ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 1822
29 Οκτωβρίου, 1999
ΔEYTEPOBAΘMIO OIKOΓENEIAKO ΔIKAΣTHPIO
[NIKΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΣΤΕΛΙΟΣ ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ,
Eφεσείων,
ν.
ΑΝΔΡΟΥΛΛΑΣ ΦΙΚΑΡΔΟΥ,
Εφεσίβλητης.
(Έφεση Aρ. 88)
Ευρήματα Δικαστηρίου — Ευρήματα αξιοπιστίας πρωτόδικου Δικαστηρίου — Η ευθύνη για τη διαπίστωση των γεγονότων ανήκει κατ' εξοχή στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να εκτιμήσει την αξιοπιστία τους στα πλαίσια της δίκης — Η επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο όταν τα ευρήματα αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας — Εύρημα περί πατρότητας εξώγαμου τέκνου — Υποστηρίζετο πλήρως από την μαρτυρία η οποία έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Οικογενειακό Δίκαιο — Δικαστική αναγνώριση πατρότητας εξώγαμου τέκνου — Αιματολογικές εξετάσεις — Άρνηση του εφεσείοντα να υποβληθεί σε αυτές — Δεν αποτελεί επιβαρυντικό στοιχείο — Το Δικαστήριο μπορεί να προβεί σε σχολιασμό της άρνησης - όταν η εξήγηση που δίδεται γι' αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί αληθινή ή σοβαρή - και ανάλογα με την περίπτωση, σε εξαγωγή συμπερασμάτων.
Η εφεσίβλητη, Ανδρούλλα Φικάρδου από τη Λεμεσό, καταχώρησε αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο, δυνάμει του περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμου του 1991 (Ν. 187/91), για αναγνώριση της πατρότητας της θυγατέρας της Αναστασίας, η οποία γεννήθηκε στις 15.3.1994. Η πιθανή περίοδος σύλληψης ήταν μεταξύ 16 και 20 Ιουλίου 1993, αφού ο τοκετός ήταν πρόωρος κατά τέσσερις εβδομάδες. Η εφεσίβλητη απέδιδε την πατρότητα στον εφεσείοντα Στέλιο Θρασυβούλου από τη Λεμεσό. Ο εφεσείων υποστήριξε ότι πατέρας ήταν ο Θ. Χριστοδουλίδης με τον οποίο η εφεσίβλητη διατηρούσε ερωτικό δεσμό, ευρέως γνωστό. Ο εφεσείων αρνήθηκε να υποβληθεί σε αιματολογικές εξετάσεις.
Προσήχθη και από τις δύο πλευρές εκτενής μαρτυρία. Η εφεσίβλητη υποστήριξε ότι είχε δεσμό με τον εφεσείοντα και η εγκυμοσύνη της εντασσόταν στο πλαίσιο της ολοκληρωμένης σεξουαλικής επαφής της με τον εφεσείοντα για διάστημα περίπου ενός μηνός, με συχνότητα μάλιστα ιδιαίτερα μεγάλη κατά το ταξίδι που έκαμαν μαζί στη Ρόδο. Όταν διαπίστωσε ότι ήταν έγκυος, το ανέφερε στον εφεσείοντα, ο οποίος της εισηγήθηκε να κάμει έκτρωση.
Προς υποστήριξη της αίτησης κατέθεσαν: (α) ο μαιευτήρας-γυναικολόγος Π. Πατρόκλου, ο οποίος παρακολουθούσε την εφεσείουσα κατά την εγκυμοσύνη και διενήργησε τον τοκετό (β) η Ι. Κωνσταντίνου φίλη της εφεσίβλητης (γ) ο δικηγόρος Μ. Παυλίδης, συγγενής της εφεσίβλητης - ο οποίος περιέγραψε τη σχέση του ζεύγους στο ταξίδι που έκαμαν ατμοπλοϊκώς στη Ρόδο και (δ) αντικρουστικά για συγκεκριμένη πτυχή που προέκυψε από τη μαρτυρία της υπεράσπισης, κατέθεσε ο Θ. Χριστοδουλίδης τον οποίο η υπεράσπιση δακτυλόδειξε κατά την εξέλιξη της ακρόασης ως τον πατέρα του παιδιού.
