαν, ενώ η Εταιρεία ισχυρίζετο ότι η ίδια είχε τρίτη  προτεραιότητα, ως εξ αποφάσεως πιστωτής in rem, που ομολογουμένως ήταν, και ότι η Τράπεζα ακολουθούσε καθ' όσον η δική της απόφαση δεν ήταν in rem έχοντας εκδοθεί εκ συμφώνου και όχι αποδειχθεί προς ικανοποίηση του δικαστηρίου.

Πρωτοδίκως απεφασίσθη ότι, καθ' όσον στα πλαίσια της αίτησης για καθορισμό των προτεραιοτήτων η Τράπεζα απέδειξε με μαρτυρία ότι η υπέρ της εκ συμφώνου απόφαση εκδόθηκε στη βάση αγωγής για υπόλοιπο χρέους ασφαλισμένου με ναυτική υποθήκη, η απαίτηση της κατά του εκπλειστηριάσματος ήταν in rem και είχε προτεραιότητα  έναντι άλλων απαιτήσεων in rem, περιλαμβανομένης εκείνης της Εταιρείας.

Κατά την ακρόαση της Αίτησης για Αναθεώρηση, και αφού είχε ακουσθεί ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Τράπεζα, εδόθησαν εκ συμφώνου οδηγίες από το Δικαστήριο για καταχώρηση γραπτών αγορεύσεων όσον αφορά το εγειρόμενο θέμα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να επιληφθεί της πρωτόδικης απόφασης με την Αίτηση για Αναθεώρηση και το επίσης εγειρόμενο θέμα των παράλληλων διαδικασιών, δεδομένου ότι η Εταιρεία καταχώρησε και έφεση, την υπ΄αριθμό 10461, κατά της εν λόγω απόφασης.

Η εξουσία του Δικαστηρίου να επιληφθεί Αίτησης για Αναθεώρηση διέπεται από τον Κανονισμό 165 του Cyprus Admiralty Jurisdiction Order 1893, ο οποίος προνοεί:

"165. Save where by these Rules is otherwise provided, any party may apply to the Court to review any order made by a Judge not being a final order or judgment disposing of the claim in the action."

Είναι η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου για την Τράπεζα ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Κανονισμού 165 για να καθίσταται δυνατή η ανάληψη δικαιοδοσίας από το Δικαστήριο στην παρούσα Αίτηση για Αναθεώρηση.  Συγκεκριμένα, ο κ. Χαβιαράς λέγει ότι η Αίτηση για Αναθεώρηση δεν γίνεται από "party", ούτε αφορά "...any order ... not being a final order or judgment disposing of the claim in the action".  Διότι, όσον αφορά το πρώτο σημείο, η Εταιρεία δεν είναι διάδικος στην αγωγή, δηλαδή ενάγων ή εναγόμενος, παραπέμποντας στην υπόθεση G. Kirzis & Co Ltd v. Kothari Trading Co. (1992) 1 Α.Α.Δ. 11. και, όσον αφορά το δεύτερο σημείο, η πρωτόδικη απόφαση είναι τελεσίδικη και όχι ενδιάμεση απόφαση, παραπέμποντας στην υπόθεση Williams and Glyn's Bank PLC v. Kouloumbis v. the Ship "MARIA" (1984) 1 C.L.R. 569.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εταιρεία ερμηνεύει διαφορετικά την υπόθεση Kirzis ώστε να περιλαμβάνει στον όρο "party" πρόσωπα παρόντα στην έκδοση της απόφασης, όπως ήταν η Εταιρεία στην προκειμένη περίπτωση, που μάλιστα είχε καταχωρήσει ένσταση στην αίτηση για καθορισμό των προτεραιοτήτων και λάβει μέρος στη διαδικασία εκείνη, καθιστάμενη έτσι διάδικος.  Όσον αφορά το άλλο σημείο, ο κ. Μοντάνιος υποστηρίζει ότι η διαταγή εναντίον της οποίας στρέφεται η Αίτηση για Αναθεώρηση δεν είναι τελική διαταγή ή απόφαση τελεσίδικα καθοριστική για την απαίτηση στην αγωγή, παραπέμποντας στην Κυπριακή και στην Αγγλική νομολογία.

Στην υπόθεση Kirzis το θέμα ηγέρθη αντίστροφα από ό,τι στην προκειμένη περίπτωση αλλά ευθέως.  Οι Ενάγοντες σε αγωγή εναντίον πλοίου είχαν εξασφαλίσει διάταγμα mareva, και ακολούθως διάταγμα για αποκάλυψη εγγράφων σε σχέση με τα θέματα που εγείροντο στο διάταγμα mareva, εναντίον προσώπων που δεν ήσαν διάδικοι στην αγωγή και ήσαν οι αντιπρόσωποι στην Κύπρο του αναφερομένου στην υπόθεση ως "The Club". Τα εν λόγω πρόσωπα καταχώρησαν έφεση εναντίον του διατάγματος για αποκάλυψη εγγράφων, κατά την ακρόαση της οποίας οι Ενάγοντες υπέβαλαν ότι η κατάλληλη διαδικασία δεν ήταν η έφεση αλλά Αίτηση για Αναθεώρηση.  Η εισήγηση αυτή απορρίφθηκε.  Το σκεπτικό της απόφασης, την οποία έδωσε ο Στυλιανίδης, Δ., ως ήτο τότε, περιέχεται στο ακόλουθο απόσπασμα από τη σ. 18:

"The Club is admittedly not a party at all in the proceedings - the action, the mareva application of the application for discovery.

