ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 1594
30 Σεπτεμβρίου, 1999
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Eφεσείων-Εναγόμενος,
ν.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΤΕΛΕΒΑΝΤΟΥ,
Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9876)
Αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Επιμερισμός ευθύνης — Αποκοπή πορείας οχήματος, σε διασταύρωση ελεγχόμενη από φώτα τροχαίας, από όχημα εξ αντιθέτου κατευθύνσεως το οποίο επιχείρησε εντελώς ξαφνικά να στρίψει δεξιά — Διϊστάμενες απόψεις ως προς τις συνθήκες του ατυχήματος — Οδηγός που επιχείρησε τη στροφή δεξιά κρίθηκε αποκλειστικά υπεύθυνος για το ατύχημα.
Ευρήματα Δικαστηρίου — Αξιοπιστία μαρτύρων — Τροχαίο ατύχημα —Στη βάση της μαρτυρίας που το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη, ορθά καταλογίσθηκε ολόκληρη ευθύνη στον εφεσείοντα.
Ο εφεσίβλητος-ενάγων αξίωνε αποζημιώσεις για ζημιές που υπέστη το αυτοκίνητό του μετά από σύγκρουση με το αυτοκίνητο του εφεσείοντα-εναγομένου. Οι εκδοχές των διαδίκων ως προς τις συνθήκες του ατυχήματος διϊσταντο. Η εκδοχή του εφεσίβλητου, η οποία υποστηρίζετο και από την εκδοχή μάρτυρα αστυνομικού ο οποίος ασκούσε καθήκοντα ρύθμισης της τροχαίας στη διασταύρωση που έγινε το ατύχημα, ήταν ότι αυτός (ο εφεσίβλητος) εισήλθε με πράσινο φως στη διασταύρωση των λεωφόρων Μακαρίου και Σανταρόζα προχωρώντας κανονικά κατ' ευθείαν, όταν ο εφεσείων, αφού και εκείνος εισήλθε στη διασταύρωση από την αντίθετη κατεύθυνση, έστριψε εντελώς ξαφνικά προς τα δεξιά του με αποτέλεσμα να του ανακόψει την πορεία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον εφεσίβλητο αξιόπιστο και απέδωσε αποκλειστική ευθύνη για την πρόκληση του ατυχήματος στον εφεσείοντα. Η ανταπαίτηση του εφεσείοντα απερρίφθη, αλλά υπολογίσθηκαν οι ζημιές του, στις οποίες περιλαμβανόταν ποσό £300 για την ελαφρά κάκωση που υπέστη.
Η έφεση αφορά στις διαπιστώσεις αναφορικά με την ευθύνη και στο ποσό των γενικών αποζημιώσεων το οποίο καθορίσθηκε για τις κακώσεις του εφεσείοντα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι συλλογισμοί προς θεμελίωση της εισήγησης για υπερβολική ταχύτητα του εφεσίβλητου δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία. Το πόση απόσταση κάλυψε ο κάθε οδηγός από ορισμένο σημείο ως τη στιγμή της σύγκρουσης, δεν είναι καν ενδεικτικό. Το ουσιώδες είναι η αντίστοιχη θέση τους όταν εκδηλώθηκε η κίνηση του εφεσείοντα προς τα δεξιά. Και αυτή η θέση συνάδει με την εκδοχή του εφεσίβλητου. Σε τελική ανάλυση, το θέμα αφορά τις εκτιμήσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Δεν συντρέχουν προϋποθέσεις για παρέμβαση του Εφετείου, σ' αυτό το κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
2. Η έφεση ως προς την ευθύνη πρέπει να απορριφθεί. Το ζήτημα των αποζημιώσεων του εφεσείοντα είναι πλέον θεωρητικό.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Varnakides v. Papamichael a.o. (1970) 1 C.L.R. 367,
Πουρίκκος v. Βασιλείου (1993) 1 Α.Α.Δ. 256.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σωκράτους, E.Δ.) που δόθηκε στις 6 Δεκεμβρίου, 1996 (Aγωγή Aρ. 544/94) με την οποία κρίθηκε ο εφεσείων-εναγόμενος αποκλειστικά υπεύθυνος για το τροχαίο ατύχημα και επιδικάστηκε εναντίον του το ποσό των £1,183 ως γενική αποζημίωση για τις ζημιές που υπέστη το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου-ενάγοντα.