Ο εφεσείων υποστήριξε ότι η σχέση του με την εφεσείουσα, οφείλετο σε επαγγελματική συνεργασία που άρχισε τον Ιούνιο του 1993, δεν υπήρχε μεταξύ τους οικειότητα και η όποια κοινωνική επαφή δεν ήταν παρά μόνο περιστασιακή. Αρνήθηκε ότι είχαν επαφή όταν πήγαν στη Ρόδο και τόνισε ότι κατά το διάστημα εκείνο διατηρούσε δεσμό με την Π. Κοντίδου με την οποία αρραβωνιάστηκε τον Φεβρουάριο του 1994.
Βασικά προκύπτει από την εικόνα που παρουσίασε ο εφεσείων ότι: (α) η εφεσίβλητη τον επέλεξε για να τον εμφανίσει ως πατέρα διότι απλώς τον θεώρησε κατάλληλο θύμα και έτσι έφτιαξε το μύθο (β) οι μάρτυρες της εφεσείουσας δεν έλεγαν την αλήθεια και κλήθηκαν την τελευταία στιγμή να καταθέσουν για ουσιώδεις πτυχές μιας εντελώς ανύπαρκτης σχέσης (γ) η είδηση για την εγκυμοσύνη του Ιουλίου 1993 ήρθε, περί το τέλος του Φεβράρη του 1994, σαν κεραυνός εν αιθρία. Το αποτέλεσμα της είδησης ήταν η διάλυση του αρραβώνα με την Π. Κοντίδου και (δ) η άρνηση του να υποβληθεί σε αιματολογικές εξετάσεις οφείλετο σε ψυχολογικούς λόγους, δηλαδή του προκαλούσε φοβία.
Το Δικαστήριο αποδέχθηκε την μαρτυρία της εφεσίβλητης και των μαρτύρων της αιτιολογώντας την απόφασή του. Το Δικαστήριο σημείωσε εξ άλλου ότι η άρνηση του εφεσείοντα να υποβληθεί σε αιματολογική εξέταση, παρόλο που δεν ήταν ειλικρινής, δεν αποτελούσε στοιχείο εναντίον του. Αποφασίστηκε ότι ο εφεσείων ήταν ο πατέρας της Αναστασίας.
Ο εφεσείων υποστήριξε κατ' έφεση ότι η πρωτόδικη αντίκρυση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και η αξιολόγηση της μαρτυρίας τους δεν ήταν ορθή.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογείται μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας.
2. Δεν έχει αποκαλυφθεί στην παρούσα υπόθεση οποιοσδήποτε λόγος για επέμβαση. Δεν μπορεί, με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία να υπάρξει οποιαδήποτε αμφιβολία ότι ο εφεσείων είναι ο πατέρας της Αναστασίας την οποία η εφεσίβλητη γέννησε στις 15.3.1994.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Ξενοφώντος ν. Κκέλη (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1307,
Αθανασίου κ.ά. (Διαχειριστών) ν. Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614,
Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 691.
Έφεση.
Έφεση από τον Kαθ'ου η αίτηση κατά της απόφασης του Oικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Tουμαζή, Δ.) που δόθηκε στις 19 Δεκεμβρίου, 1997 (Aίτηση Aρ. 11/94) με την οποία έγινε αποδεκτή η αίτηση της εφεσίβλητης-αιτήτριας και εκδόθηκε διάταγμα με το οποίο η ανήλικη Aναστασία Φικάρδου που γεννήθηκε στις 15 Mαρτίου, 1994 αναγνωρίστηκε ως τέκνο του εφεσείοντα-καθ' ου η αίτηση.
Μ. Κυπριανού με Ε. Κατσελλή, για τον Eφεσείοντα.
Β. Ερωτοκρίτου, για την Eφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.
NIKOΛAOY, Δ.: Η εφεσίβλητη Ανδρούλλα Φικάρδου από τη Λεμεσό αποτάθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο βάσει του περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμου του 1991 (Ν.187/91) για αναγνώριση της πατρότητας της Αναστασίας την οποία γέννησε στις 15 Μαρτίου 1994. Σύμφωνα με αναντίλεκτη ιατρική μαρτυρία, ο τοκετός ήταν πρόωρος κατά τέσσερις εβδομάδες. Αυτό σήμαινε, σύμφωνα με την ίδια μαρτυρία, πιθανή περίοδο σύλληψης μεταξύ 16 και 20 Ιουλίου 1993. Η εφεσίβλητη απέδιδε την πατρότητα της Αναστασίας στον εφεσείοντα, Στέλιο Θρασυβούλου από τη Λεμεσό. Η αίτηση στηριζόταν, ως προς την ουσία, στο άρθρο 20(1) του Νόμου, στο οποίο προβλέπεται ότι:
"20(1) Η μητέρα έχει δικαίωμα να ζητήσει με αίτησή της προς το Δικαστήριο την αναγνώριση της πατρότητας του τέκνου της που γεννήθηκε χωρίς γάμο της με τον πατέρα του."