The ex parte respondents are not a party to the action.  Parties to an admiralty action are either the plaintiff or the defendant - (see Rule 29).

Rule 165 provides for application for review by "any party" and Rule 166 sets a peremptory period of seven days from the date of the making of the order for the filing of the application.

The combined effect of these two provisions makes the procedure for review inapplicable in cases such as the one in which the appellants were neither parties - the one of them was conceded by the respondents that was not a party in any proceedings - nor present when the order was made.

The order was served after the lapse of the seven days period.  In view of the above, the objection of counsel for the respondents-plaintiffs is unfounded.  Appeal lies against the order for discovery."

O κ. Μοντάνιος εισηγείται ότι η αναφορά στο πιο πάνω απόσπασμα "nor present when the order was made" διευρύνει τη δυνατότητα εφαρμογής του Κανονισμού 165 σε πρόσωπα που δεν είναι, αυστηρώς ομιλούντες, διάδικοι στην αγωγή - ενάγων ή εναγόμενος - αλλά έχουν λάβει τέτοιο μέρος στη διαδικασία που να καθίστανται ουσιαστικά διάδικοι και επηρεαζόμενοι από το διάταγμα, όπως η Εταιρεία στην προκειμένη περίπτωση.

Έχουμε την άποψη ότι η υπόθεση Kirzis δεν περιορίζει την Αίτηση για Αναθεώρηση στους διαδίκους στην αγωγή.  Κατ΄αρχή, ο ίδιος ο Κανονισμός 165, όπως παρατηρεί και ο κ. Μοντάνιος, ομιλεί για "any party" και όχι για "any party in the action", ούτε υπάρχει αμφιβολία ότι η Εταιρεία είχε δικαίωμα να συμμετάσχει στη διαδικασία για τον καθορισμό των προτεραιοτήτων ώστε να ήταν διάδικος στην εν λόγω διαδικασία έστω και αν δεν ήταν διάδικος στην αγωγή.  Στο παρατεθέν απόσπασμα το δικαστήριο δεν προέβη σε εξαντλητικό ή αποκλειστικό ορισμό του όρου "any party", παρά μάλλον εξέταζε κατά πόσο τα πρόσωπα που είχαν καταχωρήσει την Έφεση μπορούσαν να θεωρηθούν ως εμπίπτοντα στον όρο ή όχι.  Οι ενδείξεις είναι δε ότι το δικαστήριο δεν απέκλεισε την πιθανότητα μη διάδικοι στην αγωγή να εμπίπτουν στον όρο "party" για σκοπούς της Δ.165.  Αν ήταν διαφορετικά, θα αρκούσε η διαπίστωση ότι οι εφεσείοντες, μη όντες διάδικοι στην αγωγή, δεν είχαν δικαίωμα σε Αίτηση για Αναθεώρηση.  Αντ΄αυτού, το δικαστήριο εξέτασε και άλλες παραμέτρους.  Όσον αφορά το Club, παρατήρησε ότι αυτό δεν ήταν καθόλου διάδικος ούτε στην αγωγή αλλά ούτε και στις άλλες επίδικες διαδικασίες.  Όσον αφορά δε τα πρόσωπα που είχαν καταχωρίσει την έφεση, παρατήρησε κατ΄αρχή ότι αυτοί δεν ήσαν διάδικοι στην αγωγή - και είναι σε συνάρτηση με αυτό που αναφέρθηκε στον Κανονισμό 29 και όχι για να ταυτίσει την εμβέλεια του Κανονισμού 29 με εκείνη του Κανονισμού 165 όσον αφορά τον όρο "party".  Στη συνέχεια το δικαστήριο ουσιαστικά εξέτασε κατά πόσο, δοθέντος ότι τα εν λόγω πρόσωπα δεν ήσαν διάδικοι στην αγωγή, εν τούτοις μπορούσαν να εμπίπτουν στον όρο "any party" του Κανονισμού 165.  Παρατηρώντας δε ότι ο κανονισμός 166 ορίζει τακτή προθεσμία επτά ημερών για την καταχώριση της Αίτησης για Αναθεώρηση, κατάληξε στο συμπέρασμα ότι ο Κανονισμός 165, σε συνδυασμό με τον Κανονισμό 166, δεν εφαρμόζετο αφού οι δύο αυτοί Κανονισμοί δεν καλύπτουν την προκειμένη περίπτωση που τα εν λόγω πρόσωπα δεν ήσαν ούτε διάδικοι - προφανέστατα στην αγωγή - ούτε παρόντες κατά την έκδοση ex parte του προσβαλλόμενου διατάγματος - ώστε επίσης προφανέστατα να μπορούσαν να είχαν καταχωρίσει Αίτηση για Αναθεώρηση, δοθέντος, όπως προκύπτει από την αμέσως επόμενη αναφορά, ότι το διάταγμα τους επεδόθη μετά τη λήξη της προθεσμίας των επτά ημερών του Κανονισμού 166.