Χρ. Λειβαδιώτου, για τον Eφεσείοντα.
Χρ. Κινάνης, για τον Eφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Κωνσταντινίδη.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος αξίωσε αποζημιώσεις για ζημιές που υπέστη το αυτοκίνητό του μετά από σύγκρουση με το αυτοκίνητο του εφεσείοντα. Κατά την εκδοχή του, εισήλθε με πράσινο φως στη διασταύρωση των λεωφόρων Μακαρίου και Σανταρόζα προχωρώντας κανονικά κατ' ευθείαν, όταν ο εφεσείων, αφού και εκείνος εισήλθε στη διασταύρωση από την αντίθετη κατεύθυνση, έστριψε εντελώς ξαφνικά προς τα δεξιά του με αποτέλεσμα να του αποκόψει την πορεία. Η απόσταση που τους χώριζε ήταν πολύ μικρή και, παρά τη μικρή του ταχύτητα, δεν είχε περιθώριο αντίδρασης. Χωρίς να προλάβει ακόμα και να χρησιμοποιήσει τα φρένα του, το εμπρόσθιο μέρος του αυτοκινήτου του κτύπησε στο αριστερό πλευρό του άλλου.
Ο εφεσείων αρνήθηκε τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου και ανταπαίτησε τις δικές του ζημιές. Κατά την εκδοχή του εισήλθε με πάρα πολύ μικρή ταχύτητα στη διασταύρωση, δείχνοντας ότι θα έστριβε δεξιά, σε συμμόρφωση προς οδηγίες αστυνομικού που ρύθμιζε την τροχαία. Είδε τότε από την απέναντι πλευρά να πλησιάζει το αυτοκίνητο το εφεσίβλητου με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Σταμάτησε, ο άλλος έστριψε για να αποφύγει τον αστυνομικό και κτύπησε στο αυτοκίνητό του.
Οι ισχυρισμοί του εφεσίβλητου διερευνήθηκαν και κατέθεσε ως μάρτυρας ο αστυνομικός που πράγματι άσκησε καθήκοντα ρύθμισης της τροχαίας κίνησης στη διασταύρωση. Διέψευσε τον εφεσείοντα. Εισερχόταν στη διασταύρωση και ρύθμιζε την κυκλοφορία όταν το απαιτούσε η στιγμή. Ενώ προσπαθούσε να απομακρυνθεί από τη διασταύρωση, άκουσε κτύπημα και είδε τα δυο αυτοκίνητα κτυπημένα. Αρνήθηκε ότι έκαμε σήμα στον εφεσείοντα να περάσει.
Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είχε κανένα ενδοιασμό κατά την απόρριψη της εκδοχής του εφεσείοντα. Ο αστυνομικός ήταν ανεξάρτητος, ήταν σαφής και σταθερός και δέχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο πως ο κεντρικός ισχυρισμός του εφεσείοντα ήταν αναληθής. Αντίθετα, έκρινε τον εφεσίβλητο αξιόπιστο και μετά από μακρά, πρέπει να σημειώσουμε, ανάλυση και εκτεταμένη αναφορά στη νομολογία, κατέληξε πως την αποκλειστική ευθύνη την είχε ο εφεσείων. Επιδίκασε, επομένως, εναντίον του το ποσό των £1.183 το οποίο, όπως έκρινε, αποδείχθηκε ότι συνιστούσε τη ζημιά του. Την ανταπαίτηση την απέρριψε βέβαια αλλά υπολόγισε τη ζημιά του εφεσείοντα. Αυτή συνίστατο σε £576.45 σεντ. Επίσης έκρινε πως το ποσό των £300 θα ήταν ικανοποιητική αποζημίωση για την ελαφρά κάκωση που υπέστη.