Ήταν η θέση της εφεσίβλητης ότι γνώρισε τον εφεσείοντα επαγγελματικά τον Ιανουάριο του 1993 και ότι περί τα τέλη Μαΐου άρχισε να αναπτύσσεται μεταξύ τους δεσμός ο οποίος ολοκληρώθηκε κατά τα μέσα Ιουνίου με πλήρεις σεξουαλικές σχέσεις. Οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την εγκυμοσύνη της κατά τον Ιούλιο.
Αντίθετα, ο εφεσείων προέβαλε ότι δεν είχε ούτε δεσμό ούτε οποιαδήποτε σεξουαλική σχέση με την εφεσίβλητη. Εισηγήθηκε ότι αυτή, με αφορμή μια σύντομη επαγγελματική συνεργασία μεταξύ τους, τον επέλεξε αναίτια για να του αποδώσει την πατρότητα του παιδιού το οποίο, σύμφωνα με τις ενδείξεις, είχε αποκτήσει κατά τη διάρκεια ερωτικού δεσμού διαρκείας και ευρέως γνωστού, που διατηρούσε με το λογιστή Θ. Χριστοδουλίδη ο οποίος της παρέσχε και υπηρεσίες επαγγελματικά.
Προσήχθη και από τις δύο πλευρές εκτενής μαρτυρία. Προς υποστήριξη της αίτησης κατέθεσε η ίδια η εφεσίβλητη· ο ειδικός μαιευτήρας-γυναικολόγος κ. Π. Πατρόκλου ο οποίος την παρακολουθούσε κατά την εγκυμοσύνη και διενήργησε τον τοκετό· η Ι. Κωνσταντίνου η οποία γνώρισε, ως φίλη της εφεσίβλητης, τον εφεσείοντα και μίλησε μαζί του για την εγκυμοσύνη· ο δικηγόρος Μ. Παυλίδης - συνέταιρος του συνηγόρου της εφεσίβλητης που είναι και συγγενής της - ο οποίος περιέγραψε τη σχέση μεταξύ εφεσείοντος και εφεσίβλητης σε κάποιο ταξίδι ατμοπλοϊκώς στη Ρόδο και την εκεί διαμονή τους· και, εν τέλει, αντικρουστικά για συγκεκριμένη πτυχή που προέκυψε από τη μαρτυρία της υπεράσπισης, κατέθεσε ο κ. Θ. Χριστοδουλίδης τον οποίο η υπεράσπιση δακτυλόδειξε κατά την εξέλιξη της ακρόασης ως τον πατέρα του παιδιού.
Κατά της αίτησης κατέθεσε ο εφεσείων· ο πατέρας του ο οποίος, κατά το ίδιο διάστημα, συνδεόταν φιλικά και επαγγελματικά με την εφεσίβλητη· ο Α. Χατζηαντωνάς, γιατρός της οικογένειας του εφεσείοντος από εικοσαετίας, η μαρτυρία του οποίου προοριζόταν να εξηγήσει γιατί ο εφεσείων δεν έδωσε αίμα για ανάλυση ώστε να καθοριστεί επιστημονικά η πατρότητα· ο Α. Φλωρεντίου ο οποίος γνώριζε από παλαιά την εφεσίβλητη και τις σχέσεις της με τον εφεσείοντα όπως και άλλους· και, τέλος, η Π. Κοντίδου η οποία το Φεβρουάριο του 1994 τέλεσε με τον εφεσείοντα εκκλησιαστικό αρραβώνα τον οποίο όμως, καθώς εξήγησε, διέλυσε η ίδια κατόπιν εισήγησης του εφεσείοντος ένεκα του ανακύψαντος ζητήματος πατρότητας.