Η απόφαση στην υπόθεση Kirzis είναι λοιπόν πολύ περιορισμένη, αφορώντας μόνο την περίπτωση που εξ αντικειμένου, λόγω της έκδοσης του διατάγματος ex parte στην απουσία των καθ΄ων τούτο και της παρόδου των επτά ημερών του Κανονισμού 165 προ της επίδοσης του διατάγματος, δεν ήταν δυνατό για τους καθ' ων το διάταγμα να καταχωρήσουν Αίτηση για Αναθεώρηση, και δεν αποφασίζει ότι μόνο οι διάδικοι στην αγωγή μπορούν να καταχωρήσουν Αίτηση για Αναθεώρηση. Απεναντίας, έτσι αντικριζόμενη η απόφαση εισηγείται ότι, αν τα πράγματα ήσαν διαφορετικά, θα υπήρχε πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού 165.

Σε εξυπακουόμενη συμφωνία με την άποψη αυτή είναι η υπόθεση Williams & Clyn's Bank, ανωτέρω.  Αν και το θέμα δεν ηγέρθη, καθ΄όσον η υπόθεση αφορούσε το άλλο σκέλος του Κανονισμού 165 ότι το διάταγμα δεν πρέπει να είναι "final order or judgment disposing of the claim in the action", εν τούτοις η απόφαση ότι ο κανονισμός 165 είχε εφαρμογή (και στη συνέχεια όντως ακούσθηκε η Αίτηση για Αναθεώρηση - ίδε Williams & Glyn's Bank PLC v. Kouloumbis v. The Ship "Maria" (1984) 1 C.L.R. 674, (1986) 1 C.L.R. 627), παίρνει ως δεδομένο ότι η εφαρμογή του Κανονισμού 165 δεν αποκλείετο ως εκ του ότι η Αίτηση για Αναθεώρηση κατεχωρήθη από interveners που σίγουρα δεν ήσαν διάδικοι στην αγωγή παρά μόνο στη διαδικασία διάθεσης του προϊόντος της πώλησης του πλοίου που αποτελούσε και το αντικείμενο της διαδικασίας.

Αλλά και αναφορά στους Κανονισμούς είναι διαφωτιστική επί του θέματος.  Τόσο οι Κανονισμοί που αφορούν την εκτέλεση απόφασης όσο και ιδιαίτερα οι κανονισμοί που αφορούν Αιτήσεις είναι διατυπωμένοι έτσι ώστε να μην περιορίζονται στους διαδίκους στην αγωγή.

Υπό το πρίσμα ων πιο πάνω, και λαμβανομένου υπ΄όψη του ότι η διαδικασία της Αίτησης για Αναθεώρηση παρέχεται "... for a quick review in matters which, as of their very nature, so demand" (per A. Λοΐζου, Δ., ως ήτο τότε, δίδοντας την απόφαση στη Williams & Glyn's Bank, ανωτέρω), είναι η θεωρημένη μας άποψη ότι η εταιρεία στην προκειμένη υπόθεση, αν και όχι διάδικος στην αγωγή, εν τούτοις,  ως διάδικος στη διαδικασία καθορισμού των προτεραιοτήτων, εμπίπτει στα πλαίσια του όρου "any party" του Κανονισμού 165.

Στρεφόμεθα λοιπόν να εξετάσουμε το άλλο εγειρόμενο θέμα, κατά πόσο το διάταγμα το οποίο αφορά η Αίτηση για Αναθεώρηση δεν ήταν "final order or judgment disposing of the claim in the action", ώστε να τυγχάνει εφαρμογής ο Κανονισμός 165.  Το θέμα τίθεται ευθέως ως θέμα ερμηνείας του Κανονισμού.  Το υπό εξέταση διάταγμα ασφαλώς δεν ήταν ούτε διάταγμα ούτε απόφαση "disposing of the claim in the action".  Η απαίτηση στην αγωγή είχε ήδη κριθεί με τη δοθείσα απόφαση.  Αν λοιπόν η έννοια του Κανονισμού είναι ότι τόσο η αναφορά σε "order" όσο και η αναφορά σε "judgment" συνδέονται προς την αναφορά "disposing of the claim in the action", αυτό είναι και το τέλος του πράγματος και το εν λόγω διάταγμα θα ήταν στα πλαίσια του Κανονισμού.  Η άλλη άποψη βέβαια θα ήταν ότι η αναφορά "final" αφορά μόνο την αναφορά σε "order", ότι και τα δύο διακρίνονται επομένως από την αναφορά σε "judgment", και ότι η περαιτέρω αναφορά σε disposing of the claim in the action" συναρτάται μόνο προς τον όρο "judgment", ώστε ο "όρος final order" να μην συνδέεται προς το "disposing of the claim in the action", με αποτέλεσμα να χρειάζεται να κριθεί αυτόνομα και περαιτέρω κατά πόσο το εν λόγω διάταγμα ήταν "final order" ή όχι, έτσι δε και σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.

