ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 1708
8 Oκτωβρίου, 1999
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΡΑΤΗΣ,
Εφεσείων-Εναγόμενος,
ν.
ΠΕΝΤΕΛΗΣ - ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΩΣΑΪΚΩΝ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Aρ. 10230)
Ευρήματα Δικαστηρίου — Έφεση κατά των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί γεγονότων και αξιοπιστίας στα οποία κατέληξε κατόπιν ανάλυσης και αξιολόγησης της μαρτυρίας — Ισχυρισμός για αντιφάσεις στη μαρτυρία — Η έφεση απορρίφθηκε, δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος επέμβασης στην κρίση του Δικαστηρίου.
Ευρήματα Δικαστηρίου — Επέμβαση Εφετείου — Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου.
Πώληση αγαθών — Ισχυρισμός ότι τα εμπορεύματα ήταν ελαττωματικά και για τον λόγο αυτό ο αγοραστής αρνήθηκε να πληρώσει την αξία τους — Το βάρος αποδείξεως ότι όντως τα εμπορεύματα ήταν ελαττωματικά το έχει ο αγοραστής.
Επιτόπια εξέταση — Εναπόκειται στο Δικαστήριο να αποφασίσει σε κάθε περίπτωση αν είναι απαραίτητη ή αναγκαία η επιτόπια εξέταση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων-εναγόντων για ποσό £2.230,42 το οποίο αντιπροσώπευε την αξία μαρμάρων και γρανιτών τα οποία κατασκεύασαν στο εργοστάσιο τους, για την υπό ανέγερση κατοικία του εναγομένου. Ο εναγόμενος αρνήθηκε να πληρώσει το ποσό, με τον ισχυρισμό ότι τα μάρμαρα και οι γρανίτες δεν ήταν κατάλληλα και αποδεκτής ποιότητας.
Η ουσία της όλης υπόθεσης ήταν κατά πόσο τα εμπορεύματα ήσαν ελαττωματικά ή όχι. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εναγόμενος δεν απέσεισε το βάρος που είχε, να το αποδείξει.
Ο εφεσείων-εναγόμενος, εφεσίβαλε την απόφαση. Υποστήριξε ότι κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο αρνήθηκε να επιθεωρήσει επί τόπου την ανεγειρόμενη κατοικία και να διαπιστώσει την ποιότητα των μαρμάρων. Υποστήριξε επίσης ότι η αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα και την αξιοπιστία ήταν εσφαλμένη.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Είναι το Δικαστήριο που κρίνει σε κάθε περίπτωση αν είναι αναγκαία ή απαραίτητη η επιτόπια εξέταση.
2. Τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ευλόγως επιτρεπτά μετά την ανάλυση της μαρτυρίας και αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και δεν υπάρχει τίποτε που να πλήττει την κρίση του.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Bullows v. Νεοφύτου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 41,
Mamas v. The Firm "ARMA" Tyres (1966) 1 C.L.R. 158,
Roussou v. Aristodemou (1989) 1 C.L.R. 12,
Αγησιλάου ν. Χρίστου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 713.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λιμνατίτου, Πρ. E.Δ.) που δόθηκε στις 3 Aπριλίου, 1998 (Aγωγή Aρ. 4239/95) με την οποία επιδικάστηκε στους εφεσίβλητους-ενάγοντες το ποσό των £2.230,42 δυνάμει τιμολογίου που εξέδωσαν για μάρμαρα και γρανίτες που παρέδωσαν στον εφεσείοντα-εναγόμενο.
Σπ. Eυαγγέλου, για τον Eφεσείοντα.
Α. Λοΐζου, για τους Eφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Κατά τον Απρίλιο του 1995 ο εφεσείων επισκέφθηκε το εργοστάσιο των εφεσιβλήτων και αφού επέλεξε το υλικό συμφώνησε με τους εφεσίβλητους να του κατασκευάσουν διάφορα μωσαϊκά, μάρμαρα και γρανίτες, για να χρησιμοποιηθούν στην υπό ανέγερση οικία του. Οι εφεσίβλητοι αφού τέλειωσαν τις εργασίες, παρέδωσαν τα μάρμαρα και τους γρανίτες στον εφεσείοντα, εξέδωσαν τιμολόγιο με αρ. 2554, ημερομηνίας 2.5.95, στο οποίο αναφέρονταν τα εμπορεύματα και η αξία τους που ήταν £2.230,42, αλλά ο εφεσείων αρνήθηκε να πληρώσει το ποσό, με τον ισχυρισμό ότι τα μάρμαρα και οι γρανίτες δεν ήταν κατάλληλα και αποδεκτής ποιότητας. Αφού εξέτασε τα μάρμαρα ο εφεσείων με την πρώτη ευκαιρία, όπως ισχυρίζεται, πληροφόρησε τους εφεσίβλητους ότι ήταν ραγισμένα και ελαττωματικά και τα απέρριψε. Τους καλεσε δε να τα αντικαταστήσουν. Παράλληλα ο εφεσείων ανταπαίτησε τη ζημιά που υπέστη ως συνέπεια του γεγονότος τούτου, που τον ανάγκασε να αποταθεί σε άλλο προμηθευτή.
Αναφορικά με το μέρος των εμπορευμάτων που έγιναν αποδεκτά ο εφεσείων ανέφερε ότι δεν τα πλήρωσε γιατί δεν του ζητήθηκε το ποσό.
Το Δικαστήριο, αφού άκουσε τη μαρτυρία, μετά από την ανάλυση και τις επισημάνσεις του, δέχθηκε τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων δεν απέσεισε το βάρος που είχε να αποδείξει ότι τα εμπορεύματα ήταν ελαττωματικά. Κατά συνέπεια, εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και απέρριψε την ανταπαίτηση του εφεσείοντα.