Η αιτήτρια στη μαρτυρία της περιέγραψε με λεπτομέρεια την ερωτική σχέση που είχε με τον εφεσείοντα. Σύμφωνα με την εικόνα την οποία συνθέτει η μαρτυρία της, η εγκυμοσύνη δεν ήταν αποτέλεσμα μεμονωμένης ή περιστασιακής ή τυχαίας συνεύρεσης. Εντασσόταν στο πλαίσιο δεσμού ή σχέσης που ήδη διατηρούσαν με τον εφεσείοντα για διάστημα περίπου ενός μηνός κατά το οποίο είχαν κανονική σεξουαλική επαφή, με συχνότητα μάλιστα ιδιαίτερα μεγάλη κατά το ταξίδι τους στη Ρόδο, διαμένοντας στην ίδια καμπίνα στο πλοίο και στο ίδιο δωμάτιο στο ξενοδοχείο. Την εγκυμοσύνη την αντιλήφθηκε, όπως είπε, περί το τέλος Ιουλίου επειδή δεν ήρθε η έμμηνη ρύση. Χημικό τεστ που έκαμε η ίδια στο σπίτι, έδειξε αποτέλεσμα θετικό. Πληροφόρησε περί τούτου τον εφεσείοντα. Εκείνος το αντιμετώπισε ψύχραιμα. Εισηγήθηκε την έκτρωση και της ζήτησε να ερωτήσει το γιατρό πόσα θα στοίχιζε. Στο γυναικολόγο κ. Πατρόκλου ο οποίος επιβεβαίωσε την εγκυμοσύνη και ο οποίος στο Δικαστήριο εξήγησε πώς διακρίβωσε επιστημονικά το χρόνο της σύλληψης, πήγαν μαζί αλλά ο εφεσείων δεν εισήλθε στο εξεταστήριο. Πάντως και ο κ. Πατρόκλου ενθυμόταν, όπως ο ίδιος κατέθεσε, ότι η εφεσίβλητη συνοδευόταν από νεαρό αλλά λόγω του μεγάλου διαστήματος που διέρρευσε δεν ήταν σε θέση να προβεί σε αναγνώριση. Η ύπαρξη ερωτικής σχέσης μεταξύ εφεσίβλητης και εφεσείοντα προκύπτει και από τη μαρτυρία του δικηγόρου Μ. Παυλίδη ο οποίος, καθώς κατέθεσε, τους έβλεπε στη διάρκεια του ταξιδιού στη Ρόδο να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται. Έπειτα, για τη στάση του εφεσείοντα μετά την εγκυμοσύνη αναφέρθηκε και η Ι. Κωνσταντίνου. Η οποία, ως φίλη της εφεσίβλητης, γνώρισε τον εφεσείοντα στις αρχές Αυγούστου όταν τον επισκέφθηκαν μαζί στο γραφείο του. Εξήγησε ότι από το δικό της σπίτι ήταν που η εφεσίβλητη τηλεφώνησε στον εφεσείοντα για να του ανακοινώσει την εγκυμοσύνη. Ο εφεσείων μίλησε τότε και μαζί της από το τηλέφωνο, ζητώντας της να πείσει την εφεσίβλητη "να ρίξει το παιδί". Έπειτα, περί τα τέλη Αυγούστου την επισκέφθηκε στο σπίτι της ο εφεσείων με τον πατέρα του, πάλι με τον ίδιο σκοπό: να την πείσουν να επηρεάσει την εφεσίβλητη προς την κατεύθυνση της έκτρωσης. Σύμφωνα με την Ι. Κωνσταντίνου ο εφεσείων κατά εκείνο το διάστημα δεν αρνείτο ότι το παιδί ήταν δικό του. Από πλευράς εφεσίβλητης ήταν δεκτό ότι παλαιότερα είχε ερωτικό δεσμό με το Θ. Χριστοδουλίδη. Κατέθεσε δε ότι είχε αναφέρει στον εφεσείοντα για δύο προηγούμενους δεσμούς της. Ο Θ. Χριστοδουλίδης εξήγησε ότι γνωρίστηκαν το 1991 σε πλοίο όπου αυτός απασχολείτο ως μέλος χορευτικού ομίλου. Ο δεσμός που συνήψαν διακόπηκε στις αρχές του 1992. Η εφεσίβλητη επικοινώνησε ξανά μαζί του τον Ιούνιο του 1993 και του ανέφερε ότι άνοιξε ταξιδιωτικό γραφείο και του ζήτησε να της ετοιμάσει τον αρχικό ισολογισμό. Ο μάρτυρας αρνήθηκε ότι είχε ερωτική σχέση με την εφεσίβλητη μετά που διέκοψαν το 1992 και αρνήθηκε συναφώς ότι ταξίδευσε με την εφεσίβλητη στο Ισραήλ τον Ιούλιο του 1993 ή οποτεδήποτε όπως του απεδίδετο από πλευράς εφεσείοντος.