Υιοθετούμε την πρώτη άποψη, η οποία θεωρούμε ότι συνάδει και με τη θεμελιακή γραμματική ερμηνεία.  Κατά πρώτο, ο όρος "final" φαίνεται να αναφέρεται τόσο στο "order" όσο και στο "judgment".  Αν ήταν άλλως, η γραμματική διατύπωση θα αναμένετο να ήταν όχι " not being a final order or judgment" αλλά "not being a final order or a judgment".  Η άποψη αυτή συνάδει και με την αντίκρυση του θέματος στην υπόθεση Williams & Glyn's Bank, ανωτέρω, στην οποία το δικαστήριο, αποφαινόμενο ότι το εξεταζόμενο διάταγμα, όπως το έθεσε ο Α. Λοΐζου, Δ., ως ήτο τότε, δίδοντας την απόφαση, στη σ. 573, "it is not a final order or judgment disposing of the claim in the action",  προχωρώντας να παρατηρήσει ότι "what is a final judgment needs hardly any definition".  Η σαφής αναφορά σε "final judgment" δείχνει την αντίληψη ότι η αναφορά στον Κανονισμό σε "final" αφορά τόσο τον όρο "order" όσο και τον όρο "judgment", άλλως δεν θα υπήρχε λόγος αναφοράς σε "final judgment". Τούτου δοθέντος, αλλά και ανεξάρτητα, η γραμματική ερμηνεία οδηγά στο συμπέρασμα του ενιαίου της πρόνοιας του Κανονισμού, ότι δηλαδή το τελεσίδικο του διατάγματος ή της απόφασης σε σχέση με την κρίση επί της απαίτησης στην αγωγή είναι το κριτήριο της εμβέλειας του Κανονισμού.  Η ίδια η διατύπωση της πρόνοιας συνδέει λεκτικά το σύνολο του "final order or judgment" προς το "disposing of the claim in the action", και δεν υπάρχει οτιδήποτε που να εισηγείται ότι μόνο ο όρος "judgment" συνδέεται προς αυτό.  Η δε γραμματική ερμηνεία συνάδει και με το σκοπό του κανονισμού ως μέτρου ποσφερόμενου ιδιαίτερα "for a quick review of matters which, as of their very nature, so demand" (ανωτέρω), αφού τοποθετεί εντός του Κανονισμού όλα τα θέματα που δεν αφορούν την ουσιαστική κρίση επί της αγωγής υπό τη μορφή είτε τελικής απόφασης είτε τελικού διατάγματος.

Περαιτέρω, η αντίκρυση αυτή αντανακλά και την άποψη της νομολογίας. Στην υπόθεση The Anglo-Palestine Bank Ltd v. The S.S. Arrow 14 C.L.R. 314, σε αναφορά με διαταγή για μη απόρριψη της αγωγής λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, ο Stronge, C.J., είπε τα ακόλουθα στη σ. 316:

"I entertain no doubt that the order was interlocutory and not final inasmuch as it was not competent for the Court at the hearing of the application upon which the order was made to determine the main question in dispute in the action, viz., the existence or non-existence of any liability to the mortgagee."

Η σαφής αναφορά του δικαστηρίου "to determine the main question in dispute in the action" καθορίζει το κριτήριο σε αναφορά με την κρίση επί της απαίτησης στην ίδια την αγωγή.  Ομοίως, στην υπόθεση Geto Trading Ltd v. Του Πλοίου Vladimir Vaslyayev (1996) 1 A.A.Δ. 286, όπου παρετηρήθησαν τα ακόλουθα, προκειμένου περί διαταγής για μη απόρριψη της αγωγής λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, από τον Πική, Δ., ως ήτο τότε, δίδοντας την απόφαση, στη σ. 289:

"Χωρεί αναθεώρηση μόνο εφόσον η διαταγή της οποίας επιδιώκεται η αναθεώρηση είναι ενδιάμεση.  Η διαταγή η οποία εκδόθηκε σ΄αυτή την υπόθεση, το αντικείμενο της αναθεώρησης, ήταν, όντως, ενδιάμεση, εφόσον δεν ήταν καθοριστική για την έκβαση της αγωγής."

Αν και οι υποθέσεις αυτές αφορούσαν διάταγμα προ της απόφασης στην αγωγή, το σκεπτικό του δικαστηρίου έχει ευρύτερη αναφορά.  Το ίδιο δε κριτήριο φαίνεται να εφαρμόσθηκε και στην υπόθεση Williams & Glyn's Bank, ανωτέρω, που αφορούσε διάταγμα εκδοθέν μετά από την απόφαση στην αγωγή, και συγκεκριμένα επί αιτήσεως για να αποφασισθεί η ημερομηνία μετατροπής του ποσού της απόφασης από δραχμές σε Κυπριακές λίρες.  Το δικαστήριο, παρατηρώντας σε συνέχεια της προαναφερθείσας αναφοράς του ότι η διάκριση μεταξύ "interlocutory orders and final orders"  απασχόλησε την Αγγλική νομολογία στα πλαίσια των κανονισμών για το χρόνο έφεσης, αναφέρει τα ακόλουθα στη σ. 573:

"We need not review in detail the matter as the nature of the order under appeal in the present case leaves no doubt that same is neither a final order nor judgment disposing of the claim in the action in the sense of rule 165, inasmuch as judgment has been given in favour of several plaintiffs, one of them being the respondent/plaintiff in this appeal, expressed in Greek drachmas or their equivalent in Cyprus pounds and their costs in Cyprus pounds.

Kαι στη σ. 574:

"As already said, as of its nature, viewed in the context of the express provisions of rule 165 and the construction placed on the expressions "final order or judgment disposing of the claim in the action", we must rule that the subject direction comes under neither of the above two; therefore it is an order made by a Judge in the first instance in exercise of the Admiralty Jurisdiction of this Court and as such an application to the Court for review lies under rule 166,..."