Ένα από τα θέματα που ήγειρε στην έφεση του ο εφεσείων είναι ότι κακώς το Δικαστήριο αρνήθηκε μετά από αίτηση του να επιθεωρήσει επί τόπου την ανεγειρόμενη οικία του εφεσείοντα, για να διαπιστώσει την ποιότητα των μαρμάρων, καθώς και τα μεγέθη τους, που κατά τον ισχυρισμό του αναφορικά με τη σκάλα της οικίας δεν ήταν στις ορθές διαστάσεις.
Παρατηρούμε ότι είναι το Δικαστήριο που κρίνει σε κάθε περίπτωση αν είναι απαραίτητη ή αναγκαία επιτόπια εξέταση και κρίνουμε ότι ήταν εύλογα επιτρεπτό στο Δικαστήριο να μη δεχθεί την αίτηση για αυτοψία. Μιά τέτοια αυτοψία δεν βλέπουμε πώς θα βοηθούσε, γιατί ασφαλώς δεν θα αναμενόταν από το Δικαστήριο να προβεί σε καταμετρήσεις των διαστάσεων των μαρμάρων και της σκάλας για να καταλήξει το ίδιο σε συμπεράσματα για τις ορθές τους διαστάσεις. Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο, όπως φαίνεται στην πρωτόδικη απόφαση, είδε τους γρανίτες που παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο και η εξέταση στην οποία προέβηκε σε συνάρτηση με τη μαρτυρία που είχε για την κατάσταση τους ενώπιον του, του επέτρεψε να καταλήξει στην αποδοχή της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων περί της κατάστασης τους και του γεγονότος ότι δεν είχαν ρωγμές ή άλλα ελαττώματα, όπως ισχυρίζεται ο εφεσείων.
Ως εκ τούτου, το παράπονο του εφεσείοντα για την άρνηση του Δικαστηρίου να επισκεφθεί το χώρο της οικίας του, δεν ευσταθεί και απορρίπτεται ως λόγος έφεσης.
Παραπονείται περαιτέρω ο εφεσείων ότι το Δικαστήριο κακώς στηρίχθηκε στο περιεχόμενο του τιμολογίου, το οποίο ήταν ανυπόγραφο και το οποίο ουδέποτε του παραδόθηκε, και αποτελούσε εξ ακοής μαρτυρία.
Απορρίπτουμε και αυτή τη θέση του εφεσείοντα. Το τιμολόγιο ετοιμάστηκε από μάρτυρα που κλήθηκε και κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά εν πάση περιπτώσει δεν υπήρξε αμφισβήτηση για την ποσότητα των εμπορευμάτων, ούτε και για το εύλογο της αξίας με την οποία χρεώθηκε ο εφεσείων. Το περιεχόμενό του αναφορικά με τα επίδικα εμπορεύματα βεβαιώθηκε με προφορική μαρτυρία.
Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης αφορούν βασικά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα πραγματικά ευρήματα του Δικαστηρίου. Είναι γενικά νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει σε ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί γεγονότων και αξιοπιστίας, εκτός αν αυτά δεν ήταν εύλογα επιτρεπτά και εκτός αν ο εφεσείων ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι η αιτιολογία είναι ανεπαρκής και τα ευρήματα δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, αφού αυτή εξεταστεί στο σύνολο της (βλέπε Bullows v. Νεοφύτου και Άλλης (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Mamas v. The Firm "ARMA" Tyres (1966) 1 C.L.R. 158, Roussou v. Aristodemou (1989) 1 C.L.R. 12, Αγησιλάου ν. Χρίστου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 713).
Στην παρούσα περίπτωση έχουμε εξετάσει με προσοχή την επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντος σε συνάρτηση με τη μαρτυρία και τα σημεία που επισημαίνει προς υποστήριξη του αιτήματος του για ανατροπή των ευρημάτων και δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στα ευρήματα που προσβάλλονται. Το πρωτόδικο Δικαστήριο που άκουσε τους μάρτυρες ήταν ασφαλώς σε καλύτερη θέση να κρίνει την αξιοπιστία τους, συναρτώντας την εντύπωση που του έκαμαν οι μάρτυρες στο εδώλιο με το περιεχόμενο της ίδιας της μαρτυρίας που δόθηκε ενώπιον του. Κατά τη γνώμη μας δεν χωρεί πεδίο επέμβασης μας. Οι αντιφάσεις που επισημαίνει ο συνήγορος του εφεσείοντα είναι, κατά την κρίση μας, επουσιώδεις, ώστε να μην ήταν δυνατόν να επηρεάσουν τη μαρτυρία στην ολότητα της, όπως την αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο και την κρίση του για την αξιοπιστία των μαρτύρων. Η ουσία της όλης υπόθεσης ήταν κατά πόσο τα εμπορεύματα ήσαν ελαττωματικά ή όχι. Επί του προκειμένου το Δικαστήριο, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, έκρινε ότι δεν ικανοποιήθηκε από τον εφεσείοντα, ότι πράγματι ήταν ελαττωματικά, αποδεχόμενο επί του προκειμένου τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων σε συνάρτηση με τις δικές του παρατηρήσεις, που ήταν αποτέλεσμα της επιθεώρησης του τεκμηρίου που κατατέθηκε στο Δικαστήριο.
Εν όψει των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα οποία επικυρώνουμε, δεν τίθεται θέμα εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας του περί Πώλησης Αγαθών Νόμου 10(I)/1994.
Το βάρος απόδειξης της ελαττωματικότητας των εμπορευμάτων βρισκόταν στους ώμους του εφεσείοντα και ευλόγως υπό τις περιστάσεις το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν απεσείσθη.
Η έφεση απορρίπτεται, η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.