Ο εφεσείων παρουσίασε με τη μαρτυρία του μια ολωσδιόλου διαφορετική εικόνα για τη σχέση του με την εφεσίβλητη. Περιέγραψε τη σχέση σαν μια σχέση την οποία χαρακτήριζε η τυπικότητα της απόστασης μέσα στο πλέγμα μάλλον χαλαρής και αραιάς επαγγελματικής συνεργασίας που άρχισε στις αρχές Ιουνίου του 1993. 'Oπως την παρουσίασε, παρόλον που η σχέση ήταν φιλική, εντούτοις δεν υπήρχε μεταξύ τους οικειότητα ενώ η όποια κοινωνική επαφή δεν ήταν παρά μόνο περιστασιακή: δεν έβγαιναν έξω μαζί ενώ στο ταξίδι στη Ρόδο διέμεναν χωριστά τόσο στο πλοίο όσο και στο ξενοδοχείο, αφού δεν συνδέονταν ερωτικά. Μάλιστα, όπως τόνισε, κατά εκείνο το διάστημα διατηρούσε, όπως γνώριζε και η εφεσίβλητη, δεσμό με την Π. Κοντίδου με την οποία τέλεσε εκκλησιαστικό αρραβώνα το Φεβρουάριο του 1994. Δηλαδή ένα μήνα προτού γεννηθεί η Αναστασία. Δεν προβλήθηκε ωστόσο από πλευράς του εφεσείοντος ότι υπήρξε οποιαδήποτε εχθρότητα ή παρεξήγηση ή σημείο τριβής ή σύγκρουση συμφέροντος μεταξύ τους ή οτιδήποτε τέλος πάντων που να έδιδε αφορμή για να στραφεί η εφεσίβλητη εναντίον του. Βασικά, προκύπτει από την εικόνα που παρουσίασε ο εφεσείων ότι η εφεσίβλητη τον επέλεξε για να τον εμφανίσει ως τον πατέρα διότι απλώς τον θεώρησε κατάλληλο θύμα και έτσι έφτιαξε το μύθο. Για δε την επικράτηση του μύθου επιστράτευσε ως ψευδομάρτυρες τη Ι. Κωνσταντίνου και το δικηγόρο κ. Μ. Παυλίδη να καταθέσουν για ουσιώδεις πτυχές μιας εντελώς ανύπαρκτης σχέσης. Και μάλιστα την τελευταία στιγμή.
Υποβλήθηκε στην εφεσίβλητη κατά την αντεξέταση ότι για πρώτη φορά ανέφερε στον εφεσείοντα για την εγκυμοσύνη της την παραμονή των Χριστουγέννων του 1993 ή παραμονή της Πρωτοχρονιάς όταν προσπάθησε να εμποδίσει τον αρραβώνα του με την Π. Κοντίδου. Σημειώνουμε ότι ο συνήγορος του εφεσείοντος είχε αναφερθεί σε διάλυση αρραβώνα αλλά συνάγεται από τα εν συνεχεία συμφραζόμενα ότι δεν είχε ως τότε επέλθει ο εκκλησιαστικός αρραβώνας. Στη μαρτυρία του ο εφεσείων ανέφερε ότι πληροφορήθηκε για την εγκυμοσύνη σε ακόμα πιο προχωρημένο στάδιο. Το έμαθε, καθώς είπε, τρεις με τέσσερεις ημέρες μετά τον εκκλησιαστικό αρραβώνα που, όπως ήδη αναφέραμε, έγινε στις 19 Φεβρουαρίου 1994. Και μάλιστα το έμαθε όχι απευθείας από την εφεσίβλητη αλλά μέσω του αδελφού της αρραβωνιαστικιάς του. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:
"Ε. Πότε έμαθες εσύ για πρώτη φορά ότι αναμείχθηκε το όνομά σου σε σχέση με την εγκυμοσύνη της κας Φικάρδου;
Α. Εγώ αρραβωνιάστηκα στις 19/2/94. Όταν αρραβωνιάστηκα και μετά τρεις μέρες, τέσσερεις μέρες, δεν θυμούμαι καλά, πήγε η Άνδρη στον κουνιάδο μου και του παρουσιάστηκε σαν μια έγκυος γυναίκα, η οποία έλεγε ότι είμαι εγώ πατέρας του παιδιού που πρόκειται να γεννηθεί."