Η ρητή αναφορά του δικαστηρίου ότι "inasmuch as judgment has been given in favour of several plaintiffs" ως η εξήγηση για το ότι το εξεταζόμενο διάταγμα δεν ήταν "final order or judgment disposing of the claim in the action", είναι καθοδηγητική καθ΄όσον εισηγείται ότι διάταγμα εκδοθέν μετά από την απόφαση επί της απαίτησης δεν μπορεί ως εκ τούτου να είναι final order, ούτε βέβαια και judgment, disposing of the claim in the action, κάτι που ήδη έγινε με την απόφαση.  Και είναι εξ ίσου καθοδηγητική η παρατήρηση του ότι το εν λόγω διάταγμα, "as of its nature", δεν ήταν "final order or judgment disposing of the claim in the action".  Είναι προφανώς γι΄αυτό το λόγο που το δικαστήριο έκρινε αχρείαστο να εξετάσει περαιτέρω το θέμα σε αναφορά με τη διάκριση μεταξύ final orders και interlocutory orders στην οποία αναφέρθηκε στα πλαίσια της Αγγλικής νομολογίας: το διάταγμα, ακόλουθο επί ης απόφασης, δεν μπορούσε, ως εκ της φύσεως του, να ήταν final.

Περαιτέρω αναφορά μπορεί να γίνει και στην υπόθεση Katarina Shipping Inc v. The Cargo on Board the Ship "Poly" (1978) 1 C.L.R. 355.  Ο Τριανταφυλλίδης, Π., εξετάζοντας το θέμα μεταξύ άλλων, στα πλαίσια αίτησης για αναστολή εκτέλεσης εν όψει έφεσης, εξέφρασε την άποψη ότι η Αίτηση για Αναθεώρηση και όχι η καταχωρηθείσα έφεση, σε σχέση με την οποία έγινε η αίτηση για αναστολή εκτέλεσης, ήταν η σωστή διαδικασία, προκειμένου περί διαταγής αφορώσας το πρόσωπο στο οποίο, και τους όρους υπό τους οποίους, το επίδικο φορτίο θα παραδίδετο από τον Αξιωματικό Ναυτοδικείου και εκδοθείσας μετά από την απόφαση για την απελευθέρωση του φορτίου.

Δεν είναι ούτε για μας αναγκαίο στην προκειμένη περίπτωση να υπεισέλθουμε στη διάκριση μεταξύ interlocutory και final orders όπως συζητείται στην Αγγλική νομολογία, εν όψει του ότι το εν λόγω διάταγμα, εκδοθέν μετά από την απόφαση στην αγωγή, δεν μπορούσε να ήταν τελικό αφού δεν ήταν διάταγμα "disposing of the claim in the action".  Εξ άλλου, η διάκριση αυτή στην Αγγλική νομολογία εξετάζεται όχι βέβαια στα πλαίσια αντίστοιχου κανονισμού ως θέμα ερμηνείας του αλλά για σκοπούς χαρακτηρισμού διαταγμάτων σε συνάρτηση με τον προβλεπόμενο χρόνο έφεσης.

Καταλήγουμε λοιπόν ότι το διάταγμα στην προκειμένη υπόθεση εμπίπτει στα πλαίσια του κανονισμού 165, ώστε η παρούσα Αίτηση για Αναθεώρηση και όχι η έφεση να προσφέρεται ως η ορθή διαδικασία.  Εν όψει και της προσέγγισης στις υποθέσεις Williams & Glyn's Bank και Kirzis, ανάλογη θα είναι η αντίκρυση της παράλληλης διαδικασίας της έφεσης.

Θα προχωρήσουμε, ως εκ τούτου, να επιληφθούμε της Αίτησης για Αναθεώρηση.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.:  Διάδικος εντός της έννοιας του Καν. 165 των Κανονισμών Ναυτοδικείου (The Cyprus Admiralty Jurisdiction Order 1893, Δευτερογενής Νομοθεσία, Τόμος Β΄, σελ. 572) είναι, κατά την άποψη  μου, όχι μόνο το κάθε μέρος σε αγωγή αλλά και το κάθε μέρος σε διαδικασία για τον καθορισμό προτεραιοτήτων για την ικανοποίηση, στο πλαίσιο της εκτέλεσης, δικαστικά καθορισμένων απαιτήσεων.  Αυτό προκύπτει από τη διττή χρήση, στους Κανονισμούς, του όρου διάδικος (party) με τον οποίο ρητά προσδιορίζονται τόσο τα μέρη στην αγωγή, ήτοι, ο ενάγοντας και ο εναγόμενος, όσο και τα μέρη σε άλλες διαδικασίες που αφορούν την εκτέλεση.  Σε σχέση με την πρώτη χρήση, σχετικοί είναι οι Καν. 29 έως 34 από τους οποίους αρκεί η αναφορά σε μόνο τους πρώτους δύο, όπου προβλέπεται ότι:

"29. Any number of persons having interests of the same nature arising out of the same matter may be joined in the same action whether as Plaintiffs or as Defendants."

"30. The Court or Judge may at any stage of the proceedings and either with or without an application for that purpose being made by any party or person and upon such terms as shall seem just, order that the name or names of any party or parties be struck out or that the names of any person or persons who are interested in the action or who ought to have been joined either as Plaintiffs or Defendants or whose presence before the Court is necessary in order to enable the Court effectually and completely to adjudicate upon and settle all questions involved in the action be added."