Η έφεση αφορά στις διαπιστώσεις αναφορικά με την ευθύνη και στο ποσό που καθορίστηκε ως γενική αποζημίωση για τις κακώσεις του εφεσείοντα. Αναπτύχθηκε σειρά επιχειρημάτων και έγιναν από την πλευρά του εφεσείοντα πολλοί υπολογισμοί αναφορικά με το τί θα έπρεπε να θεωρηθεί ως ταχύτητα του εφεσιβλήτου, με βάση διάφορες αποστάσεις και το συσχετισμό τους. Επίσης αποδόθηκαν στο Δικαστήριο διαπιστώσεις μή στηριζόμενες στη μαρτυρία. Η γενική εισήγηση ήταν πως το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε κατά την αξιολόγησή της. Δεν έπρεπε να δεκτεί τη μαρτυρία του αστυνομικού ή του εφεσίβλητου. Θα έπρεπε να αντιληφθεί ότι ο εφεσίβλητος κρατούσε λανθασμένη λωρίδα κυκλοφορίας, δηλαδή τη δεξιά που δεν προοριζόταν για όσους θα διασταύρωναν κατ' ευθείαν. Ακόμα δεν έπρεπε να παραγνωρίσει πως ο εφεσίβλητος είδε τον εφεσείοντα να δείχνει με το σηματοδότη του πως θα έστριβε προς τα δεξιά. Διατυπώθηκε τελικά η εισήγηση πως ενώ πράγματι υπείχε ευθύνη ο εφεσείων αφού έστριψε προς τα δεξιά, θα έπρεπε να κριθεί συνυπεύθυνος και ο εφεσίβλητος αφού είχε τη δυνατότητα να πάρει μέτρα για αποφυγή της σύγκρουσης.
Δεν είπε ο εφεσίβλητος ότι είδε τον εφεσείοντα να δείχνει ότι θα στρίψει. Η μαρτυρία του ήταν σταθερή πως ενώ τους χώριζε μικρή απόσταση, αυτός ξαφνικά έστριψε αποκόπτοντας του την πορεία. Ούτε προέκυπτε από τη μαρτυρία ότι ο εφεσίβλητος προχωρούσε στη λανθασμένη λωρίδα κυκλοφορίας. Ο εφεσίβλητος κατέθεσε πως προχωρούσε κανονικά για να διασταυρώσει κατ΄ευθείαν, όταν απεκόπη η πορεία του με την κίνηση του εφεσείοντα προς τα δεξιά. Ο ίδιος δε ο εφεσείων αναφέρθηκε σε κίνηση του εφεσιβλήτου προς τα αριστερά. Οι συλλογισμοί προς θεμελίωση της εισήγησης για υπερβολική ταχύτητα του εφεσίβλητου δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία. Το πόση απόσταση κάλυψε ο ένας ή ο άλλος από ορισμένο σημείο ως τη στιγμή της σύγκρουσης, δεν είναι καν ενδεικτικό. Το ουσιώδες είναι η αντίστοιχη θέση τους όταν εκδηλώθηκε η κίνηση του εφεσείοντα προς τα δεξιά. Και είδαμε ποιά ήταν επ΄αυτού η εκδοχή του εφεσιβλήτου. Σε τελική, λοιπόν, ανάλυση το θέμα αφορά στις εκτιμήσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφοριά με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θα επέτρεπαν παρέμβασή μας σ' αυτό το κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου. Στη βάση της μαρτυρίας που το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη, ορθά καταλογίστηκε ολόκληρη η ευθύνη στον εφεσείοντα.
Ο εφεσείων εισηγήθηκε και πως πρέπει να παραμεριστεί η πρωτόδικη απόφαση επειδή κατατέθηκε ως τεκμήριο ο φάκελος ποινικής υπόθεσης εναντίον του για το επίδικο ατύχημα, ενώ είχε αρνηθεί ενοχή. Αναφέρθηκε συναφώς στην υπόθεση Varnavas G. Varnakides v. Christos Papamichael and Another (1970) 1 C.L.R. 367. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου έχει στη βάση της την αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας που προσάχθηκε ενώπιόν του. Αιτιολογήθηκε με αναφορά σ' αυτή, πουθενά δεν αναφέρεται στην απόφαση ο φάκελος της ποινικής υπόθεσης και η όποια κρίση ως προς τη δυνατότητα παρουσίασής του σε σχέση με οποιοδήποτε θέμα της αστικής δίκης (βλ. συναφώς Πουρίκκος ν. Βασιλείου (1993) 1 Α.Α.Δ. 256), για την οποία ας σημειωθεί δεν εκδηλώθηκε κατ' ευθείαν ένσταση, θα ήταν μόνο ακαδημαϊκής σημασίας.
Η έφεση ως προς την ευθύνη πρέπει να απορριφθεί. Ακολουθεί πως το ζήτημα των αποζημιώσεων του εφεσείοντα είναι πλέον θεωρητικό. Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.