Εμφανίζεται λοιπόν η εφεσίβλητη να περίμενε μέχρι σχεδόν που θα γεννούσε για να εμπλέξει τότε αναίτια ένα ουσιαστικά ξένο γι' αυτήν άντρα ο οποίος, καθώς γνώριζε, διατηρούσε από καιρό ερωτικό δεσμό με άλλη με την οποία είχε πρόσφατα τελέσει εκκλησιαστικό αρραβώνα. Χωρίς άλλωστε ποτέ η εφεσίβλητη, την οποία η πλευρά του εφεσείοντος εμφάνισε ως τολμηρή με τους άντρες, να είχε επικοινωνήσει με τον εφεσείοντα για να του εκφράσει ερωτικό ενδιαφέρον ώστε να μπορούσε κάποιος να σκεφτεί ότι η εφεσίβλητη ζήλεψε γιατί εκείνος αρραβωνιάστηκε άλλη. Έτσι, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, η είδηση για την εγκυμοσύνη του Ιουλίου 1993 ήρθε, ενώ κόντευε να βγει ο Φεβράρης του 1994, σαν κεραυνός εν αιθρία. Το αποτέλεσμα της είδησης ήταν η διάλυση του αρραβώνα. Ήταν και αυτή, ενόψει των δεδομένων, μια περίεργη εξέλιξη. Η μνηστή του εφεσείοντος Π. Κοντίδου, κατέθεσε πως όταν πληροφορήθηκε για τον ισχυρισμό της εφεσίβλητης ήταν σίγουρη ότι επρόκειτο για ψέμα και πως, ύστερα από λίγες μέρες, η ίδια η εφεσίβλητη σε συνάντησή τους το επιβεβαίωσε, λέγοντας ότι ο εφεσείων δεν είναι ο πραγματικός πατέρας και ότι δεν τον ήθελε, δεν τον αγαπούσε, απλώς γύρευε πατέρα για το παιδί της. Παρόμοια ήταν και η στάση των δικών της. Ωστόσο, όπως κατέθεσε η Π. Κοντίδου, ενόψει της κατηγορίας ο εφεσείων ήθελε να διαλυθεί ο αρραβώνας "μέχρι να ξεκαθαρίσει η υπόθεση" και, παρόλο που αυτή δεν το ήθελε αυτό, αποφάσισαν μαζί την από μέρους της υποβολή αίτησης διάλυσης. Αλλά και μετά τη διάλυση συνέχισαν να είναι ζευγάρι. Είναι σε γενικές γραμμές αυτή η εικόνα που προώθησαν και οι άλλοι μάρτυρες που κατέθεσαν για την υπόθεση του εφεσείοντος επί της ουσίας. Δεν θεωρούμε ότι συντρέχει λόγος να ασχοληθούμε με λεπτομέρειες. Οι οποίες εν προκειμένω τίποτε δεν αλλάζουν. Προσθέτουμε όμως και λίγα λόγια αναφορικά με το ανακύψαν ζήτημα αιματολογικής ανάλυσης με την οποία θα διακριβωνόταν επιστημονικά αν ο εφεσείων είναι ή όχι ο πατέρας.
Ο εφεσείων κατέθεσε ότι για ψυχολογικούς λόγους δεν μπορούσε να δεχθεί να του βγάλουν αίμα· του προκαλεί, όπως είπε, φοβία. Είχε δώσει αίμα δύο φορές στο παρελθόν, μια το Μάρτιο του 1990 και μια τον Ιούνιο του 1992. Όπως εξήγησε, τη δεύτερη φορά "σιοκαρίστηκε". Και όταν μετά χρειάστηκε να ξαναβγάλει αίμα, τον "έπιασε πάλι" και έφυγε χωρίς να προχωρήσει. Πρόσθεσε, σε σχετική ερώτηση του συνηγόρου του, ότι αν δεν είχε αυτό το πρόβλημα θα έδινε αίμα γιατί θα απέφευγε "αρκετή φασαρία". Ο ιατρός Χατζηαντωνάς, παθολόγος-καρδιολόγος, κατέθεσε σχετικά με περιστατικό που συνέβηκε τον Ιούνιο του 1992. Τον επισκέφθηκε στο ιατρείο του ο εφεσείων, σε κατάσταση σιόκ, συνοδευόμενος από τον πατέρα του. Πρόσεξε πως ο εφεσείων ήταν κατάχλωμος και έφιδρος ενώ από εξέταση προέκυψε πως η πίεση του ήταν πολύ χαμηλή και είχε ταχυκαρδία. Το ιστορικό που του έδωσαν ήταν ότι είχε δώσει εκείνη την ημέρα αίμα και λιποθύμησε. Υπενθυμίζουμε όμως πως δεν ήταν έτσι που είπε τα πράγματα ο εφεσείων στη μαρτυρία του: δεν είπε ότι λιποθύμησε. Πάντως ο κ. Χατζηαντωνάς ανέφερε ότι ο εφεσείων έχαιρε καλής υγείας παρόλον που ήταν λίγο αγχώδης. Αλλά, καθώς εξήγησε, αυτό που συνέβηκε στον εφεσείοντα μπορούσε να συμβεί σε οποιονδήποτε. Είπε χαρακτηριστικά:
"Τώρα υπό ποίες συνθήκες μπορεί να γίνει είναι πολλές. Δεν μπορείς να πεις ότι ο τάδε είναι παλληκάρι, αντέχει, ο άλλος δεν αντέχει. Είναι γνωστό ότι και στρατηγοί που μπορεί να νίκησαν και να πολέμησαν σε μάχες, μπορεί να λιποθυμήσουν στη θέα αίματος. Έχω άνθρωπο που είναι αεροσυνοδός δεν μπορεί να κάμει ένεση. Όταν κάμει ένεση λιποθυμά, παθαίνει αυτό το σιοκ."
Και σε άλλο σημείο, όταν ερωτήθηκε αν θα επερχόταν το ίδιο αποτέλεσμα σε περίπτωση που θα επρόκειτο για μόνο λίγο αίμα απάντησε:
"Έχω αναφέρει ότι και να είναι παρών σε άλλη αιμοδοσία μπορεί να συμβεί χωρίς να είναι ο ίδιος ενεργά μετέχον. Αλλά θα κάμω μια αλληγορική εικόνα. Αν ένας περνά από κάπου και ακούσει πένθιμα την καμπάνα, στο μυαλό του θα έρθουν ποιος δικός του πέθανε πρόσφατα, θα έρθουν οι αναμνήσεις να σου θυμίσουν έγγραμμα παλιών καταστάσεων έτσι και εδώ δεν είναι θέμα ποσότητας διότι το άτομο μπορεί να δώσει ένα λίτρο και να μην πάθει τίποτε. Είναι θέμα εγγραφών στον εγκέφαλο που αρνείται, υπάρχει αρνητισμός του ατόμου εκεί, δεν δέχεται ψυχολογικά να περάσει από την ίδια δοκιμασία. Δεν είναι θέμα ποσότητας."
Το Δικαστήριο αποδέχθηκε την εκδοχή της εφεσίβλητης. Και εξήγησε τους λόγους για τους οποίους θεώρησε αξιόπιστη τη μαρτυρία τόσο της ιδίας όσο και των άλλων που κατέθεσαν προς υποστήριξη. Εξήγησε συνάμα γιατί δεν μπορούσε να πιστώσει ως αληθή τη μαρτυρία του εφεσείοντος και των μαρτύρων του. Το Δικαστήριο σημείωσε εξάλλου ότι η άρνηση του εφεσείοντα να υποβληθεί σε αιματολογική εξέταση δεν αποτελούσε στοιχείο εναντίον του, παρόλο που φαίνεται πως το Δικαστήριο δεν θεώρησε ειλικρινή την εξήγηση για την άρνηση. Παρέπεμψε σχετικά στην Ξενοφώντος v. Κκέλη (1997) 1 A.A.Δ. 1307, στην οποία λέχθηκαν τα εξής:
"Κρίνουμε πως το συμπέρασμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου, ότι δηλαδή οι πιο πάνω ενστάσεις του εφεσείοντα στα αιτήματα της εφεσίβλητης έπρεπε να θεωρηθούν ως στοιχείο εναντίον του, ήταν εντελώς ανεπίτρεπτο. Ο εφεσείοντας ενέστη επιτυχώς στις αιτήσεις, οι οποίες στερούνταν νομικού υπόβαθρου, και θα ήταν αντινομικό αυτή η ορθή του προσέγγιση να θεωρηθεί ως στοιχείο εναντίον του. Όπως υποδείξαμε ήδη στην Αγγλία και Ελλάδα το ζήτημα ρυθμίζεται νομοθετικά, όπου και γίνεται μάλιστα λεπτομερής πρόνοια για την ακολουθητέα διαδικασία. Τέτοια νομοθετική ρύθμιση δεν υπάρχει στη χώρα μας."
Παρατηρούμε, σχετικά με αυτό το ζήτημα ότι ενώ δεν μπορεί να επικριθεί η άσκηση δικαιώματος, εντούτοις εκεί όπου ο έχων το δικαίωμα προσφέρει ο ίδιος εξήγηση την οποία το Δικαστήριο δεν θεωρεί αληθινή ή σοβαρή, δεν είναι άτοπος ο σχολιασμός και, ανάλογα βέβαια με την περίπτωση, η εξαγωγή συμπερασμάτων. Αλλά εδώ το Δικαστήριο δεν προχώρησε.
Το Δικαστήριο διατύπωσε καταληκτικά τα ακόλουθα ευρήματα:
"1. Οι διάδικοι γνωρίστηκαν τον Ιανουάριο του 1993 και δημιούργησαν σεξουαλικές σχέσεις τον Ιούνιο του 1993.
2. Ταξίδεψαν μαζί στη Ρόδο από τις 18.7.93 - 24.7.93. Καθόλη τη διάρκεια του ταξιδιού έμεναν μαζί και είχαν σεξουαλικές σχέσεις. Η Αιτήτρια μένει έγκυος από τον Καθ΄ ου η Αίτηση.
3. Τον Αύγουστο του 1993 επιβεβαιώνεται η εγκυμοσύνη, και ο Καθ' ου η Αίτηση προσπαθεί να την πείσει να αποβάλει. Επίσης τόσο ο ίδιος όσο και ο πατέρας του επισκέπτονται την Ινώ για να την πείσουν να επηρεάσει την Αιτήτρια να αποβάλει το παιδί.
4. Παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1993 ο Καθ' ου η Αίτηση διακόπτει κάθε σχέση με την Αιτήτρια.
5. Στις 15.3.94 γεννιέται η Αναστασία, 4 εβδομάδες πρόωρα. Η Αναστασία είναι ο καρπός της σχέσης του Καθ' ου η Αίτηση με την Αιτήτρια."
Και, κατ' ακολουθίαν, αναγνώρισε ως πατέρα της Αναστασίας Φικάρδου, η οποία γεννήθηκε στις 15 Μαρτίου 1994, τον εφεσείοντα.
Με τους διάφορους προωθηθέντες λόγους έφεσης, τους οποίους ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος ανέπτυξε εν εκτάσει, προσβάλλεται η πρωτόδικη αντίκρυση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και η αξιολόγηση της μαρτυρίας τους. Το πότε δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου σε πρωτόδικα ευρήματα συζητήθηκε πρόσφατα με λεπτομέρεια στην Αθανασίου κ.ά. (Διαχειριστών) v. Κουνούνη (1997) 1 A.A.Δ. 614, με αναφορά κυρίως σε Αγγλική νομολογία στην οποία εκτίθενται οι σχετικές αρχές οι οποίες αντικατοπτρίζονται και στην Κυπριακή. Στην Πίτσιλλος v. Ευγενίου (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 691 (στη σελ. 697), ο Πικής, Δ. (όπως ήταν) τις συνόψισε με τα εξής τα οποία επαρκούν για ό,τι εδώ ενδιαφέρει:
"Στο δικό μας σύστημα η ευθύνη για τη διαπίστωση των γεγονότων ανήκει κατ' εξοχή στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να εκτιμήσει την αξιοπιστία τους στα πλαίσια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης (Papadopoulos v. Stavrou). Mόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η ευθύνη για τον προσδιορισμό των γεγονότων ενόψει συγκρουόμενων εκδοχών βαρύνει το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογείται μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας...."
Δεν έχει εν προκειμένω αποκαλυφθεί οποιοσδήποτε λόγος για επέμβαση. Οι προβληθείσες επικρίσεις ουδόλως μειώνουν το κύρος και την πειστικότητα της εκκαλούμενης, εμπεριστατωμένης, κατά την άποψή μας, απόφασης. Η περίπτωση αυτή είναι πάντως από τις ακραίες: δεν μπορεί, με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία να υπάρξει οποιαδήποτε αμφιβολία ότι ο εφεσείων είναι ο πατέρας της Αναστασίας την οποία η εφεσίβλητη γέννησε στις 15 Μαρτίου 1994.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.