Η δεύτερη χρήση απαντάται στον Καν. 181 ο οποίος αναφέρεται σε διαδικασίες εκτέλεσης όπου μέρη είναι όχι μόνο πρώην διάδικοι στη διεκπεραιωθείσα πια αγωγή αλλά και πρόσωπα που διεκδικούν συμφέρον σε περιουσία προς την οποία στρέφεται ο εξ αποφάσεως πιστωτής για ικανοποίηση.  Στον εν λόγω Κανονισμό αποκαλούνται διάδικοι (parties) και όλα τα μέρη τα οποία εμφανίζονται σε τέτοιες διαδικασίες.  Τον παραθέτω:

"181.  The Court or Judge shall on the application coming on for hearing and after hearing the parties appearing and any evidence that may be adduced by either or any of them, make any order disposing of the claim, or may adjourn the hearing of the application if it shall appear necessary so to do to determine the rights of the parties."

Αυτή η άποψη υποστηρίζεται και από τη νομολογία στην οποία αναφέρεται με λεπτομέρεια στην απόφαση της η εδώ πλειοψηφία της Ολομέλειας και στην οποία δεν παρίσταται ανάγκη να επεκταθώ. 

Στο δεύτερο όμως ζήτημα το οποίο απασχόλησε, εκείνο που αφορά το κατά πόσο το διάταγμα του Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου με το οποίο καθορίστηκαν οι προτεραιότητες ήταν ή όχι τελικό, η δική μου κατάληξη είναι, με εκτίμηση, αντίθετη από εκείνη της πλειοψηφίας.  Κρίνω ότι το διάταγμα ήταν τελικό εντός της έννοιας του Καν. 165 ο οποίος παρέχει  δυνατότητα για αναθεώρηση μόνο εφόσον δεν πρόκειται περί "final order or judgment disposing of the claim in the action".  Επομένως η προκειμένη περίπτωση εκβαίνει το δικαιοδοτικό όριο του εν λόγω Κανονισμού.

Είναι, κατά τη γνώμη μου, και σε σχέση με αυτό το δεύτερο ζήτημα προφανές από το απλό και σαφές λεκτικό του Καν. 165 ότι "final order or judgment disposing of the claim in the action" αναφέρεται όχι μόνο στη μια περίπτωση της έλευσης δικαστικής κρίσης επί της απαίτησης στην αγωγή αλλά σε δύο περιπτώσεις.  Με το "judgment" δηλώνεται ρητώς και ευθέως η κατάληξη στην αγωγή ενώ με το "order" δηλώνεται το ίδιο ρητώς και ευθέως η κατάληξη σε άλλες διαδικασίες.  Το final ως επίθετο προσδιορίζει το "order".  Όχι και το "judgment". Το οποίο είναι εξ ορισμού τελικό. Αυτό άλλωστε προκύπτει και από τη νομολογία, τόσο την Κυπριακή όσο και την Αγγλική.

Αρχίζω με την Williams & Glyn's Bank v. Kouloumbis (1984) 1 C.L.R. 569. Σε εκείνη την υπόθεση είχε εκδοθεί απόφαση στην αγωγή για το ποσό της απαίτησης σε Eλληνικές δραχμές ή εναλλακτικά σε Κυπριακές λίρες, ενώ για τα επιδικασθέντα έξοδα σε μόνο Κυπριακές λίρες. Εν συνεχεία τέθηκε ζήτημα ως προς το χρόνο μετατροπής του νομίσματος: κατά πόσο ήταν η ημερομηνία έκδοσης της απόφασης ή η ημερομηνία πληρωμής.  Το ζήτημα  εξετάστηκε από Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Ο οποίος έδωσε επ' αυτού σχετικές οδηγίες.  Η δοθείσα λύση αμφισβητήθηκε  με την καταχώριση, από το ίδιο μέρος,  έφεσης  αλλά και Αίτησης για Αναθεώρηση.  Η Ολομέλεια, εξετάζοντας το κατά πόσο χωρούσε έφεση, επεσήμανε πως δεν επρόκειτο περί "final order or judgment disposing of the claim in the action" και επομένως προσφερόταν η αναθεώρηση που προβλέπεται στον Καν. 165 και όχι η έφεση.  Ως εκ τούτου η έφεση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.  Ιδιαίτερα σημαντικό στην απόφαση είναι το ότι το αναφερόμενο εκεί ως "order" αποτελούσε απλώς το φορέα οδηγιών για την εξέλιξη της εκτέλεσης της απόφασης στην αγωγή.  Τα ακόλουθα δύο αποσπάσματα (σελ. 574), στα οποία οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου, φωτίζουν αυτή τη διάσταση:

"After extensive arguments the learned trial Judge gave his direction that "The date for conversion of drachmas into Cyprus pounds in Actions Nos. 73-85/82 should be the 23rd September, 1982, and in Actions Nos. 124-133/82 the 28th September, 1983". It is as against this direction that the appellants-interveners complained.

.............................................................................................................

As already said, as of its nature, viewed in the context of the express provisions of rule 165 and the construction placed on the expressions "final order or judgment disposing of the claim in the action", we must rule that the subject direction comes under neither of the above two; therefore it is an order made by a Judge in the first instance in exercise of the Admiralty Jurisdiction of this Court and as such an application to the Court for review lies under rule 166, ....."

Το ότι επρόκειτο εκεί περί διατάγματος που ενσωμάτωνε οδηγίες, επαναλήφθηκε αργότερα στην απόφαση της Ολομέλειας που επιλήφθηκε της Αίτησης Αναθεώρησης και εξέτασε, ως πρώτο ζήτημα, τις δυνατότητες που προσφέρει αυτή η δικαιοδοσία: βλ. Williams & Glyn's Bank v. Kouloumbis (1984) 1 C.L.R. 674.  Παραθέτω την καταληκτική παράγραφο (σελ. 678) στην οποία και πάλι η υπογράμμιση είναι δική μου:

"For all the above reasons we rule that this Court can go beyond the directions and the order made  by the learned trial Judge and as of duty, make the correct direction in the circumstances."

Τέλος, δεν είναι χωρίς ερμηνευτική σημασία ο τρόπος με τον οποίο περιγράφεται το υπό αναφορά μέρος της πρόνοιας στον Καν. 165 από την Ολομέλεια στην απόφαση της, κατόπιν εξέτασης επί της ουσίας, της ίδιας Αίτησης Αναθεώρησης: βλ. Williams & Glyn's Bank v. Kouloumbis (1986) 1 C.L.R. 627.  Εκδίδοντας την απόφαση, ο Πικής Δ., (όπως ήταν τότε), υπέμνησε, σχετικά με το ζήτημα που είχε απασχολήσει στην πρώτη κατά σειρά απόφαση - βλ. ανωτέρω, (1984) 1 C.L.R. 569 - την κατάληξη.  Η οποία ήταν πως δεν επρόκειτο ούτε για τελικό διάταγμα (final order) ούτε για απόφαση (judgment).  Στην εν λόγω απόφαση χρησιμοποιήθηκε ο όρος "judgment" χωρίς οποιοδήποτε προσδιορισμό περί οριστικότητας είτε ρητά είτε άλλως πως γιατί συντακτικά το "final" που προηγείται του "order" ως επίθετο αποσυνδέεται εντελώς από το "judgment".  Κι αυτό βέβαια διότι η ίδια η ορολογία το εξυπονοεί αφού "judgment" είναι η τελική απόφαση στην αγωγή.  Διατυπώθηκε το ζήτημα ως εξής (σελ. 629):

".... the order ..... is neither a final order nor a judgment and as such not subject to appeal."

Η διάκριση στην οποία αναφέρομαι καθίσταται, θα έλεγα με εκτίμηση, σαφής με αυτή τη διατύπωση. 

Πρόκειται πάντως για μια διάκριση νομολογιακά εμπεδωμένη στην Αγγλία για περισσότερο από ένα αιώνα.  Και η υπό αναφορά ορολογία είναι ορολογία του Αγγλοσαξωνικού συστήματος δικαίου.  Το οποίο σε ό,τι εδώ ενδιαφέρει συνεχίζουμε να εφαρμόζουμε στην Κύπρο.  Θα είμαι σύντομος.  Στην Ex parte Chinery. In re Chinery [1884] 12 Q.B.D. 342 το Αγγλικό Εφετείο υπογράμμισε ακριβώς τη διαφορά μεταξύ "final order" και "judgment".  Το ακόλουθο απόσπασμα είναι από την απόφαση του δικαστή Cotton L.J. με την οποία συμφώνησαν οι δικαστές Bowen L.J. και Fry L.J. (σελ. 345-6):

"Now, in legal language, and in Acts of Parliament, as well as with regard to the rights of the parties, there is a well-known distinction between a "judgment" and an "order".  No doubt the Orders under the Judicature Act provide that every order may be enforced in the same manner as a judgment, but still judgments and orders are kept entirely distinct.  It is not said that the word "judgment" shall in other Acts of Parliament include an "order".  I think we ought to give to the words "final judgment" in this sub-section their strict and proper meaning, i.e., a judgment obtained in an action by which a previously existing liability of the defendant to the plaintiff is ascertained or established - unless there is something to shew an intention to use the words in a more extended sense.  Is there then anything in this sub-section which shews such an intention? Undoubtedly, a garnishee order absolute is a final order in the proceeding in which it is obtained, but is it a final judgment in the sense which I have mentioned?  I think there is a good deal to be found in this sub-section which is against that view. It speaks of a "final judgment" obtained by a creditor against his debtor. To my mind this points to a liability of the debtor to the creditor being established in an action, and not to a proceeding of this kind, which is not an action, but a statutory proceeding, for the purpose, not of establishing any liability of the garnishee to the person who obtains the order, but of attaching a debt due by the garnishee to the debtor whose liability to the judgment creditor had been established by the judgment in the action."

Λίγο αργότερα, το Αγγλικό Εφετείο, με σύνθεση αυτή τη φορά τους Lord Esher M.R., Lindley L.J. και Bowen L.J. στην Onslow v. Commissioners of Inland Revenue [1890] 25 Q.B.D. 465, η οποία αφορούσε τον χρόνο που προβλεπόταν για την άσκηση έφεσης, επιδοκίμασε και ακολούθησε τη Chinery (ανωτέρω).  Υπογραμμίστηκε  (στη σελ. 466) ότι:

"A "judgment", therefore, is a decision obtained in an action, and every other decision is an order."

Η απόφαση στην Chinery (ανωτέρω) έχει σημασία και από μια άλλη άποψη.  Όχι μόνο γίνεται  διάκριση μεταξύ "judgment" και "order" αλλά και αναφέρεται ως αναμφισβήτητο το ότι το διάταγμα μεσεγγύησης (garnishee order) το οποίο, όπως και το διάταγμα περί προτεραιοτήτων στην προκείμενη περίπτωση, καθορίζει τα δικαιώματα  των μερών στο πλαίσιο της εκτέλεσης, είναι τελικό διάταγμα.  Εκδοθέν σε αυτοτελή διαδικασία.  Εντός της οποίας θα μπορούσαν να υπάρξουν ενδιάμεσα άλλες, όμως περατώνεται οριστικά με την έκδοση διατάγματος όπως του υπό αναφορά.

Εξ άλλου και η δική μας νομολογία αναφορικά με τη δικαιοδοσία Επαρχιακού Δικαστηρίου οδηγεί από μια άλλη σκοπιά προς το ίδιο αποτέλεσμα.  Πρώτη σημαντική ήταν νομίζω η Pilavachi & Co. Ltd v. International Chemical Co. Ltd (1965) 1 C.L.R. 97 η οποία αφορούσε τον παραμερισμό της εγγραφής αλλοδαπής απόφασης.  Το Εφετείο επεσήμανε, διά στόματος του  Ιωσηφίδη Δ., ότι (σελ. 115):

"But, as regards the application of the judgment debtor under the provisions of section 6 of Cap. 10, to have the registration of the foreign judgment set aside, it cannot be said that a Judge determining such application would be making an order "not disposing of the action on its merits". The proceedings for the setting aside of the registration of the foreign judgment are closely connected with the questions which arise in the course of execution of a District Court judgment, e.g. applications for writs of attachment, interpleader applications, etc.  In those cases, if the property attached under the execution of the District Court judgment, or seized in execution of the judgment and claimed by a third party, exceeds in value the sum of £500, then the Full Court - and not a Judge sitting alone - has jurisdiction to hear and determine the matter."

Eκείνο το οποίο είχε συναφώς απασχολήσει ήταν το κατά πόσο, σε τέτοιες διαδικασίες, η απόφαση είναι απόφαση που δεν διαγιγνώσκει την ουσία της αγωγής βάσει του άρθρου 22(4)(β) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60 όπως τροποποιήθηκε).  Με ευρεία και κατ' αναλογία έννοια βέβαια. Υπενθυμίζω ολόκληρο το εδάφιο (4) του άρθρου 22 όπως ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο:

"(4)  Παρά τας διατάξεις οιουδήποτε άλλου νόμου και παρά το ότι το υπό αμφισβήτησιν ποσόν ή η αξία της επιδίκου διαφοράς υπερβαίνει την ανατιθεμένην εις αυτόν δικαιοδοσίαν, Πρόεδρος, Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής ή Επαρχιακός Δικαστής θα έχη εξουσίαν -

(α)   να εκδίδη απόφασιν εις οιανδήποτε αγωγήν εν τη οποία -

(αα)        ο εναγόμενος παραλείπει να καταχωρίση εμφάνισιν εντός της προθεσμίας διά την τοιαύτην εμφάνισιν, ή

(ββ)        εκάτερος των διαδίκων παραλείπει να  εμφανισθή κατά την ακρόασιν της αγωγής, ή

(γγ)        εκάτερος των διαδίκων παραλείπει να παραδώση οιασδήποτε εγγράφους προτάσεις εντός της προθεσμίας της προβλεπομένης υπό του διαδικαστικού κανονισμού του αφορώντος εις την κατά καιρόν ισχύουσαν πολιτικήν δικονομίαν, ή

(δδ)        έχει καταχωρισθή αίτησις διά συνοπτικήν απόφασιν δυνάμει του διαδικαστικού κανονισμού του αφορώντος εις την κατά καιρόν ισχύουσαν πολιτικήν δικονομίαν, ή

(εε) η απαίτησις οιουδήποτε διαδίκου είναι παραδεκτή εν όλω ή όταν είναι παραδεκτή εν μέρει, ως προς το παραδεκτόν μέρος·

(β)   να εκδίδη οιονδήποτε διάταγμα εν οιαδήποτε  αγωγή, μη διαγιγνώσκον την ουσίαν της αγωγής."

Την Pilavachi & Co. Ltd (ανωτέρω) ακολούθησε η Central Co-Operative Bank v. CY.E.M.S. (1984) 1 C.L.R. 435 η οποία αφορούσε ευθέως σε διαδικασία εκτέλεσης.  Εκδίδοντας την απόφαση του Εφετείου ο Στυλιανίδης Δ., (όπως ήταν τότε), τόνισε ότι (σελ. 443):

"Questions arising in the course of execution of a District Court judgment, as the point raised in the sub judice decision, are not orders "not disposing of the action on its merits" and, therefore, if the amount in dispute or the value of the property exceeds the limits of the jurisdiction of a judicial officer, he lacks jurisdiction and the trial is a nullity."

Είναι επομένως  αυτονόητο ότι τέτοιες διαδικασίες, οι οποίες ταυτίζονται δικαιοδοτικά με την απόφαση σε αγωγή, δεν μπορεί παρά να είναι τελικές και όχι ενδιάμεσες.  

Θα απέρριπτα λοιπόν την Αίτηση Αναθεώρησης ως απαράδεκτη.

H αίτηση επιτρέπεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο